12/4/14

Η Αυτοδιοίκηση μπροστά στον καθρέφτη

ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ

Το ξύλινο αλογάκι, 1954, τέμπερα σε χαρτόνι, 50,5 × 34,6 εκ.
© για τη φωτογραφία: Ιωάννα Μωραΐτη
Σε λίγες μόλις εβδομάδες, οι ευρωπαίοι πολίτες θα κληθούν για μια ακόμη φορά να ασκήσουν το δημοκρατικό τους δικαίωμα, εκλέγοντας τους αντιπροσώπους που θα απαρτίσουν το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο. Περισσότερο από κάθε άλλη φορά στη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, η προσεχής εκλογική διαδικασία θα λάβει χώρα μέσα σε ένα κλίμα έντονης αβεβαιότητας και ανησυχίας αναφορικά με το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών.
Απόρροια της υφιστάμενης ευρωπαϊκής πραγματικότητας συνιστά η γενικευμένη αμφισβήτηση τόσο απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και φορείς όσο και απέναντι στις εθνικές κυβερνήσεις και τις τοπικές διοικήσεις που αποτελούν την πλησιέστερη εξουσία προς τον πολίτη.
Η τρέχουσα οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία όπως αποδεικνύεται ολοένα και περισσότερο συνιστά κρίση δομών, αξιών και αρχών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, ενέχει τέτοιες συνέπειες για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα των λαών της Ευρώπης, ώστε να εγείρονται ερωτηματικά για το κατά πόσον οι υφιστάμενες πολιτικές που υιοθετούνται είναι ικανές να αντιστρέψουν το κλίμα προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης και της ευημερίας, όχι μόνο των αριθμών αλλά και των λαών της Γηραιάς Ηπείρου.
Η διεξαγωγή των εκλογών για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο ωστόσο, συμπίπτει στη χώρα μας με τις εκλογές για την ανάδειξη των αυτοδιοικητικών αρχών. Το γεγονός αυτό συνειρμικά, ανασύρει στην επιφάνεια ζητήματα που σχετίζονται με την πορεία της ευρωπαϊκής τοπικής αυτοδιοίκησης και του ρόλου της σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και ανταγωνιστικό περιβάλλον, καθώς και τις νέες προκλήσεις και μετασχηματισμούς που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση τις επόμενες δεκαετίες.    

Η υφιστάμενη ευρωπαϊκή πραγματικότητα λοιπόν, διαμορφώνει νέα πεδία δράσης και νέες προτεραιότητες για την ευρωπαϊκή τοπική αυτοδιοίκηση, οι βασικοί φορείς της οποίας, όπως είναι η Επιτροπή Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων και Περιφερειών, βρίσκονται στη διαδικασία σχεδιασμού και υλοποίησης πολιτικών στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020» (Στις 3 Μαρτίου 2010 η Ευρωπαίκή Επιτροπή εξέδωσε την τελική πρόταση για τη στρατηγική Ευρώπη 2020, οι προτεραιότητες και οι στόχοι της οποίας συμφωνήθηκαν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο τον Ιούνιο του ίδιου έτους).
Η στρατηγική αυτή η οποία πριμοδοτεί νέα μοντέλα ανάπτυξης, επενδύοντας ταυτόχρονα στην πολιτική και κοινωνική συνοχή, καλείται να αντιμετωπίσει τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας, τις έντονες δημογραφικές αλλαγές που τείνουν στη συρρίκνωση του νεότερου πληθυσμού, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τον ψηφιακό αναλφαβητισμό, την αναγκαιότητα για παροχή ποιοτικών κοινωνικών υπηρεσιών, τις περιβαλλοντικές αλλαγές, την επιτακτική ανάγκη για αύξηση της πραγματικής οικονομίας και την ενίσχυση της καινοτομίας.
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων, η Επιτροπή Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων και Περιφερειών, θεωρούν ως απαραίτητη προϋπόθεση την ενίσχυση του ρόλου τους ως εκπροσώπων των περιφερειακών και τοπικών αρχών, γεγονός που συνηγορεί υπέρ της εμπλοκής τους στη διαδικασία όχι μόνο γνωμοδότησης αλλά ελέγχου και υλοποίησης των πολιτικών που έχουν δρομολογηθεί. Η παραπάνω αξίωση των ευρωπαίκών φορέων εδράζεται στο γεγονός πως, οι αυτοδιοικητικές αρχές κάθε κράτους-μέλους είναι σε θέση να γνωρίζουν τις τοπικές ιδιαιτερότητες και ανάγκες, με αποτέλεσμα να τις αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, γεγονός που τους επιτρέπει να συμβάλλουν στην άμβλυνση των αναπτυξιακών κενών κάθε περιφέρειας.
Με γνώμονα συνεπώς την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας μεταξύ των ευρωπαϊκών, εθνικών, περιφερειακών και τοπικών διοικήσεων, πρότειναν και πέτυχαν τη διαμόρφωση ενός Συμφώνου Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών (Ιούνιος 2010), το οποίο κινείται σε δύο άξονες: Αφενός στον έλεγχο και στην εφαρμογή των σχεδιαζόμενων πολιτικών και αφετέρου στη διασφάλιση της επικοινωνίας και της συνεργασίας μεταξύ των φορέων υλοποίησής τους.
Από τα παραπάνω γίνεται εύκολα αντιληπτό πως η υφιστάμενη κοινωνική ευρωπαϊκή πραγματικότητα έχει επηρεάσει καταλυτικά τις δομές και τις λειτουργίες ενός συστήματος το οποίο προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει το ρόλο του και να ανακτήσει τα ερείσματά του στη συνείδηση των λαών της Ευρώπης.
Η προσπάθεια των φορέων της ευρωπαϊκής τοπικής αυτοδιοίκησης με τη στρατηγική «Ευρώπη 2020», κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Το ερώτημα συνεπώς που προκύπτει, εν’ όψει και των επερχόμενων αυτοδιοικητικών εκλογών στη χώρα μας, είναι κατά πόσον η ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση είναι σε θέση να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα, να προσδιορίσει εκ νέου τη θέση της στον ευρωπαϊκό αυτοδιοικητικό χάρτη και να εκμεταλλευτεί τα σύγχρονα εργαλεία προκειμένου να μετέχει ισάξια με τις αυτοδιοικήσεις των υπολοίπων κρατών-μελών στο σχεδιασμό και την υλοποίηση στρατηγικών πολιτικών.
Το παραπάνω ερώτημα δε θα μπορούσε φυσικά να εξαντληθεί στην περιορισμένη έκταση του συγκεκριμένου άρθρου. Αυτό το οποίο μπορεί ωστόσο να επιχειρηθεί, είναι κάποιες βασικές επισημάνσεις αναφορικά με την υφιστάμενη πραγματικότητα της ελληνικής τοπικής αυτοδιοίκησης η οποία αποτελεί απόρροια του τρόπου οργάνωσης και λειτουργίας του σύγχρονου ελληνικού κράτους.
Η εφαρμογή του προγράμματος «Καλλικράτης» το οποίο βρίσκεται σε ισχύ εδώ και τρία περίπου χρόνια, συνέπεσε με μια περίοδο ραγδαίων αλλαγών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Την περίοδο αυτή, το ελληνικό δημόσιο εξοικονόμησε περίπου 3.5 δισεκατομμύρια ευρώ από τους πόρους της αυτοδιοίκησης, μειώνοντας ταυτόχρονα περίπου 30% τις  αντίστοιχες επιχορηγήσεις. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει όπως είναι φυσικό το όλο εγχείρημα, χωρίς ωστόσο να σημαίνει πως η μείωση των οικονομικών μεγεθών των φορέων της αυτοδιοίκησης συνιστούν το μείζον πρόβλημα της λειτουργίας τους. Και αυτό γιατί, πέραν της έλλειψης πόρων για την υλοποίηση της πρόσφατης μεταρρυθμιστικής προσπάθειας στο χώρο της αυτοδιοίκησης, τα κριτήρια με τα οποία σχεδιάστηκε, επικοινωνήθηκε και εφαρμόζεται το πρόγραμμα «Καλλικράτης» το καθιστούν στα βασικά του σημεία ελλιπές και ανεπαρκές.
Αρκεί να σημειώσουμε πως, τρία χρόνια μετά την εφαρμογή του προγράμματος, το κεντρικό κράτος, οι περιφέρειες και οι τοπικές διοικήσεις δεν έχουν βρει το βηματισμό τους αναφορικά με τις συνέργειες και συνεργασίες που επιβάλλονται μεταξύ όλων των βαθμίδων της διοίκησης σχετικα με τη χάραξη και την υλοποίηση πολιτικών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
 Όπως προκύπτει από τα πρακτικά του 1ου Τακτικού Συνεδρίου Περιφερειών (Αθήνα 14-15 Φεβρουαρίου 2013), δεν έχει ακόμη προβλεφθεί ο ρόλος των περιφερειών αναφορικά με το σχεδιασμό και την εφαρμογή συγχρηματοδοτούμενων επιχειρησιακών προγραμμάτων για την περίοδο 2014-2020 καθώς και η δυνατότητά τους να μετέχουν στο χωροταξικό σχεδιασμό και στον αναπτυξιακό προγραμματισμό μέσω της έκδοσης κανονιστικών πράξεων για την περιφερειακή ανάπτυξη.
Τα παραπάνω στοιχεία καταδεικνύουν ωστόσο κάτι πολύ βαθύτερο από απλές αστοχίες κατά το σχεδιασμό. Καταδεικνύουν την κουλτούρα ενός συγκεντρωτικού κράτους με μειωμένα αντανακλαστικά διακυβέρνησης και συνεπώς ισχνή διαβούλευση μεταξύ των φορέων της διοίκησης. Καταδεικνύουν ακόμη την κουλτούρα ενός διοικητικού μηχανισμού που θεωρεί το κράτος «λάφυρο» στα χέρια μιας διοικητικής ελίτ, η οποία ανίκανη να παρακολουθήσει τις αλλαγές που συντελούνται σε παγκόσμιο επίπεδο, στέκεται αδρανής και φοβική απέναντι στις νέες προκλήσεις και ευκαιρίες, με μοναδικό γνώμονα το συμφέρον της διατήρησης ενός πελατειακού μηχανισμού ο οποίος αποτελεί και το μοναδικό σημείο αναφοράς της.
Σε αντίθεση με την ελληνική πραγματικότητα και υπό το βάρος των ραγδαίων αλλαγών που συντελούνται σε παγκόσμιο επίπεδο και έχουν επηρεάσει καταλυτικά τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, οι φορείς της περιφερειακής και τοπικής αυτοδιοίκησης φαίνεται πως συνιστούν για τα ευρωπαϊκά κράτη-μέλη το στοίχημα της επόμενης ημέρας. Το αναπτυξιακό εργαλείο που θα αποτελέσει το βασικό συντελεστή σχεδιασμού και υλοποίησης των στρατηγικών πολιτικών. Και αυτό γιατί οι αυτοδιοικητικές αρχές της Ευρώπης, είναι σε θέση να γνωρίζουν τις ιδιαιτερότητες και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα κάθε περιφέρειας, γεγονός που τους επιτρέπει να συμβάλλουν με άμεσο και αποτελεσματικό τρόπο στην άμβλυνση των ανισοτήτων και στην αναπτυξιακή τους προοπτική.
Το ευρωπαϊκό αυτό στοίχημα ωστόσο, θα πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα και για την ελληνική τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία μπορεί και πρέπει να αποτελέσει το όχημα της χώρας μας για έξοδο από την υφιστάμενη πραγματική οικονομική, πολιτική και κοινωνική ύφεση των τελευταίων δεκαετιών. 

Ο Βασίλης Βαρβιτσιώτης είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου

Δεν υπάρχουν σχόλια: