18/4/14

21 Απριλίου 1967

ΧΡΟΝΙΚΟ

Salonica mi fe, disfecemi Atena

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Τοπίο της Κέρκυρας, λάδι σε καμβά,
96,5x68εκ., 1914-1917,
Εθνική Πινακοθήκη- Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου
Έχοντας ολοκληρώσει με χίλια βάσανα τη στρατιωτική μου θητεία, μόλις δυο μήνες πριν από τον Απρίλιο του ’67, υπηρετώντας πρόσθετα και ποινές, πήρα την απόφαση να έρθω και πάλι στη Θεσσαλονίκη και να ξαναπιάσω την κομμένη από το ’65 γραμμή των σπουδών μου. Δεν φανταζόμουν όμως ότι θα έπεφτα στην πιο ακατάλληλη εποχή για κάτι τέτοιο! Όσοι έζησαν τη βαθμιαία κλιμάκωση της έντασης που υπήρχε στη δημόσια ζωή από τις εκλογές του 1963 και έπειτα, εκείνοι μόνο καταλαβαίνουν τι περίπου εννοώ. Οι ιστορικές αναπαραστάσεις, οι γραπτές μαρτυρίες, τα μυθιστορήματα (ιδίως αυτά) δεν μπορούν να αποδώσουν ούτε στο ελάχιστο την έκρυθμη κατάσταση που σιγά σιγά ανέβαζε το πολιτικό θερμόμετρο και σχημάτιζε στην καθημερινότητα των μεγάλων πόλεων της χώρας, ιδιαίτερα εκείνων που φιλοξενούσαν φοιτητικές κοινότητες, το μόνιμο συναίσθημα μιας επικείμενης ρήξης. Αλλά και μιας απροσδιόριστης διακινδύνευσης. Αρχές Φεβρουαρίου του ’67 που βρέθηκα και πάλι στην πόλη, έτσι όπως ένιωθα σαν κρατούμενος που μόλις βγήκε από το δεσμωτήριο και χαιρόταν την ελευθερία του, είναι αλήθεια ότι αφέθηκα να με σπρώξουν χωρίς πολλές πολλές αντιστάσεις οι ίδιες οι συνθήκες στην εδώ και μήνες αναστατωμένη ζωή του Πανεπιστημίου. Όσο πλησίαζαν οι εκλογές του ’67 τόσο και αγρίευαν τα πράγματα˙ καθημερινές συγκεντρώσεις και σχεδόν καθημερινό ξύλο με τους χωροφύλακες στην ακόμα αδιαμόρφωτη Πλατεία του Χημείου, κυνηγητό στις γύρω Σχολές αλλά και μέσα στα αμφιθέατρα, καθώς ούτε άσυλο υπήρχε πια ούτε τίποτε μετά την απόφαση της πρυτανείας Χρήστου. Θυμάμαι, σε μια από αυτές που την είχαμε σχεδιάσει αποβραδίς με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε άλλοτε να μαζευόμαστε σε κάποιο σημείο και άλλοτε σε κάποιο άλλο, καθυστέρησα πολύ να ακολουθήσω τους υπόλοιπους και όταν τους ξαναβρήκα είχαν ήδη κλειστεί όλοι τους στη Φυσικομαθηματική, αφήνοντάς με απ' έξω. Μ’ έπιασε πανικός! Δεν ήξερα τι να κάνω! Και καθώς γύρισα το κεφάλι μου προς τα κάτω, προς τη μεριά του Συντριβανιού, είδα με δέος να έρχονται τρέχοντας προς τα εκεί όπου στεκόμουν, βγαίνοντας από το κτήριο της Παλιάς Φιλοσοφικής, κάμποσους ένστολους χωροφύλακες και μερικούς με τα πολιτικά, κρατώντας "σε θέση μάχης" τους εκτοξευτήρες των δακρυγόνων.
Ήμουν σε μια όντως κωμικοτραγική κατάσταση, «μεταξύ δύο πυρών». Είχαν πια αρχίσει να γίνονται οι πρώτες ρίψεις όταν βγήκε από μια πλαϊνή πόρτα ένας φοιτητής, φωνάζοντάς μου δυνατά για να ακουστεί πάνω από τη φασαρία: "Από ’δω συνάδελφε, φύγε απ’ εκεί, θα σε σκοτώσουν!" Πρόλαβα με την ψυχή στο στόμα και τρύπωσα μέσα, ενώ για λίγο, όσο είμαστε κλεισμένοι εκεί, είχα την παράδοξη για τη στιγμή εκείνη αίσθηση -για να μην πω την ψευδαίσθηση- ότι όλο το κτήριο βυθιζόταν σαν πλοίο μέσα στο θολό προπέτασμα των καπνογόνων. 

ΙΙ
Είμασταν όμως αεικίνητοι. Τι μας εμψύχωνε και τρέχαμε ακούραστα από συνέλευση σε συνέλευση κι από συγκέντρωση σε συγκέντρωση, σε όλη την πόλη; Στο βάθος, τι άλλο από την μισοενστικτώδη-μισοσυνειδητή αντίληψη ότι παίρναμε μέρος σε κάτι που ήταν ως τότε ανεπανάληπτο στη ζωή μας. Αλλά, παρά τον αυτονόητο ενθουσιασμό που έδινε κι έπαιρνε από τη συμμετοχή μας (μάτια που άστραφταν και υγραίνονταν από τη συγκίνηση και στόματα που στέγνωναν από το ρομαντικό πάθος, όχι τόσο των αναμενόμενων κομματικών όσο των αυτοσχέδιων ρητόρων), δεν ήταν λίγες οι στιγμές που νιώθαμε ότι υπήρχε γύρω μας κάτι που μας ξεπερνούσε. Το καταλαβαίναμε από κάποιες αντιδράσεις που μπορεί να φαίνονταν ότι ήταν αλλά δεν ήταν επουσιώδεις. Από την αμηχανία και τη δυσαρέσκεια που τις έβλεπες να καθρεφτίζονται στο βλέμμα αρκετών από τους περαστικούς, αντιδράσεις που απέκτησαν ένα άλλο νόημα όταν τις αναστοχαζόμαστε στις επόμενες μέρες. Μαζί με τη νεανική φρενίτιδα υπήρχε στον αέρα και κάτι σκοτεινό, που φόβιζε, γιατί ήταν ανεκδήλωτο και περίμενε κρυμμένο. Αυτό το πέρασμα του άγνωστου επικείμενου, που βέβαια δεν μας περίσσευε χρόνος για να καταλάβουμε καλά καλά το νόημά του, άναβε μέσα μας σαν ένα μικρό φωτάκι συναγερμού και χανόταν. Και όλα αυτά, την ίδια ώρα ακριβώς που ζούσαμε ο καθένας τη μικρή ή τη μεγάλη του αυταπάτη. Γιατί η Θεσσαλονίκη, εκείνο το σύντομο χρονικό διάστημα που την έζησα υποτίθεται ως "εξεγερμένη πόλη", ποτέ δεν ήταν τόσο γυρισμένη στον εαυτό της, ίσως τόσο μακρινή για όλους μας. Και τούτο γιατί ήταν μια πόλη που γινόταν εύκολα οικεία και ξένη. Από τη μια η ρυμοτομία της, η προοπτική της θάλασσας, όλα όσα συνέβαιναν σ' αυτήν χωρούσαν στην περιμετρική μερικών δρόμων: και να τα γραφεία των πολιτικών νεολαιών στη Διαγώνιο, πιο εκεί τα εκλογικά επιτελεία των κομμάτων στην Τσιμισκή, οι συνδικαλιστικές ενώσεις στους παράδρομους της Αριστοτέλους, το πλήθος που μπαινόβγαινε γεμάτο έξαρση στα φωτισμένα κτήρια, οι γεμάτοι με αφίσες και δελτία τοίχοι, οι σκεπασμένες από τις χιλιάδες ανακοινώσεις και προκηρύξεις άσφαλτοι των δρόμων, τα μεγάφωνα που γέμιζαν τις χειμωνιάτικες νύχτες με τα συνθήματά τους. Ναι, αλλά γεγονός είναι ότι το μικρό φως του συναγερμού μάς ειδοποιούσε από τότε χωρίς να το υποψιαζόμαστε καν ότι υπήρχαν και κάποια άλλα πίσω από το προσκήνιο της φωταγωγημένης πόλης. Αυτά που περίμεναν εκεί έξω και δούλευαν αθέατα ως τη νύχτα της 20ης Απριλίου.
ΙΙΙ
Η 21η με είχε βρει έτοιμο να ταξιδέψω στην Αθήνα. «Στις 21 Απριλίου 1967 το πρωί στη Θεσσαλονίκη ήταν ήλιος και ωραίος καιρός», αρχίζει ο Γιώργος Ιωάννου το σατιρικό, χαριτωμένο και έντονα αυτοσαρκαστικό του διήγημα «Ο Πρόεδρος Ταμέλης». Και πράγματι υπήρχε μια φοβερή διαύγεια στην ατμόσφαιρα, εκείνο το πρωί που ξεμύτισα από το ισόγειο διαμέρισμα μιας μίζερης πολυκατοικίας όπου έμενα, στο δρομάκι της Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που κατεβαίνει σχεδόν τεμνόμενο με την Ιπποδρομίου, κοντά στην Καμάρα. Ξυπνημένος και ειδοποιημένος ότι «κάτι τρέχει» από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στο τζάμι των διπλανών συμφοιτητών μου, ντύθηκα και πετάχτηκα έξω, ακούγοντας με έκπληξη να έρχεται από το βάθος της έρημης Εγνατία ο ρυθμικός ήχος του τύμπανου και του ομαδικού βαδίσματος που συνόδευαν την εμφάνιση των στρατιωτικών αγημάτων. Ήταν πάνω κάτω δέκα η ώρα. Στριμώχθηκα στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα μισάνοιχτα μαγαζιά, μαζί με καμιά τριανταριά άλλους από τους οποίους κανείς δεν έμοιαζε διατεθειμένος να πει τίποτε, πέρα από κάτι μισόλογα, νύξεις και ανταλλαγές πλάγιων βλεμμάτων, και σε λίγο νά σου μια ομάδα φοιτητών της στρατιωτικής ιατρικής, σε τετράδες, ντυμένοι με τις στολές και τα σπαθάκια τους στο πλάι, με τεντωμένα, σοβαρά πρόσωπα και ματιά καρφωμένη τελετουργικά, ως είθισται, κάπου μακριά. Κρατούσαν με επισημότητα αναμμένους δαυλούς, που όμως το προφανώς αυτοσχέδιό τους έκανε τη σοβαρότητά τους κωμική, αφού ο κάθε δαυλός είχε στην κορυφή του μια άδεια μαυρισμένη κονσέρβα, όπου λαμπάδιαζε και κάπνιζε το παραφινέλαιο! Και τότε, όπως περνούσαν από μπροστά μας με κατεύθυνση προς τον χώρο της Έκθεσης και τη Λεωφόρο Στρατού, υψώθηκε ξαφνικά από σχεδόν όλους τους παριστάμενους ένα παρατεταμένο χειροκρότημα˙ και μαζί επιδοκιμασίες από μερικούς μαγαζάτορες που είχαν βγει στις πόρτες τους με χαρακτηριστικά γεμάτα αγαλλίαση, ενώ έλεγαν, υψώνοντας όσο μπορούσαν τις φωνές τους, πόσο ανακουφισμένοι και ενθουσιασμένοι ένιωθαν βλέποντας να παίρνει επιτέλους τέλος αυτή η "άνοιξη της αναρχίας" - αυτό φυσικά δική μου τωρινή προσθήκη, παραφράζοντας τον παρεμφερή τίτλο του μυθιστορηματικού χρονικού τού Χανς Μάγκνους Έντσενσμπέγκερ, Το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας. Τις επόμενες ώρες, κολλημένος στο ραδιόφωνο, παρακολουθούσα μουδιασμένος, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πίσω απ' τ’ άλλο, κυριευμένος από μια αδράνεια που μου ήταν αδύνατο να ξεπεράσω, τις πρώτες ανακοινώσεις ενός καθεστώτος που μπορεί τον επόμενο καιρό να στολίστηκε με τα οπερετικά χαρακτηριστικά της μπουφόνικης υπερβολής, να διακωμωδήθηκε από τον τόνο της φωνής των πρωταγωνιστών του, να αντιμετωπίστηκε με μια καρικατουρίστικη διάθεση (ως άλλοθι για την παθητική μας στάση), αλλά από την αρχή ακόμα δεν μάς έδωσε ούτε στιγμή την εντύπωση του πρόσκαιρου. Παρά τις νουθεσίες, τις αναλύσεις και τα παρηγορητικά λόγια των πιο δοκιμασμένων. Περιφερόμαστε τις δυο πρώτες μέρες από σπίτι σε σπίτι, σαν να ανήκαμε σε ένα περίεργο, μεγάλο σόι τεθλιμμένων. Την τρίτη μέρα έσπευσα να πάρω το λεωφορείο για την Αθήνα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: