18/4/14

Η αίσθηση των πραγμάτων

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΣ Η. ΚΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Άνω τελείες και τέτοια, εκδόσεις Μανδραγόρας, σελ. 42

Όλοι οι φιλόλογοι γράφουν ποιήματα... Αυτή θα μπορούσε να είναι η αφετηρία μιας προσέγγισης στα ποιήματα του Τριαντάφυλλου Κωτόπουλου, τα οποία, βέβαια, ως ποιήματα πανεπιστημιακού φιλολόγου μάλιστα, αναμένονται τουλάχιστον αξιοπρεπή. Για όσους όμως παρακολουθούν τις ποιητικές εκδόσεις, αναμένονται, επίσης, μάλλον αδιάφορα.
Διαβάζοντας όμως όχι την παρούσα αλλά την προηγούμενη συλλογή του, Εδουάρδοι και Αλφρέδοι (Μανδραγόρας, 2012), ήδη από την πρώτη σελίδα μας περιμένει μια ευχάριστη έκπληξη: έχοντας πλήρη γνώση αυτού του «αναμενόμενου», ο Κωτόπουλος το θέτει ως ποιητικό διακύβευμα. Τι κάνει; Μήπως το θεματοποιεί, επιτείνοντας τον επίσης αναμενόμενο φιλολογισμό, που υποδύεται τη διακειμενικότητα; Όχι, προχωρά σε κάτι πιο ουσιώδες: σκηνοθετεί τον εαυτό του ως ποιητικό υποκείμενο, το οποίο μάλιστα υπόκειται σε αυτές ακριβώς, τις φιλολογικές και πανεπιστημιακές δεσμεύσεις. Δηλαδή, κάνει την αποφασιστική κίνηση, ώστε να ξεφύγει από την ασφάλεια της ιδιότητας και να εκτεθεί στο ρίσκο της ποίησης. Γιατί η σκηνοθέτηση εγείρει όλες τις απαιτήσεις της ποιητικής αφήγησης.

Η ανά χείρας ποιητική συλλογή, Άνω τελείες και τέτοια, επίσης στην πρώτη σελίδα της, ξαναπιάνει το νήμα από αυτό ακριβώς το σημείο, εκτιθέμενη μάλιστα στις δυνάμεις που αυλακώνουν το πρόσωπο του παρόντος:
Δεν προλαβαίνω να ιστορήσω τον καιρό
και την εποχή μου. Οι υπόλοιποι στο μεταξύ,
τα τρωκτικά των νέων καιρών,
θεματοποιούν τα της κρίσης.
Διηγήματα, συλλογές (αντι)ποιητικές και τέτοια∙ φιέστες
Η αναστοχαστική κριτική και διάθεση διατηρείται και στα επόμενα ποιήματα, μέχρι που καταλαγιάζει, οπότε και αναδύονται πάλι οι αφετηριακές, επαγγελματικές επιβαρύνσεις, μέσα από τη συνάντηση με το ανώδυνο, ποιητικοφανές καλαμπούρι, που ευδοκίμησε, εκτός των άλλων, και ως «δημιουργική γραφή» στον πανεπιστημιακό ιδρυματισμό, σε ρόλο πειθήνιου γελωτοποιού της φιλολογικής και εν γένει εξουσίας.
Κι εδώ είναι που κρίνονται οι προθέσεις και οι δυνατότητες. Εδώ, με την έκθεση στις πραγματικές συνθήκες, αλλά κυρίως με την υπέρβασή τους, η γραφή του Κωτόπουλου δικαιώνεται λογοτεχνικά. Ανοίγοντας τον ορίζοντα, ανατρέχει στα ερείσματα της παιδικής ηλικίας και τις περιπέτειες της νεότητας.
Επιστρέφω οριστικά στους θρύλους και τις κατάρες μου
Μια ενδιαφέρουσα ποιητική συλλογή, με έκδηλη τη θεωρητική αγωνία για το είδος της ποίησης που αναλογεί στις μέρες μας, με ενδιαφέρουσα την προσπάθεια να αναδείξει επιτέλους ένα πρόταγμα ευρύτερης σημασίας:
Η παλικαριά, πατέρα, η ομηρική
μπορεί να είναι μια κουβέντα, ένα βλέμμα,
η αγέρωχη στάση της μάνας και στην κουζίνα.

Το ζητούμενο των καιρών είναι τέτοιες ακριβώς ποιητικές στάσεις, καθώς και οι ανάλογες φιλολογικές που θα τις αναδείξουν. Δεν έχω όμως καμιά αμφιβολία, ότι η δύναμη της συνήθειας και της αδράνειας θα τις απορροφήσει εν τη γενέσει τους, απορροφώντας και τους ίδιους τους εν δυνάμει δημιουργούς στην ανυπαρξία της φιλολογικής συμβατικότητας. Πλέον χρειάζεται κάτι δραστικότερο: γενναιότητα ποιητική. Κι όποιος αντέξει.

Ευαγγελισμός, λάδι και φύλλα χρυσού σε καμβά, 60x40,3εκ., 1918-1919,
Δωρεά Μπέρτας Αθανασίου, Εθνική Πινακοθήκη- Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου

Δεν υπάρχουν σχόλια: