ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΙΔΗ
Ζούμε
το τέλος του δημόσιου χώρου, ζούμε την καταστροφή κάθε μέσου που μπορεί να
εκφράζει και να σχηματίζει την κοινωνική ζωή ως πεδίο που διαρκώς θα υπερβαίνει
τα πλαίσια της πιστής αναπαραγωγής της; Ίσως όχι: φαίνεται ότι σε καιρούς
ζοφερούς η κοινωνία πάντα βρίσκει δρόμους, ακόμα και υπόγειους για να
αντισταθεί στη λεηλασία της συλλογικής ζωής. Δεν πρόκειται όμως μόνο για την
πεισματική άρνηση των Αθηναίων να κλειστούν απελπισμένοι στο κουκούλι ενός
καταφύγιου (ιδιωτικού ή ομαδικού). Δεν πρόκειται μόνο για τη διψασμένη απόλαυση
της λιακάδας με έναν φραπέ ή μια μπύρα για ώρες σε ένα καφενείο. Πρόκειται και
για την ανάδυση αγώνων και προσπαθειών να ζήσουν ξανά μνήμες συλλογικής ζωής
καταχωνιασμένες στα αζήτητα την περίοδο μιας ψευδεπίγραφής και απατηλής
ευημερίας.
Εκείνο
που γεννά την πιθανότητα αντίδρασης και ίσως αντίστασης δεν είναι η αθλιότητα
του παρόντος (του όποιου παρόντος). Δεν είναι η εξαθλίωση ή η δυστυχία που
απαραίτητα γεννά εξεγέρσεις. Είναι η δυνατότητα να θυμάσαι ή να ονειρεύεσαι τη
ζωή αλλιώς. Και οι κάτοικοι των πόλεων της κρίσης μπορούν και πρέπει να
θυμούνται για να θυμώσουν και να διεκδικούν.
Μια
βόλτα στα προσφυγικά της Αλεξάνδρας λίγο μετά την ανακοίνωση της μεταβίβασής
τους στο ΤΑΙΠΕΔ ως δημόσια περιουσία προς εκποίηση: Κτίρια που έζησαν χρόνια εγκατάλειψης και
ηθελημένης απαξίωσης, κτίρια που κάποτε στέγασαν αλλά και τώρα στεγάζουν
ανθρώπους ξεριζωμένους, ανθρώπους που η ζωή τους καταστράφηκε καθώς συνθλίφτηκε
από πολέμους και πολιτικές αρπακτικής εκμετάλλευσης. Τι ήταν κάποτε τα
Προσφυγικά, τι είναι τώρα; Τι μπορεί να μας μάθει η ιστορία και το παρόν τους;
Πρόσφυγες
το 1922, θύματα μιας βίαιης ανταλλαγής πληθυσμών αναγκάστηκαν να χωρέσουν την
ακρωτηριασμένη καθημερινότητά τους σε μικρά διαμερίσματα στις παρυφές της
επίσημης πόλης. Οι «ντόπιοι» κάτοικοι τους είδαν με καχυποψία αν όχι με ανοιχτή
εχθρότητα. Και το κράτος, παρότι είχε την ευθύνη για την καταστροφή που βίωναν,
φρόντισε πάνω απ’ όλα να κάνει ότι μπορούσε για να τους εντάξει στις ήδη
υπάρχουσες ταξικές ασυμμετρίες μιας κοινωνίας που, όπως και σήμερα, ήταν και
τότε στη δίνη μιας ακραίας διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Φορείς μιας συλλογικής μνήμης
συχνά κοσμοπολίτικης αλλά σχεδόν πάντα μπολιασμένης από αναμνήσεις ζωής σε πόλεις
με πλούσια αστική κουλτούρα οι πρόσφυγες πρόβαλαν την ανάγκη μιας κοινής ζωής
πάνω στο ίδιο το περιβάλλον της στέρησης που βρέθηκαν. Στα καινούργια
συγκροτήματα της «ελάχιστης κατοίκησης» κατοίκησαν τα μικρά αλλά φωτεινά
κλιμακοστάσια με τις γλάστρες και τα στολίδια μιας συλλογικής οικειοποίησης, βρήκαν
τον τρόπο να μετατρέψουν τα κοινά πλυσταριά της ταράτσας σε χώρους συνάντησης
και ενδυνάμωσης των σχέσεων ανάμεσα στους κατοίκους και στις αδιαμόρφωτες
αλάνες μπροστά στα κτίρια ξεδίπλωσαν τις γιορτές τους και την καθημερινότητα
μια κοινότητας που επινοούσε με το τίποτα τις δικές της πλατείες.
Φτιάχνοντας
τους δικούς τους δημόσιους χώρους οι ξεριζωμένοι ουσιαστικά έπλασαν την κοινή
τους ζωή κατοικώντας χώρους κοινούς. Αν έχει νόημα να μιλάμε για τους χώρους
των κοινών, είναι γιατί διαφέρουν από τον επίσημους δημόσιους χώρους. Είναι
πάντα κάποιες αρχές που διαμορφώνουν αυτούς τους δημόσιους χώρους, είναι πάντα
κάποιες οδηγίες χρήσης και δομές ελέγχου της συμμόρφωσης που τους ορίζουν. Οι
χώροι των κοινών όμως πλάθονται από εκείνους που τους κατοικούν. Ακόμη και αν
είναι σχεδιασμένοι από άλλους, όπως τα κοινόχρηστα κλιμακοστάσια ή οι ταράτσες,
οι χώροι των κοινών διαμορφώνονται μέσα από τη συλλογική χρήση και τους κανόνες
καλής συνύπαρξης που οι ίδιοι οι κάτοικοι συνυφαίνουν μέσα στην κοινή τους καθημερινότητα.
Η είσοδος ενός κτιρίου μπορεί να
γίνει κοινός χώρος μόνο αν κάποιοι υφάνουν στο χώρο της ένα δίχτυ προσεγγίσεων,
συναντήσεων, καθυστερήσεων στην επιτάχυνση της καθημερινής ρουτίνας, μικρών και
μεγάλων τελετών επιστροφής και αναχώρησης, αυτοσχέδιων προσωρινών
οικειοποιήσεων. Χρειάζεται η μικρο-κοινότητα
της προσφυγικής πολυκατοικίας, όπως και κάθε αντίστοιχη μικρο-κοινότητα, να
αναγνωρίζεται σε τούτο το δίχτυ, να το συντηρεί και να το επεκτείνει. Αλλιώς ο
δημόσιος χώρος μπροστά στα κτίρια ή το κοινόχρηστο κλιμακοστάσιο μπροστά στα
διαμερίσματα παραμένει μόνο μια νομικά προσδιορισμένη επικράτεια δικαιωμάτων
και υποχρεώσεων. Αν κάτι μας έμαθαν τα προσφυγικά της Αλεξάνδρας, αλλά και πολλά
αντίστοιχα παραδείγματα σε όλη την Ελλάδα, είναι ότι η επικράτεια του κοινού,
ως μια επικράτεια που μια κοινότητα κατοίκων θεωρεί «δικιά της» και «εικόνα» της,
προσδιορίζεται με τρόπους που υπερβαίνουν τους προσδιορισμούς της ιδιοκτησίας
και του νομικού καθεστώτος. Οι κάτοικοι έπλασαν με την κοινή ζωή τους την αλάνα
ανάμεσα στα κτίρια, όπως και οι κάτοικοι των πέτρινων της Καισαριανής
μετέτρεψαν με τη δική τους ζωή τις εσωτερικές αυλές των οικοπέδων σε χώρους του
κοινού.
Χρειάστηκε
να εξαρθρωθεί αυτό το δίχτυ του κοινού από την καταναλωτική επιθετικότητα των
μεταπολεμικών χρόνων για να κυριαρχήσουν στη θέση των συλλογικών οικειοποιήσεων
και χρήσεων οι ιδιωτικές καταπατήσεις (νόμιμες ή μη). Όχι ότι τούτη η πορεία
ήταν γραμμική. Ήδη από τα πρώτα χρόνια το ιδιωτικό συμφέρον, ακόμα και σε
συνθήκες εξαθλίωσης, διατυπωνόταν στο χώρο με μικρές ή μεγάλες αυθαιρεσίες. Το
θέμα είναι αν η ίδια η κοινότητα μπορεί να αναπτύσσει τα εργαλεία της
συλλογικής αντιμετώπισης τέτοιων αυθαιρεσιών, αν η κοινότητα γεννά ρυθμιστικούς
μηχανισμούς που αντισταθμίζουν τις εντάσεις και βρίσκουν λύσεις που εντάσσουν
το ιδιωτικό στο συλλογικό συμφέρον.
Κάποιοι
σήμερα αναζητούν νέες δομές συλλογικής συνεννόησης στις γειτονιές της Αθήνας
δημιουργώντας δίχτυα αλληλεγγύης, πρωτοβουλίες υπεράσπισης του δικαιώματος στη στέγη, πρακτικές που δεν διεκδικούν μόνο
αλλά και δημιουργούν προπλάσματα μιας άλλης δικαιότερης κοινωνίας. Ίσως αυτές οι
αναδυόμενες δομές του κοινού να αφήνουν το αποτύπωμά τους στο δημόσιο χώρο, το
χώρο που το κράτος και οι φορείς του όλο
και περισσότερο συρρικνώνουν, εκποιούν (δηλαδή μετατρέπουν σε ιδιωτικό) και
στρατιωτικοποιούν (με την παρουσία παντού δυνάμεων που καταδιώκουν κάθε
διαμαρτυρία ή απόκλιση). Ίσως να γεννιέται στο σώμα της πόλης, όπως και τότε,
μια υπόγεια κουλτούρα συλλογικής αυτενέργειας και αλληλεγγύης που αναζητά και
πλάθει τους χώρους της.
Μήπως
χρειάζεται να πιστέψουμε ότι σε τούτη τη διεσπαρμένη στην πόλη υπόγεια
κινητικότητα των κατοίκων ανιχνεύονται μορφές αυτοοργάνωσης των αδικημένων και
όσων η κρίση καθημερινά επιδεινώνει τη ζωή τους; Και μήπως ξανά, όπως και οι
κάτοικοι των προσφυγικών, να πρέπει να σκεφτούμε την αυτοοργάνωση όχι ως
ιδεολογικό πρόταγμα αλλά ως συλλογική εμπειρία που καθημερινά δοκιμάζεται σε
μικρά και μεγάλα προβλήματα συνεννόησης και αλληλοστήριξης;
Αν η ανάδυση χώρων του κοινού
περιοριζόταν μόνο στη διαχείριση των πόρων και των χώρων μιας κοινότητας, τότε
ίσως οι πρόσφυγες θα αρκούσε να φτιάξουν τη ζωή τους όπως μπορούσαν στον
κλειστό περίγυρο που οι κρατούντες τους απόθεσαν. Όμως ο χώρος του κοινού
ασφυκτιά στην περίφραξη, είτε μετατρέπεται σε χώρο συλλογικής γκετοποίησης
είτε οχυρώνεται ως χώρος συλλογικών
προνομίων. Οι κάτοικοι των προσφυγικών της λεωφόρου Αλεξάνδρας διέρρηξαν την
υγειονομική ζώνη που περιέβαλλε τον οικισμό τους και μπόλιασαν την κοινή τους
ζωή με τη ζωή των γύρω γειτονιών. Η δική τους επινοητική κουλτούρα γέννησε,
όπως το αφηγούνται, συναντήσεις με τους «ντόπιους» μετατρέποντας το δικό τους
χώρο σε χώρο κοινό και για τους γύρω κατοίκους.
Ας
μάθουμε ένα μάθημα ακόμα από τα προσφυγικά: Ο χώρος του κοινού, ο χώρος ως
κοινό αγαθό αλλά και ως συνθήκη διάπλασης των σχέσεων που ορίζουν το κοινό
μπορεί να γεννά εμπειρίες συλλογικής χειραφέτησης μόνο αν διαρκώς διευρύνεται.
Αν διαρκώς καλωσορίζει νεοφερμένους. Στην πόλη της κρίσης καθημερινά εκδηλώνονται
τα σημάδια μιας κρίσης της πόλης. Για να μετατρέψουμε τούτη την κρίση σε
ευκαιρία βαθιάς αλλαγής χρειάζεται ίσως να πιστέψουμε στη δύναμη που έχουν οι
μικρές και μεγάλες πρωτοβουλίες συλλογικής αυτοοργάνωσης να εφευρίσκουν ξανά το
δημόσιο ως κοινό.
Ο Σταύρος Σταυρίδης διδάσκει στη
Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ
Χρύσα Ρωμανού, Reportage,
κολλάζ σε καμβά, 65x55εκ.,
1965
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου