18/4/14

Immanuel Kant, Προς την αιώνια ειρήνη

Πρόσφυγες, μετανάστες και το καντιανό «δίκαιο της φιλοξενίας»

ΤΟΥ ΣΤΕΡΓΙΟΥ ΜΗΤΑ

Τοπίο με έλατα, Ischl, λάδι σε μουσαμά, 32x43εκ.,
Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη,
Εθνική Πινακοθήκη- Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου

Είναι σχεδόν αδύνατο να στοχαστούμε τη σύγχρονη διεθνή πραγματικότητα δίχως μια σειρά από έννοιες που συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με τη σκέψη του Καντ και το έργο του Προς την Αιώνια Ειρήνη (1795) – διαχρονικά, έτσι κι αλλιώς, το πλέον πολυδιαβασμένο σύγγραμμα του φιλοσόφου. Απλοποιώντας ασφαλώς, το βασικό επιχείρημα του έργου θα μπορούσε να συνοψισθεί ως εξής: Η αιώνια ειρήνευση, η άρση των όρων που ευνοούν και αναπαράγουν την έριδα μεταξύ ανθρώπων και λαών, δεν πρέπει να νοηθεί ως φιλοσοφική φαντασίωση. Απεναντίας, είναι καθήκον ανθρώπινης ευπραξίας, αμέριστα ισχυρό και (άρα) πραγματώσιμο. Συναρτάται με τη βαθμιαία εδραίωση τριών αυτοτελών πλην αλληλένδετων προϋποθέσεων: Πρέπει τα επιμέρους κράτη να είναι εσωτερικά οργανωμένα ως εύτακτες πολιτείες δικαίου («1ο οριστικό άρθρο για την αιώνια ειρήνη»), εξωτερικά συνενωμένα σε μια εθελούσια ένωση αυτόνομων πολιτειών («2ο άρθρο») και να τηρούν την αρχή της καθολικής φιλοξενίας («3ο άρθρο»).
Τα δύο πρώτα άρθρα παραδοσιακά μονοπωλούν το κριτικό ενδιαφέρον. Καθαυτή, η διεθνής εμπειρία διαρκώς ανανεώνει/μετατονίζει την επικαιρότητά τους. Οι απαντήσεις αναπαράγονται –οι  ίδιες–  ως διαδοχικά ερωτήματα (τι σημαίνει α. εθελούσια β. ένωση γ. εύτακτων πολιτειών). Πλάι στα δύο πρώτα άρθρα και σε αντίθεση με αυτά, μένει ωστόσο άμοιρο σχολιασμού το τρίτο – που αφορά ένα ζήτημα εξίσου επίκαιρο και αναπόφευκτα συναφές (ποια η σχέση μιας πολιτείας με κάποιον που εισέρχεται σε αυτήν ως ξένος, δηλ. μη πολίτης). Θα θέλαμε, διά του παρόντος κειμένου να εστιάσουμε εκεί.

Η αρχή της φιλοξενίας δεν έλκεται από αισθήματα, παρ’ όλους τους ετυμολογικούς συνειρμούς που η ίδια η λέξη γεννά («φιλό-»). Το κείμενο είναι σαφές: «Εδώ, όπως και στα προηγούμενα άρθρα, δεν πρόκειται για ζήτημα φιλανθρωπίας αλλά δικαιώματος» [δική μας μετάφραση, οι υπογραμμίσεις του φιλοσόφου].
Το περιεχόμενο του κοσμοπολιτικού δικαίου (: όχι δίκαιο μιας επιμέρους πολιτείας, ούτε δίκαιο υπερεθνικό, αλλά δίκαιο μιας οιονεί πανανθρώπινης πολιτείας) «πρέπει να περιοριστεί» στο δικαίωμα φιλοξενίας. Η φιλοξενία με άλλα λόγια είναι ο πυρήνας αλλά συνάμα και το όριο του κοσμοπολιτικού δικαίου. Το συζητούμενο δικαίωμα είναι το μόνο που καταρχάς μπορεί να επικαλεστεί ένας τρίτος που εισέρχεται σε ξένη επικράτεια. Από την άλλη όμως, ορίζεται ως αυθεντικό δικαίωμα και με σαφή περιεχόμενα: «Η φιλοξενία σημαίνει το δικαίωμα ενός ξένου να μην αντιμετωπίζεται με εχθρότητα απλώς επειδή έχει αφιχθεί σε ξένο έδαφος. Οι άλλοι δύνανται να μην τον δεχθούν, εάν τούτο μπορεί να γίνει δίχως συνέπεια αφανισμού του, αλλά –για όσο αυτός συμπεριφέρεται ειρηνικά εκεί όπου βρίσκεται– δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζεται με εχθρότητα. Δεν εγείρεται, για την ακρίβεια, το δικαίωμα να είναι κανείς φιλοξενούμενος (διότι τότε θα χρειαζόταν μια ειδική ευνοϊκή συμφωνία, που θα τον καθιστούσε μέλος του οίκου για ορισμένο διάστημα), αλλά το δικαίωμα επίσκεψης· το δικαίωμα να θέτεις εαυτόν σε κοινωνία προς άλλους ανήκει σε όλα τα ανθρώπινα όντα, δυνάμει του δικαιώματος κοινής κατοχής της γήινης επιφάνειας, επί της οποίας οι άνθρωποι –καθώς είναι σφαιρική– δεν μπορούν να διασκορπίζονται επ’ άπειρον, αλλά εντέλει αναγκάζονται να συνυπάρχουν και να υπομένουν την παρουσία του άλλου. Και κανείς δεν έχει πρωταρχικά περισσότερο δικαίωμα από τον άλλο να ευρίσκεται σ’ ένα ορισμένο σημείο της γης».
Συχνά διαβάζεται στις γραμμές αυτές η εκ μέρους του Καντ υπόρρητη καταδίκη της αποικιοκρατικής τακτικής των ισχυρών κρατών της εποχής. Το άρθρο περιορίζει δηλαδή το δικαίωμα του επισκέπτη («εποίκου») σε αυτό της υπό όρους φιλοξενίας, ώστε να τηρηθούν εχέγγυα εδαφικής και πολιτικής ακεραιότητας για τις χώρες υποδοχής («αποικίες»). Την ερμηνεία αυτή ενθαρρύνει το κείμενο, καθώς πιο κάτω διακρίνει το συζητούμενο δικαίωμα από «την αφιλόξενη στάση των πολιτισμένων λαών της ηπείρου μας» και «την αδικία που επιδεικνύουν όταν επισκέπτονται ξένα εδάφη και λαούς (κάτι που, για αυτούς, ισοδυναμεί με κατάκτηση)». Είναι άλλο, όμως, να ισχυριζόμαστε ότι το περιεχόμενο του δικαιώματος φιλοξενίας αποκλείει αυτή την, επιεικώς αφιλόξενη και ουσιωδώς άδικη, πρακτική και άλλο ότι το νόημά του εξαντλείται οριστικά εκεί. Εάν η κανονιστική εμβέλεια του δικαιώματος περιβάλλει ολόκληρο τον κόσμο και όχι μονάχα την Ευρώπη, τότε ενέχει ισχύ και στην αντίστροφη περίπτωση: να αυτοπαρουσιάζεται δηλαδή αξιώνοντας φιλοξενία κάποιος ξένος επί ευρωπαϊκού εδάφους.
Διαβάζοντας προσεκτικά το καντιανό κείμενο, γίνεται σαφές ότι στο βεληνεκές του συζητούμενου δικαιώματος περιλαμβάνονται και οι περιπτώσεις αθέλητου εκπατρισμού – και όχι μόνο εμπρόθετης εισέλευσης σε ξένη γη: Η εχθρική αντιμετώπιση, λόγου χάρη, που επιδεικνύουν οι «κάτοικοι παράκτιων εδαφών έναντι των ναυαγών» που καταφθάνουν στη γη τους στηλιτεύεται ρητά ως αφιλόξενη, άρα παράνομη βάσει δικαίου της φιλοξενίας.
Από το δικαίωμα φιλοξενίας απορρέουν τρεις συνέπειες: η μία ως προκριματική του δικαιώματος, η δεύτερη ως αποφατική του όψη και η τρίτη ως καταφατική. Καταρχάς, αυτονόητη προκριματική απόρροια του δικαιώματος φιλοξενίας είναι το δικαίωμα ταξιδιού με την έννοια της εισόδου και εξόδου από χώρα. Καθένας νομιμοποιείται να ταξιδεύει σε οποιοδήποτε κομμάτι της γης, να μη στερείται αυθαιρέτως τη δυνατότητα εξόδου του από μία χώρα και παρουσίασής του –καταρχήν– σε μία άλλη. Εάν δε στη συνέχεια εισέλθει στη χώρα φιλοξενίας, αξιώνει αφενός αποφατικά ελευθερία από τυχόν εχθρική αντιμετώπιση, αφετέρου ελευθερία προς παρουσίαση και συμμετοχή στο δημόσιο χώρο της. Το δικαίωμα φιλοξενίας, εν συνόψει, αναλύεται στα εξής υπο-δικαιώματα: ελευθερία εισόδου-εξόδου (προκριματική διάσταση), ελευθερία από εχθρότητα (αποφατική διάσταση) και ελευθερία ερχομού σε κοινωνία (καταφατική διάσταση).
Η ίδια η περατότητα της ανθρώπινης γεωγραφίας συνεπάγεται ότι άνθρωποι και κοινωνίες δεν δύνανται να αποφύγουν τη διάδραση αναμεταξύ τους. Υπονοείται αρχικά, εδώ, ότι τα ανθρώπινα υποκείμενα δεν είναι σε θέση να διαφεύγουν διαρκώς τυχόν διώξεις ή αδικίες και να εγκαθίστανται σε ουδέτερα εδάφη. Και περαιτέρω, ότι από τη (ρυθμιστική) ιδέα της πρωταρχικά κοινής κατοχής της γήινης επιφάνειας εκπηγάζει ορισμένη αυθαιρεσία ως προς το γιατί συγκεκριμένοι άνθρωποι νέμονται –και εγκαταβιώνουν σε– συγκεκριμένες περιοχές της γης, αξιώνοντας μάλιστα αποκλεισμό των άλλων από αυτές.
Ο Καντ, είναι αλήθεια, διαχωρίζει το δικαίωμα φιλοξενίας από το δικαίωμα μόνιμης εγκατάστασης, δίχως να θεωρεί το δεύτερο αυτονόητα συνακόλουθο με το πρώτο. Αλλά προσθέτει καίρια ότι «ο ξένος μπορεί να εγείρει απαίτηση» μονιμότητας, για την οποία θα χρεαστεί, ως ευνόητο, «μια ιδιαίτερη συμφωνία» (ό.π.). Η πρόβλεψη αυτή, σε συνδυασμό με το εν όλω δικαίωμα φιλικής υποδοχής, μη εχθρότητας/δίωξης, συμμετοχής στο δημόσιο βίο της νέας χώρας, δεν καταλείπει ενδοιασμούς για το χρέος της πολιτείας και το δικαίωμα του ξένου: α) κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να ζητάει να έρθει σε νομική σχέση-συμφωνία με οποιαδήποτε πολιτική κοινότητα και β) τυχόν άρνηση αυτής της συμφωνίας δεν χωρεί σε περίπτωση που επιφέρει επιβλαβείς συνέπειες στο υποκείμενο («εάν τούτο μπορεί να γίνει δίχως τη συνέπεια του αφανισμού του», ό.π.).
Το καντιανό δίκαιο φιλοξενίας, λοιπόν, θεραπεύει τα δικαιώματα των προσφύγων, όσων αντιμετωπίζουν κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επαναπατρισμού τους. Για την περίπτωση δε αλλοδαπών που αξιώνουν τούτη την «ιδιαίτερη συμφωνία» για λόγους άλλους από ενδεχόμενο φόβο δίωξης (οικονομικούς-επιβιωτικούς), απολήγει σαφές ότι: γ) είναι η εθνική νομοθεσία που βαρύνεται με την πρόβλεψη όρων για έγερση τέτοιας αξίωσης και αιτιολογημένη αποδοχή ή απόρριψή της. Εάν η χώρα υποδοχής έχει δικαίωμα άρνησης της συμφωνίας, συμπεραίνουμε από την άλλη ότι δεν έχει παρά αυτό το δικαίωμα και υπ’ αυτούς τους όρους. Δεν διαθέτει την ευχέρεια να ρυθμίζει την πληθυσμιακή του σύνθεση βάσει άλλων παραμέτρων (ας πούμε «εθνική καθαρότητα»). Ούτε να θωρακίζει τα σύνορα του, κατά παράβαση του δικαιώματος αρχικής, τουλάχιστον, «παρουσίασης» του εισερχομένου. Ούτε να κωλυσιεργεί ως προς τη θέσμιση α) δίκαιου συστήματος ασύλου και παράλληλα β) μεταναστευτικής νομοθεσίας. Χώρες που θραύουν το δίκαιο της φιλοξενίας, καταλήγει ο φιλόσοφος, «πίνουν την αδικία όπως το νεράκι».

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις

Ο Στέργιος Μήτας είναι δρ Φιλοσοφίας του δικαίου (Νομική ΑΠΘ)

Δεν υπάρχουν σχόλια: