26/4/14

Τα αδιέξοδα της μειονοτικής πολιτικής στην Θράκη

ένα αφιέρωμα των “Αναγνώσεων”, το 2006


Γράφουν: Χρήστος Ηλιάδης, Σαμή Καραμουγιούκογλου, Σπύρος Μαρκόπουλος, Μουσταφά Μουσταφά, Βάσω Νικολάου, Μιχάλης Παπαγιαννάκης, Χάρης Παπαδόπουλος, Μάρθα Πύλια, Άλκης Ρήγος, Σταμάτης Σακελλίων, Κωνσταντίνος Τσιτελίκης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Γιώργος Μπλάνας, Ανδρέας Πανταζόπουλος. Κείμενα: Ορχάν Βελή, Πιέρ-Αντρέ Ταγγυέφ, Αλαίν Τουραίν, Αλαίν Ρενώ 

Δημόσιος χώρος και τοπικότητα

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Τα έργα του τεύχους προέρχονται από την έκθεση της Χρύσας (Βαρδέα) και της Χρύσας Ρωμανού, στην Kalfayan Galleries στην Αθήνα, Χάρητος 11. Μέχρι 3 Μαΐου.

Δημόσιος χώρος στην πόλη των «άλλων»

ΤΗΣ ΝΤΙΝΑΣ ΒΑΪΟΥ

      Χρύσα (Βαρδέα), Fragment With Movement, λάδι σε χαρτί, 102,9x114,3εκ., 1970
Όσο πλησιάζουν οι Δημοτικές εκλογές, ο δημόσιος χώρος γίνεται για άλλη μια φορά πεδίο αντιπαραθέσεων, καθώς υποψήφιοι δημοτικοί άρχοντες μας υπόσχονται να διορθώσουν, καθένας κατά την αντίληψή του, τα «προβλήματα της πόλης». Οι «μεγάλες παρεμβάσεις» και τα εμβληματικά έργα, που θα φέρουν ανατροπές στο δημόσιο χώρο, είναι στην ημερήσια διάταξη. Αντίθετα, μένουν στα αζήτητα της δημόσιας συζήτησης και της πολιτικής για την πόλη οι χώροι όπου οι κάτοικοι ζουν τις σύνθετες, διαφορετικές και κοινωνικά άνισες καθημερινότητές τους/μας. Τέτοιες ιεραρχήσεις συνδέονται με συγκεκριμένες κάθε φορά αντιλήψεις για το ρόλο, τις εννοιολογήσεις και τις χρήσεις του δημόσιου χώρου και εξ ίσου συγκεκριμένες αντιλήψεις για τους κατοίκους της πόλης.
Στην Αθήνα της κρίσης και των Μνημονίων, οι μεγάλες παρεμβάσεις και τα εμβληματικά έργα συνήθως συνδέονται με επιχειρηματικά συμφέροντα και συχνά ακυρώνουν δημόσιους χώρους και καθιερωμένες από τους κατοίκους χρήσεις (πχ Ακαδημία Πλάτωνος, Δημοτική Αγορά Κυψέλης, Πανεπιστημίου). Τέτοιες παρεμβάσεις υπονοούν και προϋποθέτουν κατοίκους καταναλωτές, άεργους περιπατητές, παρατηρητές και τουρίστες, αμέριμνους ποδηλάτες. Οι «άλλοι» -οι φτωχοί, οι άστεγοι, οι άνεργες, οι τοξικοεξαρτημένοι, οι εκδιδόμενες γυναίκες, οι μοναχικές μητέρες, οι μετανάστριες και οι πρόσφυγες, τα πεινασμένα παιδιά στα σχολεία, τα παιδιά υπό απέλαση, οι ανασφάλιστοι– όσοι και όσες έχουν εκπέσει από τις προστατευτικές δομές ενός διαλυμένου κράτους πρόνοιας, δεν είναι κάτοικοι, αλλά παρείσακτοι που βλάπτουν την εικόνα της πόλης και «βρωμίζουν» τους δημόσιους χώρους της.

Ο δημόσιος χώρος και το “δικαίωμα στην πόλη”

ΤΗΣ ΡΟΥΛΗΣ ΛΥΚΟΓΙΑΝΝΗ

Στην πρόσφατη συγκυρία της κρίσης γινόμαστε μάρτυρες πολλών διαδηλώσεων ενάντια στις πολιτικές που, ακολουθώντας τις επιταγές του νεοφιλελεύθερου δόγματος, εμπορευματοποιούν την πόλη, και οδηγούν στη φτώχεια και τον αποκλεισμό όλο και περισσότερα άτομα και κοινωνικές ομάδες. Οι διαδηλώσεις εκδηλώνονται στους δημόσιους χώρους των μεγάλων αστικών κέντρων, που επανακτούν τον πολιτικό τους χαρακτήρα, καθώς γίνονται, έστω και προσωρινά, τόποι συνάντησης, διαλόγου, αντιπαράθεσης και αντίστασης, τόποι διεκδίκησης δικαιωμάτων που παραβιάζονται από την επίθεση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πρακτικής.
Οι πορείες, οι διαδηλώσεις ή οι καταλήψεις πλατειών και εγκαταλειμμένων κτηρίων, αποτελούν ένα παγκόσμιο φαινόμενο που υποδηλώνει ότι “έχουμε εισέλθει στην εποχή της αντίστασης”, όπως λέει ο Κώστας Δουζίνας. Είναι η εποχή, όπου το “δικαίωμα στην πόλη”, μια συνοπτική διατύπωση και λέξη-σύνθημα του Henri Lefebvre αποκτά την επικαιρότητά της, καθώς η κοινωνική οργή μετατρέπεται σε αμφισβήτηση των εξουσιαστικών δομών και των καθημερινών σχέσεων και, συνοδεύεται από αιτήματα που αφορούν στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και τη συμμετοχή στη διαδικασία συγκρότησης της πόλης και της αστικής ζωής, μιας αστικής ζωής μετασχηματισμένης και ανανεωμένης, χωρίς τους αποκλεισμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας, και τους χώρους αλλοτρίωσης που αυτή παράγει.
Επειδή οι παγκόσμιες αντιστάσεις είναι πάντα τοποθετημένες σε τοπικό επίπεδο, καθώς συνδέονται με συγκεκριμένες συνθήκες, καταστάσεις ή γεγονότα και συγκεκριμένες «τοπικές» ιστορίες, κι επειδή η εστίαση στο τοπικό μπορεί να αποφύγει τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε κάθε γενίκευση και εξωπραγματική αφαίρεση, επέλεξα να σας μιλήσω για μία συγκεκριμένη μορφή αντίστασης που έλαβε χώρα σε έναν από τους λιγοστούς δημόσιους χώρους μιας κεντρικής γειτονιάς της Αθήνας. Πρόκειται για την κατάληψη της Δημοτικής Αγοράς της Κυψέλης, μιας από τις πιο παλιές, πυκνοκατοικημένες και πιο πολυπολιτισμικές γειτονιές της Αθήνας, που “αναζωογονήθηκε”, όχι μέσα από «επίσημες» πρακτικές, αλλά μέσα από τις καθημερινές πρακτικές συνύπαρξης των μεταναστριών/τών και των “ντόπιων” γυναικών και ανδρών.

Προς μια νέα αφήγηση της πόλης

ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΣ ΑΡΓΥΡΗ

  Χρύσα Ρωμανού, Reportage, κολλάζ σε καμβά, 65x50εκ., 1965
Στη σύγχρονη Αθήνα χαράσσεται ένα άχρονο αστικό οικοσύστημα. Όπως παρατηρεί ο Roudaut για τις μεγαλουπόλεις της νεωτερικότητας, η πόλη χτίζεται σαν να μην υπήρχε τίποτα πριν από αυτήν, δεν προεκτείνει την παλιά αλλά την καταργεί[1]. Η μνήμη της πόλης σβήνει, καθώς οι γειτονιές και τα χαρακτηριστικά της ορόσημα χάνονται ανάμεσα στα επαναλαμβανόμενα οικοδομικά της τετράγωνα, και μαζί της ατροφεί η εμπειρική συναίσθηση του από κοινού βιωμένου κόσμου και η νοηματοδότηση που παραδιδόταν άλλοτε μέσα από τη ζωντανή εμπειρία των κατοίκων της και την οικειοποιούσε ως τόπο συλλογικής δράσης και εγγεγραμμένων αναμνήσεων στις χωρικές σταθερές της.
Στο κέντρο όπου διασώζονται οι υλικές μαρτυρίες του πολιτισμικού λόγου και της πολιτικής ιστορίας της, σκηνογραφούνται αποσπασματικά τα εμβλήματα της εξουσίας στα μνημειακά κτήρια των παλαιών ανακτόρων της Βουλής, της Ακαδημίας ή της Βιβλιοθήκης, η τουριστική περιήγηση σε εγκλωβισμένα θραύσματα του αρχαιολογικού παρελθόντος, η επιχειρηματική επένδυση στα αναστηλωμένα νεοκλασικά που στεγάζουν εμπορικά πολυκαταστήματα ή στους χώρους της πολιτισμικής βιομηχανίας που έσπευσαν να εκταμιεύσουν πρώτα την οικονομική υποβάθμιση και κατόπιν τη φυσιογνωμία συνοικιών όπως το Γκάζι και του Ψυρρή ή προσφάτως το Μεταξουργείο.

Χώροι της μνήμης, χώροι των κοινών

ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΗ

Ζούμε το τέλος του δημόσιου χώρου, ζούμε την καταστροφή κάθε μέσου που μπορεί να εκφράζει και να σχηματίζει την κοινωνική ζωή ως πεδίο που διαρκώς θα υπερβαίνει τα πλαίσια της πιστής αναπαραγωγής της; Ίσως όχι: φαίνεται ότι σε καιρούς ζοφερούς η κοινωνία πάντα βρίσκει δρόμους, ακόμα και υπόγειους για να αντισταθεί στη λεηλασία της συλλογικής ζωής. Δεν πρόκειται όμως μόνο για την πεισματική άρνηση των Αθηναίων να κλειστούν απελπισμένοι στο κουκούλι ενός καταφύγιου (ιδιωτικού ή ομαδικού). Δεν πρόκειται μόνο για τη διψασμένη απόλαυση της λιακάδας με έναν φραπέ ή μια μπύρα για ώρες σε ένα καφενείο. Πρόκειται και για την ανάδυση αγώνων και προσπαθειών να ζήσουν ξανά μνήμες συλλογικής ζωής καταχωνιασμένες στα αζήτητα την περίοδο μιας ψευδεπίγραφής και απατηλής ευημερίας.
Εκείνο που γεννά την πιθανότητα αντίδρασης και ίσως αντίστασης δεν είναι η αθλιότητα του παρόντος (του όποιου παρόντος). Δεν είναι η εξαθλίωση ή η δυστυχία που απαραίτητα γεννά εξεγέρσεις. Είναι η δυνατότητα να θυμάσαι ή να ονειρεύεσαι τη ζωή αλλιώς. Και οι κάτοικοι των πόλεων της κρίσης μπορούν και πρέπει να θυμούνται για να θυμώσουν και να διεκδικούν.
Μια βόλτα στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας λίγο μετά την ανακοίνωση της μεταβίβασής τους στο ΤΑΙΠΕΔ ως δημόσια περιουσία προς εκποίηση:  Κτίρια που έζησαν χρόνια εγκατάλειψης και ηθελημένης απαξίωσης, κτίρια που κάποτε στέγασαν αλλά και τώρα στεγάζουν ανθρώπους ξεριζωμένους, ανθρώπους που η ζωή τους καταστράφηκε καθώς συνθλίφτηκε από πολέμους και πολιτικές αρπακτικής εκμετάλλευσης. Τι ήταν κάποτε τα Προσφυγικά, τι είναι τώρα; Τι μπορεί να μας μάθει η ιστορία και το παρόν τους;
Πρόσφυγες το 1922, θύματα μιας βίαιης ανταλλαγής πληθυσμών αναγκάστηκαν να χωρέσουν την ακρωτηριασμένη καθημερινότητά τους σε μικρά διαμερίσματα στις παρυφές της επίσημης πόλης. Οι «ντόπιοι» κάτοικοι τους είδαν με καχυποψία αν όχι με ανοιχτή εχθρότητα. Και το κράτος, παρότι είχε την ευθύνη για την καταστροφή που βίωναν, φρόντισε πάνω απ’ όλα να κάνει ότι μπορούσε για να τους εντάξει στις ήδη υπάρχουσες ταξικές ασυμμετρίες μιας κοινωνίας που, όπως και σήμερα, ήταν και τότε στη δίνη μιας ακραίας διεθνούς οικονομικής κρίσης.

Ο δημόσιος χώρος της πόλης και η πολιτική ως ανταγωνιστική πολλαπλότητα

ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ ΠΟΡΤΑΛΙΟΥ

Χρύσα Ρωμανού, Casino International
κολλάζ σε καμβά, 200x100εκ., 1965
Όπως το θέτει η Hanna Arendt, «μολονότι όλες οι πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης συνδέονται κατά κάποιον τρόπο με την πολιτική, το πλήθος είναι η κατ’ εξοχήν προϋπόθεση - όχι απλώς η conditio sine qua non, αλλά η conditio per quam - κάθε πολιτικής ζωής». Αν και μια εμβρυακή χωρική δομή της πόλης προϋπήρξε στους αγροτικούς οικισμούς, αυτό που χαρακτηρίζει τη μετάβαση στις πόλεις είναι μια βαθιά τομή ανάμεσα στην ανυπαρξία και τη θέσμιση μιας πολιτικής οντότητας. Οι πόλεις αναπτύσσονται από την αρχαϊκή στην κλασική αρχαιότητα και τη ρωμαϊκή εποχή με διαφορετικά πολιτικά χαρακτηριστικά αλλά, σε κάθε περίπτωση, η διαμόρφωση πολιτικών θεσμών στοιχειοθετεί την ύπαρξη μιας δεύτερης ζωής, του πολιτικού βίου δίπλα στον ιδιωτικό βίο των ανθρώπων. Η χωρική συνθήκη των πόλεων καθιστά την αγορά κέντρο της δημόσιας ζωής, η οποία -για ν’ αναφερθούμε στις ελληνικές πόλεις- αποκτά την πιο ολοκληρωμένη μορφή της στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. Εδώ ο δημόσιος χώρος αναπτύσσεται στις πληρέστερες και πιο εκτεταμένες διαστάσεις του με το Βουλευτήριο, την Πνύκα, το Πρυτανείο, το Μητρώο, τον Άρειο Πάγο, κέντρα της πολιτικής ζωής, που συμπληρώνονται με την εμπορική αγορά, στοές, ναούς, βωμούς και θέατρα.
Πάλι κατά τη Hanna Arendt, «η πόλις για τους Έλληνες, όπως η res publica για τους Ρωμαίους, ήταν πριν απ’ όλα εγγύηση κατά της ασημαντότητας της ατομικής ζωής, χώρος προφυλαγμένος απέναντι σ’ αυτή την ασημαντότητα και προορισμένος για τη σχετική διάρκεια αν όχι για την αθανασία των θνητών». Αντίθετα, ο θρυμματισμός της επίγειας πολεοδομίας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η παρακμή των πόλεων συμβάδισαν με την υποκατάσταση της πόλεως, ως υποδοχέα της δημόσιας πολιτικής ζωής, από την «ουράνια πόλη» και την υπερκοσμική κοινωνία των αγίων. Τη μακριά διάρκεια της παρακμής ακολουθεί η ανάδυση των πρώιμων μεσαιωνικών πόλεων-κέντρων διοίκησης και φρουρίων, με σκοπό να καλύψουν τις πρωταρχικές ανάγκες της συνάθροισης και της ασφάλειας. Αυτοί οι «λίθοι του βηματισμού» οδήγησαν, από την εποχή του πολιτικού λήθαργου και της απώλειας της έννοιας του πολίτη και των πολιτικών δικαιωμάτων, στην επαναφορά των πόλεων στον ύστερο μεσαίωνα, όταν συντελούνται η κατάργηση της δουλοπαροικίας και της χωροδεσποτείας, η ανάπτυξη νέων κοινωνικών τάξεων και ομάδων και η εμφάνιση του εμπορικού καπιταλισμού.

Κυρίαρχες νοηματοδοτήσεις και αθέατοι (ενδιάμεσοι) χώροι

ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΜΙΧΑ

       Χρύσα (Βαρδέα), Newspaper Portofolio (λεπτομέρεια), 
22 μεταξοτυπίες, 87x63,5εκ., 1962
Στις θεωρητικές διατυπώσεις που θεμελιώνουν τη συζήτηση για τον δημόσιο χώρο, για να ορισθεί το δημόσιο, με τις ποικίλες υλικές και κοινωνικοπολιτικές του νοηματοδοτήσεις, αντιτίθεται σε κάτι άλλο: συνήθως στο ιδιωτικό, το αθέατο, ή το ασήμαντο, το ασφαλές, το φυσικό. Οι αντιπαραθέσεις αυτές το φέρνουν αντιμέτωπο και στο ιδεατό του πρότυπο, που ενσαρκώνει την απόλυτη λειτουργία του «κοινού τόπου», του πεδίου που καθιστά δυνατό τον ελεύθερο και ισότιμο λόγο, εξασφαλίζοντας τη συναίνεση και την ενεργό συμμετοχή όλων. Έτσι η σύγχρονη εποχή (καλύπτοντας μια ευρύτατη ιστορική περίοδο) χαρακτηρίζεται από ποικίλες δυνάμεις που υπονομεύουν, αποδυνα-μώνουν ή συρρικνώνουν το ιδεώδες του δημοσίου. Τα διπολικά σχήματα δημιουργούν και αναπαράγουν σειρά από επιμέρους χωρο-κοινωνικές πολώσεις με έντονα έμφυλο, ταξικό και εθνοτικό χαρακτήρα ενώ, χαράσσοντας όρια απροσπέλαστα και αμετάκλητα ανάμεσα σε γεωγραφικά και κοινωνικά διακριτούς χώρους, απαξιώνουν ό,τι επιβιώνει σε πιο αμφίρροπες ενδιάμεσες καταστάσεις.
Οι αδυναμίες του θεωρητικού αυτού πλαισίου γίνονται ακόμα πιο φανερές όταν καλείται να επεξεργαστεί το κυρίαρχο σήμερα ιδεολογικό πρόταγμα υποταγής στο αναπόφευκτο, αντίληψη που επιχειρεί, κατασκευάζοντας ακόμα πιο σκληρά όρια, να επαναφέρει μια εδραιωμένη (νοούμενη ως ιδανική) κανονικότητα ─ κανονικότητα ηθικά αυτονόητη, ανδροκρατούμενη, ξενοφοβική και κοινωνικά ιεραρχημένη. Οι πολιτικές κατάργησης δικαιωμάτων άμεσα συνυφασμένων με τη δημόσια σφαίρα, οι πρακτικές καταστολής και ποινικής δίωξης όσων παρεκκλίνουν, αλλά και οι προτάσεις (επανα)σχεδιασμού του δημόσιου χώρου της Αθήνας, υποστηρίζονται από κυρίαρχες αφηγήσεις που αντιτάσσουν έναν ιδεατό δημόσιο χώρο με «κατάλληλους» κατοίκους και «επιθυμητούς» επισκέπτες, στις υποβαθμισμένες συνοικίες της πόλης και τις «επικίνδυνες» κοινωνικές ομάδες που τις κατοικούν. Είναι ενδεικτικό ότι στην πρόσφατα δημοσιοποιημένη από το Δήμο της Αθήνας πρόταση Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης (ΣΟΑΠ) για το εμπορικό και ιστορικό κέντρο της Αθήνας, οι 18 στόχοι και άξονες παρέμβασης αποκρυσταλλώνονται σε ένα πρόγραμμα δράσης που θέτει σε πρώτη προτεραιότητα την αντιμετώπιση της παραβατικότητας, τα προβλήματα που συνδέονται με τους οίκους ανοχής και τους κινδύνους από την υψηλή συγκέντρωση παράνομων μεταναστών στο κέντρο της πόλης. Η συνεχώς εντεινόμενη από τη δεκαετία του 1990 αστυνόμευση του δημόσιου χώρου της Αθήνας και ο πολιτικός και δημοσιογραφικός λόγος που την υπηρετεί, χαρτογραφώντας στις γειτονιές της «σημαδιακά άβατα», «γκέτο αλλοδαπών» και «ζώνες υψηλής εγκληματικότητας», καθιστούν επιτακτική την ανάγκη να ξανασκεφτούμε τις πολυσήμαντες σημασίες του δημοσίου, απεγκλωβισμένες από παγιωμένα σχήματα και χωρο-κοινωνικές περιχαρακώσεις.

Άνθρωπος και πόλη

(Μερικές εβδομάδες πριν από τις δημοτικές εκλογές)

Στις πόλεις του σήμερα, απεικονίζεται η ιστορία του ίδιου του ανθρώπου: μια ιστορία φανταστική, γεμάτη φόρμες, μύθους, τοπία, πρόσωπα σε διαφορετικούς ρόλους, μέσα από γενιές και χώρες που βρίσκονται πάνω στην τροχιά ενός τόξου, που οι συντεταγμένες του αποτελούν την «εικόνα».
Έτσι, μέσα από την πόλη-κοινωνία (άνθρωπος/περιβάλλον, άνθρωπος/ιστορία) που με τον άνθρωπο άλλαξε –και τον άλλαξε- και πάνω στα ίχνη των πρώτων αστικών κέντρων, η μνήμη προβάλλει το φιλμ με τις   γεωμετρικές αναλογίες που χαρακτήρισαν διαφορετικούς χώρους, διαφορετικούς σχεδιασμούς του κόσμου, σύνθετους, σε όλο και μεγαλύτερη διαλεκτική σχέση μεταξύ τους: η ύλη που μετασχηματίζεται, η επικοινωνία που αλλοιώνεται, η πόλη που εξαφανίζεται και ο πλανήτης που μετατρέπεται σε ενιαίο οικολογικό σύστημα.
Ανάμεσα στο κακό και το καλό η απόσταση είναι ο άνθρωπος, ο άνθρωπος-πόλη, εσωστρεφής και δομικά αντιφατικός, πηγή φωτός αιρετικής φαντασίας μέσα στη σκιά του χλωμού καθωσπρεπισμού, σε ένα μονοκεντρικό, στατικό σύστημα.
Παρ’ όλ’  αυτά, τα συστήματα είναι σε κρίση και η ιστορία δείχνει πως τίποτε δεν υποχρεώνει αληθινά τον άνθρωπο στην καταπίεση: η λύση βρίσκεται στην ιδέα που εμείς θέλουμε να έχουμε για τη ζωή. Χθες, ο «αλχημικός» άνθρωπος έψαχνε την ενέργεια με σκοπό να μετατρέψει την ύλη –και μ’ αυτή τον εαυτό του- στην προοπτική της τελειότητας. Σήμερα, ο «επιστημονικός» άνθρωπος ελευθερώνει ενέργεια, κατακερματίζοντας τη δομή της ύλης: μια διαφορετική επιτάχυνση, μια ελικοειδής κίνηση. Δεν πρόκειται πλέον για έναν καινούριο κρίκο στην αλυσίδα των γεγονότων και των αντιδράσεων. Πρόκειται για καινούριες απελευθερώσεις, που ενεργοποιούν μια νέα και άγνωστη αλυσιδωτή αντίδραση.

Η πόλη αλλιώς

Το μετέωρο βήμα από το παλιό στο νέο

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ

Κοινωνικές και χωρικές μεταπλάσεις στην Αθήνα της κρίσης
     
Η εικόνα της πόλης αλλάζει μέρα με τη μέρα. Ο αστικός δημόσιος χώρος διαποτίζεται από την ένταση και την οδύνη των κοινωνικών και οικονομικών κατακρημνίσεων και την καταστροφή των βασικών κοινωνικών υποδομών. Η επέκταση της φτώχειας σε ευρύτερα στρώματα, η απώλεια της μικρής ιδιοκτησίας, καταφύγιο και δικλείδα ασφαλείας για τους πολλούς, και οι διαφοροποιήσεις στην καθημερινότητα των πολιτών έχουν μεταβάλλει δραματικά τη συνθήκη της δημόσιας κατοίκησης και το αστικό περιβάλλον. Η υποβάθμιση και η ιδιότυπη δήμευση των ιδιωτικών αστικών ακινήτων, οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί συμπορεύονται με την εγκατάλειψη και την κατάρρευση του δημόσιου χώρου και την κατάργηση ουσιωδών δημοτικών υπηρεσιών και παροχών (συγκοινωνία, καθαριότητα, φωτισμός, αστυνόμευση). Και καθώς ευρύτερα κοινωνικά στρώματα οδηγούνται στην πλήρη αποστέρηση των αναγκαίων οικονομικών πόρων και την επισφάλεια, αλλοιώνεται άμεσα η σχέση του ανθρώπου με το χώρο που τον περιβάλλει, το ζωτικό χώρο της κατοικίας και της πόλης.
Η ανέμελη οδοιπορία του περιπατητή-καταναλωτή στους εμπορικούς τομείς του ιστορικού κέντρου δίνει τη θέση της σε μια σκυθρωπή και αμήχανη διόδευση στους σκοτεινούς μελαγχολικούς δρόμους της κρίσης. Η γνώριμη εικόνα του παρελθόντος, μιας φιγούρας μέσα στο πλήθος στην ακμή του καπιταλισμού όπου κυριαρχούσε ο φετιχισμός του εμπορεύματος, η εκπραγμάτωση και οι στρεβλώσεις της αστικής συνείδησης και η οποία παρέπεμπε ευθέως στη ράθυμη, αλλά αναστοχαστική και αμφίθυμη περιδιάβαση του πλάνητα του Μπένγιαμιν στους δρόμους των ανεξάντλητων υποσχέσεων της πόλης, δεν υπάρχει πλέον. Τώρα η φαντασμαγορία με την αίγλη της αυταπάτης, η εκζήτηση της χλιδής, η αποθέωση του περιττού, η ματαιοδοξία του καινοφανούς, η εκστατική φωτοχυσία, ο διαφημιστικός πυρετός, η διαρκής κίνηση του χρήματος που κούρδιζε με ξέφρενους ρυθμούς το ρολόι της πόλης έχει κοπάσει. Άδεια μαγαζιά, έρημοι δρόμοι, ξενοίκιαστα σπίτια, παραμελημένες πλατείες, εγκαταλειμμένα πάρκα, ταξί που συνωστίζονται στις πιάτσες ή κινούνται νωθρά και άσκοπα και κυρίως πολίτες χωρίς σταθερή εργασία και προοπτική, άνεργοι και ανασφάλιστοι, χωρίς ουσιαστική πρόσβαση στην περίθαλψη, άστεγοι και ανέστιοι. Άνθρωποι χρεωμένοι, στα όρια των αντοχών τους που αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν το οξύ καθημερινό πρόβλημα της επιβίωσης. Μια διάχυτη αίσθηση παρακμής, βίαιης ανατροπής και ματαίωσης άλλοτε παραλύει και άλλοτε βγάζει τους πολίτες στους δρόμους και στις πλατείες για να διαδηλώσουν ενάντια στην εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου και την καταστροφή των βασικών δομών της δημόσιας ζωής.

Από το Ελληνικό έως το Πάρκο Γκεζί

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΕΛΑΒΙΛΑ

Χρύσα Ρωμανού, Labyrinth
κολλάζ σε καμβά, 197x97εκ., 1965
Σε δύο συναντήσεις της τελευταίας χρονιάς, την πιo πρόσφατη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ στο Ελληνικό με τίτλο "Ξανακερδίζοντας την πόλη μας", αλλά και την λίγο παλιότερη του Encounter Athens, στο Πολυτεχνείο, για τα κοινωνικά κινήματα εντός των καθεστώτων της κρίσης της Νότιας Ευρώπης, ακούσαμε μία κοινή ιστορία. Η ιστορία μιλούσε για μεγάλα νέα έργα: αστικά συγκροτήματα, αυτοκινητό-δρομους, αεροδρόμια, καζίνο-πόλεις, κατασκευασμένα από το νέο μόρφωμα ιδιωτικού-δημόσιου τομέα, έργα σπάταλα, υπερκοστολογημένα, συνο-δευόμενα από βαριές περιπτώσεις διαφθοράς κρατικών αρχών, με δραματικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Έργα που υπόσχονταν θέσεις εργασίας, οι οποίες δεν υπήρξαν και ανάπτυξη η οποία δεν ήλθε ποτέ. Κοινό χαρακτηρι-στικό σε όλες τις περιπτώσεις η μη αναγκαιότητα τους! Ανήκουν σε αυτή τη γενιά των μεγάλων τεχνικών έργων, η οποία ξεκίνησε από τις βορειοευρω-παϊκές πρωτεύουσες στις αρχές του '90, συνέχισε στη Μεσόγειο και απλώθηκε σαν καρκίνος σε όλο τον πλανήτη κατά την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, από το Πεκίνο και την Κουάλα-Λουμπούρ έως το Ντουμπάι και το Ρίο ντε Τζανέιρο.
Αυτή η παραγωγή τεχνικών έργων στον αστικό ή περιαστικό χώρο, από ένα ιδιότυπο δημόσιο-ιδιωτικό κατασκευα-στικό και τραπεζικό σύμπλεγμα, φαίνεται ότι υπήρξε μία από τις βασικότερες αν όχι η βασικότερη αιτία της οικονομικής κρίσης. Είναι αυτές οι "αστεακές (urban) καταβολές" της κρίσης που περιγράφηκαν από τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ, μαζί όμως -και τούτο ενδιαφέρει- με τα νέα κοινωνικά κινήματα τα οποία αντιστάθηκαν σε αυτές, διαμορφώνοντας νέους όρους στις πολιτικές συγκρούσεις και τα  διακυβεύματα του 21ου αιώνα.
Η εξέγερση του Πάρκου Γκεζί στην Κωνσταντινούπολη είναι η πιο πρόσφατη και χαρακτηριστική, ακριβώς λόγω των πολλών διαφορετικών στοιχείων που συμπύκνωσε. Όπου η τοπική αντίσταση σε ένα τέτοιο έργο μετασχηματίστηκε σε καθολική εξέγερση για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Πολώθηκαν εκεί και βρέθηκαν: Από τη μια πλευρά οι οικονομικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι της άγριας οικοδόμησης των δημόσιων χώρων της πόλης, του ολιγαρχκού πλουτισμού μέσω της λεηλασίας του δημοσίου ή της διαφθοράς, της εφαρμογής του στρατιωτικοποιημένου αυταρχισμού. Από την άλλη βρέθηκε ένα πολύμορφο, πολύ μεγάλο για τα μέτρα της σύγχρονης Τουρκίας κίνημα το οποίο έθεσε στο τραπέζι πολλά περισσότερα από την υπεράσπιση ενός πάρκου και λίγων δένδρων: σχεδόν όλα τα αιτήματα των "από κάτω", από τη φτώχεια και τη δικαιοσύνη ως τα δικαιώματα των γυναικών.

18/4/14

Το αμάρτημα μιας αιρετικής ανάγνωσης

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΛΑΪΤΖΗΣ, Υπάρχει ζωή μετά τα αφεντικά; εκδόσεις Στιγμή, σελ. 158


Δύσκολη η κριτική παρουσίαση τούτου του μικρού βιβλίου, όπου ο γνωστός γελοιογράφος Γιάννης Καλαϊτζής συγκεντρώνει 53 τον αριθμό, μικρά του κείμενα σταχυολογημένα από τις γραπτές παρεμβάσεις του –editorials τα ονοματίζει ο ίδιος– στην Γαλέρα, την παλιά Ελευθεροτυπία και την Εφημερίδα των Συντακτών, από τον Οκτώβριο του 2005 μέχρι τον Νοέμβριο του 2013.
Κείμενα αφαιρετικά και ταυτόχρονα ανατρεπτικά, με ένα καταλυτικό πικρόγλυκο χιούμορ, μέσα από το οποίο αναδύεται μια μεγάλη κουλτούρα που κρύβεται, επιμελώς, σε μια φαινομενική παραδοξολογία. Κείμενα βαθιά πολιτικά, ελευθεριακά και αντικληρικαλιστικά, τα οποία απαιτούν πολλές φορές ένα δεύτερο προσεκτικότερο διάβασμα, με εστιασμό στις μικρολεπτομέρειες για να ανακαλύψεις την υποκρυπτόμενη ουσία τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει και με τις γελοιογραφίες του… Άλλωστε και οι γελοιογραφίες του μικρά κείμενα πολιτικής παρέμβασης και σχολιασμού είναι, που αν δεν προσέξεις την μικρολεπτομέρεια χάνεις το βαθύτερό τους νόημα. Όπως συμβαίνει και με το ερωτηματικό του τίτλου, που δένει ανατρεπτικά με το σκίτσο του, το οποίο πλαισιώνει το εξώφυλλο, όπως κι εκείνο του οπισθόφυλλου με την καταφατική απάντηση ‘ΥΠΑΡΧΕΙ !
Άλλωστε «Όλα έχουν γραφεί αφού εξαντλήθηκαν οι δυνατότητες, τα περιθώρια προσαρμογής, αλλαγής, μάθησης ή βελτίωσης του συντάκτη… Αναπόφευκτο συμβάν η εξάντληση, αφού κατά την μακρότατη περίοδο της μη συγγραφικής μου καριέρας πέρασα από την μεγαλογράμματη γραφή (ΑΒΓ κεφαλαία) στα πεζά. Ό,τι δηλαδή συνέβη στην ελληνική κατά την διάρκεια πέντε χιλιάδων ετών, ο συντάκτης του παρόντος το υπέστη εντός ενός εργάσιμου βίου. Ταυτίζομαι λοιπόν με τις περιπέτειες των ελληνικών» , όπως καταθέτει ο ίδιος στον προλογικό του σημείωμα που το τιτλοφορεί «Θυρωρείο». Περιπέτειες που ήρθε να ολοκληρώσει, με τη γνωστή του εμμονή στο ζήτημα των τόνων ο -φίλος χρόνων παλιών- εκδότης Αιμίλιος Καλιακάτσος, ως άλλος αλεξανδρινός μεταγραφέας, με το πολυτονικό σύστημα .
Οι εικόνες του τεύχους είναι από την έκθεση «Κωνσταντίνος Παρθένης: Τέχνη και Πνεύμα» στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη. Επιμέλεια έκθεσης Νίκος Ζίας. Διάρκεια μέχρι 1 Ιουνίου

Ο Ευαγγελισμός,
λάδι και στοιχεία φύλλου χρυσού σε καμβά επικολλημένο σε ξύλο,
43,2x41,8εκ., 1910-1911,
Κληροδότημα Αριστοβούλης Β. Λοπρέστη,
Εθνική Πινακοθήκη- Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου

21 Απριλίου 1967

ΧΡΟΝΙΚΟ

Salonica mi fe, disfecemi Atena

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Τοπίο της Κέρκυρας, λάδι σε καμβά,
96,5x68εκ., 1914-1917,
Εθνική Πινακοθήκη- Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου
Έχοντας ολοκληρώσει με χίλια βάσανα τη στρατιωτική μου θητεία, μόλις δυο μήνες πριν από τον Απρίλιο του ’67, υπηρετώντας πρόσθετα και ποινές, πήρα την απόφαση να έρθω και πάλι στη Θεσσαλονίκη και να ξαναπιάσω την κομμένη από το ’65 γραμμή των σπουδών μου. Δεν φανταζόμουν όμως ότι θα έπεφτα στην πιο ακατάλληλη εποχή για κάτι τέτοιο! Όσοι έζησαν τη βαθμιαία κλιμάκωση της έντασης που υπήρχε στη δημόσια ζωή από τις εκλογές του 1963 και έπειτα, εκείνοι μόνο καταλαβαίνουν τι περίπου εννοώ. Οι ιστορικές αναπαραστάσεις, οι γραπτές μαρτυρίες, τα μυθιστορήματα (ιδίως αυτά) δεν μπορούν να αποδώσουν ούτε στο ελάχιστο την έκρυθμη κατάσταση που σιγά σιγά ανέβαζε το πολιτικό θερμόμετρο και σχημάτιζε στην καθημερινότητα των μεγάλων πόλεων της χώρας, ιδιαίτερα εκείνων που φιλοξενούσαν φοιτητικές κοινότητες, το μόνιμο συναίσθημα μιας επικείμενης ρήξης. Αλλά και μιας απροσδιόριστης διακινδύνευσης. Αρχές Φεβρουαρίου του ’67 που βρέθηκα και πάλι στην πόλη, έτσι όπως ένιωθα σαν κρατούμενος που μόλις βγήκε από το δεσμωτήριο και χαιρόταν την ελευθερία του, είναι αλήθεια ότι αφέθηκα να με σπρώξουν χωρίς πολλές πολλές αντιστάσεις οι ίδιες οι συνθήκες στην εδώ και μήνες αναστατωμένη ζωή του Πανεπιστημίου. Όσο πλησίαζαν οι εκλογές του ’67 τόσο και αγρίευαν τα πράγματα˙ καθημερινές συγκεντρώσεις και σχεδόν καθημερινό ξύλο με τους χωροφύλακες στην ακόμα αδιαμόρφωτη Πλατεία του Χημείου, κυνηγητό στις γύρω Σχολές αλλά και μέσα στα αμφιθέατρα, καθώς ούτε άσυλο υπήρχε πια ούτε τίποτε μετά την απόφαση της πρυτανείας Χρήστου. Θυμάμαι, σε μια από αυτές που την είχαμε σχεδιάσει αποβραδίς με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε άλλοτε να μαζευόμαστε σε κάποιο σημείο και άλλοτε σε κάποιο άλλο, καθυστέρησα πολύ να ακολουθήσω τους υπόλοιπους και όταν τους ξαναβρήκα είχαν ήδη κλειστεί όλοι τους στη Φυσικομαθηματική, αφήνοντάς με απ' έξω. Μ’ έπιασε πανικός! Δεν ήξερα τι να κάνω! Και καθώς γύρισα το κεφάλι μου προς τα κάτω, προς τη μεριά του Συντριβανιού, είδα με δέος να έρχονται τρέχοντας προς τα εκεί όπου στεκόμουν, βγαίνοντας από το κτήριο της Παλιάς Φιλοσοφικής, κάμποσους ένστολους χωροφύλακες και μερικούς με τα πολιτικά, κρατώντας "σε θέση μάχης" τους εκτοξευτήρες των δακρυγόνων.

Ο Λούκατς για τον φυλετικό ρατσισμό

ΤΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΚΑΛΙΟΥ

Το μικρό εκκλησάκι της Κεφαλλονιάς, λάδι σε καμβά, 24,7x32,2εκ., πριν το 1930,
Πινακοθήκη Γιώργου Βογιατζόγλου

Όλο το βιβλίο του Λούκατς, Η εκθρόνιση του νου, ειδικότερα το κεφάλαιο «Κοινωνικός δαρβινισμός, φυλετική θεωρία», αποδεικνύει με πλήρη πειστικότητα ότι δεν υπάρχει αθώα κοσμοθεωρία. Οι ούγγροι φιλόσοφοι, μελετητές του έργου του Λούκατς, μαζί και η Χέλερ, αυτό το θεωρούν ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα του Λούκατς σ’ αυτό το βιβλίο. Και ήταν αυτό που επέτρεψε στον Χίτλερ και στον Ρόζεμπεργκ, να προβούν στην καταχρηστική αξιοποίηση ιδεών του Νίτσε, του Σοπενχάουερ, του Ντίλτευ και άλλων φιλοσόφων, στη συγκρότηση της ναζιστικής ιδεολογίας και στη ναζιστική προπαγάνδα. Έτσι, με την τέλεια συγκροτημένη εθνική/φυλετική, αλλά και κοινωνική δημαγωγία ο χιτλερισμός «θέτει ολόκληρο το λαό υπό την τυραννική πίστη που εξαναγκάζει τον καθένα στην κτηνώδη απανθρωπιά». «Ο χιτλερικός/ροζεμπεργκικός τύπος του γερμανικού επιθετικού ιμπεριαλισμού δημιουργεί, με τη μορφή της φυλετικής θεωρίας, έναν εκσυγχρονισμένο κανιβαλισμό». Ωστόσο δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι αυτό δεν ήταν αποτέλεσμα μόνο της καλά συγκροτημένης και διεκπεραιωμένης εθνικής και κοινωνικής δημαγωγίας και προπαγάνδας. Ο Χίτλερ, με την άνοδό του στην εξουσία, σε πολύ λίγο χρόνο έδωσε λύση στο μεγάλο θέμα της ανεργίας, δημιούργησε τις οικονομικές προϋποθέσεις για τη βελτίωση των υλικών όρων ζωής των εργαζομένων. Έδωσε την εντύπωση φιλεργατικού και φιλολαϊκού εθνικού ηγέτη, που γοήτευσε ακόμα και ένα μεγάλο μέρος της διανόησης - όχι όμως τους κορυφαίους διανοούμενους της χώρας, οι περισσότεροι των οποίων την εγκατέλειψαν και αγωνίστηκαν από διάφορες θέσεις κατά του φασισμού.

Κοινωνικός δαρβινισμός, φυλετική θεωρία (απόσπασμα)

ΤΟΥ ΓΚΕΟΡΓΚΙ ΛΟΥΚΑΤΣ

Η βιολογική αιτιολόγηση της κυριαρχίας των εκμεταλλευτριών τάξεων και των αποικιοκρατικών λαών υπήρχε ήδη στον Νίτσε και στον κοινωνικό δαρβινισμό με τη μορφή της ιδεολογίας του απανθρωπισμού, που εμφάνιζε τον καταπιεσμένο ως κατ’ αρχή αλλιώτικο, ως «βιολογικά» γεννημένο για την εκμετάλλευσή του και για δουλειά. Ο Χίτλερ πάει πιο πέρα αυτή την τάση. Γράφει: «Έτσι, μια από τις σημαντικότερες προϋποθέσεις για τη δημιουργία ανώτερων πολιτισμών ήταν η ύπαρξη ανώτερων ανθρώπων […] είναι μάλλον βέβαιο ότι η πρώτη ύπαρξη της ανθρωπότητας δεν στηρίζεται στην εξημέρωση των ζώων, αλλά περισσότερο στη χρησιμοποίηση των κατώτερων ανθρώπων.».[1] Στη γερμανική φυλετική θεωρία ο άρια είναι μια ύπαρξη η οποία από κάθε άποψη διαφέρει ποιοτικά από τις άλλες ανθρώπινες φυλές. Σε κανένα τομέα της κοινής δράσης οι άριοι δεν μιλούν κοινή γλώσσα μ’ αυτές. Είναι κατ’ αρχήν αδύνατη η μεταξύ τους κατανόηση ή το αποτέλεσμα θα είναι η εξόντωση ή η σπίλωση της ακάθαρτης φυλής. Και το παραμικρότερο αίσθημα ανθρωπιάς απέναντι στους εχθρούς του φασισμού –που σύμφωνα με την «εσωτερική» φυλετική θεωρία (φυσικά) ανήκουν στις κατώτερες φυλές- αποτελεί ένδειξη ότι αυτός που αισθάνεται τέτοια ανθρωπιά ανήκει στην ακάθαρτη φυλή. Έτσι ο φασισμός διαπαιδαγωγεί ολόκληρο τον γερμανικό λαό κατ’ αρχήν στην απανθρωπιά ή για να το πούμε καλύτερα –αναφερόμαστε στις προηγούμενες αναλύσεις μας- θέτει ολόκληρο τον λαό υπό την τυραννική πίστη που εξαναγκάζει τον καθένα στην κτηνώδη απανθρωπιά, προκηρύσσει την απονομή βραβείων για την απανθρωπιά. Πράξεις ανθρωπιάς προκαλούν την απειλή εξόδου από τη «λαϊκή κοινότητα», προκαλούν τη θέση (του ατόμου) εκτός νόμου.

De Chirico:Ο ρομαντικός που διεμβόλισε τη μοντέρνα τέχνη

ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗ
 
Κωνσταντίνος Παρθένης, Θέατρο Ηρώδου Αττικού, λάδι σε καμβά, 47,3x70,3εκ., 1930-1938,
Δωρεά Σοφίας Παρθένη, Εθνική Πινακοθήκη- Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου
ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΦΕΝΤΑΡΑΚΗ, Η αινιγματικότητα του Τζιόρτζιο Ντε Κίρικο, εκδόσεις Μετρονόμος, 2013

Ο μικροκαμωμένος Βολιώτης ζωγράφος Giorgio De Chirico, μιλώντας για την τέχνη, ισχυριζόταν πως περισσότερο σε αυτήν αγαπά το αίνιγμα και το μυστήριο: Τα φαντάσματα του μεσημεριού όταν ο κάθετος ήλιος διαχωρίζει το φως και τη σκιά με το πιο απόλυτο μαχαίρι. Όταν χτυπάει το μεγάλο ρολόι της πλατείας δώδεκα κι όταν από μακρυά ακούγεται το σφύριγμα του τρένου που ξεκινάει. Τότε που όλα τα πράγματα γίνονται οραματικά, οι σκιές υπεραναπληρώνουν τις παρουσίες, τα σπίτια αναπνέουν βαριά και οι πλατείες εξατμίζουν τον ιδρώτα της ημέρας και τότε που εμφανίζεται ο μεγάλος Μεταφυσικός. Έπειτα τα ανδρείκελα με τα κοντά χιτόνια αποχαιρετούν τις ανησυχαστικές μούσες και ο Έκτορας κατασπάζεται την απαρηγότητη Ανδρομάχη.
Τι είναι όμως «τέχνη»; Πως προσλαμβάνεται; Αποτελείται από πολλά πρόσωπα ή από ένα; Σε ποιόν απευθύνεται και ποιος την δημιουργεί; Εξελίσσεται ανάλογα τον τόπο και τον χρόνο ή παραμένουν τα βασικά της χαρακτηριστικά της αναλλοίωτα: Μπορεί να οριστεί με ασφάλεια ή κάθε καινούργια προσέγγισή της προσκρούει στην παλαιότερη επιτείνοντας την σύγχυση; Είναι η τέχνη ένα επιστημολογικό ζήτημα σαφώς οριοθετημένο ή συνιστά προσωπική υπόθεση του καθενός ανοιχτή σε ποικίλες ερμηνείες; Όταν ο Roland Barthes δημοσιεύει το 1968 το ερεθιστικό του δοκίμιο «Ο θάνατος του Συγγραφέα», ανανεώνοντας την φιλολογία περί θανάτου της τέχνης, του καλλιτέχνη κλπ., υπαινισσόταν και την απώλεια –το πλέον οδυνηρό- του αισθητικού υποκειμένου; Μ’ άλλα λόγια όσο επίκαιρο είναι το ερώτημα «Τι ανάγκη έχουμε σήμερα τη τέχνη;» ας πούμε τη τέχνη της εικόνας άλλο τόσο επίκαιρο πρέπει να είναι και το ερώτημα «Μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τέχνη;».

Πάσχα εόρτιον;

Η Ανάσταση, λάδι σε καμβά, 123,5x135,7εκ., 1917-1919,
Δωρεά Σοφίας Παρθένη,
Εθνική Πινακοθήκη- Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου

Έτσι συνηθίζεται. Μα φέτος ακόμη μια χρονιά οι άνθρωποι της έρημης χώρας περπατούν τον Γολγοθά. Βλέπουν κάπου στο βάθος το σώμα που κείται. Το σώμα που ανέστη, το σώμα που ίσως θα ’θελαν να είναι το σώμα τους. Πάσχα σημαίνει έξοδος. Έξοδος στις αγορές, είπε ο θλιβερός της Ελιάς, του ΠΑΣΟΚ. Γιατί αυτό σκέπτεται. Αυτό έχει στο μυαλό του. Πώς δέσμιος θα είναι ο λαός εσαεί να κουβαλά το σταυρό του. Εκτός αν; Εκτός αν αυτό το μέγα Πάσχα ο λαός το αντιμετωπίσει ως την άλλη έξοδο, ως την όλη Έξοδο. Αν ο θρήνος δώσει την θέση του στην ελπίδα. Αλλά τώρα που ο δρόμος είναι τραχύς, ο δρόμος της Μεγάλης Εβδομάδας των χριστιανών, άξια μένει μια μικρή φράση του επισκόπου Ρώμης: "Με ποιον λέει να πάω η καρδιά μου".
Αυτό το καίριο ερώτημα φανερώνει αλήθειες και ψέματα στην έρημη χώρα. Γιατί οι πραίτορες έχουν αποφασίσει. Έχουν δείξει χρόνια τώρα για το πού λέει η καρδιά τους να πάνε. Αλλά οι άλλοι, οι πολλοί; Τα θύματα; Με ποιον λέει να πάει η καρδιά τους; Ο Ιησούς, λένε οι πηγές, είχε διαλέξει με το ποιους θα πάει η καρδιά του. Τώρα; Σήμερα; Τι θα διαλέξει η καρδιά των ανθρώπων; Αυτών που είδαν την ζωή τους να γίνεται παρανάλωμα του πυρός στο όνομα μια σωτηρίας που δεν ήρθε ποτέ; Αυτών που το βιος ξεκληρίστηκε, τα όνειρά τους συντρίφθηκαν, αυτών που δεν μπόρεσαν να δουν το εόρτιον φώς.
Ναι, είναι περίεργο αυτό το Πάσχα, είναι αμφίσημο. Αλλά μη θεωρείτε ευγενικοί μου αναγνώστες ότι οι απαντήσεις αυτές που χρειάζονται είναι μονοσήμαντες. Θέλουν κόπο οι απαντήσεις που οδηγούν στην ελπίδα. Γιατί εύκολο είναι να μακελέψεις τους ανθρώπους. Δύσκολο είναι να βρεις τους δρόμους να δημιουργήσεις, να ξανακτίσεις πάνω στα ερείπια. Τούτο το Πάσχα κατά έναν τρόπο θα μπορούσε να γίνει όντως εόρτιον, όχι μόνο για τους χριστιανούς αλλά για το  όλο σώμα των ανθρώπων της έρημης χώρας. Αν; Αν αίφνης μυστικά ο λαός αποφάσιζε να αιφνιδιάσει τους πραίτορες. Να τους στείλει γραφή ότι κουράστηκε απ’ όσα έχουν κάνει στην πλάτη του.
Πάσχα ιερό, Πάσχα άγιο, Πάσχα πανσεβάσμιο, Πάσχα εόρτιον. Ναι, τώρα, όλο και πιο πολλοί πιστεύουμε ότι μπορεί να γίνει.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Η αίσθηση των πραγμάτων

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Η. ΚΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Άνω τελείες και τέτοια, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 42

Όλοι οι φιλόλογοι γράφουν ποιήματα... Αυτή θα μπορούσε να είναι η αφετηρία μιας προσέγγισης στα ποιήματα του Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου, τα οποία, βέβαια, ως ποιήματα πανεπιστημιακού φιλολόγου μάλιστα, αναμένονται τουλάχιστον αξιοπρεπή. Για όσους όμως παρακολουθούν τις ποιητικές εκδόσεις, αναμένονται, επίσης, μάλλον αδιάφορα.
Διαβάζοντας όμως όχι την παρούσα αλλά την προηγούμενη συλλογή του, Εδουάρδοι και Αλφρέδοι (Μανδραγόρας, 2012), ήδη από την πρώτη σελίδα μας περιμένει μια ευχάριστη έκπληξη: έχοντας πλήρη γνώση αυτού του «αναμενόμενου», ο Κωτόπουλος το θέτει ως ποιητικό διακύβευμα. Τι κάνει; Μήπως το θεματοποιεί, επιτείνοντας τον επίσης αναμενόμενο φιλολογισμό, που υποδύεται τη διακειμενικότητα; Όχι, προχωρά σε κάτι πιο ουσιώδες: σκηνοθετεί τον εαυτό του ως ποιητικό υποκείμενο, το οποίο μάλιστα υπόκειται σε αυτές ακριβώς, τις φιλολογικές και πανεπιστημιακές δεσμεύσεις. Δηλαδή, κάνει την αποφασιστική κίνηση, ώστε να ξεφύγει από την ασφάλεια της ιδιότητας και να εκτεθεί στο ρίσκο της ποίησης. Γιατί η σκηνοθέτηση εγείρει όλες τις απαιτήσεις της ποιητικής αφήγησης.

Ριζοσπαστική δημοκρατία και συλλογικά κινήματα σήμερα

ΜΝΗΜΗ ΕΡΝΕΣΤΟ ΛΑΚΛΑΟΥ

Προδημοσίευση από τον τόμο που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες από τις εκδόσεις Ashgate, στα αγγλικά, με την επιμέλεια των Αλ. Κιουπκιολή και Γ. Κατσαμπέκη.

ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΚΙΟΥΠΚΙΟΛΗ

Βιοπολιτική του πλήθους ενάντια στη μετα-μαρξιστική ηγεμονία

Τρεις τουλάχιστον διαστάσεις της ηγεμονικής πολιτικής θα έπρεπε εύλογα να διατηρηθούν σε σημερινά εγχειρήματα που προσβλέπουν στην ανάπτυξη αυτόνομων και εξισωτικών κοινωνικών ενώσεων. Με βάση τη λογική παραδοχή ότι τα κατεστημένα συμφέροντα, οι πλουτοκράτες και οι κρατούσες ολιγαρχίες δεν θα εγκαταλείψουν εκούσια την εξουσία τους, την ιδιοκτησία τους και τα προνόμιά τους, θα είναι απαραίτητο να συνεχιστεί ένας ηγεμονικός αγώνας για την αναδιάταξη των σημερινών ισορροπιών δυνάμεων και την αντικατάστασή τους με μια διαφορετική δομή εξουσίας που θα επιδιώξει να ελαχιστοποιήσει την κυριαρχία, τις ιεραρχίες και τους αποκλεισμούς. Υπολείμματα ανισομερούς, συγκεντρωτικής εξουσίας είναι πιθανόν επίσης να  διατηρούνται μέσα στην ίδια τη συλλογική αυτοδιαχείριση των κοινών, όπως φανερώνει το παράδειγμα των κοινοτήτων ανοικτού λογισμικού. Η αποτελεσματική διαχείριση των κωδίκων που είναι ελεύθερα διαθέσιμοι σε όλους συνδυάζει τις εθελοντικές συνεισφορές μιας δυνάμει απεριόριστης κοινότητας χρηστών, που διακρίνονται από ποικίλους βαθμούς εμπειρίας και ενδιαφέροντος με έναν προσηλωμένο πυρήνα κύριων προγραμματιστών που επιβλέπουν υπεύθυνα τη διαδικασία της ανάπτυξης μιας βασικής εκδοχής του κώδικα.[1]

Δεύτερον, ακόμη και αν οραματίζεται κανείς πιο ελεύθερους, πλουραλιστικούς και εξισωτικούς κόσμους, και τους αγώνες για την πραγμάτωσή τους, με τους όρους συναρμογών που συνεργάζονται εν μέρει και συγκρούονται από άλλες πλευρές, ένας βαθμός ηγεμονίας ως συλλογικής ενότητας-συνοχής θα είναι πάντα απαραίτητος για να αποφεύγονται αμοιβαία καταστροφικές αντιθέσεις. Αυτή η συνοχή-ενότητα θα ήταν περιττή μόνο αν οι κοινωνικές και ατομικές διαφορές εναρμονίζονταν αυτόματα μεταξύ τους, και ολέθριες συγκρούσεις μπορούσαν να αποφευχθούν με κάποιο μαγικό τρόπο, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.

Το "Ανεστραμμένο ύψος του ποιήματος"

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΡΟΖΑΝΗ

Τα αγαθά της συγκοινωνίας, λάδι και μολύβι σε καμβά, 34,8x69,3εκ., 1920-1925,
Κληροδοσία αντί Φόρου Κληρονομιάς Νικολάου Παρθένη,
Εθνική Πινακοθήκη- Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΗΛΙΑΣ, Στην αψίδα των νεκρών θριάμβων, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 64

Μέσα στην ποιητική γλώσσα, η ποίηση αναδεικνύεται ως η εκθετική ανάπτυξη της σημασίας, δηλαδή ως η μέχρι των ακραίων ορίων διεύρυνση του σημασιακού πεδίου των λέξεων, οι οποίες είναι με τέτοιον τρόπο διευθετημένες στην ποιητική πρόταση ώστε να συγκροτούν πράγματι γλώσσα ποιητική, δηλαδή ψυχοδυναμικό σχεδίασμα μορφών και ηχοεικόνων. Ωστόσο, αυτή η ανοδική ανάπτυξη των μορφών και των ηχοεικόνων συχνά επισκιάζεται και υποφέρει τον βαθμό μηδέν της δυναμικής της, οσάκις η χαρακτηριστική ευκολία μιας εξωτερικής ποιητικής κατασκευής επικρατεί και επιβάλλεται ως αποτέλεσμα της γραμμικής διαδοχής λέξεων και εικόνων προκειμένου να περιγραφεί μια συναισθηματική εκδοχή τού προφανούς, ή προκειμένου το προφανές να επανέρχεται διαρκώς, αυτοποιούμενο και αυτοποιητικό.
Οι σκέψεις αυτές για την ποιητική γλώσσα έχουν ως στόχο να καταδείξουν την πτωτική κατάσταση κυρίως της πρόσφατης "ποιητικής παραγωγής", κατάστασης η οποία, μέσω της μάλλον ομόθυμης αποδοχής της, παραποιεί την ποιητική γλώσσα, σε βαθμό μάλιστα που η φανέρωση του ψυχοδυναμικού σχεδιάσματος της ποιητικής στιγμής να βρίσκεται πλέον σε σπανιότητα, μολονότι θα μπορούσε κάποιος ορθά να ισχυρισθεί ότι ίσια ίσια αυτή η τωρινή σπανιότητα είναι που κάνει περισσότερο πολύτιμη τη φανέρωση της ποιητικής στιγμής.

Σίμωνος τινός...

«....επιλαβόμενοι Σίμωνός τινός Κυρηναίου ερχομένου απ’ αγρού επέθηκαν αυτώ τον σταυρόν φέρειν οπίσω του Ιησού»
       Κατά Λουκάν
Τον έσυραν που γύριζε από το χωράφι του
Τού φόρτωσαν δυο σταυρωμένα ξύλα, στανικώς
και τού ’δειξαν ν’ ακολουθήσει αυτόν εκεί:
«Τον θεομπαίχτη!» του είπαν

Ώρα που ηλιόγερνε κι η κουστωδία ανηφόριζε

Παράτησε τα σύνεργά του της δουλειάς αδέσποτα
          -μετά από το δρεπάνι το σφυρί
και τον λοστό για τον ληστή ή τον επικαρπωτή
            που παραμόνευε

Είδε την κεφαλή ψηλά που διαλύονταν στο φως
κι εκεί στη σύναξη των πλανητών τους έχασε

Τότε αποκόπηκε απ’ την εντολή... Και τού ‘μεινε
μοίρα δική του πια στους ώμους του ο σταυρός
Περνούσαν πάνω του οι εποχές δρεπανηφόρες
ανατροπές των καθεστώτων αλλαγές νομίσματος
Όλα τα σύνεργά του σκόρπια, χθεσινά κι αυριανά,
απ’ το σφυρί στη μηχανή στον μολυβδοπελεκητή
Κι ερχόταν τώρα από την τελευταία του επιστράτευση
να καταθέτει νόμους να υπογράφει τις συναλλαγές
                ερχόταν απ’ τις αγορές

Από την απομάγευση του χρόνου και του κόσμου


Γιάννης Δάλλας

Immanuel Kant, Προς την αιώνια ειρήνη

Πρόσφυγες, μετανάστες και το καντιανό «δίκαιο της φιλοξενίας»

ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΜΗΤΑ

Τοπίο με έλατα, Ischl, λάδι σε μουσαμά, 32x43εκ.,
Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη,
Εθνική Πινακοθήκη- Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου

Είναι σχεδόν αδύνατο να στοχαστούμε τη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα δίχως μια σειρά από έννοιες που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με τη σκέψη του Καντ και το έργο του Προς την Αιώνια Ειρήνη (1795) – διαχρονικά, έτσι κι αλλιώς, το πλέον πολυδιαβασμένο σύγγραμμα του φιλοσόφου. Απλοποιώντας ασφαλώς, το βασικό επιχείρημα του έργου θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: Η αιώνια ειρήνευση, η άρση των όρων που ευνοούν και αναπαράγουν την έριδα μεταξύ ανθρώπων και λαών, δεν πρέπει να νοηθεί ως φιλοσοφική φαντασίωση. Απεναντίας, είναι καθήκον ανθρώπινης ευπραξίας, αμέριστα ισχυρό και (άρα) πραγματώσιμο. Συναρτάται με τη βαθμιαία εδραίωση τριών αυτοτελών πλην αλληλένδετων προϋποθέσεων: Πρέπει τα επιμέρους κράτη να είναι εσωτερικά οργανωμένα ως εύτακτες πολιτείες δικαίου («1ο οριστικό άρθρο για την αιώνια ειρήνη»), εξωτερικά συνενωμένα σε μια εθελούσια ένωση αυτόνομων πολιτειών («2ο άρθρο») και να τηρούν την αρχή της καθολικής φιλοξενίας («3ο άρθρο»).
Τα δύο πρώτα άρθρα παραδοσιακά μονοπωλούν το κριτικό ενδιαφέρον. Καθαυτή, η διεθνής εμπειρία διαρκώς ανανεώνει/μετατονίζει την επικαιρότητά τους. Οι απαντήσεις αναπαράγονται –οι  ίδιες–  ως διαδοχικά ερωτήματα (τι σημαίνει α. εθελούσια β. ένωση γ. εύτακτων πολιτειών). Πλάι στα δύο πρώτα άρθρα και σε αντίθεση με αυτά, μένει ωστόσο άμοιρο σχολιασμού το τρίτο – που αφορά ένα ζήτημα εξίσου επίκαιρο και αναπόφευκτα συναφές (ποια η σχέση μιας πολιτείας με κάποιον που εισέρχεται σε αυτήν ως ξένος, δηλ. μη πολίτης). Θα θέλαμε, διά του παρόντος κειμένου να εστιάσουμε εκεί.

12/4/14

Τοπική αυτοδιοίκηση

Πολιτικές  και Θεσμικές  Λειτουργίες

ΑΦΙΕΡΩΜΑ 

επιμέλεια Άλκης Ρήγος

Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση της Νέλλης Ανδρικοπούλου, «Η ζαλάδα των χρωμάτων, Η σαγήνη της γραμμής», που οργάνωσε το ΜΙΕΤ, στο
Μέγαρο Εϋνάρδου, Αγ. Κωνσταντίνου 20 & Μενάνδρου. Μέχρι 29 Απριλίου.

Αυτοπροσωπογραφία στην οδό Σκουφά 21, 1940-1949, υδατογραφία σε χαρτί, 28,5 × 22,5 εκ.
Συλλογή ΜΙΕΤ

Περί αυτοδιοικητικών και τοπικότητας

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΨΥΛΛΑ
  
Ζευγάρι, μελάνι σε χαρτί, 35,3 × 18 εκ.
Συλλογή ΜΙΕΤ
Σε λίγες μέρες καλούμαστε να εκλέξουμε νέα αυτοδιοικητικά σχήματα τόσο για την πρωτοβάθ- μια αυτοδιοίκηση (325Δήμοι) όσο και για τις 13 Περιφέρειες όλης της Ελληνικής Επικράτειας για μια διάρκεια πέντε ετών. Η εκλογική αυτή διαδικασία όσο και η όλη κατάσταση έντονης κοινωνικό-οικονομικής όσο και πολιτισμικής κρίσης την οποίαν όλοι μας βιώνουμε, μας οδηγεί σε έναν προβληματισμό σχετικά με το ρόλο και τη σημασία της τοπικότητας, της δυναμικής των ομάδων που δρουν και λειτουργούν στην μικροκλίμακα του τοπικού αλλά και της οργάνωσης της θεσμοθετημένης μορφής της δηλαδή την αυτοδιοίκηση.
Τίθενται ζητήματα που σχετίζονται με τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, τη συνοχή των κοινωνικών ομάδων, το αίσθημα της αλληλεγγύης, τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, ζητήματα που αφορούν την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας όσον αφορά την ανάπτυξη συμμετοχικών διαδικασιών, όπως και του αισθήματος της συνυπευθυνότητας καθώς και της οικειότητας στην καθημε- ρινότητά μας.
Η έννοια του χώρου στην τοπική του διάσταση ενέχει πολλαπλά ζητήματα και παρουσιάζει ιδιαιτερότητες όσον αφορά τη διερεύνησή του. Διαπιστώνεται ότι ο δημόσιος χώρος γίνεται αντιληπτός ως βιωμένος χώρος που καταγράφεται διαμέσου των πρακτικών, των πολιτικών και της δυναμικής των σχέσεων. Η αναζήτηση του προβληματισμού σχετικά με την ιδιαιτερότητα της τοπικής διάστασης του χώρου προσφέρει τη δυνατότητα ν’ αναλογιστούμε πάνω στο τοπικό  και στον επαναπροσδιορισμό των θεσμών και των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του.
Οι σημερινές συνθήκες απαιτούν πολύ περισσότερο να ασχοληθούμε με τα αυτοδιοικητικά και ότι αφορά την τοπικότητα, μιας που οι ίδιες οι οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας, όπως και η νέα κατάσταση που ευελπιστούμε να διαμορφωθεί ενόψει της τριπλής εκλογικής αναμέτρησης του Μαΐου , θέτει ενώπιον μας το χρέος να γνωρίζουμε για να σταθούμε στο ύψος των συνθηκών και των απαιτήσεων μιας γνήσιας δημοκρατικής αντιμετώπισης, κατάσταση που η τοπικότητα ευνοεί λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εμφανίζει, με έμφαση στο στοιχείο της εγγύτητας και των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της.

Θεμελιώδεις αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Οι ανθρώπινες κοινότητες αποτελούν κοινωνικά κύτταρα με πρωτογενή εξουσία, η οποία εκφράζεται μέσα από συμμετοχικές δομές αυτοδιεύθυνσης των τοπικών υποθέσεων.
Η κατοχή πρωτογενούς εξουσίας διαφοροποιεί ποιοτικά την πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση από τις αντιπροσωπευτικές δομές δημοκρατίας και συνεπώς αυτή η ιδιότητά της θα πρέπει να είναι αναπαλλοτρίωτη. Κάτι τέτοιο συνεπάγεται και τον ρητό νομικό ή και συνταγματικό ακόμη προσδιορισμό της  χωρικής κλίμακας στην οποία αναπτύσσεται η πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση ώστε να εκφράζονται με πολιτικά αυθεντικό τρόπο αυτές οι πρωτογενείς εξουσίες.
Η αυτοδιοίκηση σε όλες τις βαθμίδες δομείται θεσμικά με τρόπο τέτοιο που να αναδεικνύεται η αξία της συλλογικής ευθύνης αντί της προσωποκεντρικής εξουσίας.
Η πρωτογενής εξουσία της κοινότητας επί των αιρετών επισφραγίζεται με το δικαίωμά της να τους ανακαλεί μέσω δημοψηφισματικών διαδικασιών (recall referenda).
Οι συμμετοχικοί θεσμοί αποτελούν θεμελιώδες γνώρισμα της αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού και κατά συνέπεια αποτελούν αναπόσπαστο και δομικό συστατικό μέρος της θεσμικής και πολιτικής τους λειτουργίας. Οι θεσμοί αυτοί συμπεριλαμβάνουν τις λαϊκές συνελεύσεις και τα τοπικά δημοψηφίσματα, αλλά και ενδιάμεσους θεσμούς πολιτικής καινοτομίας, όπως η τοπική λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, η πλατιά τοπική διαβούλευση και ο θεσμός των διερευνητικών επιτροπών.
Ενεργοποίηση και αξιοποίηση της δυνατότητας που χορηγεί το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος για την, κατόπιν εξουσιοδότησης προς την αυτοδιοίκηση, έκδοση κανονιστικών πράξεων που αφορούν θέματα τοπικού ενδιαφέροντος. Η δυνατότητα αυτή μπορεί κάλλιστα να συνδυασθεί με το θεσμό της τοπικής λαϊκής νομοθετικής πρωτοβουλίας.

Η Αυτοδιοίκηση μπροστά στον καθρέφτη

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ

Το ξύλινο αλογάκι, 1954, τέμπερα σε χαρτόνι, 50,5 × 34,6 εκ.
© για τη φωτογραφία: Ιωάννα Μωραΐτη
Σε λίγες μόλις εβδομάδες, οι ευρωπαίοι πολίτες θα κληθούν για μια ακόμη φορά να ασκήσουν το δημοκρατικό τους δικαίωμα, εκλέγοντας τους αντιπροσώπους που θα απαρτίσουν το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, η προσεχής εκλογική διαδικασία θα λάβει χώρα μέσα σε ένα κλίμα έντονης αβεβαιότητας και ανησυχίας αναφορικά με το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών.
Απόρροια της υφιστάμενης ευρωπαϊκής πραγματικότητας συνιστά η γενικευμένη αμφισβήτηση τόσο απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και φορείς όσο και απέναντι στις εθνικές κυβερνήσεις και τις τοπικές διοικήσεις που αποτελούν την πλησιέστερη εξουσία προς τον πολίτη.
Η τρέχουσα οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία όπως αποδεικνύεται ολοένα και περισσότερο συνιστά κρίση δομών, αξιών και αρχών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ενέχει τέτοιες συνέπειες για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα των λαών της Ευρώπης, ώστε να εγείρονται ερωτηματικά για το κατά πόσον οι υφιστάμενες πολιτικές που υιοθετούνται είναι ικανές να αντιστρέψουν το κλίμα προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης και της ευημερίας, όχι μόνο των αριθμών αλλά και των λαών της Γηραιάς Ηπείρου.
Η διεξαγωγή των εκλογών για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο ωστόσο, συμπίπτει στη χώρα μας με τις εκλογές για την ανάδειξη των αυτοδιοικητικών αρχών. Το γεγονός αυτό συνειρμικά, ανασύρει στην επιφάνεια ζητήματα που σχετίζονται με την πορεία της ευρωπαϊκής τοπικής αυτοδιοίκησης και του ρόλου της σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και ανταγωνιστικό περιβάλλον, καθώς και τις νέες προκλήσεις και μετασχηματισμούς που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση τις επόμενες δεκαετίες.    

Για μια νέα τοπολογία της εξουσίας

ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΓΕΩΡΓΑΝΤΑ

Μύκονος, 1948-1949, μελάνι σε χαρτί, 15 ×  19 εκ.
© για τη φωτογραφία: Λεωνίδας Κουργιαντάκης
Όταν ένα κράτος συρθεί στη διακεκαυμένη ζώνη του διεθνούς πτωχευτικού «δικαίου», οι πιστωτές του, υπεραμυνόμενοι των προσόδων που τους εξασφαλίζει το κράτος που τόσο μισούν αλλά ταυτόχρονα λατρεύουν, θα ενεργήσουν με τρόπο που θα κλονίσει συθέμελα το γενικότερο σύστημα εξουσίας του δοκιμαζόμενου κράτους. Όσο όμως τυφλή είναι η ιδιοτέλεια του αστικού ανθρώπου άλλο τόσο απρόβλεπτες είναι οι πολιτικά ανεμπρόθετες συνέπειες των πράξεών του άπαξ και αυτές εισέλθουν στην, ακόμη πιο διακεκαυμένη, ζώνη της κοινωνικής διαλεκτικής.
Η κρίση, κατεξοχήν διαλεκτικό μέγεθος, έφερε στο προσκήνιο χρόνια αιτήματα της κοινωνίας που παρέμεναν (και παραμένουν) ανικανοποίητα. Υπό την έννοια αυτή τους δομικούς μετασχηματισμούς που σήμερα κυοφορούνται στο εγχώριο πολιτικό σύστημα δεν τους προκάλεσε η κρίση αλλά το αντίστροφο: η χρόνια κώφευση του ancient regime απέναντι στα κοινωνικά αιτήματα για μετασχηματισμό ήταν μια βασική αιτία που ξέσπασε η κρίση. Στη συνέχεια βέβαια η κρίση αυτονομήθηκε ως παράγοντας των εξελίξεων και λειτούργησε όπως κάθε «μαμή της ιστορίας».
Τα πολιτικά συστήματα δεν περιδιαβαίνουν ανέμελα τον αφηρημένο χώρο μιας δήθεν ομοιογενούς εθνικής επικράτειας η οποία υφίσταται και λειτουργεί ανεξάρτητα από τις χωρικές της προκείμενες. Την πολυτέλεια αυτή την έχουν μόνο τα τάγματα αγγέλων της μεσαιωνικής θεολογίας που αν χρειαστεί μπορούν να χορεύουν ακόμη και στο κεφάλι μιας καρφίτσας. Κατά συνέπεια, το χρονίζον αίτημα του μετασχηματισμού του πολιτικού συστήματος αναπόδραστα παραπέμπει, αλλά φυσικά δεν εξαντλείται, σ' ένα μείζον ζήτημα που δεν είναι άλλο από τη συγκρότηση ενός κοινωνικά και πολιτικά ριζοσπαστικού προγράμματος που θα μετασχηματίσει όχι απλά τη γεωγραφία της πολιτικής εξουσίας αλλά και την ίδια την τοπολογία που τη διέπει.

Αυτοδιοίκηση σε Ελλάδα και Ε.Ε.

ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

Είναι διαπίστωση αδιαμφισβήτητη ότι η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην Ελλάδα ήταν θεσμικά και οικονομικά παραδοσιακά αδύναμη και εξαρτημένη από την κρατική μηχανή. Αυτό παρά τις θετικές απόπειρες μεταρρυθμίσεων των δεκαετιών ’80 και ’90 που καθιέρωσαν τον β’ βαθμό Αυτοδιοίκησης (Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και από το 2010 Περιφερειακή) και την κατοχύρωση μιας μόνιμης, σταθερής οικονομικής επιχορήγησης από το κράτος προς τους Ο.Τ.Α. Ο παραδοσιακός συγκεντρωτισμός του ελληνικού πολιτικού και διοικητικού συστήματος που ενισχύθηκε αποφασιστικά για τους γνωστούς πολιτικούς λόγους μετά το 1950, τελικά κατίσχυσε των όποιων μεταρρυθμιστικών ανοιγμάτων, των τελευταίων χρόνων. Όλα αυτά σε προφανή αντίθεση με την ισχυρή θέση της Αυτοδιοίκησης στις χώρες της Δ. Ευρώπης, αλλά και γενικότερα της Ε.Ε. μετά το 2000.
Όμως προσοχή! Αυτή η διαφορά Ελλάδας-Ευρώπης δεν οφείλεται απλά και μόνο στις «ιδιομορφίες» του συστήματος στη χώρα μας, άρα μια εκσυγχρονιστική προσπάθεια θα μας «συντόνιζε» με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Αυτή ήταν άλλωστε η αντίληψη ΠΑ.ΣΟ.Κ., το οποίο επεχείρησε και τις ατυχείς, εν τέλει, αλλαγές των τελευταίων χρόνων. Η θέση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εδώ ήταν απόλυτα συμβατή με τον τρόπο που τo κοινωνικό και το πολιτικό μας σύστημα αρθρωνόταν και λειτουργούσε την μεταπολεμική περίοδο. Είχε δηλαδή μια δευτερεύουσα – υποβαθμισμένη σχέση τόσο στην οικονομική δραστηριότητα, όσο και στον τρόπο που οι πολίτες παρενέβαιναν στην πολιτική διαδικασία και στις σχέσεις τους με τη δημόσια σφαίρα.
Επομένως η ανύπαρκτη αναπτυξιακή παρέμβαση της Τ.Α. συμβάδιζε απόλυτα με τον αντιδημοκρατικό τρόπο της οργάνωσής της. Εξέφραζε τον απόλυτο συγκεντρωτισμό της δημόσιας διοίκησης παίζοντας ένα βοηθητικό νομιμοποιητικό ρόλο στην αποδοτική λειτουργία του συστήματος.