ΤΗΣ ΑΡΤΕΜΙΣ ΑΡΓΥΡΗ
Χρύσα Ρωμανού, Reportage,
κολλάζ σε καμβά, 65x50εκ.,
1965
|
Στη σύγχρονη Αθήνα χαράσσεται ένα άχρονο
αστικό οικοσύστημα. Όπως παρατηρεί ο Roudaut για
τις μεγαλουπόλεις της νεωτερικότητας, η πόλη χτίζεται σαν να μην υπήρχε τίποτα
πριν από αυτήν, δεν προεκτείνει την παλιά αλλά την καταργεί[1]. Η
μνήμη της πόλης σβήνει, καθώς οι γειτονιές και τα χαρακτηριστικά της ορόσημα
χάνονται ανάμεσα στα επαναλαμβανόμενα οικοδομικά της τετράγωνα, και μαζί της ατροφεί
η εμπειρική συναίσθηση του από κοινού βιωμένου κόσμου και η νοηματοδότηση που
παραδιδόταν άλλοτε μέσα από τη ζωντανή εμπειρία των κατοίκων της και την
οικειοποιούσε ως τόπο συλλογικής δράσης και εγγεγραμμένων αναμνήσεων στις
χωρικές σταθερές της.
Στο κέντρο
όπου διασώζονται οι υλικές μαρτυρίες του πολιτισμικού λόγου και της πολιτικής
ιστορίας της, σκηνογραφούνται αποσπασματικά τα εμβλήματα της εξουσίας στα μνημειακά
κτήρια των παλαιών ανακτόρων της Βουλής, της Ακαδημίας ή της Βιβλιοθήκης, η
τουριστική περιήγηση σε εγκλωβισμένα θραύσματα του αρχαιολογικού παρελθόντος, η
επιχειρηματική επένδυση στα αναστηλωμένα νεοκλασικά που στεγάζουν εμπορικά
πολυκαταστήματα ή στους χώρους της πολιτισμικής βιομηχανίας που έσπευσαν να
εκταμιεύσουν πρώτα την οικονομική υποβάθμιση και κατόπιν τη φυσιογνωμία
συνοικιών όπως το Γκάζι και του Ψυρρή ή προσφάτως το Μεταξουργείο.
Ένα νέο κύμα χρηστών του χώρου έρχεται να
αντικαταστήσει τις σχέσεις που κάποτε έδεναν τον κάτοικο με τον τόπο του,
συμπαρασύροντας τα αστικά νοήματα. Το βλέμμα του κατοίκου αδυνατεί να
ενσωματώσει την κατακερματισμένη εμπειρία της πόλης του που πλέον δεν θυμάται ή
ακόμα χειρότερα απορρίπτει, καθώς η οικονομική αλλά κυρίως κοινωνική και πολιτική
κρίση αφήνει όλο και βαθύτερες πληγές στον κοινωνικό και αστικό ιστό,
αναγνώσιμες σε κάθε βιαστικό βήμα του, στο απλωμένο χέρι των νεοαστέγων, στις
κλειστές βιτρίνες και στα λουκέτα με τα κόκκινα ενοικιάζεται και πωλείται. Στην
καρδιά της πόλης που αναπτύσσονται οι σχέσεις με το συμβολικό της φορτίο και την
ετερότητα, συγκροτείται μια προσωρινή ταυτότητα που τη γεννά η μετατόπιση της
σχέσης ιδιωτικού και δημόσιου, η πτώχευση της συλλογικής ζωής και η επικράτηση της
λειτουργικότητας ως κυρίαρχη αφήγηση στα αστικά της σημαίνοντα. Το άτομο καταβυθίζεται
στην ανωνυμία και περιχαρακώνεται στην αναγκαία διέλευση σε συγκεκριμένα σημεία
του χώρου για την εξυπηρέτηση των σκοπών της ιδιωτικής ζωής. Η ατομικότητα
οριοθετεί με αυστηρότητα τα πλαίσιά της αποδυναμώνοντας τη συλλογικότητα με τον
ίδιο τρόπο που η επιβολή της επιχειρησιακής λογικής στο σχεδιασμό της
κοινωνικής και αστικής πολιτικής υποβαθμίζει τη δημόσια σφαίρα της πόλης από
πεδίο διυποκειμενικής προσέγγισης σε έναν κοινότοπo, κατατμήσιμο και ανταλλάξιμο χώρο, απεμπολώντας
ή περιθωριοποιώντας τον κοινωνικό παράγοντα συχνά ως θεσμική πρακτική που
εξωθεί στην γκετοποίηση υποβαθμισμένων περιοχών ή στην ιδιωτικοποίηση όσων
αγκιστρώθηκαν γύρω από την οικονομική και όχι τη συμβολική τους ποιότητα για να
κερδίσουν έστω την αποκομμένη τους συνέχεια. Τα σήματα θέτει χαρακτηριστικά ο Baudrillard καταβροχθίζουν τα πράγματα και ως κενωμένα
οικιστικά κελύφη απομένουν πρόσφορα στις νοηματοδοτήσεις του συστήματος[2]. Η
Αθήνα αρνείται τη βιωματική της ενσωμάτωση και την πολιτική συμμετοχή,
αφήνοντας ένα κέντρο αποστερημένο νοήματος, συλλογικής εμπειρίας και διεκδίκησης
για τους πολίτες της, ανοιχτό στους μετασχηματισμούς που θα προκύψουν.
Τα μεγαλόπνοα έργα που θα αναλάβουν την
ανάπλαση της πόλης αναμένουν την υλοποίησή τους και μαζί το διακύβευμα της
ανάδειξης της αναγκαίας χωρικής περιεκτικότητας σε μια συνθετική αστική αφήγηση
που θα αγκαλιάσει το ετερόκλητο μωσαϊκό της. Οι όροι διαχείρισης του δημόσιου
χώρου που θα διαμορφώσουν σε απτό και μεταφορικό επίπεδο θα υπαγορεύσουν ένα
νέο κείμενο για την Αθήνα, του οποίου η μεγάλη κλίμακα υποδεικνύει τη
σημαντικότητά του – θα αποτελέσει μια ισοπεδωτική επένδυση ή ίσως την τελευταία
ευκαιρία για έναν επαναπροσδιορισμό του περιεχομένου που θα κινητρώσει την
επαφή και θα δημιουργήσει έδαφος συμμετοχής;
Η πόλη είναι κομμάτι του κοινωνικού συνόλου˙
αποκαλύπτει τα θέσμια, τις ιδεολογίες, επειδή τις εμπεριέχει, τις ενσαρκώνει
στην αισθητή ύλη σύμφωνα με τον Lefebvre[3]. Τα αστικά σημαίνοντα ως αισθητά πράγματα
της πόλης διυλίζονται στο χρόνο και πραγματώνουν την πλαστικότητά τους, τη
διάπλαση και προσαρμογή στις συνθήκες ύπαρξης και έκφρασης του υποκειμενικού
και του συλλογικού, κερδίζοντας έτσι τη συνέχειά της. Η διαλεκτική του δημόσιου
χώρου με τη συγκρότηση της ταυτότητας της πόλης ως κοινωνική κατασκευή και
πολλότητα των δρώντων υποκειμένων της, αποκτά περιεχόμενο μέσα από τη διάχυση
της συμβολικής διάστασης στο πεδίο της κοινωνικής πράξης, όπου κατοικούν
κοινωνικά υποκείμενα που επανερμηνεύουν και ανασυγκροτούν συνεχώς νοηματικά τον
κόσμο που τα περιβάλλει με αντίστοιχες κοινωνικές και πολιτικές εκβάσεις. Η
σημασία των εικόνων και των μορφών του βιωμένου κόσμου που επενδύουν την
καθημερινότητα της αναπόδραστης κοινωνικής εμπειρίας, αναδύει μέσα από την
αφήγηση ενός δημόσιου χώρου που οι χωρικές του ποιότητες επιτρέπουν στην
πλειοψηφία την κατασκευή νοήματος και τη συλλογική ζωή, ένα κοινωνικό και πολιτικό
πρόταγμα χειραφέτησης. Η συμβολική διαντίδραση καθιστά το δημόσιο χώρο ενεργό
πεδίο˙ προσφέρει έναν ορίζοντα δημόσιας διαλεκτικής όπου έννοιες πολιτισμικές
που κουβαλούν τη μνήμη και το μέλλον της πόλης, έννοιες κοινωνικές και
πολιτικές όπως η ετερότητα, η πολυπολιτισμικότητα, η συλλογικότητα εγγράφονται
στις αστειακές σχέσεις όχι ως σύγκρουση αλλά ως συνάντηση με τον Εαυτό, τα
σύμβολα του από κοινού βιωμένου κόσμου και τον Άλλο. Στην αφήγηση του δημόσιου
χώρου που καταφέρνει να εμπερικλείσει το συλλογικό υποκείμενο όχι ως θεατή ή
αναγκαία λειτουργική συνθήκη αλλά ως κοινωνικό και πολιτικό πρωταγωνιστή της, η
ιδιωτική σφαίρα εντάσσεται για άλλη μια φορά και δεν ανταγωνίζεται τη δημόσια,
επιτρέποντας να εγγραφούν σε αυτήν φράσεις επικοινωνίας, κοινωνικής συνοχής, οικονομικής
αναβάθμισης, πολιτικής ζωής, δημιουργικότητας και τέχνης στην καθημερινή
βιωμένη εμπειρία. Η πόλη επιζητά την εκδίπλωση ενός κειμένου που θα κατακτήσει
τη συγκίνηση και θα αφεθεί ελεύθερο, χωρίς οικονομικές, ταξικές ή άλλες
συμβάσεις, στην οικειοποίηση και κυρίως στη συμμετοχή, που μέσα από την
αναμέτρηση με τα συμβολικά του περιεχόμενα θα φέρει ξανά στο προσκήνιο τις
λησμονημένες ή αδιάφορες αναφορές της ταυτότητάς της, αποκαθιστώντας τη φατική
επικοινωνία με τους κατοίκους της και ανακτώντας το χαρακτηρισμό του χώρου ως τόπο.
Η Άρτεμις Αργύρη
είναι υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου