26/4/14

Ο δημόσιος χώρος και το “δικαίωμα στην πόλη”

ΤΗΣ ΡΟΥΛΗΣ ΛΥΚΟΓΙΑΝΝΗ

Στην πρόσφατη συγκυρία της κρίσης γινόμαστε μάρτυρες πολλών διαδηλώσεων ενάντια στις πολιτικές που, ακολουθώντας τις επιταγές του νεοφιλελεύθερου δόγματος, εμπορευματοποιούν την πόλη, και οδηγούν στη φτώχεια και τον αποκλεισμό όλο και περισσότερα άτομα και κοινωνικές ομάδες. Οι διαδηλώσεις εκδηλώνονται στους δημόσιους χώρους των μεγάλων αστικών κέντρων, που επανακτούν τον πολιτικό τους χαρακτήρα, καθώς γίνονται, έστω και προσωρινά, τόποι συνάντησης, διαλόγου, αντιπαράθεσης και αντίστασης, τόποι διεκδίκησης δικαιωμάτων που παραβιάζονται από την επίθεση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και πρακτικής.
Οι πορείες, οι διαδηλώσεις ή οι καταλήψεις πλατειών και εγκαταλειμμένων κτηρίων, αποτελούν ένα παγκόσμιο φαινόμενο που υποδηλώνει ότι “έχουμε εισέλθει στην εποχή της αντίστασης”, όπως λέει ο Κώστας Δουζίνας. Είναι η εποχή, όπου το “δικαίωμα στην πόλη”, μια συνοπτική διατύπωση και λέξη-σύνθημα του Henri Lefebvre αποκτά την επικαιρότητά της, καθώς η κοινωνική οργή μετατρέπεται σε αμφισβήτηση των εξουσιαστικών δομών και των καθημερινών σχέσεων και, συνοδεύεται από αιτήματα που αφορούν στην ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και τη συμμετοχή στη διαδικασία συγκρότησης της πόλης και της αστικής ζωής, μιας αστικής ζωής μετασχηματισμένης και ανανεωμένης, χωρίς τους αποκλεισμούς της καπιταλιστικής κοινωνίας, και τους χώρους αλλοτρίωσης που αυτή παράγει.
Επειδή οι παγκόσμιες αντιστάσεις είναι πάντα τοποθετημένες σε τοπικό επίπεδο, καθώς συνδέονται με συγκεκριμένες συνθήκες, καταστάσεις ή γεγονότα και συγκεκριμένες «τοπικές» ιστορίες, κι επειδή η εστίαση στο τοπικό μπορεί να αποφύγει τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε κάθε γενίκευση και εξωπραγματική αφαίρεση, επέλεξα να σας μιλήσω για μία συγκεκριμένη μορφή αντίστασης που έλαβε χώρα σε έναν από τους λιγοστούς δημόσιους χώρους μιας κεντρικής γειτονιάς της Αθήνας. Πρόκειται για την κατάληψη της Δημοτικής Αγοράς της Κυψέλης, μιας από τις πιο παλιές, πυκνοκατοικημένες και πιο πολυπολιτισμικές γειτονιές της Αθήνας, που “αναζωογονήθηκε”, όχι μέσα από «επίσημες» πρακτικές, αλλά μέσα από τις καθημερινές πρακτικές συνύπαρξης των μεταναστριών/τών και των “ντόπιων” γυναικών και ανδρών.
Το κτήριο της Δημοτικής Αγοράς της Κυψέλης λειτουργούσε ως αγορά τροφίμων από τα χρόνια του μεσοπολέμου, αποτελώντας χώρο συνεύρεσης των κατοίκων και σημαντικό σημείο αναφοράς στην περιοχή, χαρακτηριστικό που διατηρήθηκε στη συλλογική μνήμη των κατοίκων της γειτονιάς, παρόλο που από το 2002 σταμάτησε να λειτουργεί, ύστερα από κάποια χρόνια υπολειτουργίας.
Η κατάληψη του κτηρίου ξεκίνησε το 2006, από μια ομάδα κατοίκων που πήραν την πρωτοβουλία να ανατρέψουν τα σχέδια της τότε Δημοτικής Αρχής που προέβλεπε την κατεδάφιση του και στη θέση του την κατασκευή ενός πολυώροφου κτηρίου κράματος εμπορικού κέντρου και γκαράζ. Όμως, το κτήριο σώθηκε με την δυναμική δράση των κατοίκων, ενώ με αγώνες της Ανοιχτής Πόλης, το 2007, κηρύχθηκε διατηρητέο. 
Η Αγορά, από την πρώτη στιγμή της κατάληψής της συγκέντρωσε ανθρώπους με διαφορετικά ενδιαφέροντα και πεποιθήσεις, οι οποίοι οργανώθηκαν και συμμετείχαν σε διαφορετικές δραστηριότητες που έφερναν κοντά και άλλους κατοίκους, που ενώ έμεναν στην ίδια γειτονιά, δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους και δεν συμμετείχαν στα “κοινά”. Παράλληλα, έγινε τόπος συνάντησης ντόπιων και μεταναστών, με αφορμή τις πολυάριθμες και ποικίλες πολιτισμικές εκδηλώσεις και, κυρίως, τα καθημερινά μαθήματα ελληνικών, τα οποία παρέδιδαν χωρίς αμοιβή εθελόντριες δασκάλες και δάσκαλοι.
Την περίοδο της κατάληψης η Αγορά έγινε ένας πραγματικός δημόσιος χώρος, ένας χώρος όπου οι  κάτοικοι της πόλης μπορούν να συνευρεθούν, να επικοινωνήσουν, να εμπλακούν στο πρακτικό διάλογο και να μπορέσουν να έχουν λόγο στη διαμόρφωση κοινωνικών κανόνων και, συχνά, να αμφισβητήσουν τη θεσμοθετημένη εξουσία. Ένας χώρος φιλόξενος ανάμεσα στο πλήθος των χώρων αποκλεισμού που κυριαρχούν στην εμπορευματοποιημένη πόλη. Ένας δημόσιος χώρος όπου οι μετανάστες, όπως και οι ντόπιοι, μπορούσαν να αναπτύξουν, και ανέπτυξαν, πρακτικές μέσα από τις οποίες πέτυχαν ορατότητα, αναγνώριση, επικοινωνία και εν τέλει συμμετοχή στις λειτουργίες του.
Η Αγορά λειτούργησε, ταυτόχρονα, σαν «σχολείο», για τους κατοίκους της γειτονιάς και της πόλης, που μέσα από την εμπειρία που απέκτησαν σε ένα τέτοιο αυτοδιαχειριζόμενο χώρο, συνειδητοποίησαν ότι οι δημόσιοι χώροι της πόλης, και η ίδια η πόλη, τους ανήκουν. Αποτελώντας χώρο κοινωνικής δικτύωσης ατόμων και ομάδων, τόπο συνεύρεσης ντόπιων και μεταναστών, κατοίκων της γειτονιάς και της πόλης, η Αγορά αντιπρότεινε στον ξενοφοβικό και ρατσιστικό λόγο σχέσεις συνύπαρξης, αλληλεγγύης και ενεργούς συμμετοχής. Στο χώρο αυτό δημιουργήθηκαν πολιτικά υποκείμενα και οι άνθρωποι πολιτικοποιήθηκαν. Γιατί δημόσιος “δεν είναι απλά ο ανοιχτός χώρος που είναι στη διάθεση του καθενός, αλλά ο χώρος στον οποίο ο δήμος δημιουργείται, σχηματίζεται”, όπως υπογραμμίζει η Ντορίν Μάσσεϊ.
Η Αγορά έδειξε καθαρά πως οι κάτοικοι της πόλης δεν είναι θεατές του οικονομικού και χωρο-κοινωνικού τοπίου του άυλου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, και ότι μπορούν να διεκδικήσουν το δικαίωμα συμμετοχής και το δικαίωμα οικειοποίησης του δημόσιου χώρου της πόλης και της ίδιας της πόλης. Δικαιώματα που συνδέονται με ένα συνολικό σχέδιο αλλαγής των χωρικών και κοινωνικών σχέσεων και, εμπεριέχουν προβληματισμούς που αφορούν στην έννοια του πολίτη και το ίδιο το ζήτημα της δημοκρατίας.
Παρόλο που ο αυτο-διαχειριζόμενος χώρος της Αγοράς σταμάτησε να λειτουργεί μετά από εντολή του Δημάρχου (ορισμένων) Αθηναίων, και παρά την έλλειψη αντίδρασης των δυνάμεων της Αριστεράς που αρχικά στήριξαν και λειτούργησαν αυτό το εγχείρημα αυτοδιαχείρισης, η σημασία του εξακολουθεί να είναι σημαντική για κάθε προσπάθεια απελευθέρωσης του χώρου από τους νόμους της αγοράς και για κάθε προσπάθεια παραγωγής ενός δημόσιου χώρου που θα περιλαμβάνει, αντί να αποκλείει, διαφορετικά άτομα και ομάδες κατοίκων, και επί του οποίου επιχειρείται πραγματωθεί το εγχείρημα της ελευθερίας. 

Η Ρούλη Λυκογιάννη είναι λέκτορας ΕΜΠ, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας, 
e-mail: rouli.lykogianni@gmail.com


   Χρύσα (Βαρδέα), Χωρίς τίτλο, νέον και plexiglass, 43.8x36.2x33εκ., περ. 1965

Δεν υπάρχουν σχόλια: