8/12/24

Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση του Jan Fabre με τίτλο «I am blood» που πραγματοποιείται στην γκαλερί Crux (Σέκερη 4, Σύνταγμα, Αθήνα). Επιμέλεια: Κατερίνα Κοσκινά. Φωτογραφίες: Panoulis Studio. Μέχρι 16/11.

Άποψη της έκθεσης “I am blood” του Jan Fabre στην γκαλερί Crux

Πεζογραφία στην παροντική Μεταπολίτευση

Του Κώστα Βούλγαρη
 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΖΙΟΒΑΣ, Ιστορία, έθνος και μυθιστόρημα στη Μεταπολίτευση. Τραύμα, μνήμη και μεταφορά, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 454
 
Πενήντα χρόνια πέρασαν και η Μεταπολίτευση είναι παρούσα, ως περίοδος που άνοιξε με την πολιτειακή αλλαγή και τη συνακόλουθη, παντοειδή κοινωνική έκρηξη, αποδεικνύοντας πως ο ιστορικός χρόνος δεν είναι γραμμικός αλλά αραιούται και πυκνούται, έχει χάσματα και αναστροφές, γιατί καθορίζεται από τα όντως σημαντικά γεγονότα, τα οποία δίνουν τον τόνο και τη διάρκεια των ποιοτήτων και των τάσεων που δημιουργούνται κάθε φορά. Αποδεικνύοντας και την αφέλεια, ή μάλλον την ανταγωνιστική στράτευση όσων κάθε τόσο, όλα αυτά τα χρόνια, κήρυτταν το τέλος της Μεταπολίτευσης, δηλαδή το τέλος όσων επέσυρε και πυροδότησε.
Αρκετές οι μελέτες της περιόδου, ιστορικές και ταυτόχρονα συγχρονικές, οι περισσότερες από τις οποίες εγγράφονται στο πεδίο της πολιτικής επιστήμης, και δίπλα τους αυτές του Δημήτρη Τζιόβα, αφού μέχρι τώρα μας είχε δώσει και άλλα βιβλία επικεντρωμένα στη Μεταπολίτευση, με κύριο χαρακτηριστικό τους ότι δεν την αντιμετωπίζουν ως ένα χρονικό άνυσμα αλλά ως μια ιστορική περίοδο με την ιδιοπροσωπία της, όπως το αμέσως προηγούμενο βιβλίο του, Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση: Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης.
Στο ανά χείρας βιβλίο, ο Τζιόβας αναδεικνύει τις παραμέτρους που ορίζουν το πολιτισμικό τοπίο της Μεταπολίτευσης σε σχέση με τα κειμενικά γεγονότα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Οι τίτλοι των κεφαλαίων του βιβλίου είναι χαρακτηριστικοί: «Οι χρόνοι της ιστορίας: Μεταπολίτευση και παροντισμός», «Έθνος και ιστορικό μυθιστόρημα», «Εθνική αλήθεια και ετερότητα: από το πένθος στην αυτογνωσία», «Υπερβαίνοντας το τραύμα: από τη νοσταλγία στη μεταμνήμη», «Ιστορία και αφηγηματικοί τρόποι: από τη μαρτυρία στην αρχειακή ποιητική», «Μεταξύ παρελθόντος και παρόντος: χρονικότητα, μεταφορά και μυθιστόρημα», «Οι γέφυρες της ιστορίας: το μυθιστόρημα ως εθνική μεταφορά», «Το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα: από το εθνικό στο δι-εθνικό».
Με αυτές τις παραμέτρους, ήδη από την Εισαγωγή του, τοποθετεί την πεζογραφία των εν λόγω ετών μέσα στην παροντική, μεταμοντέρνα συνθήκη: «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην πεζογραφία της Μεταπολίτευσης συνυπάρχουν δύο βασικές κατευθύνσεις: η αναθεωρητική και η βιοπολιτική, χωρίς να λείπουν βέβαια οι αλληλοεπικαλύψεις τους. Η πρώτη εστιάζει στην αναμόχλευση και επανεξέταση του (ιστορικού) παρελθόντος με ιδιαίτερη έμφαση στον Εμφύλιο πόλεμο και τις υποφωτισμένες πτυχές της ιστορίας. Η δεύτερη ασχολείται με θέματα που θα μπορούσαν σε γενικές γραμμές να χαρακτηριστούν βιοπολιτικά (διαφορετικότητα, ταυτότητα, φύλο, μετανάστευση, βία, κρίση, οικογενειακές σχέσεις)».

Η έννοια της ασθένειας

Jan Fabre, The blood is our drug και A medieval profession, 2023, χρυσές ψηφίδες 24ων καρατίων και σμάλτο, 120,5 x 100,5 εκ. (έκαστο)

Της Βέρας Παύλου*
 
WILLIAM H.R. RIVERS, Ιατρική, Μαγεία και Θρησκεία, εισαγωγή-μετάφραση Φώτης Τερζάκης, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, σελ. 256
 
Ο Ουίλιαμ Ρίβερς, διαβάζουμε, υπήρξε από τις διαμορφωτικές φυσιογνωμίες του πεδίου της ανθρωπολογίας. Στο έργο του αυτό, ξεκινώντας από τις πιο πρωτόγονες έννοιες της ασθένειας και της θεραπείας, ως «Άγιος της επιτόπιας έρευνας» κατά τον Μαλινόφσκι, καταφέρνει να συσχετίσει αυτές τις μαγικές τελετουργικές πρακτικές με την σύγχρονη ψυχανάλυση αλλά και την κοινωνιολογία.
Πρωτόγονη θρησκεία και πρωτόγονη ιατρική έχουν σαν στόχο, κατά τον G.Elliot Smith που προλογίζει το 1924, να διασφαλίζουν την ζωή. Η μαγεία είναι η κοινή τους μήτρα. Μαγεία μας λέει ο Ρίβερς είναι μια σειρά τελετουργικών που η αποτελεσματικότητά τους είναι η ίδια τους η δύναμη. Η θρησκεία ενέχει την πίστη σε ανώτερη δύναμη. Ιατρική είναι οι κοινωνικές πρακτικές με στόχο να ελέγξουν μια ιδιαίτερη ομάδα φυσικών φαινομένων. Για να συνθέσει τον τρόπο που αντιμετωπιζόταν η θεραπεία σε πιο πρωτόγονους λαούς, χρησιμοποιεί την έννοια leech (=πρακτικός θεραπευτής, εξορκιστής, γητευτής).
Στους Κάι για παράδειγμα της Νέας Γουινέας, υπάρχουν δύο είδη ομοιοπαθητικής μαγείας, η μιμητική και η μεταδοτική. Βασίζονται στην υπόθεση ότι ένα μέρος του εαυτού έχει χωριστεί από το υπόλοιπο και ο μάγος θεραπευτής κατέχει ένα μέρος της ψυχής. Στην Μελανησία υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στην ιατρική και στη λατρεία των νεκρών προγόνων. Οι ασθένειες προκαλούνται από πνεύματα νεκρών προγόνων αλλά και από πνεύματα δένδρων, ζώων, που τους αποδίδουν διάφορα ονόματα. Οι τελετές έχουν σαν στόχο τον εξευμενισμό. Υπάρχει βέβαια ένας διαχωρισμός των ασθενειών που αποδίδονται σε τέτοιες αιτίες και αντιμετωπίζονται με διάφορες τελετουργίες, από τις ασθένειες ήσσονος σημασίας που αντιμετωπίζονται με συγκεκριμένες πρακτικές όπως: αφαιμάξεις, μαλάξεις, ατμόλουτρα, περιτομή και υπεκτομή.
Αυτή η ιστορία των πνευμάτων είναι που αλλάζει ριζικά με την είσοδο της έννοιας του ψυχισμού από τον 19ο αιώνα και μετά. Αλλά και η  ανιμιστική προσέγγιση έδωσε τη θέση της στην υλιστική προσέγγιση. Τα σκουλήκια και τα φίδια αντικαταστάθηκαν από μικροοργανισμούς και οι εσωτερικοί χυμοί αντιστοιχούν στις ορμόνες.

Ένας σύγχρονος κλασικός

Jan Fabre, The blood is our drug, 2023, χρυσές ψηφίδες 24ων καρατίων και σμάλτο, 120,5 x 100,5 εκ.

Της Μάγιας Στάγκαλη*
 
THOMAS PYNCHON, Η Συλλογή των 49 στο σφυρί, Μετάφραση - Εισαγωγή Δημήτρης Δημηρούλης, Εκδόσεις GUTENBERG ALDINA, σελ. 281

 
 “Σε αυτό τον κόσμο, η οποιαδήποτε
 τυχαία αλληλουχία γεγονότων μπορεί
 να εκληφθεί ως θεωρία συνομωσίας”
 Thomas Pynchon, Βραδείας Καύσεως
 
Το πιο χαρακτηριστικό, ίσως, που μπορούμε να πούμε για τον αμερικανό συγγραφέα Thomas Pynchon, ως πρόσωπο, είναι ότι μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος.
Γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε το 1937 στo Λονγ Άιλαντ της Ν. Υόρκης, σπούδασε φυσική, μηχανολογία και λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο Κορνέλ και εργάστηκε δυο χρόνια στην εταιρεία Μπόινγκ. Υπάρχουν επίσης ελάχιστες φωτογραφίες από τη νεότητά του. Σε μια εποχή δημόσιας αυτοπροβολής και περιαυτολογίας, εκείνος απέχει, και ενώ δεν έχει δώσει ούτε μία συνέντευξη, έχει εμφανιστεί στο πεδίο της κοινωνικής παρέμβασης με κείμενα υποστηρικτικά προς τους κοινωνικά αδύναμους και τους ανθρώπους του περιθωρίου.
Το μοναδικό κείμενο στο οποίο μιλάει για τον εαυτό του και για τις επιρροές που δέχθηκε είναι ο πρόλογος στο βιβλίο με τίτλο “Βραδείας καύσεως”. Μια συλλογή διηγημάτων που έγραψε νέος, στα οποία, είκοσι χρόνια μετά (σε αυτόν τον πρόλογο) ασκεί σκληρή κριτική. Επίσης, αν θέλει κανείς μπορεί να ακούσει τη φωνή του συγγραφέα σε δύο επεισόδια της σειράς κινουμένων σχεδίων, The Simpsons, στα οποία εμφανίζεται στον ρόλο του εαυτού του με μια χαρτοσακούλα στο κεφάλι.
Ο Pynchon έχει μεγάλη ευρύτητα παιδείας στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, σοβαρή γνώση της μουσικής, του κινηματογράφου και της ποπ κουλτούρας. Το έργο του κατατάσσεται στο ρεύμα του μεταμοντερνισμού. Σύμφωνα με τον ίδιο, δέχθηκε ισχυρή επιρροή από το κίνημα των Μπητ και ξεχωρίζει με έμφαση τον Τζακ Κέρουακ, μεταξύ των επιρροών του επίσης αναφέρει τον Μακιαβέλι αλλά και τους Σουρεαλιστές. Στα μυθιστορήματά του συνθέτει ένα κράμα παράνοιας, ιστορικής πραγματικότητας, επιστημονικής φαντασίας και τεχνικο-επιστημονικών δεδομένων, με την έννοια της Εντροπίας να παίζει καθοριστικό ρόλο.
Ο Harold Bloom θεωρεί τον Pynchon ως έναν από τους τέσσερις μεγάλους συγγραφείς της εποχής του, μαζί με τον Philip Roth, τον Don DeLillo και τον Cormac McCarthy. Το βιβλίο, Η Συλλογή των 49 στο Σφυρί, τοποθετείται από τον Bloom στα αντιπροσωπευτικά έργα του Pynchon, δίπλα στα βιβλία του, Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας και το Μέισον και Ντίξον. Το αμερικανικό περιοδικό, TIME, επίσης, το συμπεριέλαβε στη λίστα με τα 100 καλύτερα αγγλόφωνα βιβλία που εκδόθηκαν από την ίδρυση του περιοδικού το 1923. Στην παρούσα έκδοση υπάρχει η εισαγωγή του μεταφραστή, Δημήτρη Δημηρούλη, η οποία αποτελεί μια μελέτη συνολικά στο έργο του Pynchon.

Αννίβας εγκάρσιος

Τραβούσε τα μαλλιά του γωνία Ίωνος Δραγούμη και Αγίου Μηνά
καταμεσής όλων των εκπτώσεων
φώναζε ότι σιμώνει αμφιλύκη, το δευτερόλεπτο της απόφασης
στην άπνοια
κανένας δεν γροικούσε να πάρει αξίνες να σκάψει τριγύρω τάφρο
θα προτιμούσαν
να κατουρούσε πετρέλαιο ακόμη και στον καθρέφτη της γωνίας
ήτανε λες και τους είχανε μείνει οι περισπωμένες αμανάτι
ωσάν τσουβάλια με δαχτυλίδια των λεγεωνάριων από τις Κάννες, τώρα
από τη στοά Καράσσο
μόνο τρουκ και αγκράφες ψευδοχρυσαφιές από γραφεία ερευνών
και ένσημα φαρμακευτική μορφίνη
ίσα να τους αφήνουν αδιάφορους οι αλυσίδες που σέρνουν
να είναι χνουδωτή η ανορθογραφία
μια στις τόσες να μοιράζει τυρόπιτες με κουπόνια.
 
Αλλά ετούτος ήτανε ξεροκέφαλος έσειε τα ρολά κι ας μην τον καταλάβαιναν
τρεκλίζοντας πήγε ως κι έξω από τον Nαό και σήκωσε πάλι ανάστημα
βελανιδιά που περιμένει κάτωθέ της τον Δημόκριτο να ξεραθεί στο γέλιο
μπορεί πάλι νάτανε αρκούδα
της Βεργίνας, που καρτερεί την ισημερία της ιστορικής γελοιότητας
και ούρλιαζε ότι θα λειτουργήσει με τον Ωγκύστ Μπλανκί
σφάζοντας τον αυγερινό στο γόνατο
γράφοντας βιβλία για τ’ αστέρια, ενώ πετροβολούσε τους λαμπτήρες
συνοδεία επίθεσης με ράμφη από ενδημικά θαλασσοπούλια.
 
Ήξερε, βέβαια, ότι γι’ αυτόν ήτανε αργά, ήδη ένοιωθε την κατηγόρια
φιδοσερνόταν η αντεθνική μυρμηγκιά στην παλάμη
γινόταν χειροπέδα στον καρπό,
τον επιδείκνυε ο Σκιπίωνας σε θρίαμβο. Ως την Ασία τρεχάλησε
μάταια έψαχνε το μαχαίρι του Αίαντα
ελεημοσύνη άφευκτη από παρακατιανή φαρμακοτρίφτα του έμελλε.
 
Πες τώρα, εσύ Αναγνώστη
που ονειρεύεσαι να φτάσεις ξανά στο Διοικητήριο:
γινόταν παράλληλα με όλα τούτα να λοξοδρομούσε στο πευκοδάσος
για να κάνει με το τηλεκοντρόλ σοσιαλιστικό πικ νικ;
 
Απόστολος Λυκεσάς

Για όλα φταίει το PCI

Άποψη της έκθεσης “I am blood” του Jan Fabre στην γκαλερί Crux

(ή εκείνοι που δεν εισέπραξαν την κληρονομιά του;)
 
Του
Alessandro Mauro Rossi
 
«Σκότωσα τον Achille Occhetto». Είναι ένα φυλλάδιο 80 σελίδων, που διαβάζεται σε σύντομο χρονικό διάστημα και είναι αστείο. Είναι η ιστορία που διαδραματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του '80 του περασμένου αιώνα σε ένα Σπίτι του Λαού με όλους τους τυπικούς χαρακτήρες στη θέση τους. Όταν ο γραμματέας Achille Occhetto ανακοινώνει ότι θέλει να αλλάξει το όνομα του PCI, ο Adelio αποφασίζει να τον σκοτώσει. Και φεύγει για τη Ρώμη. Δεν θα το πετύχει, αλλά θα πεθάνει ο ίδιος. Θα σκοτωθεί από ένα κύκλωμα κατασκοπείας. Ο Occhetto θα επιβιώσει από την επίθεση και όταν παρουσιάζεται στον Τύπο για να εμφανίσει του νέο σύμβολο... Έκπληξη! Το νέο σύμβολο θα εξακολουθεί να είναι το παλιό, εκείνο του Κομμουνιστικού Κόμματος Ιταλίας. Από εκεί οι συγγραφείς, Pilade Cantini και Marcello Cavallini, δύο ασεβείς συγγραφείς της Τοσκάνης, τώρα φανταστικοί κομμουνιστές, θα βάλουν στο στόμα του γραμματέα του PCI μια πρόβλεψη για το μέλλον. Να εδώ μια σημαντική περίληψη:
Ο Achille Occhetto ήρθε με λίγα λεπτά καθυστέρηση και άφησε στο γραφείο έναν φάκελο σημειώσεων. «Τι είμαστε έτοιμοι να κάνουμε…», αναστέναξε. «Ετοιμαζόμασταν να ξεκινήσουμε τη μη αναστρέψιμη διασπορά της τεράστιας κληρονομιάς μας των ιδεών, των αγώνων, των κυριαρχικών δομών, κάτι που θα προκαλούσε ανείπωτες καταστροφές. Αν σήμερα είχαμε απαρνηθεί τις ιδέες μας, τι θα είχε συμβεί; Ποιες ελπίδες θα έμεναν για τους απελπισμένους, τους προλετάριους, τους αγανακτισμένους; Είμαστε διαφορετικοί και περήφανοι για την  ιστορία μας, τη διαφορετικότητά μας. Εκείνος που μας προσκαλεί ευγενικά να αλλάξουμε, στην πραγματικότητα δεν θέλει τίποτα περισσότερο από την καταστροφή μας, έτσι ώστε να είναι ελεύθερος να μεταμορφώσει σε αντιδραστική αυτή τη χώρα. Η απουσία ουτοπίας στην πολιτική συζήτηση θα είχε αφήσει πεδίο ελεύθερο σε σουρεαλιστικούς ιεροκήρυκες. Ο κόσμος μας, ορφανός από μια μεγάλη ιδέα πραγματικού μετασχηματισμού, θα ήταν εύκολη λεία για τους καλοθελητές και λαϊκιστές όλων των ειδών. Για να μην μιλήσουμε για αδελφοκτόνους αγώνες που θα ξέσπαγαν ανάμεσά μας: όλοι έτοιμοι να ορμήσουν επάνω μας, να προκαλέσουν μια αθεράπευτη πληγή. Χωρίς τη συγκρουσιακή μάζα των κομμουνιστών, κατακερματισμένων και διχασμένων, σε λίγα χρόνια, η εργατική νομοθεσία θα είχε μηδενιστεί, σχολεία, πανεπιστήμια και νοσοκομεία θα είχαν μετατραπεί σε εταιρείες παροχής υπηρεσιών,  θα είχαν ιδιωτικοποιηθεί η ενέργεια, οι μεταφορές, η τηλεφωνία, και ξεπουληθούν οι κρατικές βιομηχανίες. Τα παραδοσιακά κόμματα, ηττημένα και κενά θέσεων,  θα είχαν αυτόματα ενωθεί  ίσως σε ένα γενικό δημοκρατικό κόμμα καθόλου αριστερό, μια γελοία αντιγραφή θλιβερών αμερικάνικων μοντέλων. Εκείνο δε που είναι πιο σοβαρό, σε έναν κόσμο χωρίς ιδανικά και ουτοπίες, εκτός από εκείνες της αγοράς, ο κάθε ένας από εμάς θα αισθανόταν ταυτόχρονα ελεύθερος και χαμένος, όχι πλέον δεσμευμένος από τις αξίες της αλληλεγγύης που τόσο συνέβαλλαν στην πρόοδο της κοινωνίας μας μετά τον πόλεμο μέχρι σήμερα. Και τότε κάποιος θα άρχιζε να επαινεί την πονηριά, θα εκτιμούσε τον καριερισμό, τον πλουτισμό με κάθε κόστος. Αυτές οι αρρωστημένες ιδέες, αδιαμφισβήτητες, σύντομα θα κατέληγαν στις καρδιές και στα μυαλά του κόσμου μας. Τι άσχημο τέλος για εμάς που θέλαμε να χτίσουμε τον Νέο Άνθρωπο. Αλλά όλα αυτά δεν πρόκειται να συμβούν!»

2/12/24

Είναι όμορφα τα μαθηματικά;

Του Χρήστου Λάσκου*
 
DAVID STIPP, Μια πολύ κομψή εξίσωση, εκδόσεις Κάτοπτρο, μετάφραση: Πάνος Δεληβοριάς - Κωνσταντίνος Σελεβίστας, σελ. 244
 
Η δυσκολία στη φιλοσοφία είναι να μη λέμε παραπάνω από όσα ξέρουμε
Λούντβιχ Βιτγκενστάιν
 
Η εφαρμογή του αφορισμού του Βιτγκενστάιν είναι εκ των ων ουκ άνευ όρος, για να ασκούμε καλά τη φιλοσοφία. Είναι δύσκολο, ωστόσο, να τον ακολουθήσουμε, στο μέτρο που, σχεδόν ποτέ, δεν είμαστε βέβαιοι για το πόσα ξέρουμε. Θέλω να πω, τα όρια της γνώσης μας, που είναι τα όρια της γλώσσας μας, της φυσικής μας γλώσσας, είναι αρκετά απροσδιόριστα. Αυτό που μπορούμε να κρατήσουμε, επομένως, από τη αφοριστική διατύπωση είναι ένα είδος κανόνα, που επικαλείται την προσοχή μας να μη λέμε, τουλάχιστον, πολύ περισσότερα από όσα ξέρουμε.
Η ακροτελεύτια πρόταση του Tractatus Logico-Philosophicus το κάνει πιο ρητό, ακόμη:
“Για όσα δεν μπορεί να μιλάει κανείς, γι’ αυτά πρέπει να σωπαίνει”.
Καλά για τη φιλοσοφία. Για τα μαθηματικά, όμως; Ισχύει;
Για τα μαθηματικά, λοιπόν, σύμφωνα με τον Στιπ, μάλλον μπορούμε να «ξέρουμε περισσότερα», άρα και να προσεγγίζουμε καλύτερα την αλήθεια, που περιέχουν.
Ο Τζον Κητς πρότεινε, στο πλαίσιο ενός μαθηματικού ρομαντισμού, ίσως, την εξίσωση «ομορφιά = αλήθεια». Ο Στιπ προσυπογράφει και επιχειρεί να αξιοποιήσει αυτή τη διατύπωση, για να ισχυριστεί ότι τα μαθηματικά, όντας όμορφα, είναι και αληθή. Να ισχυριστεί, δηλαδή, πως υπάρχει μια ιδιαζόντως έγκυρη αισθητική «θεμελίωση» των μαθηματικών. 
Τα μαθηματικά εγείρουν την ψυχική ανάταση, το ρίγος συγκίνησης, που γεννούν τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου, του Δάντη, του Σαίξπηρ, του Μότσαρτ, του Ουγκό, της Τζέιν Όστεν. Ή του Πλάτωνα, του Σπινόζα, του Μαρξ, του Αϊνστάιν…
Είναι ένας δρόμος κι αυτά, για να έρθουμε σε σχέση με «ό,τι στο πλαίσιο της αισθητικής θεωρίας αποκαλείται “υψηλό”» (σελ. 160). Το οποίο φέρεται να συνδέεται με αισθήματα δέους, όπως όταν βλέπεις τον έναστρο ουρανό ή στέκεσαι μπροστά στους καταρράκτες του Νιαγάρα.  Ο Στιπ παραπέμπει στο σύγχρονο κινέζο φιλόσοφο Σιάνγκ Λαπ Τσιούν, σύμφωνα με τον οποίο το υψηλό “εγείρει την επίγνωση ότι βρισκόμαστε στο κατώφλι από το ανθρώπινο προς ό,τι υπερβαίνει το ανθρώπινο, ότι αγγίζουμε το σύνορο ανάμεσα στο δυνατό και το αδύνατο, στο γνώσιμο και το μη γνώσιμο, στο σημαντικό και στο τυχαίο, στο πεπερασμένο και το άπειρο”.
Ο συγγραφέας, επιπλέον, βασιζόμενος στα ευρήματα της νευροαπεικόνισης, που καταγράφει την εγκεφαλική απόκριση μαθηματικών στη θέαση συγκεκριμένων μαθηματικών εξισώσεων, φτάνει να ισχυριστεί ότι «[η] διαχρονικότητα της ομορφιάς στα μαθηματικά και σε άλλους τομείς βασίζεται, σε ορισμένες περιπτώσεις τουλάχιστον, σε καθολικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου νου. Η ομορφιά μπορεί μεν να εξαρτάται από τον υποκειμενισμό των παρατηρητών, αλλά οι εγκέφαλοί τους […] φαίνεται να αντιδρούν με παρόμοιο τρόπο,  όταν περιεργάζονται έργα, όπως, [π.χ.] ο τύπος του Όιλερ» (σελ. 162).