Της
Κωστούλας Μάκη*
Στο διήγημα της Τασίας Βενέτη, «Κουβέντες από δω ως τον ήλιο», οι εργάτες που έφτιαχναν τον δρόμο του χωριού, μαθημένοι στην άγρια βιοπάλη, «χώμα κι ιδρώτας, λασπωμένοι και στα τσίνορα» (σ. 27) διαπίστωναν πως:
«Ο Χάρος κι ο ξενιτεμός δεν χρειάζονται Δρόμο, έρχονται κι έτσι».
«Σάματις κι οι πόλεμοι… Και χωρίς Δρόμο όλοι οι διάολοι μας βρήκαν».
«Γιατί κι οι αρρώστιες;».
«Μονάχα το καλό δε γλέπει να ΄ρθει. Και δρόμο να κάνουμε… πάλι γκαβό» (σ. 28).
Οι ναΐφ
αυτοί αφορισμοί, ταιριαστοί σε κάθε διάψευση του πραγματικού, επιβεβαιώθηκαν
ξανά με το απότομο φευγιό της Τασίας Βενέτη. Λίγες ώρες πριν την ανάσταση
πέθανε η συγγραφέας Του χιονιού. Ιστορίες (εκδόσεις το Ροδακιό, 2013)
κάνοντας, για όσους την αγαπήσαμε πολύ και δεν συμμεριζόμασταν τη βαθύτατη
πίστη της, το «αληθώς» φασματικά παραπλανητικό. Η Τασία συμπύκνωνε τα
χαρακτηριστικά μιας αφηγήτριας μάγισσας, με μια ενέργεια απέριττη και λαϊκή,
που προέκυπτε στα γραπτά της, στο λόγο, την παρουσία, το χιούμορ αλλά και στο
βροντερό καμπανιστό γέλιο της, στοιχεία στα οποία αφομοιώνονταν και
μετασχηματίζονταν οι ιστορίες των ανθρώπων του τόπου της, του χωριού Λια
Θεσπρωτίας, καθώς και η ιστορικότητα των έμφυλων και δυσδιάκριτων αγώνων των
γυναικών σε δύσκολα χρόνια. Είναι από τις ελάχιστες συγγραφείς που τα
γραπτά της δεν διαφοροποιούνταν από την ίδια, καθώς το θέμα σε κάθε επικοινωνία
ή στα περισσότερα από τα κείμενά της δεν είχε καμία σημασία, γιατί οι γλωσσικές
και ιδιωματικές μορφές του λόγου της, η αστείρευτη αποδοχή και αγάπη της για τα
ανθρώπινα «ζόρια» πυροδοτούσαν μια ζωογόνα αντιστροφή. Η αφήγηση και οι εκφορές
του λόγου αποδείκνυαν ποιητικές γητειές και ντοπιολαλιές που ενσωμάτωναν με
τους πιο σύγχρονους όρους παραδόσεις αιώνων, φανερώνοντας την καθολικότητα
ανθρώπινων διαδρομών του χθες, του σήμερα και του αύριο.
Η Βενέτη, παρόλο που και η ίδια και το βιβλίο αγαπήθηκαν πολύ, εμφατικά αποποιούνταν την ιδιότητα της συγγραφέα, εξηγώντας διαρκώς, άνευ υποκρισίας και χωρίς σεμνοτυφία, πως το μόνο που κάνει είναι να διαβιβάζει τις ιστορίες που άκουγε από τα παιδικάτα της και την ανάγκη της να διατηρήσει ζωντανές τις παρουσίες των γυναικών του χωριού της.
Σε πολλές συναντήσεις μας τής άρεσε να επαναλαμβάνω την ιστορία για την αντίδρασή μου πριν τη γνωρίσω και πριν έρθω σε επαφή με το έργο της. Ο μεγάλος «ντόρος» που είχε γίνει τότε και η επιμονή δικών μου ανθρώπων να διαβάσω το βιβλίο της, μου προκάλεσε αρχικά τη σαρωτική σαρκαστική απόρριψη της συγγραφέα και του βιβλίου, όντας βέβαιη πως πρόκειται για άλλο ένα κείμενο «του συρμού», όπου το παρελθόν εξαγιάζεται και εξιδανικεύεται, υμνητικά, συνεισφέροντας στο θεοκρατικό και ελληνοκεντρικό φολκλόρ, που θρηνεί για όσα δεν υπάρχουν πια, αναπαράγοντας τον πιο άγριο συντηρητισμό και συσπειρώνοντας όσους τιμάν τις παραδόσεις και καταδικάζουν οτιδήποτε ξεφεύγει από ό,τι θεωρούν γνήσια ελληνικό.
Διαψεύστηκα παταγωδώς και έκτοτε ο πολυεπίπεδος ανθρωπισμός της με συντρόφευε με κάθε τρόπο, ενώ παράλληλα παρέμεινε μέχρι τελευταία στιγμή να είναι σε όλα της μόνο πράξη και καθόλου θεωρία, στηρίζοντας όλους όσους αγαπούσε με μια αστείρευτη υλικότητα ανεπιτήδευτη, διαρκώς παρούσα και με γνήσια αποδοχή χωρίς όρους. Και επιπλέον, ήταν από τις λίγες που απολάμβανε διαρκώς ό,τι οι άλλοι θεωρούσαν θεωρητικό και υπεραναλυτικό. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα η ίδια και κάθε εκφορά του λόγου της στις αφηγήσεις στους φίλους και στα κείμενά της να θεσπίζουν αυτό που θα μπορούσαμε να περιγραφεί ως πραξιακό συναίσθημα, που έχει πάντα απολήξεις στο πολιτικό με την ευρύτερη έννοια, επειδή ριζώνει σε συνθέσεις του προσωπικού με το συλλογικό, του καθολικού και του μεμονωμένου, του χρόνου που αναδιπλώνεται κάθε φορά με νέους τρόπους. Στο σύμπαν της Βενέτη, το παλιό εμπεριέχεται στο νέο και τούμπαλιν όπου και η πιο βαρετή στιγμή του καθημερινού μπορεί να γίνει απολαυστική σαν παραμύθι, αν μπορείς να τη μεταφέρεις στους άλλους. Θυμάμαι εδώ κάποιες καταθέσεις στο facebook για τα μαγειρέματά της στις οποίες το σαρωτικό χιούμορ της σχολίαζε τη ροή του πραγματικού: την πανδημία, την κόπωση, τον αυτοσαρκασμό, τα σόγια.
Ανεβαίνοντας
στα ιστορικά βουνά της Μουργκάνας για την κηδεία της, ο τόπος της φοβερής αυτής
χριστιανοειδωλολάτρισσας ηχούσε όλα τα ίχνη των ανθρώπων που διέσωσε στα
κείμενα και τις αφηγήσεις της. Η απομόνωση, η εμφύλια και έμφυλη βία, το
κλείσιμο, ο αφανισμός και η εγκατάλειψη χορεύουν μαζί με τις βασανισμένες
γυναίκες, που όμως δεν υπέκυπταν ακόμα και στα πιο επώδυνα κουκουλώματα των
καημών τους, ενώ οι ξενιτεμοί στην Τασκένδη στιγματίζουν τον τόπο και το τοπίο.
Πρόκειται για την τρυφερότητα της ιστορικής μνήμης που υπερβαίνει μονοδιάστατες γραμμικές καθηλώσεις για την ιστορία και τον χρόνο και τρυφερά διαπερνά στο σήμερα. «[…]Και δεν σκιάζονταν τίποτα. Έτσι! Όλα τίποτα ήταν για αυτήν, και δεν σκιάζονταν», έγραφε «στο Βαθύ». Μέχρι το τέλος η Τασία δεν σκιάζονταν. Σε αντίθεση όμως με την ηρωίδα της, το κάθε τι μπορούσε να ήταν τα πάντα για αυτή και όλα συντελούσαν στην ιστορικότητα του καθημερινού σε κάθε χρονική στιγμή, που διαχρονικά φτιάχνει ιστορίες οι οποίες μας αφορούν και γίνονται δικές μας.
Η Τασία μάς έμαθε πώς να αρχινάμε «εκείνα τα τραγούδια, που θέλουν πολύ κουράγιο να τα πεις σε τέτοιες περιπτώσεις, κι άλλο τόσο να τ’ ακούσεις»:
Τα βουνά γιομίσαν λύκους,
κι οι λακκιές με ξωτικές,
στον Άι-Λια και στη Μουργκάνα
μου είπαν διάβαινες προψές.
Κόρη μου μικρή και ρούσα,
για τε σένα καρτερούσα.
Πού είσαι «γιέ» μου; Στη Ρωσία,
με τα χιόνια, με τα κρύα.
κι εγώ η μαύρη είμαι δω
με τρώει το φίδι και τ’ οργιό.
(Τι να πω, σ. 108)
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Στο διήγημα της Τασίας Βενέτη, «Κουβέντες από δω ως τον ήλιο», οι εργάτες που έφτιαχναν τον δρόμο του χωριού, μαθημένοι στην άγρια βιοπάλη, «χώμα κι ιδρώτας, λασπωμένοι και στα τσίνορα» (σ. 27) διαπίστωναν πως:
«Ο Χάρος κι ο ξενιτεμός δεν χρειάζονται Δρόμο, έρχονται κι έτσι».
«Σάματις κι οι πόλεμοι… Και χωρίς Δρόμο όλοι οι διάολοι μας βρήκαν».
«Γιατί κι οι αρρώστιες;».
«Μονάχα το καλό δε γλέπει να ΄ρθει. Και δρόμο να κάνουμε… πάλι γκαβό» (σ. 28).
Η Βενέτη, παρόλο που και η ίδια και το βιβλίο αγαπήθηκαν πολύ, εμφατικά αποποιούνταν την ιδιότητα της συγγραφέα, εξηγώντας διαρκώς, άνευ υποκρισίας και χωρίς σεμνοτυφία, πως το μόνο που κάνει είναι να διαβιβάζει τις ιστορίες που άκουγε από τα παιδικάτα της και την ανάγκη της να διατηρήσει ζωντανές τις παρουσίες των γυναικών του χωριού της.
Σε πολλές συναντήσεις μας τής άρεσε να επαναλαμβάνω την ιστορία για την αντίδρασή μου πριν τη γνωρίσω και πριν έρθω σε επαφή με το έργο της. Ο μεγάλος «ντόρος» που είχε γίνει τότε και η επιμονή δικών μου ανθρώπων να διαβάσω το βιβλίο της, μου προκάλεσε αρχικά τη σαρωτική σαρκαστική απόρριψη της συγγραφέα και του βιβλίου, όντας βέβαιη πως πρόκειται για άλλο ένα κείμενο «του συρμού», όπου το παρελθόν εξαγιάζεται και εξιδανικεύεται, υμνητικά, συνεισφέροντας στο θεοκρατικό και ελληνοκεντρικό φολκλόρ, που θρηνεί για όσα δεν υπάρχουν πια, αναπαράγοντας τον πιο άγριο συντηρητισμό και συσπειρώνοντας όσους τιμάν τις παραδόσεις και καταδικάζουν οτιδήποτε ξεφεύγει από ό,τι θεωρούν γνήσια ελληνικό.
Διαψεύστηκα παταγωδώς και έκτοτε ο πολυεπίπεδος ανθρωπισμός της με συντρόφευε με κάθε τρόπο, ενώ παράλληλα παρέμεινε μέχρι τελευταία στιγμή να είναι σε όλα της μόνο πράξη και καθόλου θεωρία, στηρίζοντας όλους όσους αγαπούσε με μια αστείρευτη υλικότητα ανεπιτήδευτη, διαρκώς παρούσα και με γνήσια αποδοχή χωρίς όρους. Και επιπλέον, ήταν από τις λίγες που απολάμβανε διαρκώς ό,τι οι άλλοι θεωρούσαν θεωρητικό και υπεραναλυτικό. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα η ίδια και κάθε εκφορά του λόγου της στις αφηγήσεις στους φίλους και στα κείμενά της να θεσπίζουν αυτό που θα μπορούσαμε να περιγραφεί ως πραξιακό συναίσθημα, που έχει πάντα απολήξεις στο πολιτικό με την ευρύτερη έννοια, επειδή ριζώνει σε συνθέσεις του προσωπικού με το συλλογικό, του καθολικού και του μεμονωμένου, του χρόνου που αναδιπλώνεται κάθε φορά με νέους τρόπους. Στο σύμπαν της Βενέτη, το παλιό εμπεριέχεται στο νέο και τούμπαλιν όπου και η πιο βαρετή στιγμή του καθημερινού μπορεί να γίνει απολαυστική σαν παραμύθι, αν μπορείς να τη μεταφέρεις στους άλλους. Θυμάμαι εδώ κάποιες καταθέσεις στο facebook για τα μαγειρέματά της στις οποίες το σαρωτικό χιούμορ της σχολίαζε τη ροή του πραγματικού: την πανδημία, την κόπωση, τον αυτοσαρκασμό, τα σόγια.
Πρόκειται για την τρυφερότητα της ιστορικής μνήμης που υπερβαίνει μονοδιάστατες γραμμικές καθηλώσεις για την ιστορία και τον χρόνο και τρυφερά διαπερνά στο σήμερα. «[…]Και δεν σκιάζονταν τίποτα. Έτσι! Όλα τίποτα ήταν για αυτήν, και δεν σκιάζονταν», έγραφε «στο Βαθύ». Μέχρι το τέλος η Τασία δεν σκιάζονταν. Σε αντίθεση όμως με την ηρωίδα της, το κάθε τι μπορούσε να ήταν τα πάντα για αυτή και όλα συντελούσαν στην ιστορικότητα του καθημερινού σε κάθε χρονική στιγμή, που διαχρονικά φτιάχνει ιστορίες οι οποίες μας αφορούν και γίνονται δικές μας.
Η Τασία μάς έμαθε πώς να αρχινάμε «εκείνα τα τραγούδια, που θέλουν πολύ κουράγιο να τα πεις σε τέτοιες περιπτώσεις, κι άλλο τόσο να τ’ ακούσεις»:
Τα βουνά γιομίσαν λύκους,
κι οι λακκιές με ξωτικές,
στον Άι-Λια και στη Μουργκάνα
μου είπαν διάβαινες προψές.
Κόρη μου μικρή και ρούσα,
για τε σένα καρτερούσα.
Πού είσαι «γιέ» μου; Στη Ρωσία,
με τα χιόνια, με τα κρύα.
κι εγώ η μαύρη είμαι δω
με τρώει το φίδι και τ’ οργιό.
(Τι να πω, σ. 108)
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου