Το
μετέωρο βήμα από το παλιό στο νέο
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΜΟΙΡΑ
Κοινωνικές και χωρικές μεταπλάσεις στην Αθήνα
της κρίσης
Η εικόνα της πόλης αλλάζει μέρα με τη μέρα. Ο αστικός δημόσιος χώρος
διαποτίζεται από την ένταση και την οδύνη των κοινωνικών και οικονομικών
κατακρημνίσεων και την καταστροφή των βασικών κοινωνικών υποδομών. Η επέκταση
της φτώχειας σε ευρύτερα στρώματα, η απώλεια της μικρής ιδιοκτησίας, καταφύγιο
και δικλείδα ασφαλείας για τους πολλούς, και οι διαφοροποιήσεις στην καθημερινότητα
των πολιτών έχουν μεταβάλλει δραματικά τη συνθήκη της δημόσιας κατοίκησης και το
αστικό περιβάλλον. Η υποβάθμιση και η ιδιότυπη δήμευση των ιδιωτικών αστικών
ακινήτων, οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί συμπορεύονται με την εγκατάλειψη
και την κατάρρευση του δημόσιου χώρου και την κατάργηση ουσιωδών δημοτικών
υπηρεσιών και παροχών (συγκοινωνία, καθαριότητα, φωτισμός, αστυνόμευση). Και καθώς
ευρύτερα κοινωνικά στρώματα οδηγούνται στην πλήρη αποστέρηση των αναγκαίων οικονομικών
πόρων και την επισφάλεια, αλλοιώνεται άμεσα η σχέση του ανθρώπου με το χώρο που
τον περιβάλλει, το ζωτικό χώρο της κατοικίας και της πόλης.
Η ανέμελη οδοιπορία του περιπατητή-καταναλωτή στους εμπορικούς τομείς
του ιστορικού κέντρου δίνει τη θέση της σε μια σκυθρωπή και αμήχανη διόδευση
στους σκοτεινούς μελαγχολικούς δρόμους της κρίσης. Η γνώριμη εικόνα του
παρελθόντος, μιας φιγούρας μέσα στο πλήθος στην ακμή του καπιταλισμού όπου
κυριαρχούσε ο φετιχισμός του εμπορεύματος, η εκπραγμάτωση και οι στρεβλώσεις
της αστικής συνείδησης και η οποία παρέπεμπε ευθέως στη ράθυμη, αλλά αναστοχαστική
και αμφίθυμη περιδιάβαση του πλάνητα του Μπένγιαμιν στους δρόμους των ανεξάντλητων
υποσχέσεων της πόλης, δεν υπάρχει πλέον. Τώρα η φαντασμαγορία με την αίγλη της
αυταπάτης, η εκζήτηση της χλιδής, η αποθέωση του περιττού, η ματαιοδοξία του
καινοφανούς, η εκστατική φωτοχυσία, ο διαφημιστικός πυρετός, η διαρκής κίνηση
του χρήματος που κούρδιζε με ξέφρενους ρυθμούς το ρολόι της πόλης έχει κοπάσει.
Άδεια μαγαζιά, έρημοι δρόμοι, ξενοίκιαστα σπίτια, παραμελημένες πλατείες, εγκαταλειμμένα
πάρκα, ταξί που συνωστίζονται στις πιάτσες ή κινούνται νωθρά και άσκοπα και
κυρίως πολίτες χωρίς σταθερή εργασία και προοπτική, άνεργοι και ανασφάλιστοι, χωρίς
ουσιαστική πρόσβαση στην περίθαλψη, άστεγοι και ανέστιοι. Άνθρωποι χρεωμένοι, στα
όρια των αντοχών τους που αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν το οξύ καθημερινό
πρόβλημα της επιβίωσης. Μια διάχυτη αίσθηση παρακμής, βίαιης ανατροπής και
ματαίωσης άλλοτε παραλύει και άλλοτε βγάζει τους πολίτες στους δρόμους και στις
πλατείες για να διαδηλώσουν ενάντια στην εμπορευματοποίηση του δημόσιου χώρου
και την καταστροφή των βασικών δομών της δημόσιας ζωής.
Σήμερα που ο αστικός «εξευγενισμός» με αναπλάσεις βιτρίνας έχει
ανασταλεί και η εντατική αξιοποίηση της χρήσης γης η οποία άλλαζε το χαρακτήρα
ολόκληρων περιοχών έχει ατονήσει, η καθησυχαστική εικόνα της απρόσκοπτης διάχυτης
και συνεχούς ευημερίας και προόδου έχει ανεπίστρεπτα διαρραγεί. Η πόλη παρουσιάζει
ανακολουθίες, κενά και χάσματα. Μοιάζει σαν κάποιος να την αποσυναρμολόγησε και
τώρα πρέπει να μονταριστεί με καινούριους αρμούς. Να βρει νέες ισορροπίες και λύσεις
στα πρωτόγνωρα προβλήματα που ανακύπτουν καθημερινά. Στον αστικό χάρτη της
ερήμωσης αναδύονται εντοπισμένοι επιχειρηματικοί θύλακες, σαν ξέφωτα μέσα στο
δάσος, σαν ιδιόμορφα θεματικά πάρκα και εκεί ομαδοποιούνται χρήσεις ψυχαγωγίας
και εστίασης. Σουβλατζίδικα και ενεχυροδανειστήρια, φούρνοι και καταστήματα με πρόχειρο
φαγητό, καφέ και μπαρ αποτελούν σπασμωδικές ευκαιριακές λύσεις που προσπαθούν
να απαντήσουν στην έλλειψη αναπτυξιακών προγραμμάτων και την ανεργία των νέων
που καλπάζει.
Σαν αντιστάθμισμα στην κρατική αδιαφορία διαφαίνεται μια επιστροφή στο
μερικό, στη μικρή κλίμακα σχεδιασμών όπου τα ερείσματα είναι αυθεντικά και
βιωματικά, τα αιτήματα απτά και οι δυνατότητες παρεμβάσεων εφικτές. Οι γειτονιές
παραλαμβάνουν τη σκυτάλη και υπό το κράτος των μνημονιακών επιπτώσεων
αναδιοργανώνονται. Παράλληλα οι
καθημερινές πρακτικές των κατοίκων προσαρμόζονται στις νέες συνθήκες και οι
χωροχρόνοι τους μετασχηματίζονται ριζικά. Η αναζήτηση φθηνότερων λύσεων και οι
δραστικές περικοπές των εξόδων αλλάζουν τον χαρακτήρα των επαφών. Έχει παύσει πλέον
να ταυτίζεται η έξοδος με την κατανάλωση. Οι ισχυρές αναπαραστάσεις της
ιδιώτευσης, του ατομικισμού και των προσωπικών στρατηγικών υποχωρούν υπό το
βάρος της ματαίωσης και της αβεβαιότητας. Οι άνθρωποι συγκεντρώνονται,
επικοινωνούν, ανασυντάσσονται πάλι σε συλλογικότητες. Προκύπτουν νέα σημεία
συνάντησης στο δημόσιο χώρο της πόλης που μπορούν να διευκολύνουν την
επικοινωνία των κατοίκων και να τους φέρουν κοντά. Συμβούλια γειτονιάς,
συλλογικές κουζίνες και δομές αλληλεγγύης, αναλαμβάνουν τη διαχείριση της
ανθρωπιστικής κρίσης μέσα από αυτόνομες κινήσεις και πειραματικές δράσεις.
Το βίωμα της πόλης αλλάζει. Η βούληση και η προσδοκία μιας ανοικτής
κοινωνίας των πολιτών, η οποία θα προσβλέπει στην αυτοδιαχείριση του αστικού
περιβάλλοντος είναι πλέον μια ανοικτή πρόκληση και μια διάχυτη προσδοκία. Ακριβώς
λόγω της κρίσης και της αμφισβήτησης, έστω και συγκυριακής, του κυρίαρχου
καταναλωτικού μοντέλου, η πόλη γίνεται σήμερα αντικείμενο διαλόγου. Ο δημόσιος
χώρος μέσα από νέα συλλογικά οράματα, παρεμβάσεις και θεσμοποιήσεις μπορεί να
αποκτήσει μια διαφορετική κοινοτική δυναμική. Να φιλοξενήσει δράσεις σε νέους
οικείους χώρους, με διαφορετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά χωρίς επιμερισμούς,
όρια και διακρίσεις, οι οποίες θα διευκολύνουν την επικοινωνία και την επιβίωση
των πολιτών: συμμετοχικές αγορές χωρίς μεσάζοντες και μεταπρατική διαμεσολάβηση,
συνεργατικά επιχειρηματικά σχήματα, κοινωνικά ιατρεία, υπαίθριες θεατρικές
παραστάσεις και καλλιτεχνικά δρώμενα, αστικοί λαχανόκηποι σε άδεια οικόπεδα
κλπ. Η έλλειψη εμπορικών κινήτρων δίνει τη δυνατότητα μιας διαφορετικής αξιοποίησης
των εγκαταλειμμένων κτιρίων. Απελευθερώνει αστικά ακίνητα για κοινωνικές
δράσεις και αυτοσχεδιασμούς. Νέα στέκια δημιουργούν ρευστές κοινότητες χωρίς
σταθερά χαρακτηριστικά που με γνώμονα τη συμμετοχή και την αυτοδιάθεση αναζητούν
μια εναλλακτική οικειότητα και ένταξη στο δημόσιο χώρο. Η αμοιβαία κατανόηση
των πολιτών, ο ποθούμενος συγκερασμός των διαφορετικών οριζόντων, είναι το
αποτέλεσμα της κοινής εμπειρίας της κρίσης και η κοινή εμπειρία είναι αδιανόητη
χωρίς τον κοινό οικείο χώρο μέσα στην πόλη καθώς εκεί ασκείται εμπράκτως η
τέχνη της διαπραγμάτευσης κοινών νοημάτων και ενός τρόπου συνύπαρξης.
Μπροστά μας ανοίγεται η ευκαιρία να φανταστούμε την πόλη αλλιώς. Με
διαφορετικούς όρους συμβίωσης και διαβίωσης. Να συμβάλλουμε ώστε μια νέα αφήγηση
να αναδυθεί που να αποκλίνει από τη μονοσήμαντη ανάδειξη του μνημειακού και
εμπορικού χαρακτήρα της πόλης. Η αντίσταση στη φτώχεια, στην απογοήτευση, την
κατάθλιψη, την αμαχητί παράδοση να δημιουργήσει μια νέα αστική συνθήκη που να εστιάζει
στον άνθρωπο, τον πολίτη-κάτοικο και τις ανάγκες του. Συλλογικές πρακτικές και τελέσεις
είναι δυνατόν να ιδρύσουν νέες μορφές χωρικότητας, επικράτειες οσμώσεων και
μετεωρισμών, χώρους δυναμικούς και συσχετιστικούς, όπου θα σφυρηλατείται ένας
πλουραλιστικός κόσμος χωρίς τείχη. Αστικά πεδία όπου θα διασταυρώνονται οι
διαφορετικές τροχιές των ενεργών συμμέτοχων πολιτών σε μια απειρία παραλλαγών
συνύπαρξης με την ετερότητα.
Χρύσα
(Βαρδέα), Newspaper Portofolio (λεπτομέρεια),
22 μεταξοτυπίες, 87x63,5εκ.,
1962
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου