12/4/14

Περί αυτοδιοικητικών και τοπικότητας

ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ ΨΥΛΛΑ
  
Ζευγάρι, μελάνι σε χαρτί, 35,3 × 18 εκ.
Συλλογή ΜΙΕΤ
Σε λίγες μέρες καλούμαστε να εκλέξουμε νέα αυτοδιοικητικά σχήματα τόσο για την πρωτοβάθ- μια αυτοδιοίκηση (325Δήμοι) όσο και για τις 13 Περιφέρειες όλης της Ελληνικής Επικράτειας για μια διάρκεια πέντε ετών. Η εκλογική αυτή διαδικασία όσο και η όλη κατάσταση έντονης κοινωνικό-οικονομικής όσο και πολιτισμικής κρίσης την οποίαν όλοι μας βιώνουμε, μας οδηγεί σε έναν προβληματισμό σχετικά με το ρόλο και τη σημασία της τοπικότητας, της δυναμικής των ομάδων που δρουν και λειτουργούν στην μικροκλίμακα του τοπικού αλλά και της οργάνωσης της θεσμοθετημένης μορφής της δηλαδή την αυτοδιοίκηση.
Τίθενται ζητήματα που σχετίζονται με τον εκδημοκρατισμό των θεσμών, τη συνοχή των κοινωνικών ομάδων, το αίσθημα της αλληλεγγύης, τη δυνατότητα ανάληψης πρωτοβουλιών τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, ζητήματα που αφορούν την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας όσον αφορά την ανάπτυξη συμμετοχικών διαδικασιών, όπως και του αισθήματος της συνυπευθυνότητας καθώς και της οικειότητας στην καθημε- ρινότητά μας.
Η έννοια του χώρου στην τοπική του διάσταση ενέχει πολλαπλά ζητήματα και παρουσιάζει ιδιαιτερότητες όσον αφορά τη διερεύνησή του. Διαπιστώνεται ότι ο δημόσιος χώρος γίνεται αντιληπτός ως βιωμένος χώρος που καταγράφεται διαμέσου των πρακτικών, των πολιτικών και της δυναμικής των σχέσεων. Η αναζήτηση του προβληματισμού σχετικά με την ιδιαιτερότητα της τοπικής διάστασης του χώρου προσφέρει τη δυνατότητα ν’ αναλογιστούμε πάνω στο τοπικό  και στον επαναπροσδιορισμό των θεσμών και των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του.
Οι σημερινές συνθήκες απαιτούν πολύ περισσότερο να ασχοληθούμε με τα αυτοδιοικητικά και ότι αφορά την τοπικότητα, μιας που οι ίδιες οι οικονομικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που αντιμετωπίζει η κοινωνία μας, όπως και η νέα κατάσταση που ευελπιστούμε να διαμορφωθεί ενόψει της τριπλής εκλογικής αναμέτρησης του Μαΐου , θέτει ενώπιον μας το χρέος να γνωρίζουμε για να σταθούμε στο ύψος των συνθηκών και των απαιτήσεων μιας γνήσιας δημοκρατικής αντιμετώπισης, κατάσταση που η τοπικότητα ευνοεί λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που εμφανίζει, με έμφαση στο στοιχείο της εγγύτητας και των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό της.

Το σημερινό πολιτικό, νομοθετικό και συνταγματικό πλαίσιο της τοπικής αυτοδιοίκησης εγείρει ζητήματα σχετικά με την εκ νέου ρύθμιση του. Η αναμόρφωση της διοικητικής οργάνωσης της χώρας με έμφαση στην αυτοδιοίκηση αλλά και στο κράτος ευρύτερα, στη βάση του «Καλλικράτη», που τέθηκε σε ισχύ από την 1ην Ιανουαρίου 2011, απαιτεί στα δύο και πλέον χρόνια λειτουργίας του, μια επανεξέταση και επανατοποθέτηση  στην κατεύθυνση πάντα της ουσιαστικοποίησης της δημοκρατίας προς όφελος των τοπικών κοινωνιών. Η οικονομική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί στους Δήμους με μείωση περίπου 60% των πόρων τους, έχει οδηγήσει νευραλγικούς τομείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως αυτόν της κοινωνικής πολιτικής, των σχολείων, του πολιτισμού και του αθλητισμού, σε ένα πολύ ανησυχητικό επίπεδο. Δεν μπορούμε όμως παράλληλα να μην αναφερθούμε στις πολύ αξιόλογες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης και εθελοντισμού που αναπτύχθηκαν σε τοπικό επίπεδο αυτόνομα, σε κάποιες λίγες περιπτώσεις και με τη συνδρομή των δήμων, που αποτελούν δείγμα του τρόπου δράσης των τοπικών κοινωνιών όταν δημιουργούνται συνθήκες κρίσης.
Η αντίδραση στην κρίση έχει αναδείξει αξιόλογες κινήσεις αυτοοργάνωσης και κινηματικής δράσης εκεί όπου η οργανωμένη εξουσία αδυνατεί να ανταποκριθεί, είναι η δύναμη της αυτοοργάνωσης που εμφανίζεται να είναι σε θέση να απαντήσει και μάλιστα με δραστικά και πολλές φορές σωτήρια μέσα.
Η Ευρώπη από την άλλη εμφανίζεται να παρέχει σε επίπεδο νομικό- διοικητικής ρύθμισης σημαντικές δυνατότητες κυρίως σε επίπεδο οργάνωσης των Περιφερειών (βλέπε Επιτροπή Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Δήμων και Περιφερειών). Μένει στα ίδια τα κράτη-μέλη και πιο συγκεκριμένα στις τοπικές αυτοδιοικήσεις των χωρών με την απαραίτητη συνδρομή των ίδιων των τοπικών κοινωνιών, δηλαδή των πολιτών, να αναλάβουν πρωτοβουλίες ενεργοποιώντας τη δημοκρατία στην μικροκλίμακα και προσφέροντας νέους τρόπους δράσης και οργάνωσης του πολιτικού, συνδυαστικά με την τοπική εξουσία και τους πολίτες.
Η παραπάνω προβληματική, διατυπώνει ερωτήματα που αναφέρονται στη μορφή διακυβέρνησης σχετικά με τη λειτουργία των πολιτικών θεσμών σε τοπικό επίπεδο και κατά συνέπεια στο θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, ενώ από την άλλη διερευνώνται οι τρόποι δράσης εκ μέρους των πολιτών είτε αυτοί εκλαμβάνονται ως μεμονωμένα άτομα, είτε ως μέλη συλλογικών οντοτήτων. Η προσέγγιση αυτή μας δίνει την ευκαιρία αλληλοσύνδεσης των δύο παραπάνω συνιστωσών με στόχο την εκ νέου διατύπωση της λειτουργίας του δημόσιου χώρου στο τοπικό πλαίσιο, όπου η πολιτική παρέμβαση συνιστά τον κινητήριο μοχλό για την αλλαγή της ίδιας της θεώρησης της πολιτικής και κατά συνέπεια των μορφών πολιτικής δράσης. Το τοπικό γίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργό όχι μόνον στη θεσμοθετημένη του μορφή αλλά και στην καθαρά κοινωνική του διάσταση, μέσω των ποικίλων μορφών παρέμβασης που ενεργοποιούν ζητήματα κοινωνικού ελέγχου και μηχανισμούς διαφάνειας και λογοδοσίας.
Η διάσταση της μικροκλίμακας (πληθυσμιακή, χωρική), η έννοια της εγγύτητας στο χώρο καθώς και η οργάνωση της διακυβέρνησής του(θεσμοί τοπικής αυτοδιοίκησης) σημασιοδοτούν το τοπικό και αποκεντρωμένο, έναντι του εθνικού και συγκεντρωτικού στοιχείου. Ο M. Roncayolo τονίζει ότι το τοπικό «δεν εκφράζεται πρωτίστως από τη σύνδεση του σ’ έναν ιδιαίτερο τόπο αλλά δηλώνεται κυρίως ως σχέση ανάμεσα στους ανθρώπους»[1] M’αυτόν τον τρόπο ο δημόσιος χώρος στην τοπική του διάσταση, επαναπροσδιορίζεται κάτω από τη δυναμική του διαλόγου και των διαβουλεύσεων, που είναι δυνατόν να δημιουργηθούν ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης και ειδικότερα των δήμων θα πρέπει να είναι ουσιαστικός στην κατεύθυνση αυτή. Οι τοπικές αρχές έχουν χρέος να εξασφαλίσουν τη νομιμοποίηση όλων των κοινωνικών καινοτομιών και πρωτοβουλιών με όρους που σχετίζονται με την αναγνώρισή τους, την υποστήριξή τους και τη διαπραγμάτευσή τους. Είναι γεγονός ότι η τοπική διακυβέρνηση εμφανίζεται από αυτήν την άποψη, ως ο ρυθμιστικός παράγοντας της λειτουργίας του δημόσιου χώρου στο τοπικό επίπεδο.[2]  Το σημείο επαφής ανάμεσα στο δήμο και τους πολίτες, θα πρέπει να λειτουργεί έτσι, ώστε η επικοινωνία ανάμεσα τους να παίρνει μια μορφή δημοκρατική, ν’ ανοίγει τους διαύλους, δηλαδή τις κατάλληλες διόδους που θα ενεργοποιήσουν με διαφάνεια και διάλογο, την επικοινωνία ανάμεσα στη δημοτική αρχή και το ποικιλόμορφο σώμα των δημοτών.
Επισημαίνεται με αυτόν τον τρόπο, η ιδιαίτερη φύση του τοπικού, για τη θεώρηση της λειτουργίας του δημόσιου χώρου, εφόσον η μικροκλίμακα δίνει μια σχετική ευχέρεια για τη συγκεκριμενοποίηση πρακτικών και πολιτικών, ενώ παράλληλα ζητήματα που αναφέρονται στην διάρθρωση που εκδηλώνεται ανάμεσα στην επικοινωνία, τον κοινωνικό δεσμό και την εδαφικότητα βρίσκουν έκφραση κατεξοχήν στην τοπικότητα.
Στα πλαίσια αυτά η επικοινωνιακή πολιτική του δήμου, οι σχέσεις που αναπτύσσει η τοπική πολιτική εξουσία με τις διάφορες ομάδες που δρουν στο χώρο και σε τελευταία ανάλυση, ο προσδιορισμός των σχέσεων που αναπτύσσονται ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές ομάδες είναι δηλωτική της εικόνας που παρουσιάζει ο δημόσιος χώρος στο πλαίσιο της τοπικότητας. Γίνεται έτσι αντιληπτός ο καθοριστικός ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης ως ρυθμιστή και συντονιστή των δημόσιων πολιτικών αλλά και ως παράγοντα ενίσχυσης και προώθησης τοπικών πρωτοβουλιών. Ο κοινωνικός δεσμός  ενδυναμώνεται και ενισχύεται σημαντικά με τη βοήθεια των κατευθύνσεων και των υποστηρίξεων που προωθεί η δημοτική αρχή.
Παράλληλα το άτομο-πολίτης, πρέπει να έχει τη δυνατότητα έκφρασης αλλά συγχρόνως να έχει και την επιθυμία για την υλοποίηση αυτής της έκφρασης και η επιθυμία είναι αυτονόητο ότι προϋποθέτει τη γνώση και τη χρησιμότητα μιας δημόσιας παρέμβασης. Το σημαντικό είναι να λειτουργήσουν τέτοια μέσα και δομές, ώστε οι άνθρωποι να μη μένουν μόνοι με τα προβλήματα τους χωρίς να μιλούν γι’ αυτά. Αν τα προβλήματα παραμένουν απομονωμένα, αν δεν καθοδηγούνται από μια συλλογική θέληση, όλο και πιο συνειδητή, δεν πρόκειται ποτέ ν’ επιλυθούν. Δεν αρκεί μόνο η γνώση και η κατανόηση των προβλημάτων, είναι αναγκαίο να υπάρχει επίσης και η συμμετοχή στις δημόσιες υποθέσεις, καθώς επίσης και η ανάπτυξη της δυνατότητας άσκησης ελέγχου. Ο πολίτης και οι δημόσιες αρχές είναι οι πρωταγωνιστές της ενδυνάμωσης του κοινωνικού δεσμού στον τοπικό χώρο, κυρίως με τη βοήθεια των εργαλείων που μπορεί να παρέχει η επικοινωνία στην δράση και την πρακτική μέσα στην καθημερινότητα.[3] Από αυτήν την άποψη η τοπική επικοινωνία θα πρέπει να λειτουργήσει ως ο ενεργοποιητικός παράγοντας που θα οδηγήσει στην κοινωνική σύνδεση. Η δυναμική του φαινομένου θεωρεί την ίδια την επικοινωνία ως κοινωνική σχέση που εξελίσσεται διαρκώς στο μέτρο των σχετικών κινήσεων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Στην κατεύθυνση αυτή έρχεται να προστεθεί στην επικοινωνία-πληροφόρηση και ο θεμελιώδης ρόλος της επιμόρφωσης ο οποίος λειτουργεί και ως παράγοντας κοινωνικής ενσωμάτωσης συνδυάζοντας πολιτιστική πολιτική με μορφές κοινωνικής πολιτικής. Η ικανοποιητική επικοινωνία προϋποθέτει ότι ο πολίτης είναι ταυτόχρονα καλός δέκτης και καλός πομπός. Η μετάδοση επικοινωνίας-πληροφόρησης, εξαρτάται από ένα ορισμένο επίπεδο καλλιέργειας, καθώς και από μια ορισμένη συναίσθηση υπευθυνότητας. Η επικοινωνία είναι ανάγκη ν’ αποκτήσει μια παιδαγωγική διάσταση, με στόχο τη συλλογική ευαισθητοποίηση και την ανάπτυξη της συναίσθησης της ευθύνης του ατόμου.
Μόνον μέσα από μια τέτοια διάσταση, όπου η παιδεία, ο πολιτισμός, η επικοινωνία, θα συνυπάρξουν για να καταστήσουν εφικτή τη διεύρυνση του πεδίου παρέμβασης, η τοπικότητα καθώς και οι φορείς της, φορείς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης καθώς και οι πολίτες, θα δράσουν από κοινού με στόχο την ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας.                           
Η Μαριάννα Ψύλλα διδάσκει Πολιτική Επικοινωνία και Ανάλυση  του Πολιτικού Λόγου, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

[1]Μ. Roncayolo, La ville et ses territoires, Folio-Essais, Gallimard, Paris, 1990
[2] I.Pailliart(επιμ.) Les territoires de la communication, PUG, 1993
[3] Για μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του δημόσιου χώρου ως πρακτική, ενός δημόσιου χώρου που βιώνεται από τον άνθρωπο στην καθημερινή του ζωή βλ. M.de Certeau, Επινοώντας την Καθημερινή Πρακτική (η Πολύτροπη Τέχνη του Πράττειν), Σμίλη, Αθήνα, 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: