6/7/25

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση «Θόδωρος, Γλύπτης: Αντί Αναδρομικής» που πραγματοποιείται στον 2ο όροφο του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης – ΕΜΣΤ (Λεωφ. Καλλιρρόης & Αμβρ. Φραντζή, πρώην εργοστάσιο ΦΙΞ, Αθήνα). Επιμέλεια: Σταμάτης Σχιζάκης. Μέχρι 8 Φεβρουαρίου 2026.

Άποψη της έκθεσης: Θόδωρος, γλύπτης: Αντι-Αναδρομικής στο ΕΜΣΤ. Φωτ.: Ελένη Γιόκαλη.

Ζωγραφίζοντας με τις λέξεις

Της Μαρίας Μοίρα
 
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΟΔΙΝΟΣ, Η υπόθεση της Ερυθράς βασίλισσας, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 267
 
Ο Μιχάλης Μοδινός στην παρούσα συλλογή διηγημάτων επανέρχεται στα αγαπημένα του θέματα, τη φύση και το περιβάλλον που κακοποιούνται και αλλοιώνονται, τον έρωτα και το πάθος που βαλτώνουν και εξημερώνονται, τη μνήμη, τη λήθη και τον θάνατο που δίνουν νόημα, ρυθμό και περιεχόμενο στη ζωή. Σκιαγραφεί τις μεγάλες προσδοκίες και τα μεγαλόπνοα σχέδια που φιλοδοξούν να αντιμετωπίσουν την περιβαλλοντική κρίση και την κλιματική αλλαγή με πλουσιοπάροχα κοινοτικά κονδύλια και ισχνά αποτελέσματα. Γράφει για έναν κόσμο ανασφάλειας και διακινδύνευσης, για τον πόλεμο ως επιτυχή αυτοσυντηρούμενη ανάπτυξη, για τον θάνατο-θέαμα και για την λατρεία της κατανάλωσης που κρατά τον κόσμο σε σταθερή τροχιά. Ζωγραφίζει με τις λέξεις τοπία, με την έμπνευση και την μαεστρία των παλιών δασκάλων του χρωστήρα, απεικονίζοντας τις ρευστές παλλόμενες φωτοσκιάσεις στην ατμόσφαιρα. Φιλοτεχνεί τοπιογραφίες, αποτυπώνοντας τις λαμπερές χρυσοκόκκινες υγρές αποχρώσεις του Πηλίου, τα κουρασμένα βρώμικα φαιά της πόλης, τα εκθαμβωτικά θαλερά πράσινα στην παλέτα των ελβετικών Άλπεων, τα ακύμαντα γαλανά στις λίμνες ή τα ριγηλά βαθυκύανα στις θάλασσες.
Οι ήρωές του στα όρια της μέσης ηλικίας και πέραν αυτής αναπολούν και νοσταλγούν, θυμούνται και ξεχνούν επιλεκτικά μ’ αυτήν την ήσυχη θλίψη που μοιάζει παραίτηση. Διακατέχονται από την πέραν πάσης αμφιβολίας βεβαιότητα ότι η ανθρώπινη ζωή, τραγελαφική, εύθραυστη και αγρίως παράδοξη, είναι ένα κωμικό ελάσσον επεισόδιο στον κοσμικό χρόνο, κι εμείς τα κυρίαρχα βιολογικά όντα, οι επιβήτορες του πλανήτη, ένας θλιβερός θίασος, ασήμαντων και αναλώσιμων κομπάρσων. Οι επαγγελματικοί θρίαμβοι, η οικονομική αποκατάσταση, οι σφοδροί έρωτες με τις δραματικές εξάρσεις και τις τραγικές καταλήξεις, περνούν στο περιθώριο της καθημερινότητας, ενώ στο προσκήνιο έρχονται τα άλλοτε μικρά και ασήμαντα. Όσα κάποτε αλαζόνες και αυτάρεσκοι προσπερνούσαμε με την βιάση και την έπαρση της νεότητας. Σημασία πλέον έχει μια ήρεμη βόλτα στη φύση, ένας συντροφικός εορτάσιμος συμποσιασμός, η γαλήνια ενατένιση του τοπίου, η μοναχική απόλαυση ενός καλομαγειρεμένου φαγητού ένα κρύο χειμωνιάτικο μεσημέρι, ένα ποτό και μια αναστοχαστική αλληλέγγυα κουβέντα με έναν φίλο δίπλα στο τζάκι. Όταν όλα, τα γνωστά και αμετάβλητα, έχουν ανατραπεί και διασαλευθεί από την προδοσία, τον χωρισμό, την ασθένεια, την κούραση, την απομάγευση.

Ο γλύπτης με τα χέρια των αγαλμάτων

Θόδωρος, Γλυπτική για τη συμμετοχή του κοινού- Απαγορεύεται η συμμετοχή, 1970-2005 (λεπτομέρεια έργου), φωτογραφική εγκατάσταση, δύο ψηφιακές εκτυπώσεις, 160 x 100 εκ. (έκαστη)

(Μια ξενάγηση με τον Θόδωρο στο Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών)
 
Του Κωστή Βελώνη*
 
Σε μισάωρη εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης, γυρισμένη λίγο πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο γλύπτης Θόδωρος πραγματοποίησε μια ξενάγηση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, επιλέγοντας να δείξει αγάλματα της αρχαϊκής και της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου, καθώς και επιτύμβιες στήλες, χωρίς όμως να επιμείνει απαραίτητα στα ιστορικά τους συμφραζόμενα. Έσκυβε με εγκράτεια στο παρελθόν της γλυπτικής και επιχειρούσε να εντάξει τη λειτουργία της μέσα στο κοινωνικό σώμα.[1]
Αν και ο λόγος του, στο πλαίσιο της εποχής του, φέρει την επίδραση των κοινωνικών επιστημών, αυτό δεν τον εγκλωβίζει σε μια αναμενόμενη αφήγηση. Ο θαυμασμός του εκδηλώνεται με ένα ποιητικό άνοιγμα στην τελευταία σκηνή, με τις σκέψεις του να ακολουθούν τα χέρια του όταν κατευθύνεται προς την έξοδο του μουσείου. Εκεί, λίγο πριν διασχίσει την κεντρική πύλη, απευθύνεται στον θεατή, απλώνοντας τα δικά του χέρια:
«Κοιτάζοντας τα χέρια των αγαλμάτων βλέπουμε πόση σημασία παίρνουν, γιατί το χέρι είναι όργανο, εργαλείο ανθρώπινης ποιοτικής παραγωγής και επικοινωνίας. Είναι το χέρι που δουλεύει σε προέκταση με άλλα τεχνικά όργανα και εργαλεία κάθε τέχνης. Ακόμα, τα χέρια που ήξεραν να κρατούν τα όπλα είναι τέχνη. Τα χέρια που ήξεραν να κρατούν τα γκέμια των αλόγων -αλλά και τα χέρια που ήξεραν να χαϊδεύουν- είμαι σίγουρος γι' αυτό. Προσέξτε, κοιτάξτε τα χέρια σας και μετά την πόλη, την πόλη σας, την πόλη μας. Αν υπάρχει πουθενά ίχνος ανθρώπινης επαφής, αν υπάρχει πάνω τους το άγγιγμα της αγάπης. Κοιτάξτε όλες αυτές τις κατασκευές, όλα αυτά τα μηχανικά αντικείμενα που μας περιβάλλουν... Πού βρίσκεται η αίσθηση του ανθρώπου;»
Σε αυτό το σημείο η κάμερα καταλήγει στη λεωφόρο Πατησίων, με την γνωστή κινητικότητα που την χαρακτηρίζει σε όλη τη διάρκεια της ημέρας. Ο Θόδωρος, αφού πρώτα μας μίλησε για τις αρχαιότητες, μας καλούσε να στραφούμε πέρα από το μουσείο, προς τον σύγχρονο κόσμο, εκεί όπου το άγγιγμα τείνει να ξεχαστεί.
Παραδόξως, τα εργαλεία του πολέμου στα οποία αναφέρθηκε ξανά και ξανά στην ξενάγηση διαπνέουν το προσωπικό του έργο, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τη συχνή απεικόνιση του ροπαλοφόρου άντρα, τον οποίο ο Θόδωρος επινόησε, ανέπτυξε και χρησιμοποίησε σε πολλές παραλλαγές: είναι ο φαλλός, του αστυνομικό γκλομπ (matraque) και το σφυρί του γλύπτη (ματρακάς). Πέρα από την προφανή του σχέση με την εξουσία, όπως γράφει  και ο Σταμάτης Σχιζάκης σε μια ανέκδοτη σημείωση, το ρόπαλο «γίνεται το εργαλείο για τον μετασχηματισμό της ενέργειας, της δράσης και της παράστασης σε γλυπτικά έργα».[2]

Ιλιάδα

Θόδωρος, Περικεφαλαία αυτοκτονίας, 1964, μικτή τεχνική, μεταβλητές διαστάσεις, κληροδότημα του καλλιτέχνη στο ΕΜΣΤ


(Η επιγονική μετάφραση του Μπλάνα[1])

Του Παναγιώτη Βούζη*

Στο τεύχος 75 του περιοδικού (δε)κατα και, στη συνέχεια, στο τεύχος 30 του Poetix, δημοσιεύθηκε η μετάφραση, από τον Γιώργο Μπλάνα, της Γ ραψωδίας της Ιλιάδας. Για να μην κουράζει η φιλολογική εξέταση, θα περιοριστώ σε δύο σημεία αυτής της μετάφρασης.
Ξεκινώ από ένα παράδειγμα, όπου δεν θα περίμενε κανείς κάποια σοβαρή απόκλιση της μεταγραφής από το ομηρικό πρωτότυπο (αντιμετωπίζω τους όρους «μετάφραση» και «μεταγραφή» ως ταυτόσημους), αφού πρόκειται για έναν, μόνο, και επαναλαμβανόμενο στίχο. Ο λόγος είναι για τον Γ 127: «Τρώων θ’ ιπποδάμων και Αχαιών χαλκοχιτώνων». Στη μετάφραση του Μπλάνα ο στίχος αποδίδεται ως εξής: «Τρώων, που δείχνουν στ’ άλογα να πολεμούν και Αχαιών / που δείχνουν στον χαλκό πώς να σκοτώνει». Αποκλείεται, βέβαια, προκαταβολικά, η μομφή πως η συγκεκριμένη μεταγραφή προκύπτει, εξαιτίας της άγνοιας της επικής διαλέκτου. Ο Γ 127 αποτελεί έναν λογότυπο, έναν στίχο, δηλαδή, ο οποίος επαναλαμβάνεται, στην ακέραιά του μορφή, άλλες τρεις φορές στην Ιλιάδα, ενώ το πρώτο μισό του συναντάται, άλλες οκτώ φορές και το δεύτερο μισό («Αχαιών χαλκοχιτώνων») άλλες είκοσι δύο. Έχουμε, άρα, ένα απλό, επανερχόμενο σύνταγμα το οποίο δεν προκαλεί δυσκολία στην κατανόηση. Εντούτοις, η μεταγραφή του από τον Μπλάνα αποκλίνει και κατευθύνεται προς ένα διαφορετικό νόημα ή, καλύτερα, προς την επέκταση του αρχικού νοήματος: Οι Τρώες δεν δαμάζουν, απλά, τα άλογα, αλλά τα δαμάζουν για να πολεμούν. Οι Αχαιοί δεν φορούν, μόνο, χάλκινους θώρακες, αλλά και φτιάχνουν έτσι τον χαλκό ώστε να σκοτώνει. Στην περίπτωση των «χαλκοχιτώνων Αχαιών», λοιπόν, ο αμυντικός θώρακας μετατρέπεται, στη μετάφραση, σε ξίφος ή σε αιχμή δόρατος. Συντελείται μια μετωνυμική αντικατάσταση: Ο θώρακας ανάγεται στο υλικό του και αυτό γίνεται όπλο. Συνολικά, η επέκταση του αρχικού νοήματος του Γ 127 έχει μια ορισμένη απόληξη: πριμοδοτεί τις έννοιες του πολέμου και του φόνου.

RAST Εκτροπή

Άγγελος Κράλλης - Πάνος Χαραλάμπους

7 & 8 Ιουλίου, στις 20:00

ΝΕΩΡΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΟΙΝΙΑΔΩΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ

…Πρόκειται για ηχητική – γλυπτική  εγκατάσταση … ένα Sonic happening… μια Fusion σύντηξη. Ένα ετερογενές κράμα από αλλότρια υλικά, υλικά παρμένα από παλαιότερες αγροτικές κοινότητες… καπνοπαραγωγικές- αλιευ-τικές περιοχές. Μοτίβα, συμπεριφορές, φωνές, τραγούδια, ήχοι, χοροί από λαϊκά δρώμενα, πανηγύρια, θρη-σκευτικές τελετές… εδώ η εμβληματική φιγούρα-φωνή του Agrorocker ξηρομερίτη τραγουδιστή Τ. Καρναβά πρωτοστατεί!... «Οφιοειδή» δίκτυα ποτιστικά μεταλλικών σωλήνων… μετατρέπονται σε ηχητικά … αλιευτικά πριάρια… σε παράδοξα ενάλια  double-bass… εμπλέκονται με τις ποιητικές ηχητικές εκκενώσεις, concrete κατα-στάσεις, ηλεκτρομαγνητικές δομές του Άγγελου Κράλλη … ώστε να δημιουργηθεί ένας ψυχοφυσικός χωροχρό-νος… ατομικά πεπρωμένα  και κοινοτικοί  πόθοι «εκπληρούνται » προσωρινά με ψυχαγωγικούς … ανεπίκαι-ρους τρόπους!

Δεν υπάρχει ενδιαφέρον για στρατηγικές επιβίωσης… «Το παρόν ρίχνει τη βαριά σκιά του στο παρελθόν»… όλα περιγράφονται ατελώς… όλα τελούν υπό απροσδιοριστία, ρευστότητα! Οι επανατοποθετήσεις σε αρχαιο-λογικούς χώρους (Νεώσοικοι Οινιάδων),  οι νέες σωματοθεσίες… ένας φαινομενικός  επανα-επαρχιωτισμός …στοιχεία ενός ιδιοφυούς– περιφερειακού μοντερνισμού … αντίδοτο στην προοπτική μιας άθυμης – ασώμα-της εκφραστικότητας!!   

Πάνος Χαραλάμπους 

Πώς μιλιέται η γλώσσα του ολοκληρωτισμού;

Άποψη της έκθεσης: Θόδωρος, γλύπτης: Αντι-Αναδρομικής στο ΕΜΣΤ. Φωτ.: Ελένη Γιόκαλη.


Του Στέφανου Δημητρίου*

VICTOR KLEMPERER, Η γλώσσα του Τρίτου Ράιχ. Το σημειωματάριο ενός φιλολόγου,
Μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Επίμετρο: Βίκυ Ιακώβου, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2025
 
Ο Βίκτωρ Κλέμπερερ, φιλόλογος, με αντικείμενο συστηματικής σπουδής  τον Γαλλικό Διαφωτισμό, άρχισε να κρατεί ημερολόγιο από τα  δέκα του χρόνια και δεν σταμάτησε ποτέ. Το  βιβλίο του για τη γλώσσα του Τρίτου Ράιχ στηρίζεται στις ημερολογιακές καταγραφές των ετών 1933-1945. Διαβάζοντας το βιβλίο, σε μια έκδοση χαρακτηριστική της καλαισθησίας των εκδόσεων «Άγρα», ο αναγνώστης κυριαρχείται από την ιδιαίτερα δυνατή  αίσθηση του παρόντος. Ο Κλέμπερερ  αναλύει τον ναζισμό, μέσα από τη γλώσσα  που χρησιμοποιεί,  όταν όλα αυτά συμβαίνουν, όταν αυτή η γλώσσα μιλιέται, γράφεται  και,  κυρίως, όταν  εκφωνείται. Η ανάλυση γίνεται με εννοιολογική ακρίβεια και μεθοδική αυστηρότητα, τέτοια που να μην αντιστοιχεί στο αρχικό – και σημαντικό – ερέθισμα που ώθησε τον συγγραφέα να μετατρέψει τις σημειώσεις του σε ένα τόσο συστηματικό έργο: Αναφερόμενος σε τυχαίο διάλογο, ύστερα από τα καταιγιστικά γεγονότα  που αποτύπωσε στη ημερολόγιό του, με μια εργάτρια  από το Βερολίνο και ενώ είχε αποφασίσει να μην προχωρήσει στην επεξεργασία του ημερολογίου του, εξηγεί ότι μεταστρέφεται  ως  προς την αρχική του απόφαση, διότι «μία λέξη με έκανε να πάρω την απόφασή μου». Η εργάτρια, διέμενε στο ίδιο χωριό, με τον Κλέμπερερ,  πρόσφυγες  πλέον και οι δύο,  με διαπιστωμένη την εγγύτητα  ως προς τις πολιτικές του απόψεις, οπότε η κοινωνική, όπως την περιγράφει  ο συγγραφέας,  συνομιλήτριά του, αφού του λέει  ότι ο άντρας, ως κομμουνιστής,  είχε περάσει πολύ καιρό στη φυλακή, του ομολογεί ότι και η ίδια είχε φυλακιστεί έναν χρόνο, αποφυλακισθείσα εν  συνεχεία λόγω συμφόρησης των φυλακών και ανάγκης  για εργατικά  χέρια. Και ο συγγραφέας ερωτά  το αυτονόητο: «Και γιατί πήγατε φυλακή; Ρώτησα. Ε, από κάτι εκφράσεις». Σε αυτό το σημείο, ο Κλέμπερερ, παραθέτοντας στα γερμανικά  την ακριβή  φράση, εξηγεί ότι είχε με αυτές  προσβάλει τον Φύρερ και τα σύμβολα  και του θεσμούς του Τρίτου Ράιχ. Και συνεχίζει: «Αυτό στάθηκε για μένα η αποκάλυψη. Η φράση που μου άνοιξε τα μάτια. ‘Από κάτι εκφράσεις’. Αυτός ήταν ο λόγος και ο σκοπός που έγραφα τα ημερολόγιά  μου. Ήθελα να διαχωρίσω το κοντάρι της ισορροπίας από τα  χίλια δυο άλλα πράγματα, και να σκιτσάρω μαζί μ’ αυτό και τα  χέρια που την  κρατούσαν. Έτσι  γεννήθηκε αυτό το βιβλίο – όχι από ματαιοδοξία, αλλά, να, για  κάτι εκφράσεις. ─» (σ. 450).