ένα αφιέρωμα των “Αναγνώσεων”, το 2006
Γράφουν:
Χρήστος Ηλιάδης, Σαμή Καραμουγιούκογλου, Σπύρος Μαρκόπουλος, Μουσταφά Μουσταφά,
Βάσω Νικολάου, Μιχάλης Παπαγιαννάκης, Χάρης Παπαδόπουλος, Μάρθα Πύλια, Άλκης
Ρήγος, Σταμάτης Σακελλίων, Κωνσταντίνος Τσιτελίκης, Δημήτρης Χριστόπουλος,
Γιώργος Μπλάνας, Ανδρέας Πανταζόπουλος. Κείμενα: Ορχάν Βελή, Πιέρ-Αντρέ
Ταγγυέφ, Αλαίν Τουραίν, Αλαίν Ρενώ
Η καθυστερημένη Μεταπολίτευση της μειονοτικής πολιτικής
Επιμέλεια Μάρθα Πύλια
τχ. 178, 21/5
Γράφουν: Χρήστος Ηλιάδης, Σαμή Καραμουγιούκογλου, Σπύρος Μαρκόπουλος, Μουσταφά Μουσταφά, Βάσω Νικολάου, Μιχάλης Παπαγιαννάκης, Χάρης Παπαδόπουλος, Μάρθα Πύλια, Άλκης Ρήγος, Σταμάτης Σακελλίων, Κωνσταντίνος Τσιτελίκης, Δημήτρης Χριστόπουλος, Γιώργος Μπλάνας, Ανδρέας Πανταζόπουλος. Κείμενα: Ορχάν Βελή, Πιέρ-Αντρέ Ταγγυέφ, Αλαίν Τουραίν, Αλαίν Ρενώ
BEN ORHAN VELI
Ben Orhan Veli
"Yazık oldu Süleyman Efendiye"
Mısra-ı meşhurunun mübdii..
Duydum ki merak ediyormuşsunuz
Hususi hayatımı,
Anlatayım:
Evvela adamım,yani
Sirk hayvanı falan değilim.
Burnum var, kulağım var,
Pek biçimli olmamakla beraber.
Evde otururum,
Masa başında çalışırım.
Bir anne ile babadan dünyaya geldim.
Ne başımda bulut gezdiririm,
Ne sırtımda mühr-ü nübüvvet.
Ne İngiliz Kıralı kadar
Mütevazıyım,
Ne de Bay Celar Bayar'ın
Ahır uşağı gibi aristokrat.
Ispanağı çok severim.
Puf böreğine hele
Bayılırım.
Malda mülkte gözüm yoktur.
Vallahi yoktur.
Yayan dolaşırım,
Mütenekkiren seyahat ederim.
Oktay Rifat'la Melih Cevdet'tir
En yakın arkadaşlarım.
Bir de sevgilim vardır,pek muteber;
İsmini söyleyemem,
Edebiyat tarihçisi bulsun.
Ehemmiyetsiz şeylerlede uğraşırım,
Meşgul olmadığım "ehemmiyetsiz"
Sadece üdeba arasındadır.
Ne bileyim,
Belki daha bin bir huyum vardır...
Amma ne lüzum var
Hepsini sıralamıya?
Onlar da bunlara benzer.
Orxan VELI
ΕΓΩ Ο ΟΡΧΑΝ ΒΕΛΗ
Εγώ ο Ορχάν Βελή,
διάσημος δημιουργός του ποιήματος
"Τι κρίμα που έφυγε ο Σουλεϊμάν Εφέντης",
άκουσα πως αδημονείτε
να μάθετε όσα περισσότερα μπορείτε
για την προσωπική ζωή μου.
Λοιπόν, ακούστε: πρώτα-πρώτα,
είμαι άνθρωπος κι αυτό σημαίνει
πως δεν είμαι ζώο τσίρκου ή κάτι τέτοιο.
Έχω μύτη και αυτιά
αν και όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμα.
Ζω στο σπίτι
και δουλεύω στο τραπέζι.
Ήρθα κι εγώ στον κόσμο
από μάνα και πατέρα
Δεν φτάνω ως τον ουρανό
ούτε κουβαλάω στις πλάτες
καμιά μεγάλη προφητεία.
Δεν είμαι ευγενικός
σαν τον Γεώργιο της Αγγλίας,
ούτε αριστοκρατικός όπως ο τωρινός
σταβλάρχης του Κελάρ Μπαγιάρ.
Μου αρέσει το σπανάκι.
Τρελαίνομαι για τα τυροπιττάκια.
Μα τον Θεό, δεν πολυασχολούμαι
με τα οικονομικά.
Στην πραγματικότητα καθόλου.
Κυκλοφορώ ξυπόλυτος.
Οι καλύτεροί μου φίλοι
είναι ο Οκτάι Ριφάτ και ο Μελίχ Κεβντέτ.
Ασφαλώς, έχω κι εγώ μιαν αγαπημένη,
μα δεν μπορώ ν' αποκαλύψω τ' όνομά της.
Ας το βρούνε οι ιστορικοί της λογοτεχνίας.
Συνήθως με απασχολούν
πράγματα ασήμαντα, αλλά μόνο
στα μεσοδιαστήματα
των σοβαρών ενασχολήσεών μου.
Δεν ξέρω τι άλλο να προσθέσω.
Ίσως έχω επιπλέον κάποιες χιλιάδες
χούγια, μα σε τι θα ωφελούσε
η ακριβής καταγραφή τους;
Μοιάζουν τόσο πολύ με τις άλλες
και τόσο πολύ μεταξύ τους.
Μετάφραση Γιώργος ΜΠΛΑΝΑΣ
Πολίτες δεύτερης κατηγορίας
Περιορισμένες στην αθέατη πλευρά της ελληνικής ιστορίας και της δημόσιας ζωής, οι μειονότητες που κατοικούν στον ελλαδικό χώρο περιμένουν ακόμη να ολοκληρωθεί η "μεταπολίτευση" που ξεκίνησε αργά, με την ένταξη της χώρας μας στην Ε.Ε. Ανάμεσα σε αυτές, πληθυσμιακά τουλάχιστον, προέχει "η τουρκική ή μουσουλμανική, τουρκο-ελληνική ή ελληνο-τουρκική", κατά την έκφραση ενός από τα μέλη της και σύμφωνα με το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού που έχουν όλοι οι πολίτες μέσα στα όρια της ευρωπαϊκής επικράτειας.
Μέχρι πρόσφατα, η ελληνική πολιτεία και κοινωνία, δέσμιες μιας παρωχημένης, μονοδιάστατης αντίληψης του εθνικού συμφέροντος και του ελληνικού χαρακτήρα, μεταχειρίστηκαν τη μειονότητα ως εμπροσθοφυλακή της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, και μετήλθαν μύρια επίσημα και ανεπίσημα τεχνάσματα για να την περιορίσουν. Εύκολη πρόφαση αποτελούσαν η συρρίκνωση και οι ταλαιπωρίες της "αντίστοιχης" ελληνικής μειονότητας στην Πόλη, σαν να όφειλαν οι δύο χώρες να επιδοθούν σε ένα "συναγωνισμό" καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παρότι είχαν διεθνώς δεσμευτεί για το απολύτως αντίθετο. Σήμερα οι προθέσεις φαίνεται ότι έχουν "εκσυγχρονιστεί", αλλά οι πρακτικές και οι συνήθειες δεκαετιών, καθώς και τα ιδεολογήματα που καλλιεργήθηκαν για να τις στηρίξουν, δεν μπορούν να υποχωρήσουν από τη μία στιγμή στην άλλη.
Η υποψηφιότητα Γκιουλμπεϊγιάζ Καραχασάν για τη θέση του υπερνομάρχη Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, παρά τον θόρυβο που προκάλεσε, δεν είναι η πρώτη. Ακολουθεί την υποψηφιότητα, το 1998, του τότε βουλευτή του Συνασπισμού Μουσταφά Μουσταφά για την υπερνομαρχία Ροδόπης-Έβρου, επικεφαλής του συνδυασμού "Συνασπισμός Πολιτών". Αναμφισβήτητα η πρόταση του ΠΑΣΟΚ, ενός κόμματος εξουσίας, επιταχύνει τις εξελίξεις και ευνοεί την ανατροπή παγιωμένων πολιτικών συμπεριφορών. Γιατί αποστομώνει, ελπίζουμε δια παντός, τα στελέχη εκείνα που μέσα στους κόλπους του, χρόνια τώρα, μηχανεύονταν μεθόδους διάφορες για να υπερασπίζονται τη δήθεν εθνική μας καθαρότητα από τις "επιβουλές αλλοφύλων". Κάποιες από τις μεθοδεύσεις αυτές καταγγέλλει στο παρόν άρθρο του ο Μουσταφά Μουσταφά. Άλλες, γνωρίζουμε μερικές φορές εξ επαφής, από το βίο και την πολιτεία νυν και πρώην στελεχών και "συμπαθούντων", στην τοπική κοινωνία και τη δημόσια ζωή.
Οι \"Αναγνώσεις"\ επιχειρούν στο παρόν αφιέρωμα έναν κριτικό, πλουραλιστικό, πολιτικό διάλογο, δίνοντας το λόγο στους ειδικούς και τους πολίτες της μειονότητας για να καταθέσουν, κυρίως αυτοί, τη δική τους αντίληψη για τις συνθήκες που βιώνουν. Θα θέλαμε να απευθυνθούμε σε περισσότερους από τους συμπολίτες μας της μειονότητας. Όμως, η βαριά σκιά των παλαιότερων επιλογών παρεμβαίνει και δυσκολεύει ακόμη και σήμερα την επικοινωνία και την εμπιστοσύνη.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που αναφέρει ο Ιμπράμ Ονσούνογλου στο σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού |Σύγχρονα Θέματα|, (τχ. 63, 1997), "η μειονότητα αριθμεί σήμερα 120 χιλιάδες άτομα, όσα δηλαδή και κατά το 1920-23, και συγκροτείται από φτωχούς εργάτες των πόλεων, ακτήμονες, αγρότες κατόχους μικρού κλήρου και ορεινούς κτηνοτρόφους, καθώς η αστική τάξη, η τάξη των διανοουμένων και των πλουσίων, εκποίησε όλα τα υπάρχοντά της και έσπευσε να εγκατασταθεί στην Τουρκία, το ίδιο γρήγορα, αν όχι γρηγορότερα από την μετακίνηση της αντίστοιχης ελληνικής μειονότητας της Πόλης".
Σε αυτές τις συνθήκες προλεταριοποίησης ή αλλιώς υποβάθμισης των οικονομικών όρων της μειονότητας, η εκπαίδευση και η ελληνομάθεια δεν αποτελούν μόνο έναν από τους ελάχιστους τόπους επικοινωνίας των μειονοτικών με τις κρατικές λειτουργίες, αλλά και το μοναδικό δρόμο για να αποφύγουν τη γκετοποίηση, τον οικονομικό και κοινωνικό αποκλεισμό.
"Παρ' όλα αυτά -σημειώνει στο ίδιο αφιέρωμα η ομάδα εκπαιδευτικών του 'Ομίλου Φίλων Νίκου Ράπτη'- μέχρι τώρα οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν έχουν ασχοληθεί με την ουσία της μειονοτικής εκπαίδευσης και δείχνουν να ενδιαφέρονται μόνο για το διοικητικό έλεγχο της εκπαιδευτικής διαδικασίας με μια στείρα 'εμμονή' στη λεγόμενη 'εθνική' οπτική, ενώ παραβλέπουν τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες του χώρου της μειονότητας. Οι νέοι της μειονότητας, συνήθως απόφοιτοι δημοτικού, χωρίς γνώση της ελληνικής γλώσσας, αναγκάζονται από πολύ μικρή ηλικία να βγουν στη βιοπάλη. Πολλές φορές ο αναλφαβητισμός και η απασχόλησή τους σε 'παρακατιανές' εργασίες τούς καθιστούν αντικείμενο ρατσιστικής αντιμετώπισης. Γκετοποίηση, περιθωριοποίηση, αδυναμία ομαλής ένταξης στην ελληνική κοινωνία, απόλυτη εξάρτηση της γυναίκας από τον άντρα, ανασφάλεια, εκμετάλλευση από τρίτους, πολιτιστική υποβάθμιση, είναι τα παρεπόμενα του αναλφαβητισμού τους. Η αμορφωσιά διευκολύνει και τη χειραγώγησή τους από διάφορα κέντρα εξουσίας, πολιτικά και θρησκευτικά, μέσα και έξω από τη χώρα".
Δύο από τις σοβαρότερες μεθοδεύσεις, στη μειονοτική Θράκη, είναι το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας και οι δικαστικές αρμοδιότητες του Μουφτή. Σύμφωνα με το πρώτο, που καταργήθηκε μεν το 1998 αλλά χωρίς διορθωτικές διατάξεις για τα άτομα που είχαν ήδη πληγεί, επιβαλλόταν στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας στους "αλλογενείς που εγκατέλειπαν την επικράτεια χωρίς πρόθεση επανόδου". Όσο για την ισχύουσα δικαιοδοσία του Μουφτή, σε υποθέσεις κληρονομικού και οικογενειακού χαρακτήρα, τροφοδοτεί στην ουσία έναν περιοριστικό μηχανισμό που εγκλωβίζει την μειονότητα σε συνθήκες προκαπιταλιστικής κοινωνίας.
Την παραπάνω, αδρομερή περιγραφή της σκοτεινής πλευράς των μειονοτικών συνθηκών, συμπληρώνουν και εξηγούν τα κείμενα και οι συνεντεύξεις που ακολουθούν. Και επειδή δεν έχουμε την αυταπάτη ότι το ζήτημα και οι ευθύνες μας εξαντλούνται στις σελίδες αυτές, στοχεύουμε να συντηρήσουμε περαιτέρω τον διάλογο.
Ο \Μουσταφά Μουσταφά\ αναφέρεται στον ρόλο της Αριστεράς στην ανάδειξη των προβλημάτων της μειονότητας και συγκεκριμενοποιεί την ευθύνη του ελληνικού πολιτικού κόσμου σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας και την ομηρία από το ΔΙΚΑΤΣΑ των επιστημόνων που κατείχαν τουρκικούς τίτλους σπουδών.
Ο \Σταμάτης Σακελλίων\ συνοψίζει τους πολιτικούς και οικονομικούς όρους της μειονότητας και επισημαίνει την εφαρμογή από την ελληνική Εκκλησία πολιτικής διακρίσεων αλλά και την σύγκλιση των απόψεων με την Μουφτεία όσον αφορά την εκκοσμίκευση του κράτους.
Ο \Μιχάλης Παπαγιαννάκης\ συζητά τον ρόλο της Ε.Ε. και της Ανανεωτικής Αριστεράς, σχετικά με τον σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα.
Η \Βάσω Νικολάου\ περιγράφει την εμπειρία της ως εκπαιδευτικός σε διαπολιτισμικό σχολείο και αναφέρεται στα κοινωνικά και θεσμικά του αδιέξοδα.
Ο \Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης\ διευκρινίζει τις δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Μουφτή, τη σημερινή λειτουργικότητα της συνθήκης της Λοζάννης και την μειονοτική και διαπολιτισμική εκπαίδευση.
Ο \Σαμή Καραμπουγιούκογλου\ καταστρώνει ένα συνοπτικό χρονικό της πορείας της μειονότητας, μιλά για την μέχρι σήμερα ουσιαστική απουσία των διαπολιτισμικών επικοινωνιών και καταλήγει καταγγέλλοντας τις δυσλειτουργίες της συνθήκης της Λοζάννης.
Ο \Χρίστος Ηλιάδης\ αξιοποιεί αρχειακές (και από τον προηγούμενο Δεκέμβρη μη προσβάσιμες) πληροφορίες για το μυστικό Συντονιστικό Συμβούλιο Μειονοτικής Πολιτικής Θράκης, που λειτούργησε με γνώμονα την πολιτική των διακρίσεων και των "διοικητικών ενοχλήσεων".
Ο \Δημήτρης Χριστόπουλος\ περιγράφει το καθεστώς οργάνωσης και λειτουργίας της μειονότητας μέσα στα όρια που έχει καθορίσει το κράτος και καταγγέλλει τους αναχρονισμούς.
Ο \Χάρης Παπαδόπουλος\ εκθέτει τις αντιλήψεις των εκπαιδευτικών για το ρόλο τους στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης και επισημαίνει τη στερεοτυπική αναπαραγωγή φόβων και επιφυλάξεων που αναστέλλουν τη μαθησιακή διαδικασία και την επικοινωνία των πολιτισμών.
Τα άρθρα και τις συνεντεύξεις πλαισιώνουν ενδεικτική βιβλιογραφία, παρουσίαση από τον \Άλκη Ρήγο,\ του βιβλίου της Μίνας Μαχαιροπούλου, |Μπροστά στον Καθρέφτη|, όπου μειονοτικοί μιλούν για τον εαυτό τους, και η παρουσίαση του βιβλίου του Αχιλλέα Μίτιλη, |Οι μειονότητες μέσα στη σχολική τάξη|, από τον \Σπύρο Μαρκόπουλο.\ Περιλαμβάνονται επίσης ποιήματα του \Ορχάν Βελή\ στα τουρκικά και οι ανέκδοτες μεταφράσεις τους στα ελληνικά από τον \Γιώργο Μπλάνα\. Και, τέλος, δύο κείμενα από τη θεωρητική συζήτηση που εξελίσσεται αυτόν τον καιρό στη Γαλλία, σχετικά με τα πολιτισμικά και τα πολιτικά δικαιώματα. Πρόκειται για τη συζήτηση των \Αλαίν Τουραίν\ και \Αλαίν Ρενώ\ για τα πολιτισμικά δικαιώματα στο κοσμικό κράτος και για τις απόψεις του \Πιερ-Αντρέ Ταγγυέφ,\ που προτείνει και μεταφράζει ο \Ανδρέας Πανταζόπουλος\, σχετικά με τον λεγόμενο "κοινοτισμό". Ο Ταγγυέφ αναπτύσσει εδώ κριτική στο "ρεύμα" του κοινοτισμού και εξηγεί ότι προτάσσοντας τα πολιτισμικά δικαιώματα των ομάδων απέναντι στο κράτος "απονομιμοποιούνται οι νομικο-πολιτικές προϋποθέσεις άσκησης της ελευθερίας από πολίτες συλλογικά συν-υπεύθυνους".
Παρά τη φαινομενική απόσταση, η πολιτική θεώρηση των σύγχρονων "κοινοτιστικών" τάσεων αποτελεί ένα πρώτης τάξεως εργαλείο, για να κατανοήσουμε τη σύζευξη των μηχανισμών που επιμένουν να χαρακτηρίζουν και να ομαδοποιούν τη μειονότητα της Θράκης με τα θρησκευτικά (δηλαδή τα οθωμανικά) και όχι τα πολιτικά (δηλαδή τα κοσμικά) της χαρακτηριστικά. "Ο κοινοτισμός -κατά τον Πιερ-Αντρέ Ταγγυέφ- συγκροτεί μία από τις αυταρχικές αντιδράσεις κατά των ατομικών ελευθεριών, εγγυημένες από θεσμούς δημιουργημένους μέσα στο πλαίσιο του οποίου η χειραφετητική λειτουργία είναι σήμερα ξεχασμένη: του εθνικού πλαισίου". Εντός του εθνικού πλαισίου λοιπόν, "προωθούμε συστηματικά -όπως επισημαίνει ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης- ελευθερία, ισότητα, αυτοπροσδιορισμό, θετικές διακρίσεις για την αποκατάσταση κληρονομημένων ανισοτήτων και σεβασμό των διεθνών συμβάσεων για τα δικαιώματα των μειονοτήτων".
Μάρθα Πύλια
Η αργοπορημένη μεταπολίτευση
Του Μουσταφά ΜΟΥΣΤΑΦΑ
Θεωρώ απαραίτητη τη συζήτηση που διεξάγεται, γιατί μέχρι το 1992 υπήρχε η γραμμή της άρνησης της ύπαρξης προβλημάτων, η επιμελής αποφυγή συζήτησης επί της ουσίας. Μετά το 1992, οι μαγικές λέξεις "ισονομία-ισοπολιτεία" έλυσαν μεμιάς τον γόρδιο δεσμό του μειονοτικού, έγιναν οι θεραπείες διά πάσαν νόσον, μας απήλλαξαν από ενοχές και ευθύνες και έτσι εγένετο όχι απλώς η μεταπολίτευση, αλλά η επανάσταση στη μειονοτική πολιτική. Πολύ ωραίο, βελούδινο διαζύγιο με το παρελθόν, ούτε γάτα ούτε ζημιά, κέντρα και μηχανισμοί, δομές που μέχρι χθες επεξεργάζονταν τρόπους εξοστρακισμού, εξοβελισμού της μειονότητας, με μιας άρχισαν να δουλεύουν για την ισοτιμία και την ισοπολιτεία.
Η Αριστερά έχει υποχρέωση να αναψηλαφήσει τα πέτρινα χρόνια του μειονοτικού στη Θράκη, πρώτα απ' όλα να δει τα δικά της θετικά και αρνητικά, να κάνει την αυτοκριτική της και να αναδείξει τη συμβολή της στην αργοπορημένη έστω μεταπολίτευση.
Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι ξύνουμε παλιές πληγές ούτε ότι συζητάμε για απόδοση νομικών ευθυνών σε υπεύθυνους πολιτικών, που και τη χώρα εξέθεσαν και πολύ πόνο προκάλεσαν στους ανθρώπους της μειονότητας. Αλλά να ξεχάσουμε πρόσωπα και καταστάσεις που μας σημάδεψαν, που μας στέρησαν χρόνια, που μας έφθειραν τζάμπα και βερεσέ;
Αν όμως τα σκουπίσουμε όλα με το σφουγγάρι της λήθης, θα αδικήσουμε και τους εαυτούς μας, και γενικότερα την Αριστερά που ήταν η δύναμη που αντιτάχθηκε -στο βαθμό που μπόρεσε- σε αυτές τις πολιτικές, πλήρωσε κόστος και λοιδωρήθηκε, και θα δικαιώσουμε τους εμπνευστές και εφαρμοστές των αντιμειονοτικών πολιτικών, που μπορεί να βγουν σήμερα και από τα αριστερά μας και να μας υπερφαλαγγίσουν στα δικαιώματα, στο φιλομειονοτισμό και στις αρχές της ισονομίας-ισοπολιτείας.
Ο κ. Καψής, που ήταν για χρόνια υφυπουργός Εξωτερικών και υπεύθυνος του μειονοτικού, στο βιβλίο του που εκδόθηκε πρόσφατα γράφει:
"|Αρκεί να είχες την ευλογία του γιου του Μουφτή. Πώς; Αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία. Αλλά άμα το κατόρθωνες, έφευγες για την Πόλη, απ' όπου επέστρεφες σε τρία - τέσσερα χρόνια με ό,τι δίπλωμα ήθελες. Μόνο που το ΔΙΚΑΤΣΑ δεν αναγνώριζε τα ταχύρυθμα αυτά πτυχία. Και τότε άρχιζε το δικό μου δράμα!
Σ' εκείνη τη 'δραματική' περίοδο έχει τις ρίζες της και η πολιτική αντίθεσή μου με τη φίλη μου, κατά τα άλλα, Μαρία Δαμανάκη. (Βέβαια, έκτοτε φρόντισε να την καλλιεργήσει τόσο, που στη Βουλή, πριν αρχίσει ακόμη να μιλά, ζητούσα το λόγο για να διαφωνήσω μαζί της. Ήμουν σίγουρος ότι θα διαφωνήσω. Δε διαψεύστηκα ποτέ!).
Είχε αναλάβει τότε την υπεράσπιση του Σαδίκ, ενός νέου πολιτευτή, που, αν δεν έφευγε πρόωρα, θα ακούγαμε συχνά γι' αυτόν. Αν και ποτέ δε φημιζόταν για σταθερότητα στις πολιτικές αφοσιώσεις της, στην περίπτωση του Σαδίκ έδειχνε να διακατέχεται από πραγματικό πάθος.
- Τι θα γίνει με τον Σαδίκ; Θα αναγνωρίσετε το πτυχίο του; Μου έθετε το ερώτημα αυτό Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο τηλεφωνούσε στο ΔΙΚΑΤΣΑ.
-Αδύνατον! Θα πεθάνει τους πελάτες του...
-Επίτηδες το κάνεις, επέμενε η Μαρία. Επειδή είναι πολιτευτής του ΣΥΝ. (Δε θυμάμαι ακριβώς αν ήταν τότε του ΚΚΕ Εσωτερικού, της ΕΑΡ ή του ΣΥΝ. Θα τη ρωτούσα, αλλά μήπως θα θυμάται και η ίδια; Ούτε θυμάμαι πώς τελικά πήρε αναγνώριση του πτυχίου του ο Σαδίκ. Υποπτεύομαι όμως ότι αν κάποιος Δαφέρμος σκαλίσει την υπόθεση θα με καταγγείλει για πολιτική παρέμβαση στη λειτουργία της διοίκησης)".|
Όσοι διάβασαν το βιβλίο στη Θράκη ή τα αποσπάσματα αυτά έγιναν Τούρκοι. Και η δική μου γενιά των επιστημόνων, που τραβήξαμε τα πάνδεινα από τη μειονοτική πολιτική τής μη αναγνώρισης των πτυχίων, για να ξεκουμπιστούμε να φύγουμε γίναμε Τουρκότουρκοι, γάγαροι Ταταρομογγόλοι. Τέτοιος αμοραλισμός, τέτοια διαστρέβλωση, τέτοιο πετυχημένο ψέμα με πολλαπλά οφέλη:
-Ψεύτικα τα πτυχία μας!
-Επαίτης η Μαρία και η Αριστερά για ρουσφέτι σε έναν πολιτευτή!
-Άσπιλος, άμωμος, αμόλυντος, φιλεύσπλαχνος ο υφυπουργός!
-Σε κίνδυνο οι ασθενείς!
Ακόμη και σήμερα κινδυνεύει ο υφυπουργός, για παρέμβαση στη λειτουργία της διοίκησης. Θα τρίζουν και τα κόκαλα του μακαρίτη Σαδίκ!
Ο Αλέξης Ηρακλείδης, στο βιβλίο του |Η Ελλάδα και ο εξ ανατολής κίνδυνος| γράφει: "|έχουμε την εδραίωση κατάφωρα διακρίσεων που συνεχίστηκαν αμείωτες και στη μεταπολίτευση. Ιδιαίτερο ζήλο μάλιστα έδειξε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του '80|".
Στα πλαίσια αυτού του ιδιαίτερου ζήλου ήταν και η παρέμβαση που έγινε στο ΔΙΚΑΤΣΑ, για να μην αναγνωριστούν τα πτυχία μας. Και αναπτύχθηκε ένας σκληρός αγώνας τότε, των επιστημόνων της μειονότητας, γιατροί, οδοντίατροι, φαρμακοποιοί με υπογραφές, υπομνήματα, παραστάσεις, πορείες, συλλήψεις, με επισκέψεις στην Αθήνα, στους φορείς, στα κόμματα, στις εφημερίδες. Ο αγώνας αυτός κορυφώθηκε με μια απεργία πείνας το 1988, που κράτησε 20 μέρες και έκαμψε την ειλημμένη απόφαση του ΥΠΕΞ για τη μη αναγνώριση των πτυχίων. Ο νομάρχης Ροδόπης τότε, για να βρει μια διέξοδο στην πίεσή μας, μας έκλεισε ένα ραντεβού με τον κ. Καψή. Ήρθαμε στην Αθήνα στο ΥΠΕΞ στην καθορισμένη ώρα, τον συναντήσαμε, έβαλε τις φωνές "τι δουλειά έχω εγώ με το ΔΙΚΑΤΣΑ;". Του υπενθυμίσαμε ότι δεν ήρθαμε μόνοι μας, αλλά μας έστειλε ο νομάρχης, δικαιολογήθηκε ότι είναι πολύ φίλος του ο νομάρχης Ροδόπης και τον παρακάλεσε μήπως μπορούσε να μας εξυπηρετήσει. Άγρια χρόνια, άγριες ιστορίες!
Εδώ θέλω να αναφέρω με ευγνωμοσύνη και σεβασμό, μεταφέροντας και τα αισθήματα όλων των συναδέλφων μου επιστημόνων που συμμετείχαν τότε σ' αυτόν τον αγώνα για την αναγνώριση των πτυχίων μας, την αμέριστη συμπαράσταση των κομμάτων της Αριστεράς, συλλόγων, φορέων, δημοσιογράφων, επιστημόνων, προσωπικοτήτων που μας στήριξαν, μας συμπαραστάθηκαν, μας έδωσαν κουράγιο και μας βοήθησαν να συνεχίσουμε τον δίκαιο αγώνα μας. Και τοπικά στη Ροδόπη, μια ομάδα λίγων αλλά θαρραλέων ανθρώπων, που έγιναν ασπίδα μας στους δύσκολους εκείνους καιρούς και συνεχίσαμε τον αγώνα μας μέχρι την επίλυση του προβλήματος. Επιτρέψτε μου να αναφέρω και τον αείμνηστο Κώστα Κάππο. Δεν παραπονέθηκε ποτέ ο φουκαράς, αλλά πρέπει να είχε φάει πολλές κατσάδες στις διάφορες παρεμβάσεις που είχε κάνει για μας.
Ανέφερα αυτά που είναι προσωπικά μεν βιώματα αλλά περιγράφουν μια κατάσταση, για να πω ότι αν η μεταπολίτευση σταμάτησε στον Νέστο, υπήρχαν αιτίες, υπήρχαν υπεύθυνοι που την σταματούσαν. Η πολιτική αυτή είχε προγραμματισθεί, είχε εφαρμοστεί, είχε μηχανισμούς. Παραγόταν στο ΥΠΕΞ, διοχετευόταν μέσω της Υπηρεσίας Πολιτικών Υποθέσεων Θράκης, παλιά στην Καβάλα σήμερα στην Ξάνθη, και από εκεί στα γραφεία 105 των νομαρχιών στους τρεις νομούς. Τώρα το γραφείο μάλλον έχει άλλο αριθμό.
Για χρόνια πολλά ο αριθμός 105 προκαλούσε ανατριχίλα σε όλους τους μειονοτικούς.
Για τους φαρμακοποιούς η μεταπολίτευση ήρθε το 1994. Τότε μόνον μπόρεσαν να πάρουν άδεια και να λειτουργήσουν τα φαρμακεία τους.
Για τους ανιθαγενείς η μεταπολίτευση δεν ήρθε ακόμη. Το άρθρο 19 του ΚΕΙ αποτέλεσε το έξυπνο όπλο της μειονοτικής πολιτικής όλων των κυβερνήσεων. Επέφερε χειρουργικά χτυπήματα, ήταν το Stealth του αντιμειονοτικού οπλοστασίου. Καταργήθηκε το 1998. Έτυχε και ήμουν βουλευτής. Παρακαλέσαμε, απειλήσαμε, κάναμε φασαρία. Τίποτα. Υπουργός Εσωτερικών ήταν ο κ. Αλέκος Παπαδόπουλος. Τίποτα δεν δέχθηκε. Μόνον τρεις λέξεις: "Το άρθρο 19 του ΚΕΙ καταργείται εφεξής". Στην τροπολογία που καταθέσαμε –ο σύντροφος Κουβέλης το είχε επεξεργαστεί- καλύπταμε αρκετές από τις περιπτώσεις. Απερρίφθη ασυζητητί. Οι παράπλευρες απώλειες του άρθρου 19 παραμένουν ανάμεσά μας και περιμένουν τη δική τους μεταπολίτευση.
Ο Σύλλογος Ένωση Τούρκων Δασκάλων Δ. Θράκης, η Τουρκική Νεολαία Κομοτηνής, η Τουρκική Ένωση Ξάνθης, μάλλον θα συναντήσουν τη μεταπολίτευσή τους στο Στρασβούργο.
Το μεγάλο βήμα προς τη μεταπολίτευση έγινε σε μας την 29η Γενάρη του 1990. Με ένα μικρό πογκρομάκι, σπασμένα 400 μαγαζιά, ξυλοδαρμούς, λεηλασίες κ.λπ. Η μεταπολίτευση δεν άντεξε, έκανε μια μεγάλη δρασκελιά και διάβηκε τον Νέστο. Την προηγούμενη μέρα ήταν στην Κομοτηνή ο υπουργός εξωτερικών κ. Αντώνης Σαμαράς.
Μετά 15 χρόνια σκέφτομαι ότι ήταν πολύ αποδοτική εκείνη η μέρα. Για όσους υπέστησαν ζημιές ή έφαγαν ξύλο δύσκολη και αξέχαστη εμπειρία, αλλά το κέρδος ως κοινωνία ασύγκριτο! Γίναμε πρώτη είδηση!
Μετά ακολούθησαν τα γνωστά: Σύσκεψη των τριών αρχηγών υπό τον Ξ. Ζολώτα, το γνωστό μνημόνιο για την άρση των διακρίσεων και περιοριστικών μέτρων και η πολιτική ισονομίας και ισοπολιτείας που προανέφερα.
Η Αριστερά και σε αυτό το ζήτημα πρέπει να λογαριαστεί με τον εαυτό της. Να αναδείξει τα θετικά της, γιατί έχει πολλά θετικά, και να μην κρύψει τα λάθη, τις αδυναμίες, τις ελλείψεις της. Να αποδώσει ευθύνες δηλαδή, εκεί που υπάρχουν, και να μη μασάει τα λόγια της γι' αυτά τα ζητήματα.
Ιδίως στις μέρες μας τίποτα δεν κρύβεται από τον ήλιο. Καλοπροαίρετοι και κακοπροαίρετοι υπερασπιστές μειονοτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων βρίσκονται παντού. Μόνο διαφάνεια και θέσεις αρχών μπορούν να βγάλουν ασπροπρόσωπη την αριστερά.
Υπάρχουν αρκετές πτυχές του μειονοτικού που χρήζουν έρευνας από ειδικούς επιστήμονες: Υπάρχουν για παράδειγμα τα γραφεία Πολιτικών Υποθέσεων, το συντονιστικό γραφείο μειονοτικής εκπαίδευσης. Τα αρχεία τους μπορούν να ερευνηθούν και να φωτίσουν πλευρές του ζητήματος.
Υπάρχουν τα νέα φαινόμενα των κοινωνικών αποκλεισμών, της ξενοφοβίας, του ρατσισμού, του φονταμενταλισμού, της μετακίνησης πληθυσμών στα οποία πρέπει να δώσουμε απαντήσεις πειστικές και προτάσεις σοβαρές.
Και αυτά όχι για να ξύσουμε πληγές και να αναμοχλεύσουμε πάθη, αλλά για να μάθουμε, να διδαχθούμε από την Ιστορία μας και τα λάθη μας για να μην τα επαναλάβουμε στο μέλλον.
|Ο Μουσταφά Μουσταφά είναι γιατρός, τ. βουλευτής του Συνασπισμού|
Μερικές σκέψεις για την τουρκομουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης
Του Σταμάτη ΣΑΚΕΛΛΙΩΝΑ
Θα χώριζα σε δύο μεγάλες κατηγορίες τα ζητήματα που απασχολούν τη μειονότητα. Τα συμβολικά και τα πραγματικά.
Εν πρώτοις τα συμβολικά: Δηλαδή οι ανιθαγενείς, η εκλογή του μουφτή, η ονοματοδοσία των συλλόγων της μειονότητας και η εκλογή διαχειριστικής επιτροπής για τα βακούφια. Δηλαδή σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν άνθρωποι χωρίς ιθαγένεια, άνθρωποι που δεν έχασαν την ιθαγένεια τους για λόγους πολιτικούς, ώστε να τους αποδοθεί αργότερα, αλλά επειδή έτυχε να κάνουν ένα ταξίδι στη Τουρκία. Με λίγα λόγια, την έχασαν για λόγους εθνικής ταυτότητας. Και κανείς από τους εκάστοτε υπουργούς των Εσωτερικών δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να λύσει στα σοβαρά το πρόβλημα. Να αποδώσει εκ νέου την ιθαγένεια χωρίς αναξιοπρεπείς διαδικασίες.
Ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η ελληνική πολιτεία δεν επιτρέπει τη δημιουργία ενός εκλεκτορικού σώματος για την ανάδειξη του θρησκευτικού ηγέτη της μειονότητας. Που θα είναι όμως μόνο θρησκευτικός και όχι ιεροδίκης. Όπως επίσης δεν μπορώ να καταλάβω γιατί συνεχώς αρνείται την εκλογή διαχειριστικών επιτροπών για τη βακουφική περιουσία. Υποθέτω πως πίσω από όλα αυτά υπάρχει ο επαίσχυντος όρος αμοιβαιότητα. Και πως το ελληνικό "βαθύ κράτος" αντιλαμβάνεται αυτή την αμοιβαιότητα μόνο με αρνητικό πρόσημο.
Πρόσφατα ο Άρειος Πάγος αποφάσισε πως η Τουρκική Ένωση Ξάνθης δεν πρέπει να ονομάζεται Τουρκική. Ένα παλιό και ιστορικό σωματείο χάνει τελεσιδίκως, όσον αφορά τα ελληνικά ένδικα μέσα, το όνομά του. Εκείνο που εγώ ξέρω είναι ότι, μέσα στις ψυχές των μελών της Τουρκικής Ένωσης, το σωματείο τους είναι δύο φορές τουρκικό. Γιατί πολύ απλά δεν ξεριζώνεται ούτε η μνήμη η συλλογική, ούτε η ιστορία, με νομικές αποφάσεις. Υποθέτω ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο κάπως αλλιώς θα αποφασίσει. Το πρόβλημα δεν είναι της μειονότητας, αλλά της Ελλάδας. Η οποία δείχνει ότι προτιμά να καταδικάζεται σε αυτά τα ζητήματα, από το να υποστέλλει την "εθνική σημαία".
Είναι προφανές ότι τα συμβολικά προβλήματα επιδεινώνονται όσο απουσιάζει η υλική βάση, ή όσο αυξάνεται η ανασφάλεια για την επόμενη ημέρα. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι δεν παραμένουν αυτοδυνάμως. Σήμερα είναι ανάγκη να το πούμε καθαρά, πως αν δεν αντιμετωπισθεί με ειλικρίνεια η εκπαιδευτική ανάγκη των παιδιών της μειονότητας, είναι βέβαιο πως στο όχι μακρινό μέλλον η ελληνική πολιτεία θα έχει να αντιμετωπίσει ένα προλεταριάτο με δίκαιη οργή. Πέρασαν πολλά άγονα χρόνια μέχρι η ελληνική διοίκηση να αναγνωρίσει, το αυτονόητο πως τα παιδιά της μειονότητας ως μητρική γλώσσα δεν έχουν την ελληνική. Και πως θα έπρεπε να μάθουν τα ελληνικά με τον τρόπο που μαθαίνει κανείς μια ξένη γλώσσα. Και είναι επίσης προφανές, πως στο μυαλό της ελληνικής διοίκησης οι πολίτες της μειονότητας ήταν απλώς έλληνες πολίτες διαφορετικού θρησκεύματος, που μιλούσαν μια άγνωστη σε μένα, και φαντάζομαι σε πολλούς, "μουσουλμανική γλώσσα". Τόσο ένοχος ήταν και είναι ίσως ο όρος τουρκική. Αν λοιπόν η διοίκηση δεν καταλάβει ότι τα παιδιά της μειονότητας πρέπει να μάθουν καλά ελληνικά και καλά τουρκικά, τότε απλώς θα έχει συντομεύσει τον δρόμο για την νέα αθλιότητα. Όσο δεν δημιουργεί ένα σοβαρό πανεπιστημιακό τμήμα που θα βγάζει δασκάλους που ξέρουν καλά ελληνικά και τουρκικά, και συντηρεί ακόμη αυτή την ακατανόητη Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, τότε ειλικρινά δεν μπορώ να πω τίποτε για την ευφυΐα και την αποτελεσματικότητα της διοίκησης. Και να διδάσκεται ως μάθημα επιλογής στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Θράκης, η τουρκική γλώσσα και λογοτεχνία. Κάποια στιγμή θα πρέπει να πάψει ο λαϊκισμός γύρω από την εκπαίδευση της μειονότητας. Και να πούμε καθαρά και δημόσια, ότι αυτό που χρειάζεται η μειονότητα είναι ένα ισχυρό δημόσιο σχολείο που θα την σέβεται και όχι απολιθώματα μικρών και αδύναμων μειονοτικών σχολείων που απλώς υπάρχουν για λόγους πολιτικούς, ψηφοθηρικούς. Γιατί αν μια δημοκρατική πολιτεία θέλει την ουσιαστική χειραφέτηση μιας μειονότητας, είναι το πρώτο και βασικό βήμα η εκπαίδευση. Και όχι να βρίσκεται το μέλλον των παιδιών της μειονότητας σε ομηρία, ανάμεσα στην Αθήνα και την Άγκυρα. Κατά ένα σαφή τρόπο, η Ελλάδα έδειξε, όλα αυτά τα χρόνια, ακόμη και τούτα που υπάρχει νηνεμία, ότι δεν είδε ποτέ τη λύση των προβλημάτων της μειονότητας ως δική της υπόθεση, αλλά την εξαρτούσε πάντα από την άλλη πλευρά.
Είναι επίσης αδιανόητο η ελληνική διοίκηση να μην βλέπει ότι μόνο στον νομό Ροδόπης 9.000 οικογένειες, όλες σχεδόν μειονοτικές, περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού του Νομού, εξαρτώνται από τον καπνό. Και ειλικρινά όλα τα χρόνια που ζω στη Κομοτηνή δεν είδα ούτε μία σοβαρή προσπάθεια ενημέρωσης των ανθρώπων αυτών, ενημέρωσης για το μέλλον από την εκάστοτε κυβέρνηση. Αλλά αν σήμερα πολίτες της μειονότητας σπουδάζουν στα ελληνικά πανεπιστήμια, αν υπάρχουν επαγγελματίες ή επιστήμονες, να πούμε ότι αυτό είναι ένα βήμα. Πλην όμως χρειάζονται πολλά βήματα για ακόμη ένα αυτονόητο. Την εμπιστοσύνη.
Είναι γεγονός πως πολλά άλλαξαν. Αλλά μένοντας ήδη κοντά 10 χρόνια στη Κομοτηνή, μπορώ να πω ότι ένα βασικό δεν άλλαξε. Και αυτό είναι η ουσία. Το πώς δηλαδή η δημοκρατία μας αντιμετωπίζει τη μειονότητα. Όχι αν θέλετε τυπικά, νομικά, αλλά ανθρώπινα. Με συγκατάβαση την αντιμετωπίζει στη καλύτερη περίπτωση. Και αυτή η τακτική θα οδηγήσει με την πάροδο των χρόνων στη μη επίλυση των ζητημάτων. Και η οικονομική ανέχεια θα οδηγήσει τα παιδιά της μειονότητας να ζητήσουν οργισμένα το δικό τους μερτικό στο μέλλον. Αλλά δυστυχώς δεν θα στραφούν στην αριστερά. Γιατί έχει και αυτή τις ευθύνες της. Φοβάμαι ότι μπορεί να αναζητήσουν τη μοίρα τους σε μια στρεβλή εικόνα του Θεού, του όποιου Θεού, γιατί αυτό είναι η μόδα, είναι ο νέος συντηρητισμός. Ίσως πιο επικίνδυνος από κάθε άλλη φορά. Γιατί είναι μειλίχιος. Όσο ακόμη η ελληνική διοίκηση αντιλαμβάνεται την μειονότητα ως "εν δυνάμει πέμπτη φάλαγγα" του "εχθρού", είναι βέβαιο πως απλώς θα δίνει "λύσεις" αλλά ποτέ λύση. Όσο δεν γίνεται αντιληπτό πως η Θράκη δεν είναι μια φολκλόρ περιοχή, αλλά μια περιοχή που η μειονότητά της γνώρισε φόβο και αθλιότητα, όσο δεν γίνεται αντιληπτό ότι για να υπάρχει πραγματική ισονομία και ισοπολιτεία, και όχι μια καρικατούρα, πρέπει η διοίκηση να δώσει πολλά περισσότερα, να δώσει πάνω απ’ όλα εμπιστοσύνη, τότε φοβάμαι πως θα μείνουν αδικαίωτοι και οι αγώνες, αλλά και οι υπάρξεις όλων εκείνων που πόνεσαν και μάτωσαν για την ουσιαστική δημοκρατία της περιοχής. Και αν σε τελική ανάλυση αυτό δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο, οφείλει να ενδιαφέρει την Αριστερά. Και να θυμηθεί πάλι αυτό που μάλλον έχει λησμονήσει όσον αφορά στη μειονότητα, ότι οι μεταπολιτεύσεις δικαιώνονται μέσα από την καθημερινή πολιτική πράξη. Να θυμηθεί ότι έχει καιρό να καταθέσει στη Βουλή ζητήματα που αφορούν στη μειονότητα. Να θυμηθεί επίσης ότι η Αριστερά έχει νόημα ύπαρξης στους δύσκολους καιρούς.
Δεκαέξι χρόνια μετά τα τραυματικά γεγονότα του 1990, νομίζω ότι έγιναν μερικές μικρές μεταπολιτεύσεις, αλλά η πραγματική μεταπολίτευση δεν ήρθε ακόμη. Και δεν ήρθε γιατί η δημοκρατία μας δεν ήταν και τόσο χαϊρλίδικη με την μειονότητα.
|Ο Σταμάτης Σακελλίωνας είναι θεολόγος και δημοσιογράφος|
Οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οι μειονότητες
Συνέντευξη
Μιχάλης Παπαγιαννάκης
\* Πόσο επηρέασε την ελληνική μειονοτική πολιτική η ένταξη της χώρας στην Ε.Ε.; \
Από τη Συνθήκη της Ρώμης, σχεδόν αποκλειστικά επικεντρωμένη στα ζητήματα της οικονομίας, έως σήμερα, έχουν αναδειχθεί στη Συνθήκη της Ε.Ε. και στη σχετική νομοθεσία αρχές και συγκεκριμένες διατάξεις, που ενισχύουν την προστασία των μειονοτήτων, συλλογικά και για κάθε άτομο χωριστά. Η έμφαση στην αρχή της μη διάκρισης, σε όλους του τομείς του δημόσιου βίου, στην αγορά, στην εκπαίδευση, στην απασχόληση, στις εκλογές κ.λπ., και η συνεχής αναφορά σε αυτήν με κάθε ευκαιρία συγκεκριμένης νομοθεσίας, ορίζει το γενικό κλίμα και όχι μόνο. Διότι δημιουργεί τις βάσεις και την πρακτική ενός κοινοτικού δικαίου, πράγμα που διαπιστώνεται εύκολα σε πολλές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου (να μη το μπλέκουμε με το Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που επίσης έχει παίξει έναν σημαντικότατο ρόλο), μετά από προσφυγές ενδιαφερομένων.
Εξίσου, ή και περισσότερο, σημαντική ήταν και είναι η επίδραση που ασκείται αποτρεπτικά, με την έννοια ότι ο φόβος προσφυγών ή της πολιτικής ζημιάς εμποδίζει πρωτοβουλίες και μέτρα αρνητικά για τις μειονότητες. Αυτή η τελευταία παρατήρηση έχει σχέση και με το ρόλο των κοινοτικών οργάνων, ιδίως του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, όπου αυξάνεται συνεχώς και με όλο και μεγαλύτερη απήχηση στα ΜΜΕ και την κοινή γνώμη, ο κοινοβουλευτικός έλεγχος (με εκθέσεις πρωτοβουλίας, κοινοβουλευτικές ερωτήσεις, αναφορές πολιτών κ.λπ.). Αυτό ισχύει και για ειδικευμένους θεσμούς, όπως π.χ. το Ευρωπαϊκό Γραφείο για τις Λιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες (EBLUL), που καταγγέλλεται από ορισμένους στην Ελλάδα σαν όργανο... "σκοτεινών" ή ανθελληνικών κύκλων, δεν παύει όμως να είναι επίσημα αναγνωρισμένο από την Ε.Ε. και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο που το χρηματοδοτεί!
Επίδραση επίσης ασκούν οι δραστηριοποιούμενες εντός της Ε.Ε. μη Κυβερνητικές Οργανώσεις ή κοινοβουλευτικά και πολιτικά όργανα (κόμματα και όχι μόνο) σε κοινοτικό ή εθνικό επίπεδο, όπως π.χ. η βελγική Γερουσία που είχε παίξει σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση των αντιρρησιών συνείδησης στην Ελλάδα!
Τα αποτελέσματα δεν είναι προφανώς πλήρως ικανοποιητικά, ωστόσο θα θυμίσω πως η νομοθεσία για τους αντιρρησίες άλλαξε, η απαράδεκτη νομοθεσία που καταδικάζει τον "προσηλυτισμό" δεν εφαρμόζεται, σλαβομακεδονικό κόμμα έλαβε μέρος στις ευρωεκλογές κανονικά, σημαντικές παρεμβάσεις έγιναν υπέρ των Ρομά (και χρηματοδοτήσεις προγραμμάτων προς όφελός τους εγκρίθηκαν, ...άλλο πώς κατέληξαν στην Ελλάδα!), πολλά περιοριστικά μέτρα εις βάρος της μειονότητας στην Θράκη ατόνησαν ή καταργήθηκαν, ενώ σημαντικά προγράμματα οικονομικού ή εκπαιδευτικού χαρακτήρα χρηματοδοτήθηκαν και βρίσκονται σε εξέλιξη.
\* Ποιες αρχές και πρακτικές ακολούθησε η Ανανεωτική Αριστερά σχετικά με τις μειονότητες στο ελληνικό έδαφος;\
Οι αρχές είναι πάγιες και φυσικά ήταν ανέκαθεν και εξακολουθούν να είναι στη βάση των τοποθετήσεων μας και στα ζητήματα των μειονοτήτων: Στο πλαίσιο των υπαρχόντων συνόρων και της απόλυτης άρνησης της οποιασδήποτε αναθεώρησής τους (κάτι που μόνο πολέμους εγγυάται), προωθούμε συστηματικά ελευθερία, ισότητα, αυτοπροσδιορισμό, θετικές "διακρίσεις" για την αποκατάσταση κληρονομημένων ανισοτήτων και αδικιών, παρεμβάσεις για την εξασφάλιση της ομαλής άσκησης της θρησκευτικής λατρείας για όσους το επιθυμούν, ή για τη διδασκαλία και χρήση της γλώσσας, σεβασμό στις διεθνείς συμβάσεις που έχει υπογράψει η χώρα μας, γενικότερα εναρμόνιση της νομοθεσίας και πολιτικής μας με εκείνες που ισχύουν στην Ε.Ε. ή στις χώρες μέλη της (αν και υπάρχουν και περιπτώσεις που σηκώνουν συζήτηση σε ορισμένες...). Αυτές τις αρχές και αντιλήψεις προσπαθήσαμε και προσπαθούμε να συγκεκριμενοποιήσουμε και εφαρμόσουμε σε όλες τις περιπτώσεις.
Είναι αλήθεια ότι κυρίως επικεντρωθήκαμε στα ζητήματα της μειονότητας στη Θράκη. Είμαστε σε συνεχή επαφή και συνεργασία με εκπροσώπους της μειονότητας, δουλεύουμε μαζί με πολλούς "μειονοτικούς" (και βέβαια όχι ...μειονεκτικούς όπως συχνά τονίζει με το γνωστό χιούμορ του ο σύντροφος μου, ο Μουσταφά Μουσταφά), έχουμε μέλη και στελέχη, είχαμε και βουλευτή από το χώρο αυτό. Δεν θα σας κάνω τον κατάλογο των παρεμβάσεων μας στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στη Βουλή και στην Αυτοδιοίκηση. Ας θυμίσω και την παρουσία κεντρικών στελεχών μας επί του πεδίου, κάποτε μάλιστα υπό τον προπηλακισμό ανόητων αλλά καλά οργανωμένων εθνικοφρόνων και "χριστιανών". Δεν καταφέραμε να ασκήσουμε αρκετή πίεση για την κατάργηση του περιβόητου διεθνώς άρθρου 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, και έτσι κι αλλιώς παρά τις βελτιώσεις που έχουν γίνει υπάρχουν πολλά ακόμα να γίνουν.
Κάμποσες παρεμβάσεις έχουμε κάνει, κοινοβουλευτικά και πολιτικά, ακόμη και συμβολικά, για τους Ρομά. Πάντως νομίζω ότι εδώ έχουμε πολύ περισσότερα που θα έπρεπε να κάνουμε. Επίσης δεν κάναμε αρκετά ως προς το ζήτημα των μειονοτικών γλωσσών, που για τους γνωστούς αλλά ειλικρινά δυσνόητους λόγους προκαλεί ισχυρές και ασύμμετρες αντιδράσεις του επίσημου κράτους, όπως απαγορεύσεις, δίκες, και άλλου είδους διώξεις. Θυμάμαι το τι είχαμε ακούσει όσοι, πολλοί λίγοι, μαζί και ο αείμνηστος Τάκης Λαμπρίας της Ν.Δ., είχαμε υπερψηφίσει την έκθεση Κιλιλέα για τις ολιγότερο ομιλούμενες γλώσσες στην Ε.Ε. και η οποία έκανε αναφορά στα τουρκικά, τα σλαβομακεδόνικα, τα βλάχικα, τα αρβανίτικα και τα τσιγγάνικα στην Ελλάδα. Τα αστείο είναι ότι στο περιεχόμενο της έκθεσης (που ανέλυε σχετικό κείμενο της Κομισιόν) είχε συναινέσει, αφού ερωτήθηκε, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών!!!
Επίσης αυτοκριτική πρέπει να είναι η στάση μας και ως προς τους σλαβόφωνους, οι οποίοι έχουν μεν το δικαίωμα να έχουν κόμμα (που μάλιστα ανήκει σε επίσημη ευρωομάδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο...), αλλά δεν μπορούν να χρησιμοποιούν επίσημα αν το θέλουν το "ιδίωμα" τους ή να αυτοπροδιορίζονται. Παράλληλα ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς βρίσκονται πρόσφυγες στη γειτονική χώρα χωρίς όνομα και δεν τους επιτρέπεται, παρά το ότι είναι γεννημένοι στην Ελλάδα και παλιότερα είχαν και ελληνικά ονόματα και έγγραφα, να επιστρέψουν στην Ελλάδα στη βάση εξαιρετικά αμφισβητήσιμων διατάξεων και πρακτικών.
Διδάσκοντας σε διαπολιτισμικό σχολείο
Συνέντευξη
Βάσω Νικολάου
\* Πώς συνυπάρχουν οι μειονότητες στο περιβάλλον ενός διαπολιτισμικού σχολείου;\
Θα σας μιλήσω για την εμπειρία μου ως δασκάλας στο διαπολιτισμικό σχολείο του Γκαζιού. Στο Γκάζι ζούσαν παλαιότερα αρκετοί μουσουλμάνοι τουρκόφωνοι της Θράκης~ σήμερα, με την αλλαγή του χαρακτήρα της περιοχής, έχουν απομείνει λίγοι. Τα παιδιά στο σχολείο ήταν πολλά. Εκτός από τους μουσουλμανόπαιδες υπήρχαν και παιδιά από την Αλβανία και αλλού, αλλά σε μικρότερο ποσοστό. Οι έλληνες που ζούσαν στη γειτονιά ήταν κι αυτοί από ασθενή οικονομικά στρώματα. Το ποσοστό των παιδιών των αλλόγλωσσων, τη χρονιά που εγώ δούλευα στο σχολείο, άγγιζε το 65%. Ό,τι συνέβαινε στη γειτονιά ερχόταν στο σχολείο. Η φασαρία που γινόταν το προηγούμενο βράδυ στο παρακείμενο καφενείο, μεταξύ Ελλήνων και μουσουλμάνων, ερχόταν την άλλη μέρα στο σχολείο από τα παιδιά. Το παράδειγμα της κρίσης των Ιμίων είναι πολύ χαρακτηριστικό.
Η βία, λεκτική και σωματική, ήταν καθημερινή πραγματικότητα. Οι τουρκόφωνοι μαθητές γίνονταν βίαιοι με τους Αλβανούς, οι αλβανοί μαθητές με τους μουσουλμανόπαιδες, αποκαλώντας τους πολύ συχνά "γύφτους", ενώ οι Έλληνες "έπαιζαν" και στα δύο "γήπεδα". Κάθε μέρα στηνόταν στο σχολείο μια αρένα.
Από τη μια η ελλιπής φοίτηση των μουσουλμανόπαιδων, από την άλλη η αντίληψη των ελλήνων γονιών ότι τα δικά τους παιδιά έμεναν πίσω, και δεν προχωρούσαν όπως τα υπόλοιπα παιδιά στα άλλα σχολεία, έκαναν το έργο μας πάρα πολύ δύσκολο. Περνώντας τα χρόνια και με ενεργό συμμετοχή των δασκάλων του σχολείου, στη γειτονιά άρχισαν να αλλάζουν λίγο τα πράγματα. Το σχολείο και η γειτονιά είχαν γίνει το σπίτι μας. Πηγαίναμε στους γάμους, τα τραπέζια που διοργάνωναν οι μουσουλμάνοι της περιοχής, έρχονταν στο σχολείο στα παζάρια που κάναμε και άρχισε το σχολείο να αποκτά έναν άλλο ρόλο εκεί. Όμως αυτό δεν ήταν αρκετό. Όταν οι συγκεκριμένοι δάσκαλοι έφυγαν, το σχολείο ξαναγύρισε στην προηγούμενη, και χειρότερη ίσως, κατάσταση.
\* Ποιες είναι οι κυρίαρχες εικόνες και τα συναισθήματα που εκπέμπουν προς τα παιδιά των μειονοτικών και των προσφύγων οι επίσημοι κρατικοί θεσμοί και η "σιωπηρή" πλειοψηφία;\
Η λέξη αφομοίωση χαρακτηρίζει την πολιτική στάση απέναντι στην εκπαίδευση των παιδιών των μεταναστών. Να το κρύψουμε δηλαδή το πρόβλημα, να μην το βλέπουμε. Ό,τι έγινε στη Γαλλία. Η απομόνωση και η στέρηση δικαιωμάτων των μεταναστών, όπως αυτά της γλώσσας, της ταυτότητας, του αυτοπροσδιορισμού. Δεν θα ξεχάσω τα παιδιά στο Γκάζι, που από τη μια θεωρούσαν την Κομοτηνή ως Τουρκία και από την άλλη έκρυβαν την ταυτότητά τους λέγοντας ότι είμαι Έλληνας/ίδα, ξεχνώντας και τη μητρική γλώσσα. Το να βγάζεις τη μαντίλα ή να προσεύχεσαι μαζί με τους Έλληνες συμμαθητές δεν σημαίνει ότι ανήκεις στην πλειοψηφία. Τα ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία δύσκολα τα αποχωρίζεσαι. Αποχωρίζοντάς τα απορρίπτεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Το ότι ξέχασαν να μιλούν σημαίνει ότι είναι δύσκολο να πουν πως είναι Τούρκοι ή Αλβανοί. Οι συμμαθητές τους, οι δάσκαλοι, δεν θα το δεχτούν. Ο ρατσισμός καραδοκεί παντού, στο σχολείο, το φροντιστήριο, τη γειτονιά, τον δρόμο. Όταν μιλάς τουρκικά ή αλβανικά, αυτόματα σημαίνει ότι είσαι κακός για παρέα, για φίλος, για συμμαθητής. Γι' αυτό αλλάζουν τα ονόματα, γι' αυτό ο Αχμέτ γίνεται Χρήστος και ο Αουρέλι, Γιάννης.
\* Τα εμφανή θρησκευτικά διακριτικά στοιχεία, όπως για παράδειγμα η μαντίλα ή και οι θρησκευτικές εικόνες στους δημόσιους χώρους, δεν προτάσσουν τις αμοιβαίες πολιτισμικές διαφορές;\
Στο ελληνικό σχολείο η μαντίλα δεν μας έχει απασχολήσει ακόμα, και αυτό, όπως ειπώθηκε, έχει να κάνει με την αντίληψη των ίδιων των μεταναστών για αφομοίωση. Τα παιδιά των τουρκόφωνων στο Γκάζι φορούσαν ρούχα όπως όλα τα παιδιά, παρά το γεγονός ότι οι μανάδες τους φορούσαν μαντίλα. Η Αϊσέ, για παράδειγμα, τελείωσε ο δημοτικό φορώντας φόρμες. Αφού εγκατέλειψε και δεν πήγε γυμνάσιο, στη γειτονιά φορούσε ρούχα όπως η μαμά της και μαντίλα. Τα αγόρια, αντίθετα, είχαν μεγαλύτερη υποστήριξη στο να σπουδάσουν. Στο σχολείο προσεύχονταν κανονικά το πρωί, οι τάξεις είχαν εικόνες, στο μάθημα των θρησκευτικών, παρά το γεγονός ότι μπορούσαν να απαλλαγούν, οι μουσουλμανόπαιδες παρακολουθούσαν κανονικά, για να μη διαφέρουν από τα άλλα παιδιά. Έγιναν σημαντικές προσπάθειες από τους εκπαιδευτικούς του σχολείου να διδάσκουν θρησκειολογία, αλλά αυτό ήταν αποσπασματικό και δεν άντεξε στο χρόνο. Οι γονείς των μαθητών ζητούσαν τα παιδιά να έρχονται στην πρωινή προσευχή, να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών αλλά και να εκκλησιάζονται. Ακόμα και οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών σε αυτό το θέμα είναι πολύ συντηρητικές. Δεν μπορούν ακόμα να διανοηθούν να μη γίνεται ο εκκλησιασμός ή να μην υπάρχουν εικόνες στην τάξη.
\* Ποιο νομικό καθεστώς στηρίζει το διαπολιτισμικό σχολείο και ποιες κοινωνικές πιέσεις το δημιούργησαν; \
Το σχολείο στο Γκάζι, κυριολεκτικά σε μια νύχτα, χαρακτηρίστηκε διαπολιτισμικό. Ο μεγάλος αριθμός των μουσουλμανόπαιδων το έκανε να χαρακτηριστεί έτσι. Μόνο στα χαρτιά βέβαια, χωρίς να υπάρχει κάτι συγκεκριμένο. Ήταν ένα σχολείο όπως τα υπόλοιπα της Αθήνας, χωρίς επιπλέον υλικό, χωρίς κάποια ειδίκευση στους δασκάλους, σε μεθοδολογίες διαπολιτισμικού περιεχομένου, χωρίς τίποτα. Ο νόμος περί διαπολιτισμικής εκπαίδευσης έκανε πολύ λίγες αναφορές στο ίδιο το θέμα και περισσότερο αναφερόταν στους ομογενείς του εξωτερικού. Τα διαπολιτισμικά σχολεία δημιουργήθηκαν επί ΠΑΣΟΚ, που ήθελε να επιδείξει ευαισθησίες για την εκπαίδευση των παιδιών των μεταναστών. Στην ουσία αυτών των σχολείων οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν μπήκαν ποτέ. Στην περίπτωση ειδικά του Γκαζιού, δεν μπορεί να προσεύχεσαι κάθε πρωί στη αυλή του σχολείου χριστιανικότατα, με 65% αλλόθρησκους απέναντί σου. Δεν μπορείς να γιορτάζεις την 25η Μαρτίου και να λες πόσο κακοί είναι οι Τούρκοι, όταν το 65% των μαθητών είναι τουρκογενείς. Με τη λογική ότι είναι Έλληνες πολίτες, δεν παίρνεις υπόψη σου το γεγονός ότι είναι αλλόγλωσσοι και ότι η ελληνική γλώσσα δεν είναι μητρική. Φτιάχνεις κι ένα νόμο που σου επιτρέπει να διδάσκεται η μητρική γλώσσα, αλλά στην πράξη αυτό δεν εφαρμόζεται. Στην περίπτωση του Γκαζιού, θα μπορούσε να γίνει μόνο για τα αλβανικά και όχι για τα τουρκικά. Και για τα αλβανικά βέβαια υπήρξαν αντιρρήσεις. Οι Έλληνες γονείς πίεζαν ότι θα τουρκέψουν τα ελληνάκια ακούγοντας συνέχεια τουρκικά. Την πολιτική ευθύνη κανείς δεν την πήρε, γιατί το πολιτικό κόστος ήταν τεράστιο. Το ότι λειτουργούσαν τάξεις υποδοχής και φροντιστηριακά τμήματα, δεν θεμελίωνε σαφή διαφορά με τα άλλα σχολεία. Διαφορά υπήρξε όταν εφαρμόστηκε το πρόγραμμα εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων του πανεπιστημίου. Όταν βέβαια το πρόγραμμα τελείωσε, το σχολείο επανήλθε στην προηγούμενη κατάσταση, και χειρότερη πια, έχοντας μόνο τον τίτλο του διαπολιτισμικού.
Τα υπόλοιπα διαπολιτισμικά σχολεία που λειτουργούν είναι αυτά των παλλινοστούντων. Άλλωστε σήμερα οι περικοπές στην εκπαίδευση αρχίζουν από τους μετανάστες μαθητές. Οι περισσότερες τάξεις υποδοχής, που ήταν υποστηρικτικές, έκλεισαν, και όσες λειτουργούν, λειτουργούν χάρη στην πίεση των εκπαιδευτικών.
|Η Βάσω Νικολάου είναι εκπαιδευτικός|
KİTABE-İ SENG-İ MEZAR
I
Hiçbir şeyden çekmedi dünyada
Nasırdan çektiği kadar
Hatta çirkin yaratıldığından bile
O kadar müteessir değildi;
Kundurası vurmadığı zamanlarda
Anmazdı ama Allahın adını,
Günahkar da sayılmazdı.
Yazık oldu Süleyman Efendi'ye
II
Mesele falan değildi öyle,
"To be or not to be" kendisi için;
Bir akşam uyudu; uyanmayıverdi.
Aldılar, götürdüler, yıkandı,
Namazı kılındı, gömüldü.
Duyarlarsa öldüğünü alacaklılar
Haklarını helal ederler elbet.
Alacağına gelince...
Alacağı yoktu zaten rahmetlinin.
III
Tüfeğini depoya koydular,
Esvabını başkasına verdiler.
Artık ne torbasında ekmek kırıntısı,
Ne matrasında dudaklarınınn izi;
Öyle bir ruzigâr ki, kendi gitti,
İsmi bile kalmadı yadigâr.
Yalnız şu beyit kaldı,
Kahve ocağında, el yazısıyla:
"Ölüm Allahın emri, Ayrılık olmasaydı."
Orhan VELI
ΕΠΙΤΑΦΙΑ
1.
Οι κάλοι του τον πέθαιναν μια ολόκληρη ζωή.
Ακόμη κι η ασχήμια του
ποτέ δεν τον ενόχλησε έτσι.
Αν όμως δεν τον στένευε εκείνο το παπούτσι,
δεν πρόκειται να έπιανε τ' όνομα του Θεού
στο στόμα του. Άλλη αμαρτία δεν είχε.
Τι κρίμα που έφυγε ο Σουλεϊμάν Εφέντης!
2.
To "To be or not to be"
δεν τον απασχολούσε.
Ένα βράδυ, έπεσε για ύπνο
και δεν ξύπνησε ποτέ.
Ήρθαν, τον πήραν, τον έπλυναν,
τον διάβασαν, τον έθαψαν.
Αν μάθαιναν οι πιστωτές το θάνατό του,
θα έσβηναν οπωσδήποτε τα χρέη του.
Όσο γι' αυτά που είχε να λαμβάνει...
Δεν είχε να λαμβάνει τίποτε ο συγχωρεμένος.
3.
Έβαλαν το τουφέκι του στο ντουλάπι.
Έδωσαν τον ιματισμό του σε κάποιον άλλον.
Τώρα πια, ούτε ψίχουλα στο γυλιό του,
ούτε σημάδια χειλιών στην καραβάνα του.
Μόνο ένας άνεμος που φυσάει,
όλο φυσάει και δε φέρνει
τ' όνομά του, ούτε όνομα άλλο κανένα.
Τώρα, μονάχα εκείνο το δίστιχο
που χάραξε με το χέρι του
πάνω απ' το τζάκι του καφενείου:
"Θεού εντολή ο θάνατος.
Να μην υπήρχε κι ο χωρισμός!"
Μετάφραση Γιώργος ΜΠΛΑΝΑΣ
İNTIHAR
Kimse duymadan ölmeliyim
Ağzımın kenarında
Bir parça kan bulunmalı.
Beni tanımayanlar
"Mutlak birini seviyordu" demeliler.
Tanıyanlarsa, "Zavallı, demeli,
Çok sefalet çekti."
Fakat hakiki sebep
Bunlardan hiçbirisi olmamalı.
Orhan VELI
ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Θα πρέπει να πεθάνω χωρίς να το μάθει κανείς.
Μόνο μια σταγόνα αίμα
στην άκρη των χειλιών μου.
Όσοι δεν με γνώριζαν θα πουν:
"Σίγουρα κάποιαν αγαπούσε!"
Όσοι με γνώριζαν:
"Ο δύστυχος, γλίτωσε από τα βάσανά του!"
Η αιτία όμως, κατά βάση,
δεν θα 'χει σχέση μ' όλα αυτά.
Η αλήθεια, όπως πάντα,
θα βρίσκεται αλλού.
Μετάφραση Γιώργος ΜΠΛΑΝΑΣ
Η ταυτότητα ως μυθική κατασκευή
Του Πιερ-Αντρέ ΤΑΓΓΥΕΦ
Η εθνοτική ταυτότητα
Υποστηρίζουμε ότι μια εθνοτική ομάδα είναι ένα σύνολο ατόμων, τα οποία αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ή γίνονται αντικείμενο πρόσληψης, ως αποτελούντα μια διακριτή ανθρώπινη ομάδα, προικισμένη με μια συλλογική ταυτότητα θεμελιωμένη πάνω σε μια αυτο-ταυτοποίηση, εμπερικλείουσα την πίστη σε μια κοινή καταγωγή και σε μια κοινή κουλτούρα (γλώσσα, θρησκεία, ήθη). Η εθνοτική ταυτότητα, η οποία μάλλον τίθεται ως προϋπόθεση παρά ορίζεται με σαφήνεια, θεωρείται ότι υποδεικνύει αυτό που θα ήταν αντικείμενο συμμερισμού από όλα τα μέλη της ομάδας. Υποτιθέμενη ομοιογενής, μία και μοναδική, διαρκής και σταθερή, η εθνοτική ταυτότητα σφραγίζεται από ένα κύριο όνομα, ένα "εθνοτικονύμιο". Για εκείνους οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι εφικτή μια αντικειμενιστική προσέγγιση της εθνοτικότητας, τα μέλη μιας εθνοτικής ομάδας υποτίθενται ότι συμμερίζονται έναν ορισμένο αριθμό πολιτισμικών χαρακτηριστικών, που επιτρέπουν να τα αναγνωρίζουν και, συσχετιστικά, να τα διαφοροποιούν από τα μέλη μιας οποιασδήποτε άλλης ομάδας.
Εντούτοις, οι ρεαλιστικοί ορισμοί της εθνοτικότητας φαίνονται αφελείς και τείνουν να αρνούνται τη μυθοπλαστική, και μάλιστα μυθική, διάσταση κάθε εθνοτικής ταύτισης. Ο ιδρυτικός μύθος κάθε εθνοτικής ομάδας είναι ο μύθος ενός κοινού προγόνου, ερμηνευόμενου με μη φυλετιστικό τρόπο (όχι με όρους κοινότητας "αίματος", αλλά πίστεων και ιδιαίτερων τρόπων ύπαρξης). Επομένως, το θεμέλιο της εθνοτικότητας ή της εθνοτικής ταυτότητας είναι πριν απ' όλα ψυχο-κοινωνικής τάξης: το συναίσθημα μιας κοινής καταγωγής και ενός κοινού συνανήκειν. Αναγνωριζόμενο ως τέτοιο, το συναίσθημα αυτό θεωρείται ότι προσδίδει μια βάση στην αυτο-εκτίμηση των μελών της ομάδας, της οποία η ταυτοτική αυτο-επιβεβαίωση αναγνωρίζεται ως νόμιμη. Πάνω σε αυτό το συναίσθημα θεμελιώνονται διάφορες διεκδικήσεις, η πρώτη από τις οποίες είναι η κρατική, και ει δυνατόν η διεθνής, αναγνώριση. Αυτού του τύπου την διεκδίκηση μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε "κοινοτιστική". Η εθνοτική ομάδα, κραδαίνοντας διάφορα ταυτοτικά σύμβολα, αυτο-επιβεβαιώνεται, συχνά αντιπαρατιθέμενη (σε ένα εθνικό κράτος το οποίο δεν της αναγνωρίζει καμία νομιμότητα) και απαιτώντας το σεβασμό των ιδιαίτερων πολιτισμικών της δικαιωμάτων. Στην περίπτωση αυτή, η κατηγορία εθνοτική ομάδα ταυτίζεται με αυτή της πολιτισμικής μειονότητας. Όταν η εθνοτική ταυτότητα κινητοποιείται πολιτικά, και γίνεται σε συμβολικό επίπεδο αντικείμενο εκμετάλλευσης από μια κυρίαρχη ομάδα, μπορεί να τροφοδοτήσει και να δικαιολογήσει την απαίτηση μιας "εθνοτικοκάθαρσης" του πληθυσμού, εμπερικλείουσα την απέλαση ή την εξόντωση όλων των μελών εθνοτικών ομάδων που δεν ανήκουν στην κυρίαρχη ομάδα [...].
Τι είναι κοινοτισμός;
Μπορούμε, ταξινομώντας τις συνδηλώσεις του όρου, να διακρίνουμε τέσσερις δυνατούς προς κατασκευή ορισμούς της ρευστής έννοιας "κοινοτισμός".
1. Τρόπος αυτο-οργάνωσης μιας κοινωνικής ομάδας, θεμελιωμένης πάνω σε μια περισσότερο ή λιγότερο μυθοπλαστική (αλλά αντικείμενο πίστης) "εθνοτική συγγένεια", σε μια εθνοτικοκεντρική προοπτική περισσότερο ή λιγότερο ιδεολογικοποιημένη, πάνω στο μοντέλο "εμείς |versus| οι άλλοι" ("εμείς": οι καλύτεροι από τα ανθρώπινα όντα, οι πιο ανθρώπινοι από τα ανθρώπινα όντα). Ο "κοινοτισμός" γίνεται συνώνυμος του "τριμπαλισμού".
2. Ουσιακή θεώρηση των ανθρώπινων ομάδων, η κάθε μία από τις οποίες θεωρείται προικισμένη με μια ουσιώδη ταυτότητα, για την οποία υποτίθεται ότι είναι αντικείμενο συμμερισμού από όλα τα μέλη της ή τους εκπροσώπους της. Το άτομο ανάγεται σε περισσότερο ή λιγότερο τυπικό εκπρόσωπο αυτού που φανταζόμαστε ότι είναι η ομάδα στην αφηρημένη φύση της ή στην ουσία της. Το "κοινοτιστικό" φαντασιακό συμμερίζεται αυτή την ουσιακή θεώρηση από κοινού με τη ρατσιστική σκέψη ή την εθνικιστική ιδεολογία. Τα "από κοινού συμμεριζόμενα συμφέροντα" τα αντικαθιστά η "κοινά συμμεριζόμενη ιδεολογία", στο πλαίσιο της "ιδεολογίας της οικειότητας" όπως χαρακτηρίσθηκε από τον Ρίτσαρντ Σέννεττ. Με αυτό τον τρόπο συγκροτούνται οι ταυτοτικές ομάδες που αποκλείουν, απορρίπτοντας όλους εκείνους οι οποίοι δεν είναι μέλη τους (ξένους, περιθωριακούς, αουτσάϊντερς). Η επανεπινόηση της διαφοράς, ευνοούμενη από την παγκοσμιοποίηση, η οποία προκαλεί αυτές τις αντιδράσεις ή τις ιδιαιτεροτικές αντιστάσεις, βρίσκεται στην αφετηρία της ταυτοτικής ψευδαίσθησης. Αυτή η παράδοξη διαδικασία μπορεί να αναλυθεί ως η έκφραση της αρνητικής διαλεκτικής του |Mc World| και της |Djihad|, το μοντέλο της οποίας έγινε αντικείμενο επεξεργασίας από τον Μπένγαμιν Μπάρμπερ.
3. Πολιτική υπέρ των ομαδικών ταυτοτήτων, πολιτισμικών ή εθνοτικών, θεμελιωμένη πάνω στην αναγνώριση της εσωτερικής αξίας και του απόλυτα πολλαπλού χαρακτήρα αυτών των ταυτοτήτων στο εσωτερικό μιας και της αυτής κοινωνίας, όλες θεωρούμενες εξίσου άξιες σεβασμού, άρα, κρινόμενες ελεύθερες να αυτο-επιβεβαιώνονται στον κοινωνικό χώρο (αλλά όχι, αυστηρά μιλώντας, στο δημόσιο χώρο, ο οποίος προϋποθέτει την ύπαρξη ενός πεδίου διαδράσεων που υπερβαίνει τις "κοινότητες"). Αυτή είναι η αγγελική θεώρηση του "πολυπολιτισμού", αυτή που του αποδίδουν οι δεδηλωμένοι οπαδοί του, συχνά στρατευμένοι στην αντιρατσιστική δράση. Πολλοί είναι οι αντιρατσιστές κοινωνιολόγοι ή πολιτολόγοι, οι οποίοι δεν διστάζουν να παρουσιάσουν την "απόρριψη της πολυπολιτισμικής κοινωνίας" ως ένα από τα πρωταρχικά κριτήρια του συγκαιρινού ρατσισμού. Ως εάν ο ρατσισμός, αφού για μακρό διάστημα ήταν ένας αντιεξισωτισμός, να έγινε ένας αντιπολυπολιτισμός, και ο αντιρατσισμός μια μορφή διαφορισμού.
4. Ο "κοινοτισμός" μπορεί επίσης να υποδεικνύει την πολιτική χρήση ενός ταυτοτικού μύθου θεμελιωμένου στην απολυτοποίηση μιας συλλογικής ταυτότητας. Μια πολιτική χρήση η οποία μπορεί να επεκτείνεται με πολεμικά μέσα: οι "εθνοτικοί πόλεμοι" μπορούν να παρατηρηθούν παντού στον κόσμο και, στη γηραιά ήπειρο, συνιστούν την ανάποδη σκιά της κατασκευής της Ευρώπης, τη μία από τις πρωταρχικές φιγούρες που έλαβε η προοδευτική ουτοπία από τα τέλη του 20ού αιώνα. Ο ταυτοτικός μύθος μπορεί να εκδηλώνεται μέσα από μια πολιτική θεμελιωμένη στο δικαίωμα στη διαφορά, ακολουθούμενο σε όλες τις συνέπειές του και ριζοσπαστικοποιούμενο σε υποχρέωση, για κάθε άτομο, να διατηρεί πριν απ' όλα τη "διαφορά του", δηλαδή την ομαδική ένταξη που προκρίνει (μια "φύση", ένα φυσικό δεδομένο αναγόμενο σε ουσία, ή μια "κουλτούρα" καταγωγής, συχνότατα θρησκευτική, φυσικοποιημένη). Με την έννοια αυτή, ο "κοινοτισμός" εμφανίζεται ως μορφή πολιτισμικού και διαφοριστικού νεορατσισμού. Στην πλειονότητα των παθολογιών της ταυτότητας στο σημείο αυτό συσχετίζονται: οργισμένες διεκδικήσεις αναγνώρισης, ουσιακή σκέψη, στάσεις που οδηγούν στον αποκλεισμό, επιθετικές συμπεριφορές καθοδηγούμενες από τη μνησικακία.
Αν ο ορισμός 3 αντιστοιχεί στη θετική θεώρηση του κανονιστικού πολυπολιτισμού, όπως τον παρουσιάζουν οι θεωρητικοί του (σύμφωνα με περισσότερο ή λιγότερο αγγελικές εκδοχές του), ο ορισμός 4 απηχεί τις αρνητικές αναπαραστάσεις του πολυπολιτισμού που διαδίδουν οι εχθροί αυτού του τελευταίου. Το ζήτημα είναι αν μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτό το άγονο ενώπιος-ενωπίω που εγκαθιδρύθηκε μέσω αυτής της αντιπαράθεσης η οποία δομεί τις συγκαιρινές ιδεολογικο-μεντιακές συζητήσεις [...].
Εξαμερικανισμός
Στη Γαλλία, κατά τις δεκαετίες του 1980 και 1990, γίναμε μάρτυρες του προσηλυτισμού ενός μέρους της διανόησης -των αριστερών διανοουμένων- στο μοντέλο της πολυκοινοτικής ή πολυκοινοτιστικής κοινωνίας, που συχνά αποκαλείται πολυπολιτισμική ή πολυεθνοτική, και ενίοτε πολυφυλετική. Παρατηρώντας το λόγο των οπαδών του και εκθειαστών του, το πολυκοινοτιστικό μοντέλο γίνεται αντικείμενο υπεράσπισης, ταυτόχρονα, ως μέθοδος αντιρατσιστικού αγώνα και ως φόρμουλα υποκατάστασης του α λα γαλλικά κράτους-έθνους, το οποίο κρίνεται ως ντεμοντέ, "αρχαϊκό" ή μη-προσαρμοσμένο στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης των ανταλλαγών, η οποία θεωρείται ότι ανοίγει την εποχή του μεταεθνικού και της διασυνοριακής ύπαρξης του νέου ανθρώπινου πλανητικού όντος, "κινητικού" και "μιγαδοποιημένου". Είναι σημαντικό να επισημάνουμε τον κόμπο που διαμορφώνουν ο πολυκοινοτισμός και ο μεταεθνισμός, ως προς την διασφάλιση της συνοχής μιας νέας ειρηνικής θεώρησης της Ιστορίας: η έλευση των πολυπολιτισμικών και/ή πολυεθνοτικών κοινωνιών εκλαμβάνεται ως η νέα αγαθή εποχή που επέρχεται, στη λεγόμενη ώρα της "μετάβασης προς" το μεταεθνικό, φαντασιωνόμενο ως η είσοδος στην εποχή του "πλανητικού χωριού". Νέα μετενσάρκωση του κοσμοπολιτισμού, αυτής της παλιάς αφηρημένης ιδέας της οποίας η ιστορία δεν τελείωσε.
Αυτός ο προσηλυτισμός στην ιδέα της "ευτυχισμένης παγκοσμιοποίησης" μιας σημαντικής μερίδας της πολιτικο-διανοητικής ελίτ, στο όνομα του "πλουραλισμού" ή της "ανεκτικότητας" και των "προοδευτικών ιδεών", χρειάζεται επείγουσα κριτική εξέταση, επείγουσα γιατί ο εν λόγω προσηλυτισμός αποτελεί έναν από τους δείκτες του εξαμερικανισμού ή, ακριβέστερα, της πολιτισμικής αγγλο-σαξονοποίησης της Ευρώπης. Διαδικασία νεο-αποικιακή, μη αναγνωρίσιμη ως τέτοια, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι εν λόγω ελίτ, έχοντας εγκαταλείψει την κριτική διαύγεια και υποταγμένες στη διανοητική τρομοκρατία που ασκείται προς κάθε εθνική αφοσίωση, στοιχήθηκαν μαζικά στις αξίες και τις νόρμες της "πληθυντικής" παγκοσμιοποίησης, μέσα από έναν ευρωπαϊσμό. Έτσι, αυτό που εισήχθη στην Ευρώπη από τις "προοδευτικές" ελίτ, παρά τον λυσσώδη αντιαμερικανισμό τους, είναι μία από τις πλέον αμφισβητούμενες διαστάσεις του παγκοσμιοποιημένου αμερικανικού πολιτισμού, το αποτελεσματικότερο μέσο να προκαλέσει τη συγκρουσιακή αποσύνθεση των πολιτικών κοινοτήτων [...].
Κοινοτισμός και πολυπολιτισμός συγκροτούν καμουφλαρισμένες αυταρχικές αντιδράσεις κατά των ατομικών ελευθεριών, εγγυημένες από θεσμούς δημιουργημένους μέσα στο πλαίσιο του οποίου η χειραφετητική λειτουργία είναι σήμερα ξεχασμένη: του εθνικού πλαισίου. Δαιμονοποιώντας το έθνος, κοινοτισμός και πολυπολιτισμός απονομιμοποιούν τις νομικο-πολιτικές προϋποθέσεις της άσκησης της ελευθερίας από πολίτες συν-υπεύθυνους για το κοινό τους πεπρωμένο [...].
Μετάφραση: Ανδρέας ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Η νομική διάσταση
Συνέντευξη
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
\* Ποιες πολιτικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες συμβάλλουν στη διατήρηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή στη σύγχρονη Ελλάδα;\
Η διατήρηση δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων ως προς την εφαρμογή θρησκευτικού δικαίου σε διαφορές οικογενειακού και κληρονομικού χαρακτήρα, αποτελεί αναμφίβολα μοναδική πρωτοτυπία στην Ευρώπη και μπορεί να χαρακτηριστεί απολίθωμα της εποχής των μιλλέτ, αλλά και αντίστροφα δείγμα νομικής πολυμορφίας. Για να καταλάβει κανείς την καταγωγή των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων των Μουφτήδων στη Θράκη, θα πρέπει να ανατρέξει στη νομική θέση των οθωμανικών μιλλέτ, όπως αυτή μεταφέρθηκε στο νομικό καθεστώς κατοχύρωσης των δικαιωμάτων των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Έτσι, διαιωνίστηκε, με τη μορφή της μειονοτικής προστασίας, η λειτουργία ενός προεθνικού θεσμού στα πλαίσια του εθνικού κράτους. Με αυτή τη λογική, οι μουσουλμάνοι της Θράκης κληρονομούν το καθεστώς που ίσχυε για τους μουσουλμάνους της Θεσσαλίας (από το 1881) και των Νέων Χωρών (από το 1913) και το οποίο βασιζόταν στην αυτοδιοίκηση των κοινοτήτων. Στην Θράκη, ο περιορισμός των κοινοτικών αυτονομιών και η αντικατάσταση του μουφτή από νεοτερικούς θεσμούς (δήμαρχος, βουλευτής, κλπ) της δεκαετίας του 1920, δεν ήταν αρκετή για να επαναπροσδιορίσει με σαφήνεια την πολιτική σημασία του Ισλάμ και τον ρόλο των θρησκευτικών δομών στο εσωτερικό της μειονότητας, αλλά ούτε και την ακριβή θέση τους στην ελληνική έννομη τάξη. Η ασάφεια αυτή αποτέλεσε, και αποτελεί, γόνιμο έδαφος για πολιτικούς ανταγωνισμούς και σύγκρουση εθνικών ιδεολογιών με πρόσχημα την θρησκεία.
Η διατήρηση των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή, παρόλο που λίγα χρόνια μετά το 1923 η κεμαλική Τουρκία αφαίρεσε τα αντίστοιχα δικαιώματα των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων της Τουρκίας, τα οποία πηγάζουν έμμεσα από κοινή διάταξη της Συνθήκης της Λοζάννης, εντάσσεται σε λογικές ελέγχου της μειονότητας. Επίσης στην αντίληψη ότι η μειονότητα είναι ξένη προς το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, και γι’ αυτό απομακρυσμένη από τις θεσμικο-πολιτικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα από τότε μέχρι σήμερα.
Η διαμάχη μεταξύ παλαιο-μουσουλμάνων και νεοτεριστών-κεμαλιστών δημιούργησε πρόσφορο περιβάλλον για την προνομιακή αντιμετώπιση των πρώτων από τις ελληνικές αρχές μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, οπότε η πλάστιγγα της υπεροχής έγειρε οριστικά υπέρ των δεύτερων. Τότε αρχίζει το αντίστροφο ρεύμα: η προσέγγιση των ισλαμιστών προς τη ιδεολογικές αναφορές του κεμαλισμού και η χειραγώγησή τους από την τουρκική εξωτερική πολιτική (από το 1980).
Παράλληλα, η άσκηση αυτιστικών πολιτικών από τις ελληνικές αρχές είχε παρενέργειες στον τρόπο αυτό-οργάνωσης των θρησκευτικών θεσμών της μειονότητας, όπως για παράδειγμα η λειτουργία δύο παράλληλων μουφτειών σε Ξάνθη και Κομοτηνή. Σήμερα, η όποια συζήτηση για αναμόρφωση του καθεστώτος, σχετικά με τις δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Μουφτή, αγγίζει τις δαιδαλώδεις παραφυάδες των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Εξάλλου, η μέχρι σήμερα ατροφική συζήτηση δεν εντάσσεται στη λογική της μελέτης των κανόνων ισλαμικού δικαίου, της εναρμόνισής του με θεμελιώδεις αξίες του ευρύτερου νομικού πολιτισμού και τις ενδεχόμενες διαστάσεις της δικαιικής πολυπολιτισμικότητας. Αντίθετα, προτάσσονται και πάλι ρηχές προσεγγίσεις, με γνώμονα το "εθνικό συμφέρον", αρθρώνεται και πάλι ηγεμονικός λόγος με αναφορές σε έναν ισοπεδωτικό ρεπουμπλικανισμό ή αποφεύγεται εντελώς η συζήτηση σχετικά με τα όρια της δικαιικής πολυμορφίας.
\* Με δεδομένη την ραγδαία αλλαγή των ιστορικών και των κοινωνικών όρων, από την εποχή της υπογραφής της Συνθήκης της Λοζάννης μέχρι σήμερα, μήπως ήρθε η ώρα να ανακινήσουμε μια διαδικασία αναπροσαρμογής του σχετικού καθεστώτος;\
Η διατήρηση του ίδιου νομικού καθεστώτος επί 80 χρόνια, η βολική συντήρηση της λογικής της μη-αλλαγής, που αφορά "ευαίσθητα θέματα εθνικής σημασίας", δεν ευνοεί την εξέλιξη του νομικού καθεστώτος που διέπει τη θέση της μειονότητας. Επιπλέον, δεν ευνοεί τον διάλογο που ενδεχομένως θα έβαζε ερωτήματα στην Ελλάδα, στην Τουρκία, και βέβαια στην ίδια την μειονότητα, κατά πόσο το σχετικό καθεστώς ανταποκρίνεται πλέον σε μια κοινωνία που έχει συγκροτηθεί στη βάση μιας διακριτής εθνικής ταυτότητας (τουρκική) και γλώσσας, και της οποίας ο μουσουλμανικός χαρακτήρας είναι συστατικό στοιχείο, αλλά όχι και το κυρίαρχα μοναδικό. Μέχρι σήμερα η συζήτηση αμφιταλαντεύεται μεταξύ δύο αντιφατικών παραδοχών: την παραβίαση των διατάξεων της Συνθήκης (σε Ελλάδα και Τουρκία) και ταυτόχρονα το γεγονός ότι η Συνθήκη αποτελεί τον καταστατικό χάρτη της μειονότητας και άρα η ύπαρξή της είναι συνυφασμένη με την διατήρηση της ίδιας της Συνθήκης. Έτσι, καμία εναλλακτική λύση δεν προσφέρεται στην τελματωμένη συζήτηση, είτε από τη μειονότητα είτε από τις ελληνικές και τουρκικές αρχές.
Ποια θα ήταν τα όρια και οι προϋποθέσεις εξέλιξης του δικαίου που απορρέει από την Λοζάννη; Καταρχήν, η συνεννόηση μεταξύ των δύο κρατών για τη συμβατική τροποποίηση των σχετικών διατάξεων. Δεύτερον, η ανάδειξη αιτημάτων από την ίδια τη μειονότητα και η διατύπωση διεκδικήσεων προς τη μία και την άλλη πλευρά. Τρίτον, η μονομερής διεύρυνση του δικαίου προστασίας, με την υιοθέτηση κανόνων ευρύτερης εμβέλειας. Να σημειωθεί ότι η Σύμβαση-πλαίσιο για τις εθνικές μειονότητες που η Ελλάδα έχει υπογράψει, αλλά, εδώ και εννέα χρόνια, εμμένει στην μη επικύρωσή της, προσφέρει τέτοιου είδους λύσεις. Η μονομερής διεύρυνση του κανονιστικού πεδίου εφαρμογής των μειονοτικών δικαιωμάτων, αυτομάτως θα πρόσφερε την εξής δυνατότητα: να υπερκαλύψει την Λοζάννη (χωρίς, δηλαδή, να απαιτηθεί διμερής συνεννόηση, αλλά και χωρίς να την παραβιάζει) και να εκσυγχρονίσει τη θέση της μειονότητας, ουσιαστικά δηλαδή να την απο-μιλλετοποιήσει. Για την εξέλιξη, διατήρηση ή κατάργηση διατάξεων που αποδίδουν μεν μειονοτικά δικαιώματα αλλά προκύπτουν μέσα από τις μουσουλμανικές αρχές, θα πρέπει να αναζητηθούν εκείνες οι κοινωνικές αξίες και στάσεις που καθορίζουν συνολικά το μειονοτικό φαινόμενο στη Θράκη, αλλά και τις επί μέρους εκφάνσεις του που χρήζουν ενδεχομένως νομικής προστασίας. Δηλαδή την εθνική ταυτότητα, τις γλώσσες και τους πολιτισμούς που την χαρακτηρίζουν, πέρα από το δεδομένο πλαίσιο προστασίας της μουσουλμανικής θρησκείας. Τέλος, η όποια προσπάθεια θεσμικής εξέλιξης του νομικού καθεστώτος που διέπει την τουρκο-μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, προϋποθέτει και τον πλήρη απεγκλωβισμό της από την κακώς εννοούμενη αμοιβαιότητα που δεκαετίες τώρα συνδέει την αντιμετώπιση των μειονοτήτων στις όποιες κακές πρακτικές της "άλλης" πλευράς.
\* Πώς επιτυγχάνεται ο σεβασμός της θρησκευτικής ή γλωσσικής ετερότητας μέσω του σχολείου στην σύγχρονη Ελλάδα;\
Όταν το ελληνικό εθνικό κράτος εδραιώθηκε στη βάση της νεοτερικότητας, η γλωσσική, θρησκευτική και εθν(οτ)ική ετερότητα απορροφήθηκε από τα έννομα αγαθά της ισότητας ενώπιον του νόμου και της απαγόρευσης των διακρίσεων. Αν όμως η γενικευμένη εξίσωση λειτούργησε αφομοιωτικά, η εκδήλωση μειονοτικής ετερότητας που τέθηκε υπό την προστασία διεθνών συμβάσεων απέκτησε μια θεσμική αυτονομία. Το δικαίωμα στη διδασκαλία της μητρικής γλώσσας και θρησκείας κατοχυρώθηκε έτσι, ιστορικά, σε ειδικά σχολεία μόνο για τους μουσουλμάνους, τους Εβραίους και τους Αρμένιους (και Βλάχους μέχρι το 1946). Ο σεβασμός λοιπόν της γλωσσικής και θρησκευτικής ετερότητας κατοχυρώθηκε μέσα από τη λογική των "θετικών διακρίσεων", δηλαδή της κατάστασης εξαίρεσης ως προς τα κοινά ελληνικά σχολεία. Αντίθετα, μέσα από τη λογική του "παθητικού σεβασμού" αποφεύγεται στα δημόσια σχολεία η προσβολή των ετερο-δόξων και ετερο-θρήσκων, όπως ηγεμονικά προσδιορίζονται από τη θεσμικά κρατούσα ορθόδοξη πλειονότητα. Σήμερα το μαζικότερο παράδειγμα θετικών μέτρων προστασίας της θρησκευτικο-γλωσσικής ετερότητας αφορά τα 220 περίπου μειονοτικά σχολεία εντός της Θράκης, όχι όμως στην περίπτωση που οι ίδιοι μαθητές κατοικήσουν δυτικότερα του Νέστου. Ωστόσο, ακόμα και σε αυτά τα σχολεία, το δικαίωμα στην εκμάθηση της μητρικής γλώσσας είναι αμφίβολο εάν πληροί τις προδιαγραφές του ευρύτερου δικαιώματος στην εκπαίδευση.
Το νομικό καθεστώς που διέπει τη μειονοτική εκπαίδευση για τον τουρκο-μουσουλμανικό πληθυσμό της Θράκης, χαρακτηρίζεται από μια δύσκαμπτη και αντιφατικά πολύπλοκη ιεραρχία κανόνων δικαίου. Η τουρκική μαζί με την ελληνική αποτελούν τις γλώσσες διδασκαλίας σε ισόποσο χρόνο. Το ελληνόφωνο πρόγραμμα διδάσκεται από χριστιανό και το τουρκόφωνο από μουσουλμάνο δάσκαλο ή καθηγητή. Έτσι το νομικό πλαίσιο διατηρεί, με τον πλέον αναχρονιστικό τρόπο, έναν διαχωρισμό μεταξύ των διδασκόντων, με τυπικό κριτήριο τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και όχι τη γλώσσα και τις διδακτικές ικανότητες.
Το ερώτημα όμως αφορά ευρύτερα τις νέες μειονότητες ή ομάδες μεταναστών, που αριθμούν περίπου 1 εκατομμύριο μη ελληνόφωνων. Από μιαν άλλη οπτική γωνία, θα λέγαμε ότι τα μαθησιακά προβλήματα αλλόγλωσσων μαθητών γίνονται αντικείμενο ρυθμιστικής αντιμετώπισης με δύο διαφορετικούς τρόπους. Από τη μία πλευρά οι τουρκόφωνοι, αλλά και οι βουλγαρόφωνοι μειονοτικοί της Θράκης φοιτούν στα "δικά τους" δίγλωσσα σχολεία, και από την άλλη οι μετανάστες φοιτούν στα κοινά ή διαπολιτισμικά, ελληνόφωνα, πάντως, σχολεία.
Μήπως η διάκριση μεταξύ μειονοτικών και διαπολιτισμικών σχολείων δεν είναι αντιφατική, καθώς η μαθησιακή διαδικασία βασίζεται σε εξω-εκπαιδευτικά κριτήρια, όπως η αναγραφή συγκεκριμένου θρησκεύματος στις ταυτότητες των γονέων ή την κατοχή μη ελληνικού διαβατηρίου; Είναι φανερό ότι ύστερα από δέκα πέντε χρόνια θεσμικής εμπειρίας της παράλληλης λειτουργίας των μειονοτικών σχολείων και των σχολείων για μετανάστες ή "παλλινοστούντες", θα πρέπει να επαναπροσδιοριστούν οι στόχοι και των δύο ειδών σχολείων και να υιοθετηθούν πιο πρόσφορες εκπαιδευτικές λύσεις σε μία κοινή βάση: διότι η γλωσσική πολιτική και το δίκαιο της γλώσσας πρέπει να στηρίζονται στην ανάλυση των γλωσσικών αναγκών της κοινωνίας και των κοινωνικών λειτουργιών των γλωσσών και των πολιτισμών.
\* Ποιοι είναι οι θεωρητικοί στόχοι και ποια η πραγματική λειτουργία της αποκαλούμενης "διαπολιτισμικής" εκπαίδευσης στην Ελλάδα;\
Η διαπολιτισμική ιδέα δεν εξαντλείται στην πολιτισμική συνύπαρξη, όπου ο κυρίαρχος πολιτισμός ανέχεται τους υπόλοιπους, αλλά αποτελεί τον καταλύτη για τον ενεργητικό σεβασμό τους και την αμοιβαία γνωριμία. Ωστόσο, συχνά η "πολυπολιτισμικότητα" αποτελεί το όχημα αφομοιωτικών πολιτικών, μέσω της επιβολής των αξιών του ισχυρότερου πολιτισμού ή γλώσσας. Τελικά, η προστασία της διαφοράς μπορεί να σημαίνει μια βαθύτερη ηγεμονική πατρωνία που στο τέλος της διαδικασίας υποτάσσει και ομογενοποιεί. Το μοντέλο της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης έχει ήδη θεσμοθετηθεί με τρόπο που αποπροσανατολίζει από την έννοια του "διαπολιτισμικού" ως συνάντησης, επικοινωνίας και αμοιβαίας κατανόησης διαφορετικών πολιτισμών. Οι τέσσερις –μόλις- σχετικές διατάξεις του νόμου 2413/1996 επιχειρούν να ρυθμίσουν το φαινόμενο της συνύπαρξης μαθητών του δημόσιου σχολείου με διαφορετικό εθνογλωσσικό ή θρησκευτικό υπόβαθρο. Σκοπός της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης είναι "η παροχή εκπαίδευσης σε νέους με εκπαιδευτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές ή μορφωτικές ιδιαιτερότητες" (άρθρο 34.1). Ωστόσο, ο ορισμός αυτός δεν είναι ικανός να δώσει σαφή εικόνα για το τι μπορεί να είναι το διαπολιτισμικό σχολείο, σε ένα συνεχώς διαμορφούμενο πολυπολιτισμικό περιβάλλον στην σύγχρονη Ελλάδα της μετανάστευσης.
Με τον τρόπο που στήθηκε το διαπολιτισμικό σχολείο μέχρι σήμερα, αδιαφορεί στην πράξη για την πολιτισμική ταυτότητα των μαθητών, αν και οι δυνατότητες που προσφέρει ο νόμος να εισαχθούν ειδικά μαθήματα στα διαπολιτισμικά σχολεία, και συνεπώς και μαθήματα γλώσσας και πολιτισμού, δεν έχει εφαρμοστεί, ούτε υπάρχει σχετική συζήτηση, αφαιρώντας την ουσία του σκοπού του νόμου. Πώς μπορεί να επιτευχθεί η προσέγγιση μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, όταν φορέας μιας τέτοιας προσπάθειας είναι η ελληνική και μόνο κουλτούρα; Πώς είναι δυνατόν να θεωρούνται διαπολιτισμικά κάποια σχολεία, όταν αρνούνται τους γλωσσικούς όρους της πολιτισμικής όσμωσης και κατά συνέπεια της διδασκαλίας στοιχείων των πολιτισμών των μεταναστών στους έλληνες μαθητές;
Το δίκτυο των 35 και πλέον "διαπολιτισμικών σχολείων" αποβλέπει κατ’ αρχήν στην ένταξη των "παλιννοστούντων", των αλλοδαπών, καθώς και των τσιγγανοπαίδων, στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Η επιμονή, ωστόσο, στην εργαλειακή κατηγοριοποίηση των μεταναστών μεταξύ "παλιννοστούντων" και "αλλοδαπών", εδράζεται στο διαχωρισμό μεταξύ "αλλογενών" και "ομογενών", προβλέποντας ευνοϊκότερη μεταχείριση σε όσους πιστοποιείται η "ελληνικότητά". Η κατηγοριοποίηση των μαθητών με κριτήρια καταγωγής και όχι μαθησιακών αναγκών, υπονομεύει εντέλει τις δυνατότητες επιτυχίας της εκπαιδευτικής διαδικασίας και αναπαράγει ηγεμονικά σχήματα, αλλά και πολύπλευρη άγνοια για τον συμμαθητή της διπλανής τάξης, και στη Θράκη και όπου αλλού φοιτούν μετανάστες.
|Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης είναι νομικός, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας|
Δεν είμαστε όλοι χριστιανοί, δεν είμαστε όλοι μουσουλμάνοι...
Συνέντευξη
Σαμή ΚΑΡΑΜΠΟΥΓΙΟΥΚΟΓΛΟΥ
\* Πώς θα περιγράφατε ένα σύντομο ιστορικό οδοιπορικό της μειονότητας στην Θράκη;\
Η μειονότητα (οι μειονότητες τουρκική ή μουσουλμανική, ελληνική ή χριστιανική, τουρκο-έλληνες ή ελληνο-τούρκοι, ο καθένας μπορεί να προσθέσει και άλλους όρους, αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν και έχουν το δικαίωμα να αισθάνονται ό,τι θέλουν) είναι προϊόν ενός πολέμου, στην προσπάθεια ίδρυσης εθνών κρατών, και μιας συνθήκης, της Συνθήκης της Λοζάννης.
Όπως όλες οι μειονότητες του κόσμου, που κατά κανόνα είναι κλειστές κοινωνίες, έτσι και η μειονότητα της Θράκης ήταν και παραμένει, εν μέρει, μια κλειστή κοινωνία ανθρώπων, ιδιαίτερα γκετοποιημένη από το 1967 έως 1992. Η μειονότητα δέχτηκε πολλαπλές μορφές γκετοποίησης.
Η πρώτη ίσως ιδεολογική και κοινωνική μετατόπιση συνέβη στον εμφύλιο, τότε έγινε και η πρώτη αναγκαστική μετατόπιση του πληθυσμού από στα χωριά στις πόλεις. Αρκετοί από την μειονότητα ανέβηκαν μαζί με τους αντάρτες στα βουνά και αρκετοί επίσης πολέμησαν στο πλευρό του τακτικού στρατού. Ωστόσο έχουμε πολύ λίγα στοιχεία για την περίοδο αυτή.
Η περίοδος 1950-1955 είναι η περίοδος ομαλοποίησης της ζωής των πολιτών της μειονότητας και επιστροφής από τις πόλεις στα χωριά. Από το 1967 ως το 1992 εξελίσσονται συνθήκες πολλαπλής γκετοποίησης, φόβου και ανασφάλειας, ενώ με τις εξελίξεις στο Κυπριακό πολλοί αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στην Τουρκία, φοβούμενοι για αντίποινα, και κάποιοι φεύγουν ως εργάτες στη Γερμανία. Η αφαίρεση της ιθαγένειας είναι προϊόν αυτής της περιόδου, όπου στο διάστημα 1967-1997 έχασαν την ιθαγένειά τους περίπου 46.000 άνθρωποι, σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπ. Εσωτερικών, και μόνο 170 απ' αυτούς έχουν αποκτήσει ξανά την ιθαγένειά τους μέχρι σήμερα. Τι να απέγιναν άραγε οι υπόλοιποι; Και το σημαντικότερο, με ποιο κριτήριο αφαιρέθηκαν αυτές οι ιθαγένειες;
Από το 1993 ως σήμερα η μειονότητα προσπαθεί να πιστέψει τις εξαγγελίες ισονομίας-ισοπολιτείας και με δειλά, προσεκτικά και φοβισμένα βήματα επιχειρεί να αλλάξει τη ζωή της. Το 1996-2000 εκλέγεται βουλευτής ο Μουσταφά Μουσταφά με τον Συνασπισμό στο Ν. Ροδόπης. Αν κάνουμε μια προσεκτική ανάγνωση της εκλογικής συμπεριφοράς της μειονότητας από την Συνθήκη της Λοζάννης μέχρι σήμερα, θα δούμε ότι η μειονότητα δεν ψηφίζει ιδεολογικά αλλά, αναγκαστικά, κόμμα ή κόμματα που θα κυβερνήσουν ή θα αποτελέσουν την αξιωματική αντιπολίτευση. Αυτή η εκλογική επιτυχία του Συνασπισμού θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως μια μορφή ιδεολογικής μετατόπισης μιας μερίδας των ψηφοφόρων της μειονότητας προς την αριστερά. Οπωσδήποτε ενσάρκωνε την ελπίδα για την αλλαγή και το μήνυμα, κυρίως των αγανακτισμένων νέων της μειονότητας, από την πολλαπλή μορφή των πιέσεων και γκετοποιήσεων. Το "πείραμα" δεν συνεχίστηκε την επόμενη τετραετία, με πολύ μεγάλη ευθύνη κυρίως της ηγεσίας του Συνασπισμού, που δεν μπόρεσε να στηρίξει στις κρίσιμες στιγμές τον βουλευτή του.
Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω την έννοια "ο σύντροφος Μουσουλμάνος βουλευτής", που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από την ηγεσία, και από πότε θρησκεία και αριστερά άρχισαν να ταυτίζονται και να πηγαίνουν χέρι-χέρι. Άραγε αυτοί που είναι άθεοι ή άθρησκοι, εφόσον δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται ως "σύντροφοι Μουσουλμάνοι" ή "Μουσουλμάνοι Πολίτες" δεν υπάρχουν; Δεν μιλούν κάποια διαφορετική γλώσσα; Δεν είναι προσβλητικό ένα κόμμα της Αριστεράς, που υποστηρίζει τον διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος, να χρησιμοποιεί τον όρο σύντροφος βουλευτής Μουσουλμάνος;
Το διάστημα 1993-2006 είναι επίσης για τη μειονότητα μια περίοδος προσπάθειας ένταξής της στο δημόσιο τομέα. Βέβαια το ερώτημα ισότιμης ένταξης παραμένει ακόμα και σήμερα επίκαιρο. Την εποχή αυτή χαλαρώνουν τα διοικητικά μέτρα, καταργούνται τα εσωτερικά σύνορα, καταργείται το άρθρο 19 περί ιθαγένειας, δειλά-δειλά μπαίνουν στους δημόσιους οργανισμούς, έστω με την μορφή των συμβασιούχων, τα πρώτα μέλη της μειονότητας. Σήμερα αρκετοί έχουν μπει μέσω ΑΣΕΠ. Η ατζέντα των προβλημάτων της μειονότητας παίρνει μέρος στον δημόσιο λόγο. Ωστόσο, από τη θεωρία της ισότιμης ένταξης ως την πράξη έχουμε πολύ δρόμο. Και φυσικά, για όλα αυτά που προαναφέραμε, μεγάλη είναι η συμβολή και ο ρόλος της Ε.Ε. Παραδόξως, ακόμα και σήμερα από μια μεγάλη μερίδα του ψυχρο-πολεμικού τοπικού μειονοτικού τύπου, αλλά και της πλειοψηφίας, η Ε.Ε. αντιμετωπίζεται εχθρικά.
\* Υπάρχουν ευκαιρίες διαπολιτισμικής επικοινωνίας;\
Ευκαιρίες και υπόγειες διαδρομές διαπολιτισμικής επικοινωνίας υπήρξαν ακόμα και στα "πέτρινα χρόνια". Βέβαια παραμένει το ερώτημα: είναι επιφανειακές οι διαδρομές διαπολιτισμικής επικοινωνίας ή μπολιάστηκαν με την απαιτούμενη ειλικρίνεια και ρεαλισμό; Για την ώρα, η απάντηση κλείνει προς το πρώτο σκέλος. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα στην περιοχή της Θράκης δεν υπάρχει μια κοινή στέγη πολιτισμού ή πολιτικής, όπου οι πολίτες της μειονότητας και της πλειονότητας να μπορούν να συνομιλούν, να συναποφασίζουν και να συνδημιουργούν, ξεπερνώντας τις αμοιβαίες προκαταλήψεις και καχυποψίες, και τις πληγές του πρόσφατου παρελθόντος. Στο ερώτημα "συνυπάρχουμε;", η απάντηση θα ήταν "όχι ακριβώς", ή καλύτερα: "προς το παρών ζούμε δύο παράλληλες ζωές".
\* Θεωρείτε ότι έχει επηρεάσει τη μειονότητα το ρεύμα του παραδοσιακού και ριζοσπαστικού Ισλάμ;\
Η θρησκεία παίζει σημαντικό ρόλο και έχει επηρεάσει τη μειονότητα και κυρίως το ρεύμα του παραδοσιακού Ισλάμ, κατά μια έννοια ακόμα και σήμερα παίζει ρυθμιστικό ρόλο στους κατοίκους των ορεινών περιοχών και πολύ λιγότερο στις πόλεις.
Το ριζοσπαστικό ή το πολιτικό Ισλάμ αρχίζει να κερδίζει έδαφος στα μέσα της δεκαετίας του '80 και εξαπλώνεται τα τελευταία χρόνια, κυρίως πάλι στις ορεινές περιοχές. Εξάλλου η "μπούρκα" δεν συμπεριλαμβανόταν στην παραδοσιακή ενδυμασία του παραδοσιακού Ισλάμ στην περιοχή της Θράκης. Το ριζοσπαστικό πολιτικό Ισλάμ, τα τελευταία χρόνια, έχει καταλάβει τη θέση του στον έντυπο μειονοτικό τύπο.
\* Θεωρείτε ότι σήμερα η Συνθήκη της Λοζάννης εξασφαλίζει τα δικαιώματα των μειονοτικών πληθυσμών;\
Μονολεκτικά η απάντηση θα ήταν: Όχι. Πάντως, από την άλλη μεριά, καλά κάνουν και τονίζουν τη σημασία της συνθήκης αυτής οι εκπρόσωποι των μειονοτήτων και τα κυβερνητικά στελέχη των δυο ενδιαφερομένων κρατών. Η Συνθήκη εξασφαλίζει κυρίως τα σύνορα, έχει ελάχιστα άρθρα που αφορούν στα δικαιώματα των μειονοτήτων, τα οποία δεν πέρασαν σχεδόν ποτέ στην πρακτική εφαρμογή και δεν υπάρχει στη Συνθήκη αυτή μια θεσμοθετημένη αρχή που θα μπορούσε να επιβάλλει κυρώσεις στα έθνη-κράτη, αν δεν τηρούν τους όρους της Συνθήκης ως προς τις υποχρεώσεις στα μειονοτικά δικαιώματα~ εξάλλου δεν υπάρχουν εγγυήτριες δυνάμεις, με την μορφή της εποχής που υπεγράφη η Συνθήκη αυτή, κυρίως όμως υπεγράφη ερήμην των μειονοτήτων.
Σήμερα, θα πρέπει οι μειονότητες, αν θέλουν να λύσουν τα προβλήματα τους, να παραδεχτούν ότι οι λύσεις δεν βρίσκονται ούτε στην Αθήνα ούτε και στην Άγκυρα. Οι μοχλοί επίλυσης των προβλημάτων, εδώ και αρκετά χρόνια, βρίσκονται στις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο.
Και το ερώτημα που τίθεται στους κατοίκους της Θράκης είναι: Τι κοινωνία επιθυμούμε, και κυρίως τι δημοκρατία θέλουμε; Αρνητική δημοκρατία ή θετική δημοκρατία; Κλειστή κοινωνία ή ανοικτή κοινωνία;
|Ο Σαμή Καραμπουγιούκογλου είναι δημοσιογράφος στην ΕΡΑ Κομοτηνής|
Οι μειονότητες στην τάξη
Του Σπύρου ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΜΙΤΙΛΗΣ, |Οι μειονότητες μέσα στη σχολική τάξη. Μια σχέση αλληλεπίδρασης|, εκδόσεις Οδυσσέας, σελ. 302
Η ένταξη των μειονοτήτων στο σχολείο δεν γίνεται με τις καλύτερες συνθήκες. Συνήθως, οι πολιτιστικές, κοινωνικές, οικονομικές και ψυχολογικές ιδιαιτερότητές τους αγνοούνται ή παρακάμπτονται. Έτσι, τα σχολικής ηλικίας μέλη των μειονοτήτων συχνά βρίσκονται στο νέο σχολικό περιβάλλον απροετοίμαστοι να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες που θα παρουσιαστούν, πολλές από τις οποίες θα προκύψουν από την αντίδραση στην παρουσία τους, των επίσης απροετοίμαστων μαθητών της πλειονότητας. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με τις ξενόφοβες τάσεις και τις ρατσιστικές αντιλήψεις που κάνουν έντονη την παρουσία τους σε κοινωνικές ομάδες της πλειονότητας καθώς επίσης και με την διεκδίκηση της ισοτιμίας και της αναγνώρισης των ιδιαιτεροτήτων από την πλευρά των μειονοτήτων, αποτέλεσαν το έναυσμα για τη διενέργεια της έρευνας που παρουσιάζεται σ' αυτό το βιβλίο, η οποία έγινε κατά το χρονικό διάστημα 1994-1996. Τα ερευνητικά υποκείμενα είναι μαθητές της πλειονότητας και διαφόρων μειονοτήτων (Ελληνοπόντιοι από τη Ρωσία, μουσουλμάνοι, τσιγγάνοι, Βορειο-Ηπειρώτες). Η έρευνα διεξήχθη σε δημοτικά σχολεία στις περιοχές Αχαρνές, Άνω Λιόσια, Ζεφύρι, Νίκαια, Καμίνια, Βοτανικός, Μεταξουργείο κ.ά. Κεντρικοί άξονες της μελέτης ήταν παράγοντες από τους οποίους εξαρτώνται η μειονοτική επιρροή και η διαμόρφωση της φυλετικής στάσης.
Το βιβλίο περιλαμβάνει τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος γίνεται μια θεωρητική τοποθέτηση πάνω στα θέματα των κοινωνικών αναπαραστάσεων, με βάση τα θεωρητικά προτάγματα των Moscovici και Doise, της μειονοτικής επιρροής, της φυλετικής προκατάληψης, της ανάπτυξής της κατά την παιδική ηλικία και του ρατσισμού. Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται οι μειονότητες που βρίσκονται στην Ελλάδα και χαρακτηριστικά τους που έχουν να κάνουν με τις μεταβλητές της έρευνας (γενική κατάσταση της κάθε μειονότητας, κρατική μέριμνα για την εκπαίδευσή τους κλπ.), στο τρίτο γίνεται η παρουσίαση της πειραματικής διαδικασίας (μέθοδος, δείγμα, όργανα), των ευρημάτων που προέκυψαν από την εφαρμογή και, τέλος, εξάγονται συμπεράσματα.
Για τη δόμηση της πειραματικής διαδικασίας και την ανάλυση των αποτελεσμάτων συνδυάστηκαν από τον συγγραφέα δυο αντίρροπα μοντέλα της Κοινωνικής Ψυχολογίας: το Λειτουργικό, που εξετάζει πώς μέσα από την κοινωνική συμμόρφωση της μειονότητας εξασφαλίζεται η κοινωνική ομοιομορφία και η ενδοομαδική συναίνεση, και το Γενετικό, το οποίο διερευνά τη δυνατότητα άσκησης κοινωνικής επιρροής από τις μειονότητες μέσα από τη διαδικασία της σύγκρουσης.
Ανάμεσα στις παραμέτρους που λαμβάνονται υπόψη είναι το είδος της διαπραγμάτευσης ως μηχανισμός διευθέτησης της σύγκρουσης ανάμεσα στις ομάδες μαθητών (μειονοτική ακαμψία και μειονοτική ευλυγισία), η ένταση της σύγκρουσης, η ηλικία των μαθητών της πλειονότητας, ο χρόνος εισόδου και παρουσίας των εκπροσώπων των μειονοτήτων. Πρόκειται για μεταβλητές που συσχετίζονται με τη στάση των μαθητών της πλειονότητας απέναντι σ' αυτούς της μειονότητας και επηρεάζουν την αποδοχή των τελευταίων θετικά ή αρνητικά.
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
"Μέσα από τον πειραματικό χειρισμό της διάκρισης σ' ένα τεστ I.Q., μερικοί εκπρόσωποι των μειονοτήτων περιβλήθηκαν με συνθήκη υψηλού κύρους, χωρίς όμως αυτή η αναβάθμισή τους να βελτιώσει τη στάση των μαθητών της πλειονότητας απέναντί τους. Αντίθετα, παρατηρήθηκε μια επιδείνωση της θέσης τους, μέσα από την εκδήλωση ακόμα πιο αρνητικής στάσης, η οποία ήταν περισσότερο εντυπωσιακή στους μαθητές της Α' τάξης του δημοτικού".
|Ο Σπύρος Μαρκόπουλος είναι εκπαιδευτικός|
Μια συζήτηση για τη δημοκρατία και την πολιτισμική διαφορά
Των Αλαίν ΤΟΥΡΑΙΝ και Αλαίν ΡΕΝΩ
\Alain Touraine\: Είναι αναγκαίο να το υπενθυμίζουμε: Ο κοσμικός χαρακτήρας του κράτους δεν συνοδεύεται από την άρνηση της πολιτισμικής διαφοράς~ χαρακτηρίζεται από την πρόθεση να απομακρυνθούν από την πολιτική εξουσία οι θρησκευτικές δυνάμεις. Ανεξάρτητα από τις κατά περίπτωση ιστορικές συνθήκες που εξηγούν την αντιπαράθεση της εκκλησίας με το κράτος, εμείς οφείλουμε να υποστηρίζουμε τις αρχές του διαχωρισμού. Οφείλουμε να τροφοδοτούμε τον πολιτικό χώρο, δηλαδή να διευρύνουμε τη δημοκρατία, χωρίς να στηρίζουμε, σε καμία περίπτωση, την πολιτεία σε θρησκευτικές βάσεις. Βλέπουμε πού οδηγεί η ανάμειξη αυτού του τύπου, στις Η.Π.Α και σε άλλες χώρες: Μη φθάσουμε κι εμείς στο σημείο να αναφωνούμε ότι "ο Θεός είναι μαζί μας."
Η κύρια παρατήρηση που πρέπει να κάνουμε, για το "κοσμικό" πνεύμα του 19ου αιώνα, είναι ότι απέδωσε μεγάλη σημασία στη μάχη με την καινούρια ελίτ, στην αντιπαράθεση δηλαδή ανάμεσα στις παλαιές και τις νέες μεσαίες τάξεις, αδιαφορώντας για τις ανατροπές που προκάλεσε η εκβιομηχάνιση, ιδιαίτερα όσον αφορά τις συνθήκες της εργατικής τάξης. Η πραγματική ρήξη στη Γαλλία δεν έγινε ανάμεσα στους λαϊκούς και τους κληρικούς, αλλά ανάμεσα στον κόσμο των αριστοκρατών και τις μάζες των εργατών [...].
Και, τέλος, πρέπει να επισημάνουμε πως χώρες που δεν διαθέτουν πλούτο και εξουσία, αυτοπροσδιορίζονται με ιστορικούς, πολιτιστικούς, ιδεολογικούς όρους, άρα με όρους εθνικούς[...].
Το 2004, στη Γαλλία, η αρμόδια επιτροπή, το Κοινοβούλιο και η κοινή γνώμη, θέλησαν να βάλουν τέλος στην καθ' υπερβολή παρεκτροπή, που υποκινούσε ολοένα και περισσότερες από τις μαθήτριες που φορούσαν μαντήλα να μην συμμετέχουν στην ώρα της γυμναστικής, κατόπιν να μην παρακολουθούν τα μαθήματα βιολογίας, και τέλος στα μαθήματα ιστορίας [...]. Οι πρώτες τρεις μαντηλοφορεμένες μαθήτριες εμφανίστηκαν στο γαλλικό σχολείο το 1989.
\Alain Renaut\: Πρόκειται για φαινόμενα πρόσφατα~ όμως από ποιο σημείο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η ανάγκη επιβεβαίωσης της ιδιαίτερης ταυτότητας προκύπτει από μια μορφή κοινοτισμού;
Για να απαντήσουμε σε αυτή την ερώτηση, νομίζω πως πρέπει να στηριχτούμε σε μία πολύ ενδιαφέρουσα επίκαιρη συζήτηση πολιτικής φιλοσοφίας, που μας οδηγεί στο παρακάτω ερώτημα: Κατά πόσο τα πολιτισμικά δικαιώματα, δηλαδή τα δικαιώματα μιας αναγνωρισμένης και προστατευμένης πολιτισμικής ταυτότητας, πρέπει να είναι ατομικά ή συλλογικά. Στην ουσία βρίσκονται εδώ, μέσα από ένα πλήθος επιχειρηματολογίες και θεωρίες που συγχέονται, δύο συζητήσεις σε εξέλιξη:
Επιχειρούμε να προσδιορίσουμε σε ποιον αποδίδονται τα πολιτισμικά δικαιώματα –"δικαιώματα τίνος;"- και τι περιλαμβάνουν –"τι είδους δικαιώματα;" Είμαστε σχεδόν όλοι σύμφωνοι ότι τα πολιτισμικά δικαιώματα αφορούν στα δικαιώματα που επιτρέπουν στα μέλη μιας ομάδας που συμμερίζεται την ίδια κληρονομιά (γλωσσική, αξιακή, κοινών αναφορών) να διατηρούν μια καταφατική σχέση με τις πολιτισμικές τους ιδιαιτερότητες, δηλαδή με την πολιτισμική τους ταυτότητα. Η συζήτηση γίνεται πιο εύθραυστη, όταν επιχειρούμε να προσδιορίσουμε σε ποιους αποδίδονται τα εν λόγω δικαιώματα.
Μερικοί φιλόσοφοι θεωρούν πολιτισμικά δικαιώματα τα δικαιώματα του ατόμου που αναγνωρίζουν και προστατεύουν την ιδιαίτερη πολιτισμική του ταυτότητα: αυτή είναι η θέση του Jurgen Habermas και ακριβώς αυτήν είχα υποστηρίξει και εγώ σε προηγούμενες σχετικές εργασίες. Άλλοι, όπως ο Will Kymlicka, θεωρούν ότι τα πολιτισμικά δικαιώματα είναι δικαιώματα συλλογικά, που πρέπει να αναγνωρίσουμε στα άτομα ως μέλη ομάδων ή μειονοτήτων.
Όσον αφορά τους "κοινοτιστές", θεωρούν όλοι τους και σε όλες τις περιπτώσεις, ότι τα πολιτισμικά δικαιώματα είναι κατά αποκλειστικότητα δικαιώματα που αποδίδονται σε ομάδες και ότι υπερέχουν απέναντι στα ατομικά. Αντί να θεωρήσουν το άτομο ως το μοναδικό υποκείμενο του δικαιώματος (είτε πρόκειται για μεμονωμένο άτομο, είτε για το άτομο που μετέχει σε συλλογικότητες), εκτιμούν ότι η ατομικότητα διαπερνάται από συλλογικούς κανόνες που υπάρχουν πριν απ' αυτήν και που εν τέλει συνθέτουν την ταυτότητά της. Οι κανόνες αυτοί παρουσιάζονται σαν να πηγάζουν απευθείας από τις συλλογικότητες στις οποίες ανήκει το άτομο και οι οποίες του μεταγγίζουν τις παραδόσεις τους~ κατά συνέπεια τα δικαιώματα οφείλουν καταρχήν να προφυλάσσουν τις κοινότητες και τις ομάδες. Ο όρος "κοινοτισμός" περιλαμβάνει λοιπόν στην τρέχουσα χρήση του μια κάποια ασάφεια, αλλά στην πιο συγκεκριμένη του εκδοχή προσδιορίζει εκείνα τα ρεύματα πολιτικής σκέψης στη Βόρεια Αμερική που, από την δεκαετία του '80, καταγγέλλουν επίμονα τις παρεκτροπές του σύγχρονου ατομισμού, και επιχειρούν να θέσουν σε ισχύ μια άλλη αντίληψη του υποκειμένου των δικαιωμάτων. Κοινό τόπο του "κοινοτιστικού" ρεύματος αποτελεί η ιδέα ότι όλα τα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, είτε πρόκειται για την εξάπλωση της χυδαιότητας, είτε για την αναδίπλωση στην λατρεία των ιδιωτικών παράδεισων, είτε για την απώλεια των κοινών αναφορών, συναρτώνται με μια "χίμαιρα" ή, όπως λέει ο Charles Taylor, με την "δυσφορία" του σύγχρονου πολιτισμού. Αυτή η "δυσφορία" προέκυψε επειδή κάποιοι θεώρησαν ότι τον κοινωνικό ιστό συγκροτεί η απλή υποχώρηση των ιδιωτικών προθέσεων μπροστά στις αρχές της συνύπαρξης, σύμφωνα με ένα συμβατικό μοντέλο.
* Αποσπάσματα από την δημοσιευμένη συζήτηση των Alain Renaut και Alain Touraine για τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους, στο βιβλίο τους |Un debat sur la laïcite|, εκδόσεις Stock, Παρίσι 2005.
Μετάφραση Μάρθα Πύλια
Μυστική πολιτική για την Θράκη: Το Συντονιστικό Συμβούλιο
Του Χρήστου ΗΛΙΑΔΗ
Το 1959 ο υπουργός εξωτερικών (Ευ. Αβέρωφ) με απόρρητη διαταγή του ιδρύει στην Θράκη ένα νέο όργανο, το Συντονιστικό Συμβούλιο Μειονοτικής Πολιτικής Θράκης (ΣΣΘ). Το Συμβούλιο, έπειτα από την διαταγή ανασύστασής του το 1962, ορίζεται "εκφραστής" της μειονοτικής πολιτικής στην Θράκη και "ενδιάμεσο όργανο" μεταξύ των τοπικών αρχών και υπηρεσιών και των αρμόδιων υπουργείων. Σκοπός του η "τήρηση" της πολιτικής, ο "συντονισμός" των υπηρεσιών και η "ταχύτερη εκτέλεση" των σχετικών διαταγών και αποφάσεων.
Η λειτουργία του συνεχίστηκε χωρίς ουσιώδεις διαφοροποιήσεις ως τον Φεβρουάριο του 1969 (οι αρμοδιότητές του πέρασαν στον Υπουργό Βορείου Ελλάδος), θέτοντας σε 61 συνεδριάσεις τις βάσεις για την πολιτική των διακρίσεων και των "διοικητικών ενοχλήσεων" σε βάρος της μειονότητας.
Η ύπαρξη και η όλη δράση του Συντονιστικού Συμβουλίου παρέμεινε σε απόλυτη μυστικότητα, για περισσότερες από 4 δεκαετίες από την σύσταση του. Η τυχαία δημοσιοποίηση του αρχείου του πριν από τρία χρόνια, έφερε για πρώτη φορά στο φως, μαζί με αυτό, το "φάντασμα του παρελθόντος", πληθώρα επίσημων εγγράφων τα οποία προστέθηκαν στα ελάχιστα και αποσπασματικά στοιχεία για την ελληνική μειονοτική πολιτική στην Θράκη την δεκαετία του '60.
Πίσω στο 1962, ο Γενικός Επιθεωρητής της Γενικής Διοίκησης Θράκης, ως Πρόεδρος του Συμβουλίου, γίνεται "φορέας" της μειονοτικής πολιτικής και αποκτά την αρμοδιότητα να συντονίζει και να επιβλέπει την τήρησή της, αλλά και να "αναφέρει τις πολιτικές ανάγκες". Επιπλέον, οι Νομάρχες της Θράκης, ο Διευθυντής πολιτικών υποθέσεων, ο Ανώτερος Διοικητής της Χωροφυλακής Θράκης και εκπρόσωποι του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας (ΓΕΕΘΑ) και της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ), είναι οι άνθρωποι που ως μέλη κρατούν στα χέρια τους την μειονοτική πολιτική.
Από την μελέτη των πρακτικών των συνεδριάσεων του Συντονιστικού Συμβουλίου, αλλά και από αποσπασματικά έγγραφα της υπηρεσιακής αλληλογραφίας του προέδρου του με τα αρμόδια υπουργεία (κυρίως το ΥΠΕΞ), τεκμηριώνονται, συμπληρώνονται ή ανατρέπονται οι ως τώρα γνώσεις μας για τις ενέργειες και τους στόχους της ελληνικής διοίκησης σε σχέση με την μειονότητα στη Θράκη την δεκαετία του '60.
"|Το ενδιαφέρον μας δεν υπάρχει για την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης αλλά για τους Έλληνες της Κων/πόλεως|...", λέει ρητά ο πρόεδρος του Συμβουλίου σε μία από τις πρώτες συνεδριάσεις του. Το ΣΣΘ έρχεται να εφαρμόσει την "αμοιβαιότητα" ως τον προσδιοριστικό πλέον παράγοντα της ελληνικής πολιτικής, κάτι που φαίνεται τόσο σε όλες τις αποφάσεις που λαμβάνει, όσο και στις εντολές του Υπουργείου Εξωτερικών.
Ταυτόχρονα όμως θα επιχειρηθεί η πολιτική αυτή να έχει και οφέλη στην ίδια την Θράκη. Η αμοιβαιότητα θα ασκηθεί επιλεκτικά, μόνο εναντίον των οπαδών του τουρκικού εθνικισμού, ώστε να περιοριστεί η επιρροή τους στη μειονότητα χωρίς να κινδυνέψουν περισσότερο τα δικαιώματα της "ελληνικής ομογένειας". Η συστηματική προσπάθεια της ελληνικής διοίκησης να περιορίσει την αυτονομία της μειονότητας, και μαζί την επέκταση του τουρκικού εθνικισμού, ξεκινάει μετά τα Σεπτεμβριανά, ενώ κορυφώνεται μία δεκαετία αργότερα.
Η μειονοτική εκπαίδευση αποτέλεσε το κυριότερο πεδίο παρέμβασης της ελληνικής διοίκησης και ανταγωνισμού της με τους μειονοτικούς τούρκους. Βασικό ζητούμενο η "απαλλαγή" από τους δασκάλους-φορείς του τουρκικού εθνικισμού. Ιδιαίτερες πολιτικές εφαρμόστηκαν επίσης για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, το περιεχόμενο των σχολικών βιβλίων, την προώθηση αραβικών αρχών, ενώ απασχόλησε ιδιαίτερα η γλώσσα του εποπτικού υλικού και των σχολικών επιγραφών. Σε όλες τις περιπτώσεις, κριτήριο των όποιων ενεργειών ήταν η αποτελεσματικότητά τους έναντι των "νεωτεριστών" και του τουρκικού Προξενείου, αλλά και ο πιθανός αντίκτυπός τους στην Κων/πολη.
Με την ίδια λογική, έγιναν εξω-θεσμικές προσπάθειες ώστε να ασκηθεί έλεγχος στα διοικητικά της μειονότητας, ενώ με τον συστηματικό χρηματισμό προσώπων και εφημερίδων επιχειρήθηκε ο προσεταιρισμός τους και η άσκηση συγκεκριμένης ιδεολογικής πίεσης.
Τα πρακτικά του συμβουλίου δείχνουν τέλος ότι ασκήθηκε ξεχωριστή πολιτική για τους Πομάκους, με στόχο την πλήρη αποκοπή τους (ιδεολογική και "φυσική") από την υπόλοιπη μειονότητα και τον προσεταιρισμό τους από την ελληνική διοίκηση. Προτάσεις υπέρ του εξελληνισμού και εκ-χριστιανισμού τους δεν έλειψαν, κρίθηκαν όμως μη ρεαλιστικές.
Το 1965 αποτέλεσε έτος καμπής για την ελληνική μειονοτική πολιτική. Μετά το δεύτερο κύμα διώξεων στην Κων/πολη, ως βασική προτεραιότητα τέθηκε η εφαρμογή του "προγράμματος εποικισμού της Θράκης και ενίσχυσης του ελληνικού στοιχείου".
Η λογική ήταν η εξής: Αφού οι Ρωμιοί στην Τουρκία δεν μπορούν να αυξηθούν, ενώ χρόνια προσπαθειών δεν οδήγησαν στον περιορισμό της τουρκικής επιρροής στην Θράκη, επιβάλλεται η μείωση των εκεί μουσουλμάνων, γιατί διαφορετικά ελλοχεύουν "εθνικοί κίνδυνοι".
Έτσι, από τις αρχές του 1966, έπειτα από την έγκρισή του από τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης και τους αρμόδιους υπουργούς, το πρόγραμμα τίθεται σε εφαρμογή. Βασικές προτεραιότητες, η παρεμπόδιση της αγοράς ακινήτων από μουσουλμάνους, με την αντίστοιχη χορήγηση ευνοϊκών δανείων ή την διανομή δημοσίων κτημάτων σε "έλληνες", ώστε να εγκατασταθούν στα αμιγή μουσουλμανικά χωριά ή να δημιουργήσουν νέες κοινότητες "αμιγώς ελληνικές", και τέλος η ανάπτυξη των "ελληνικών" περιοχών μέσω ειδικών προγραμμάτων επενδύσεων.
Η Δικτατορία έρχεται να ξεπεράσει τις δυσκολίες στην εφαρμογή του προγράμματος και γενικότερα στην εφαρμογή της μειονοτικής πολιτικής. Με την επιβολή της εφαρμόζεται συστηματικότερα η προηγούμενη πολιτική.
Η δημοσιοποίηση πηγών που αποκαλύπτουν μέρος της μυστικής πολιτικής που ασκήθηκε στην Θράκη, μας δίνει πλέον τη δυνατότητα να γνωρίζουμε με σχετική ασφάλεια πως η κυρίαρχη ως τώρα άποψη, που ήθελε το ελληνικό κράτος να σέβεται τα δικαιώματα της μειονότητας και να μην την χρησιμοποιεί ως "όμηρο" στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, δεν ήταν παρά ένα ιδεολόγημα. Δυστυχώς όμως οι αρμόδιοι φορείς για την διαχείριση των πηγών στην χώρα μας έκριναν πως τέτοια ιδεολογήματα πρέπει να παραμείνουν ζωντανά και μια τέτοια γνώση δεν πρέπει να αποτελέσει προϊόν της ιστορικής έρευνας. Ο φόβος που χαρακτήρισε τον τρόπο με τον οποίο η ελληνική διοίκηση αντιμετώπισε την μειονότητα και ό,τι αυτή σήμαινε, συνεχίζει απ' ότι φαίνεται να προσδιορίζει τις αντιδράσεις της. Έτσι, από τον προηγούμενο Δεκέμβρη το συγκεκριμένο αρχείο, μαζί με άλλες πηγές, με πρόσχημα την μεταφορά τους, δεν είναι πλέον προσβάσιμα.
Αναφορές
-Ηλιάδης Χ, "Ένα "απωθημένο αρχείο": το Συντονιστικό Συμβούλιο Μειονοτικής Πολιτικής Θράκης" (εισήγηση στο συνέδριο της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης "Η "σύντομη" δεκαετία του '60", Αθήνα, 1.12.2005,
http://www.politikinet.gr/conference2005/SYNEDROI/iliadis.html
-Tsitselikis K, "Reciprocity as a regulatory pattern for the treatment of the Turkish/Muslim minority of Greece", υπό δημοσίευση.
-"Ο Ιός", 19/2/06, www.iospress.gr
|Ο Χρήστος Ηλιάδης είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου|
Όψεις της μειονοτικής πολιτικής
Του Δημήτρη ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η μεταπολίτευση στη μειονοτική πολιτική είναι αργοπορημένη: ξεκινά με καθυστέρηση δεκαέξι ετών σε σχέση με την ημερομηνία που η σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία βλέπει την δική της μεταπολίτευση.
Είναι ρεαλιστική: επεβλήθη όχι επειδή αναθεωρήθηκε η αντίληψη της ελληνική πολιτείας περί δικαίου και αδίκου αλλά επειδή η προηγούμενη πολιτική πλέον είχε αγγίξει το ιστορικό της όριο, έχοντας στο ενεργητικό της μείζονα "επιτεύγματα" αλλά και αδιέξοδα. Τα "επιτεύγματα" σχετίζονται κατά κύριο λόγο με την πληθυσμιακή αφαίμαξη της μειονότητας. Τα αδιέξοδα σχετίζονται με την πορεία προς την αυτόνομη πολιτική συγκρότηση της μειονότητας και την απήχηση που είχαν οι ανεξάρτητοι μειονοτικοί συνδυασμοί, ιδιαιτέρως στις τρεις διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις της περιόδου '89-'90, με την εντεινόμενη διεθνή κατακραυγή, και τέλος με τη συνολικότερη κρίση αντιπροσώπευσης που δημιουργήθηκε στη Θράκη εκείνη την εποχή, που δημιούργησε έντονους κραδασμούς στις σχέσεις των κομμάτων εξουσίας με την εκλογική τους πελατεία, τόσο εντός όσο και εκτός της μειονότητας.
Είναι αργόσυρτη: το καθεστώς του νομικού apartheid, το οποίο ζει η μειονότητα ως τις αρχές της δεκαετίας του '90, δεν είναι δυνατό να πάψει αμέσως, καθώς μείζονα τοπικά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα έχουν επενδύσει στη διαιώνισή του. Ακόμη και όταν η πολιτική διακρίσεων επισήμως καταργείται, είναι αδύνατο να συμπαρασύρει στην κατάργησή της το καθεστώς του κοινωνικού apartheid, στο πλαίσιο του οποίου έχουν μάθει να (συμ)βιώνουν οι δύο κοινότητες της Θράκης: μαζί και χωριστά. Η αλλαγή της μειονοτικής πολιτικής δεν είναι εύκολο να αγγίξει και να ανατρέψει με την ίδια ταχύτητα ψυχολογικά θέσφατα, στερεότυπα, φοβίες, κοινωνικές πρακτικές και λειτουργίες των δύο κοινοτήτων. Εάν η πολιτική μεταπολίτευση είναι γεγονός, η "κοινωνική" μεταπολίτευση δείχνει να έχει ακόμη πολύ δρόμο. Στην επεξεργασία των πολιτικών συρρίκνωσης της ιεραρχίας κύρους, πέρα από τον αυτονόητο πρωταρχικό ρόλο της πολιτείας, σημαντικό μερίδιο αποκτά για πρώτη φορά και η ίδια η μειονότητα, μέσω των δικών της εξουσιαστικών μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου και των δικών της ελίτ.
Η ατελής μεταπολίτευση
Το πολιτικά πλέον πιο κρίσιμο χαρακτηριστικό της μεταπολίτευσης της μειονοτικής πολιτικής δεν είναι όμως άλλο από τον ατελή της χαρακτήρα.
Στην Ελλάδα, με ελάσσονες εξαιρέσεις από τη στιγμή της συγκρότησης του σύγχρονου κράτους, εφαρμόστηκε έναντι των μειονοτήτων ένα εξ ολοκλήρου αφομοιωτικό μοντέλο. Κατά την κυριαρχούσα αντίληψη, η πολιτεία δεν μπορεί να είναι σταθερή και συνεκτική εάν όλα τα μέλη της δεν μοιράζονται μια κοινή εθνική κουλτούρα και συνείδηση, κοινές αξίες και ιδανικά, ηθικές αντιλήψεις, κοινωνικές και πολιτισμικές πρακτικές. Με το να μοιράζονται κοινές αναφορές, τα μέλη της κοινωνίας αναπτύσσουν δεσμούς αλληλεγγύης και μια κοινή αίσθηση του ανήκειν. Με αυτή την έννοια, η επιλογή για τις μειονότητες είναι απλή. Εάν αφομοιωθούν, τότε η πολιτεία είναι φιλόξενη να τις υποδεχθεί και να συμπεριφερθεί σε αυτές, όπως σε όλους τους υπόλοιπους πολίτες, καλά ή άσχημα, πάντως όχι διακριτά σε βάρος τους. Εάν οι μειονοτικοί άνθρωποι διαλέξουν άλλο δρόμο, αυτό της διατήρησης της ετερότητάς τους, τότε η πολιτεία τούς φέρεται διαφορετικά, κατά κανόνα με διακρίσεις σε βάρος αυτών που, στο όνομα της χωριστής τους ταυτότητας, διακυβεύουν την ενότητα της πολιτικής κοινότητας.
Οι Θρακιώτες μειονοτικοί δεν θεωρήθηκαν αφομοιώσιμοι στην ελληνική πολιτική κοινότητα, ως εξ ορισμού μη ανήκοντες στο ελληνορθόδοξο γένος. Εφόσον η αφομοίωση δεν μπορούσε να επέλθει, η μειονότητα της Θράκης δεν υπέστη τους καταναγκασμούς και την καταστολή με στόχο την απάλειψη των χαρακτηριστικών που την καθιστούν μειονότητα, αλλά με στόχο καταρχήν την περιχαράκωση. Ενώ λοιπόν όλες οι μειονοτικές γλώσσες στην Ελλάδα τελούσαν υπό διωγμό ή υπό λογοκρισία, ουδείς διανοήθηκε να στοχεύσει αφομοιωτικά την χρήση της τουρκικής.
Το νομικό σύστημα προστασίας της μειονότητας που προκύπτει από τη Συνθήκη της Λοζάννης και η έκτοτε προσφυγή σε αυτό, τόσο από το ελληνικό κράτος όσο και από τις ίδιες τις μειονοτικές ελίτ, απαντά σε αυτήν ακριβώς την ανάγκη στεγανοποίησης και απομόνωσης της ομάδας. Έτσι λοιπόν, ταυτόχρονα με το μοντέλο αφομοίωσης που εφαρμόστηκε έναντι όλων των υπόλοιπων μειονοτήτων, το σύστημα προστασίας της μειονότητας της Θράκης από το 1923 εμπνέεται κατά κύριο λόγο από την παράδοση της αυτοδιοικούμενης θρησκευτικής κοινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του μιλλέτ. Για την αντίληψη αυτή, τα άτομα είναι, πάνω από όλα, πολιτισμικές οντότητες εξ ορισμού ενταγμένες μέσα σε συγκεκριμένες κοινότητες. Από την ένταξη αυτή στη συλλογικότητα αντλούν το οποιοδήποτε νόημα στη ζωή τους και δίνουν περιεχόμενο στο ευ ζειν τους. Το κράτος λοιπόν όχι μόνο καλείται να απέχει από παρεμβάσεις στις εσωτερικές μειονοτικές υποθέσεις αλλά επιπροσθέτως να θεσμοποιήσει την αυτονομία τους.
Ούτε όμως με αυτή την αντίληψη που διέπει τη συνθήκη της Λοζάννης κατάφερε να σταθεί συνεπής η ελληνική πολιτεία, καθώς, καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στον πειρασμό να θέσει υπό αμφισβήτηση αυτήν την ιδιότυπη προεθνική αυτονομία που απολαμβάνουν οι κοινοτικοί μειονοτικοί θεσμοί, η οποία τους κάνει να προσομοιάζουν προς το μιλλέτ.
Το μειονοτικό σχολείο, ιδιωτικό σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λοζάννης, βιώνει ένα καθεστώς καταναγκασμού, με την υπαγωγή σε ένα υβριδιακό καθεστώς διττής νομικής φύσης, που αφήνει το έδαφος στο ελληνικό κράτος να το ελέγχει σαν να ήταν δημόσιο. Οι σχολικές εφορίες έχουν χάσει τις αρμοδιότητες αυτοδιοίκησης, υπέρ μιας ολοένα και περισσότερο ελεγκτικής και αποφασιστικής αρμοδιότητας των κρατικών αρχών, ενώ ακόμη και το πρόγραμμα για την "Εκπαίδευση μουσουλμανοπαίδων" επιχειρεί να θεραπεύσει τη μειονοτική εκπαίδευση, εκσυγχρονίζοντας και βελτιώνοντας μόνο τη μία της εκδοχή: την ελληνόφωνη. Για το τουρκόφωνο πρόγραμμα, το οποίο δεν αγγίζει το Υπουργείο Παιδείας, ισχύει η αρχή της αμοιβαιότητας! Η ελληνική πολιτεία δεν το αγγίζει επειδή διαφορετικά θα δώσει το δικαίωμα στην Τουρκία να "πειράξει" το ελληνόφωνο πρόγραμμα μειονοτικής εκπαίδευσης στην Πόλη. Ωστόσο, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που είναι, κατά κοινή ομολογία, ανάπηρο και από τα δύο του πόδια, δεν θεραπεύεται μόνο με αγωγή στο ένα αλλά συνεχίζει να χωλαίνει. Η μειονοτική κοινότητα έχει και δεν έχει πρόσβαση στη βακουφική περιουσία, καθώς στις βακουφικές επιτροπές δεν γίνονται εκλογές όπως προβλέπει ο νόμος, αλλά, αντί για αυτές, την περιουσία διαχειρίζονται οι ελεγχόμενες από τη νομαρχία Διαχειριστικές Επιτροπές Μουσουλμανικής Περιουσίας, στις οποίες έχουν να γίνουν εκλογές από το 1964, παρά το ότι το 1980 υιοθετήθηκε σχετικός νόμος που επιβάλλει εσωτερικές αρχαιρεσίες. Τέλος, ενώ καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '90 μείζονες εσωτερικές και διεθνείς ζυμώσεις έλαβαν χώρα για να γίνει αποδεκτό, με χίλια βάσανα, το περιώνυμο δικαίωμα του "ατομικού προσδιορισμού" στην Ελλάδα, ακόμη και σήμερα η ταυτότητα της μειονότητας τελεί υπό καθεστώς ποινικοποίησης: κατ' απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η χρήση του όρου "τούρκικος/τουρκική" απαγορεύεται για τα μειονοτικά σωματεία. Ο μόνος ο οποίος απολαμβάνει την απόλυτη αρμοδιότητα δικαστικών καθηκόντων επί θεμάτων προσωπικής κατάστασης, εν είδει μιας ανώμαλης παρείσφρησης στην αρχή της διάκρισης των λειτουργιών σε ένα νεωτερικό κοσμικό κράτος, είναι ο διορισμένος από την πολιτεία Μουφτής.
Το παράδειγμα του μιλλέτ αντιστέκεται σθεναρά στο χρόνο. Ακόμη και σήμερα, τα εμπλεκόμενα μέρη είναι όμηροι της αδιέξοδης, αναχρονιστικής και απρόσφορης ρητορείας της αμοιβαιότητας. Και εάν για τμήμα των μειονοτικών ελίτ είναι και λίγο εύλογο να μην μπορεί να απαλλαγεί από την εμμονή στη αμοιβαιότητα, είτε διότι συντηρητικά και φοβικά προσβλέπει σε αυτή την μόνη δικλείδα νομικής ασφάλειας έναντι ενός κράτους που δεν εμπιστεύεται, είτε διότι εκεί έχει επενδύσει το πολιτικό κεφάλαιο αναπαραγωγής της, για την ελληνική πολιτεία η περί αμοιβαιότητας ρητορεία είναι κυριολεκτικά μυωπική και αντιπαραγωγική.
Στην Ελλάδα χρησιμοποιήθηκαν μόνο τα δύο απολύτως αντιφατικά -και σε ό,τι αφορά τις συνέπειες τους ακραία- μοντέλα αντιμετώπισης των μειονοτήτων. Έναντι όλων αφομοίωση. Έναντι των μουσουλμάνων Τούρκων, μια κουτσουρεμένη εκδοχή προνεωτερικού πλουραλισμού. Εάν οι κραδασμοί της δεκαετίας του '90 αντανακλούν τη μετάβαση από την καταστολή και την απομόνωση στην τυπική ισότητα και την έναρξη διαδικασίας κοινωνικής ένταξης της μειονότητας, στις αρχές του 21ου αιώνα, η Ελλάδα αλλά και η ίδια η μειονότητα πλέον καλούνται σε αναζήτηση ενός νέου μοντέλου υβριδιακού τύπου προστασίας στη Θράκη. Αυτό δεν μπορεί να είναι ούτε το άρρωστο αναχρονιστικό κακέκτυπο του μιλλέτ που επιβιώνει ως σήμερα, ούτε βέβαια το μοντέλο του αφομοιωτικού καταναγκασμού που αποθεώθηκε στην επικράτεια καθ' όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Συζητάμε για ένα μειονοτικό καθεστώς, το οποίο από τη μία θα αναγνωρίζει την ταυτότητα της ομάδας, θα στέκεται με σεβασμό στις συλλογικές αναφορές και κοινοτικές παραδόσεις της, αλλά ταυτόχρονα δεν θα ανέχεται εκπτώσεις από το φιλελεύθερο και δημοκρατικό κεκτημένο προστασίας της αυτονομίας της ανθρώπινης προσωπικότητας από κάθε λογής εξουσίες: κρατικές και μειονοτικές.
Στην κατεύθυνση αυτού του "δια ταύτα" οφείλει επιτέλους να κινηθεί με δικές της πολιτικές πρωτοβουλίες και η ίδια η θεσμοποιημένη ή άτυπη μειονοτική ηγεσία. Πλέον, αυτή την ελευθερία τη διαθέτει. Η ολοκλήρωση του κύκλου της μεταπολίτευσης της μειονοτικής πολιτικής στη Θράκη εξαρτάται, κατά κύριο λόγο, και από αυτήν.
|Ο Δημήτρης Χριστόπουλος διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και είναι ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων. |
Ορθόδοξη εκκλησία και μειονότητα
Συνέντευξη
Σταμάτης Σακελλίων
\* Ποια είναι η στάση της Ορθόδοξης Ελληνικής Εκκλησίας στην αντιμετώπιση των μειονοτικών προβλημάτων και πώς εκφράζεται πρακτικά στη Θράκη; Και ακόμη, σε ποια σημεία διαπιστώνουμε σύγκλιση των επίσημων ορθόδοξων και των αντίστοιχων μουσουλμανικών θέσεων;\
Η ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας σε επίπεδο διακηρυκτικό φαίνεται να αποδέχεται την ύπαρξη της μειονότητας, ως θρησκευτικής και μόνο οντότητας, και αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα. Ενδεικτική άλλωστε είναι η γνωστή "μαθηματική" προσέγγιση: 97% Έλληνες χριστιανοί Ορθόδοξοι και 3% οι "λοιποί". Ήτοι, οι μουσουλμάνοι της Θράκης, οι Εβραίοι, οι Καθολικοί... Ταυτόχρονα, η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία ενθαρρύνει με κινήσεις "κορυφής" την εικόνα της διαλλακτικής Εκκλησίας, με συναντήσεις παραγόντων της εκκλησίας με θρησκευτικούς παράγοντες της μειονότητας.
Ασφαλώς και υπάρχουν κάποια κοινά σημεία. Θα λέγαμε πως είναι η έννοια της παράδοσης. Και αν η υπεράσπιση της παράδοσης έχει κάποιο νόημα για μια μειονότητα, για λόγους ετερότητας, για λόγους αμυντικούς, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για την κυρίαρχη εκκλησία. Στην περίπτωσή της είναι απλώς μια μάχη ιδεολογικής επικυριαρχίας. Παρά ταύτα, δεν προξένησε σε κανέναν εντύπωση το γεγονός πως ο Μουφτής Κομοτηνής στήριξε τον Αρχιεπίσκοπο κατά τον πρόσφατο "ανένδοτο" για το ζήτημα των ταυτοτήτων. Γιατί το διακύβευμα ξεπερνούσε κατά πολύ τις θεολογικές αντιθέσεις, ήταν μείζον: Απέναντι σε μια δημοκρατική, εκσυγχρονιστική πρωτοβουλία του κράτους, η αντίδραση έπρεπε να είναι κοινή. Δεν ισχυριζόμαστε ότι υπήρξε συνεννόηση ανάμεσα στη χριστιανική ορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδας και στην Μουφτεία. Απλώς εκφράστηκε το αυτονόητο δημόσια. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτή η "συμπόρευση" δεν απέτρεψε παράγοντες της τοπικής εκκλησίας να δείξουν και το άλλο τους πρόσωπο, τόσο στα γεγονότα του 1990 που συντάραξαν τη Κομοτηνή όσο και "ιδεολογικά". Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια του πολέμου στα 1999 παράγοντες της τοπικής εκκλησίας προειδοποιούσαν, σε εκκλησίες "ευαίσθητου ποιμνίου", τους πρόσφυγες από τις χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. ότι η Θράκη θα γίνει Κόσσοβο. Ασκήθηκε κριτική στην Ορθόδοξη Εκκλησία για τη χορήγηση επιδόματος τρίτου παιδιού στη Θράκη. Η χορήγηση είναι ευνόητο πως αφορούσε μόνο τα τρίτα παιδιά των χριστιανών. Πόσο όμως ευνόητο είναι ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου να προβαίνει σε τέτοιες διαχωριστικές πράξεις; Είναι προφανές πως η πράξη αυτή απλώς δήλωνε ότι η Εκκλησία της Ελλάδας ασκεί την εξουσία που απορρέει από την πληθυσμιακή της δύναμη και ασκεί "ανομολόγητη κρατική πολιτική". Επειδή στους καιρούς τους σημερινούς καμία διοίκηση δεν θα έπαιρνε τέτοιες "χαριστικές" πρωτοβουλίες, την "εθνική πολιτική" την άσκησε η Εκκλησία. Είναι ίσως γι' αυτόν τον λόγο που η διοίκηση δεν αντέδρασε και τόσο σθεναρά σε αυτή την πολιτική.
\* Στη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει για τα ατομικά και τα συλλογικά δικαιώματα, πώς θα οριοθετούσατε την θρησκευτική ελευθερία;\
Όλα τα παραπάνω κατά κάποιο τρόπο εντάσσονται σε μια συνεχή διαπάλη, που ο κεντρικός της πυρήνας είναι η θέση των θρησκευτικών παραδόσεων ή των εκκλησιών στη σύνολη δημόσια ζωή. Οι υποστηρικτές της άποψης που συνηγορεί στην παρεμβατικότητα της εκκλησίας στηρίζονται σε ένα μεγάλο μέρος στην έννοια της παράδοσης. Αλλά η παράδοση ούτε μία είναι, ούτε ενιαία. Και εν πάση περιπτώσει, γιατί η πίστη του πληθυσμού, ή ενός μεγάλου τμήματος του πληθυσμού, να ορίζει τις λειτουργίες του κράτους; Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο δικαστής δικάζει καλά ή κακά ανάλογα με την συνείδηση, την γνώση και το αμερόληπτο που έχει ή δεν έχει. Και όχι επειδή υπάρχει η εικόνα του Χριστού πάνω από την έδρα. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο πολίτης είναι ειλικρινής ή όχι, όταν απλώς δίνει τη προσωπική του διαβεβαίωση και όχι επειδή ακουμπά το χέρι του στο Ευαγγέλιο. Και τουλάχιστον ο πολίτης μπορεί μόνος του να αποφασίσει αν θέλει να ταφεί ή να αποτεφρωθεί. Γιατί πρέπει το κράτος να "θρησκεύεται" και μάλιστα υπέρ του ενός, του κυρίαρχου; Ας είναι λίγο περισσότερο εγκρατείς οι θιασώτες της παράδοσης, γιατί αλλιώς αν θέλουν να είναι συνεπείς πρέπει να αποδεχτούν και τη, παράδοση της μειονότητας.
Ο Μουφτής είναι ταυτόχρονα και ιεροδίκης. Αυτό σημαίνει ότι ασχολείται και με γάμους και με διαζύγια. Και εν πάση περιπτώσει, θα πρέπει να εξηγήσουν με τρόπο θαρρετό αποφάνσεις εκκλησιαστικών παραγόντων, ότι όσοι παντρεύονται με πολιτικό γάμο είναι πόρνοι. Θα πρέπει επίσης να εξηγήσουν με τρόπο γενναίο και να υπερασπισθούν και την επιτροπή αντιαιρετικού αγώνα της Εκκλησίας της Ελλάδας. Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι απειλείται από κανένα η θρησκευτική ελευθερία. Τουλάχιστον δεν απειλείται καθόλου από εκείνους και εκείνες που υπερασπίζονται την κοσμικότητα του κράτους. Τουναντίον, δεδομένων των γνωστών μεταξικών νόμων που υπάρχουν ακόμη, από αλλού έρχεται ο κίνδυνος για τις θρησκευτικές ελευθερίες όλων. Άλλο αυτό, άλλο το απαράγραπτο δικαίωμα της ανεμπόδιστης πίστης και λατρείας και άλλο όμως η κρατική λειτουργία. Κατά τη γνώμη μας, το κράτος πρέπει να είναι άθρησκο. Αλλά και πάλι, σε επίπεδο πολιτικό έγινε σαφής η αφωνία και η αμηχανία των κομμάτων εξουσίας, στη κατάθεση πρότασης νόμου με βάση τη πρόταση της Ένωσης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αλλά ποιο τελικά είναι το ζητούμενο; Η συνέχιση ενός είδους "ιδεολογικής και πολιτικής διαπλοκής" ανάμεσα στο Κράτος και τη κυρίαρχη Εκκλησία επ' αμοιβαίω συμφέροντι, ή η απελευθέρωση και των δύο από μια δυναστική επί της ουσίας "συμβίωση" Κλείνοντας το μάτι ο Αρχιεπίσκοπος στα πιο συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας, όσον αφορά στο θέμα της μαντίλας, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους: "Είναι θρησκευτικό σύμβολο και γιατί να ενοχλεί;". Κάνοντας χρήση μιας "κοινής λογικής", έδειξε και το "δημοκρατικό του πρόσωπο" αλλά και τον "σεβασμό του στη παράδοση" έστω και στην "αλλότρια". Η επίδειξη αυτή του δημοκρατικού ήθους ασφαλώς και έγινε ώστε να μην γίνει καμία συζήτηση στη χώρα μας για αφαίρεση θρησκευτικών συμβόλων από τον δημόσιο χώρο. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος συνηθίζει να μιλά εξ' ονόματος του λαού. Όχι εν ονόματι του θρησκευόμενου με τον συγκεκριμένο τρόπο λαού, αλλά εξ ονόματος του 97% του λαού, που κατ' αυτήν θρησκεύεται με αυτόν τον τρόπο. Ανάμεσα σε αυτήν και τον λαό δεν υπάρχει κανείς άλλος θεσμός. Ή τουλάχιστον επαρκής θεσμός. Πόσο όμως αυτή η άποψη συνάδει με τη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας; Υποψιαζόμαστε πως για την τελευταία δεν υπάρχει ιδιαίτερος ζήλος. Αλλά γιατί οι όροι ιδεολογικής και πολιτικής κυριαρχίας ή και επιβίωσης ενός θρησκευτικού φορέα πρέπει να είναι μέλημα του συνόλου της κοινωνίας και μάλιστα με δαπάνες δικές της;
|Ο Σταμάτης Σακελλίων είναι θεολόγος και δημοσιογράφος|
Ο ρόλος των εκπαιδευτικών στη μειονοτική Θράκη
Του Χάρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
...Το στοιχείο της αδιαφορίας και της εγκατάλειψης που χαρακτηρίζει την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική αποτυπώνεται και στην πραγματική/υλική βάση λειτουργίας της μειονοτικής εκπαίδευσης. Οι εκπαιδευτικοί αναφέρονται στην έλλειψη υποδομών και εξοπλισμού, στα ακατάλληλα εγχειρίδια, στην έλλειψη εκπαιδευτικού υλικού, στον περιορισμένο χρόνο διδασκαλίας (λόγω διπλών αργιών, συχνού αποκλεισμού των ορεινών περιοχών, ελλιπούς φοίτησης των μαθητών, χαλαρότητας και "ευελιξίας" στα ωράρια των εκπαιδευτικών) και στην έλλειψη προσχολικής αγωγής. Θίγουν επίσης το σοβαρό ζήτημα της έλλειψης ρεαλιστικής προοπτικής σπουδών και κοινωνικής ανόδου μέσα από το κανάλι του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Μετά το δίγλωσσο μειονοτικό δημοτικό (και με τόσο χαμηλό το επίπεδο κατάκτησης της ελληνικής γλώσσας) τα παιδιά είναι αναγκασμένα να συνεχίσουν σε δημόσια μονόγλωσσα γυμνάσια και λύκεια, αφού τα μειονοτικά γυμνάσια και λύκεια είναι μόνο δύο.
Κεντρικός πάντως άξονας στο ερμηνευτικό σχήμα που προβάλλουν οι εκπαιδευτικοί, για να εξηγήσουν τα χαμηλά αποτελέσματα, είναι η αρνητική στάση των ίδιων των μαθητών απέναντι στο ελληνόφωνο πρόγραμμα του σχολείου: "|Οι μαθητές δεν μαθαίνουν γιατί δεν θέλουν να μάθουν|". Οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι τους κατευθύνει (άμεσα είτε έμμεσα) σ' αυτή τη στάση ολόκληρη η μειονοτική κοινωνία: οι ίδιες οι οικογένειές τους, οι μειονοτικοί δάσκαλοι, το τουρκικό Προξενείο και οι άνθρωποί του, ενώ γενικότερα αρνητικός παρουσιάζεται ο ρόλος της ισλαμικής θρησκείας και ειδικότερα οι πρακτικές των λειτουργών της στα τζαμιά και τα "παρασχολεία" (τα ισλαμικά κατηχητικά). Οι εκπαιδευτικοί εισπράττουν το αρνητικό κλίμα, τη δυσπιστία, την ανησυχία, τις επιφυλάξεις, το "κούμπωμα" της μειονότητας απέναντί τους, και αυτό αντανακλάται ασφαλώς στα λεγόμενά τους. Εξίσου αντανακλάται όμως και η δικιά τους δυσπιστία, οι δικές τους προκαταλήψεις, τα στερεότυπα και η αρνητική τους διάθεση απέναντι στα μέλη της μειονότητας. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά, εκτός των άλλων, στις κρίσεις και τις εκτιμήσεις που εκφέρουν για τους μειονοτικούς συναδέλφους τους. Διατυπώνουν επιφυλάξεις, κατηγορίες, επικριτικά σχόλια για τον αρνητικό ρόλο τους μέσα στα σχολεία, για το ότι επηρεάζουν και κατευθύνουν τους μαθητές ενάντια στην ελληνική γλώσσα και σε ό,τι το ελληνικό• τους θεωρούν όργανα του Προξενείου κτλ. Είναι όμως χαρακτηριστικό, ότι οι αρνητικές αυτές κρίσεις για τους μειονοτικούς δασκάλους εκφέρονται κατά τρόπο γενικό και στηρίζονται κυρίως σε "|λέγεται ότι...|", και "|φαντάζομαι...|" και "|πώς αλλιώς να...|", και πολύ λιγότερο σε πραγματικά περιστατικά. Αντίθετα, οι ίδιοι αυτοί ομιλητές που εκφράζουν τις αρνητικές κρίσεις, γενικά για τους μειονοτικούς δασκάλους και το έργο τους, έχουν καλές εντυπώσεις και πάντως τίποτε το συγκεκριμένο να καταμαρτυρήσουν στους συγκεκριμένους συναδέλφους τους με τους οποίους υπηρέτησαν στα ίδια σχολεία.
Οι εκπαιδευτικοί αναφέρονται ωστόσο και στις δικές τους ευθύνες. Είναι αποκαλυπτικές οι (πολλές) μαρτυρίες για το κλίμα χαλαρότητας και ήσσονος προσπάθειας που σφραγίζει τη λειτουργία πολλών μειονοτικών σχολείων, με ευθύνη των εκπαιδευτικών. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως η ανατομία των μηχανισμών που οδηγούν τα πράγματα (σχεδόν μοιραία) προς τα εκεί. Για την περίοδο μέχρι το 1991, η έλλειψη σκοποθεσίας και κατευθύνσεων από την επίσημη πολιτεία επέτρεπε να προβάλει η απραξία και η χαλαρότητα ως οιονεί επιδιωκόμενος στόχος της μειονοτικής εκπαίδευσης. Η ανυπαρξία στήριξης, οι μηδαμινές (ή ανούσιες) παρεμβάσεις των εκπαιδευτικών υπευθύνων, ο στενόμυαλος έλεγχος, από προϊσταμένους και επιθεωρητές, μόνο της φυσικής παρουσίας του εκπαιδευτικού στο σχολείο (όταν γινόταν κι αυτός), το παντελώς ακατάλληλο διδακτικό υλικό και η κακή υποδομή, οδηγούσαν αναπότρεπτα τον δάσκαλο στο συμπέρασμα ότι το ζητούμενο δεν είναι να μάθουν τα παιδιά ελληνικά. Το ζητούμενο για την προϊσταμένη αρχή ήταν "|να κοιτάς πρώτα απ' όλα να είναι η σημαία ψηλά|". Αυτή η κατεύθυνση, σε συνδυασμό με τους υπόλοιπους αρνητικούς παράγοντες, έκανε την πορεία προς τη χαλαρότητα και το "δε βαριέσαι" να είναι προδιαγεγραμμένη. Το χειρότερο: η επένδυση, με τον ιδεολογικό μανδύα του "εθνικού έργου", καθησύχαζε τις συνειδήσεις μιας μερίδας εκπαιδευτικών και επέτρεπε να καλύπτονται συμπεριφορές με πολύ υλικότερα κίνητρα. Η αλλαγή πλεύσης στην ελληνική μειονοτική πολιτική μετά το 1991 δρομολόγησε εξελίξεις και στον χώρο της εκπαίδευσης. Τα πράγμα λοιπόν αλλάζουν σταδιακά, και με αργούς ρυθμούς, μέσα στην τελευταία δεκαετία.
Τα λεγόμενα της συντριπτικής πλειοψηφίας των εκπαιδευτικών στοιχειοθετούν επίσης ξεκάθαρα την ανάληψη από την πλευρά τους ενός "κρίσιμου" ρόλου, πέρα από τον κλασικό ρόλο του δάσκαλου σε κάθε δημοτικό σχολείο, που είναι "να μάθει στα παιδιά γράμματα". Ο ρόλος αυτός, τον οποίο συμβολικά ονομάσαμε "εθνικό ρόλο", θα πρέπει σε κάποιο βαθμό να αντισταθμίζει τη ματαίωση και τα αισθήματα κενού από την κυρίως εκπαιδευτική διαδικασία.
Η έκταση της αποτυχίας των μαθητών της μειονότητας στο ελληνόγλωσσο πρόγραμμα σε σημαντικό βαθμό οφείλεται σε παράγοντες που σχετίζονται με τη δύσκολη σχέση εθνικού εαυτού-εθνικού Άλλου (και μάλιστα |εθνικού εχθρού|), και καταλήγουν να αλλοιώνουν και να παρεμποδίζουν την παιδαγωγική σχέση δάσκαλου-μαθητή. Στερεότυπα, άγνοια και προκατάληψη εμποδίζουν τους εκπαιδευτικούς να αποδεχθούν την ταυτότητα των μαθητών τους και να σεβαστούν όλες τις διαστάσεις της προσωπικότητάς τους, έτσι ώστε να κερδίσουν αντίστοιχα την αποδοχή και την εμπιστοσύνη του κόσμου της μειονότητας -απαραίτητη προϋπόθεση για την οικοδόμηση και την απρόσκοπτη λειτουργία μιας σωστής (πρώτα απ' όλα ειλικρινούς) παιδαγωγικής σχέσης, δίχως την οποία δεν μπορούν να υπάρξουν εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Έτσι, οδηγούνται στην κατασκευή και ανάληψη ενός "εθνικού ρόλου", πέραν των συνήθων καθηκόντων του δασκάλου στο δημοτικό σχολείο. Ο ρόλος αυτός σχετίζεται με τη λειτουργία τους στο σχολείο, αλλά και στον ευρύτερο χώρο της μειονότητας, ως άτυπων πρεσβευτών της Ελλάδας, έργο των οποίων είναι η υποστήριξη του ελληνικού κράτους, η προώθηση των ελληνικών θέσεων και η υπεράσπιση της πατρίδας από τον δυνητικό κίνδυνο που συνιστά η ύπαρξη μιας μειονότητας που σχετίζεται άμεσα με τον αιώνιο εχθρό του έθνους και αποτελεί μέσα στην Ελλάδα τον φορέα του "εξ ανατολών κινδύνου". Κύριο συστατικό στοιχείο αυτού του ρόλου είναι η άρνηση της εθνοτικής ταυτότητας των μαθητών και η προσπάθεια αλλαγής της συνείδησής τους.
Λειτουργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο, οι εκπαιδευτικοί της πλειονότητας δεν κάνουν άλλο παρά να εκφράζουν την κυρίαρχη λογική της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας της οποίας αποτελούν τμήμα. Στο περιβάλλον της τοπικής κοινωνίας, όπου συμβιώνουν πλειονότητα και μειονότητα, η λογική αυτή εκφράζεται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, και συχνά με πολεμικό τρόπο. Τοπικές αρχές, πολιτικά πρόσωπα, θρησκευτικοί ταγοί, πνευματική ηγεσία, εκπαιδευτικά στελέχη, τοπικός τύπος, προϊσταμένη αρχή, έχουν επί σειρά ετών με τις θέσεις τους συμβάλλει στη δημιουργία και την παγίωση ενός "πατριωτικού" κλίματος ανησυχίας και συνωμοτισμού, μέσα στο οποίο η αναγνώριση του αυτονόητου (π.χ. της εθνοτικής ταυτότητας ενός μέλους ή ενός τμήματος της μειονότητας) χαρακτηρίζεται εύκολα ως ενέργεια που "αντικειμενικά" εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς της Τουρκίας, και που αν δεν καταγγέλλεται ανοιχτά ως εθνική μειοδοσία (πράγμα όχι σπάνιο) πάντως θεωρείται ότι εμπίπτει στη σφαίρα των περίφημων "εθνικών ζητημάτων", που δεν πρέπει να θίγονται ανοιχτά, πόσο μάλλον από εκπαιδευτικούς λειτουργούς!
Γαλουχημένοι μέσα στην κυρίαρχη ελληνοκεντρική αντίληψη του εκπαιδευτικού συστήματος, δέσμιοι των στερεοτύπων, των φοβιών, της αποδεδειγμένα μονομερούς ή ελλιπούς πληροφόρησης για τους γείτονες, του πνεύματος ανταπόδοσης ("αυτοί τι έκαναν στον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης;") που διατρέχουν γενικότερα το σώμα της ελληνικής κοινωνίας, και λειτουργώντας μέσα στο κλίμα της τοπικής κοινωνίας που περιγράψαμε, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί που εργάζονται στα μειονοτικά σχολεία δεν κάνουν τίποτε περισσότερο τελικά παρά να συμμορφώνονται και να ευθυγραμμίζονται (συνειδητά ή ασυνείδητα) με την κυρίαρχη έως τώρα λογική, θεωρώντας ότι κάνουν το καθήκον τους και ότι υπερασπίζονται τα συμφέροντα της πατρίδας.
Ωστόσο, δεν παύουν να υπάρχουν φωτεινές περιπτώσεις εκπαιδευτικών με ανοιχτό πνεύμα, που μέσα σε συνθήκες δύσκολες και ενάντια στο γενικότερο κλίμα έχουν προδρομικά ανοίξει το δρόμο και δείχνουν την κατεύθυνση προς την οποία θα πρέπει να βαδίσει η μειονοτική εκπαίδευση. Πρόκειται για εκείνους τους εκπαιδευτικούς που αποδέχονται την ταυτότητα των μαθητών τους σε όλες τις διαστάσεις της, διατηρούν αμοιβαία καλές σχέσεις με όλους τους παράγοντες της εκπαιδευτικής κοινότητας (γονείς, μαθητές, συναδέλφους), γνωρίζουν (ή επιδιώκουν να μάθουν) τις γλώσσες της μειονότητας, τιμούν και σέβονται τον πολιτισμό και τις παραδόσεις όλων των ομάδων που βρέθηκαν να ζουν στο χώρο της Θράκης -με δυο λόγια εκλαμβάνουν την διαφορετικότητα σαν πλούτο και όχι σαν πρόβλημα.
[Προσωρινός τίτλος του βιβλίου: |Οι αντιλήψεις των εκπαιδευτικών για το ρόλο τους και την επίδοση των μαθητών/τριών στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης|]
|Ο Χάρης Παπαδόπουλος είναι εκπαιδευτικός / διδάκτωρ παιδαγωγικής
Μια παρέα συζητά
Του Άλκη ΡΗΓΟΥ
ΜΙΝΑ ΜΑΧΑΙΡΟΠΟΥΛΟΥ, |Μπροστά στον καθρέπτη. Μαρτυρίες|, εκδόσεις Καστανιώτης, Αθήνα 2004 σελ. 158
Σε τούτο το αφιέρωμα για την Τουρκική μειονότητα στη Θράκη, δεν μπορούσε να λείψει η κριτική παρουσίαση αυτού του λίγο παλιότερου εκδοτικά -μα μοναδικού και έντονα επίκαιρου- βιβλίου μαρτυρία, που η ευαισθησία της Θρακιώτισσας φίλης Μίνας Μαχαιροπούλου μας πρόσφερε.
Οι λόγοι είναι πολλοί.
Πρωταρχικά, γιατί όπως συμβαίνει συνήθως στη συντηρητική μας πολιτικό-πολιτισμική πραγματικότητα, σε όλα τα θέματα, αυτοί που μιλούν κυρίως, άρα και τα διαχειρίζονται, ανήκουν στις σχετικά μεγαλύτερες ηλικιακά γενεές, τις επιλεγόμενες και ώριμες. Σε αντίθεση, τούτη η έκδοση αφορά μια ανοικτή συζήτηση μεταξύ έξι νέων Τούρκων συμπολιτών, τριών γυναικών και τριών ανδρών, περί τα τριάντα. Και είναι η πρώτη, και από ότι ξέρω η μοναδική φορά, που αποτυπώνεται ο λόγος των νέων μελών αυτής της κοινωνικής κατηγορίας, και μάλιστα με ένα τρόπο αβίαστο χωρίς προκατασκευασμένες ερωτήσεις και καναλιζαρισμένες στερεοτυπικές απαντήσεις.
Και οφείλουμε όλες και όλοι που επιθυμούμε να καταλάβουμε τη δυναμική της πολυπολιτισμικής πραγματικότητας που βιώνουν οι κάτοικοι αυτής της περιοχής της πατρίδας μας, να αφουγκραστούμε, με σοβαρότητα, ευθύνη και ανοιχτό μυαλό, το λόγο τούτης της παρέας νέων συμπολιτών.
Ένα λόγο που δεν αφορά μια απομονωμένη ομάδα στους κόλπους της μειονότητας, αλλά απηχεί ευρύτερους προβληματισμούς των νέων, τις συγκρούσεις, συν-κινήσεις, αγωνίες, όνειρα, πάθη, προκαταλήψεις, αρνήσεις, αγάπες, φόβους, ελπίδες, δικαιώματα...
Και ας μην ξεχνάμε, μας το θυμίζει άλλωστε αρχίζοντας το βιβλίο και η Μίνα, "ο λόγος είναι μια δύσκολη ιστορία. Δεν μιλάς εύκολα και με το χέρι στην καρδιά για πράγματα που σε πονάνε, όταν έχεις μάθει από παιδί να μετράς τις κουβέντες σου. Δεν το διαλέγεις, έτσι το βρήκες και, κατά κάποιο τρόπο, κάτι σου το επέβαλε. Κάτι, κάποιοι, δεν έχει σημασία. Δεν υπάρχει ένοχος. Υπάρχει όμως συνενοχή"!
Μ' αυτή λοιπόν τη δύσκολη ιστορία καταπιάνεται τούτο το βιβλίο, με ιδιαίτερη ευστοχία, γιατί δεν στέκει στα στενά εθνοτικό-πολιτικά διακυβεύματα της μειονότητας, γιατί δεν μας δίνει έτοιμες απαντήσεις, γιατί θέτει ερωτήματα, γιατί μιλά πολιτικά, με την ευρύτερη έννοια που η χειραφετημένη γυναικεία οπτική μας οδήγησε να κατανοήσουμε, τονίζοντας ότι το ιδιωτικό είναι επίσης πολιτικό.
Κάτι που στη Θράκη αποκτά μια εκπλήσσουσα αποδεικτικότητα, μια που εκεί όπως γράφει η Μίνα: "ανακαλύπτεις πως και η καλημέρα που θα πεις στο γείτονα σου είναι μια πολιτική πράξη... πως συχνά ακόμα και η σιωπή είναι πολιτική πράξη". Όπως πολιτικές πράξεις είναι μια σειρά καταστάσεις που βιώνουν τούτοι οι νέοι στην καθημερινότητα τους. Από το καφέ "Ονειρία" του Τζεβδέτ που συχνάζουν αντάμα με αντίστοιχους έλληνες συμπολίτες τους ή την τραυματική εικόνα που δίνει ο Χαλήλ "στην περιοχή μας δεν αφήνουν τους ανθρώπους να σκέφτονται ελεύθερα" ή τον τρόπο που συνηθίζει ο Σαμή να κλείνει στο ραδιόφωνο την εκπομπή του τονίζοντας "και να φυλάσσετε την κριτική σας σκέψη ως κόρην οφθαλμού", ή την προχωρημένη σκέψη της Ντιλέκ "το σημείο του πολιτισμού σε μια κοινωνία το δίνει πάντα η γυναίκα" ή το γεγονός ότι γιος της Ντιλέκ, ο Αλή Χαν, περιμένει τα Χριστούγεννα τον Άη Βασίλη να αφήσει το δώρο του κάτω από το χριστουγεννιάτικό δέντρο ή όταν η Ιλκέμ λέει "αγαπώ την πατρίδα μου, την Ξάνθη, αλλά θα ‘θελα να ζήσω εκεί μόνο αν υπήρχαν άνθρωποι που σκέφτονται όπως εγώ"...
Αναδεικνύοντας μέσα από όλα τούτα, και πόσα ακόμη, ως αξία όχι την ανοχή του Άλλου μα την αποδοχή του, όπως είναι.
Γεγονός που προαπαιτεί την προσωπική κατάκτηση κάτι ιδιαίτερα δύσκολου, της αποδοχής του εαυτού σου του ίδιου όπως πράγματι είναι, μια που μόνο μ' αυτή την προϋπόθεση κατανοείς ότι χωρίς την ύπαρξη του Άλλου δεν υπάρχεις τελικά ούτε Εσύ.
Και ας μη λησμονούμε ότι αυτά συντελούνται σε μια περιοχή που η μνήμη πονεί, ο φόβος εγγράφεται στο είναι των ανθρώπων, η έλλειψη εμπιστοσύνης ανάμεσα στα σύνοικα στοιχεία ενυπάρχει εδώ και πολλά χρόνια και ότι κάποιοι επιμένουν να την καλλιεργούν ακόμη και σήμερα.
Κι όμως αυτή η παρέα, αυτή η φιλία που δημιουργήθηκε μέσα από τούτη τη συζήτηση-εκμυστήρευση εσωτερικών προσωπικών διαδρομών, κατέκτησε την αναγκαία αμοιβαία εμπιστοσύνη που της επέτρεψε να μιλήσει χωρίς υπεκφυγές, "σπάζοντας την ψεύτικη βιτρίνα του εμείς και εσείς", μια που όπως τονίζει κάπου και ο Χαλήλ "Δεν υπάρχουν δύο πλευρές, μειονότητα και πλειονότητα, αλλά δυο κατηγορίες ανθρώπων, αυτοί που έχουν κάποια λογική και προσωπικότητα κι αυτοί που δεν έχουν ούτε λογική ούτε προσωπικότητα και είναι έρμαια άλλων".
Και η διαφορά; Η διαφορά "σε τελευταία ανάλυση δεν βρίσκεται στη διαφορά που σου αποδίδουν είτε το θέλεις είτε όχι οι άλλοι, ή ακόμα και στη διαφορά που βιώνεις από παιδί, δηλαδή στη διαφορετική θρησκεία, στη διαφορετική ενδεχομένως καταγωγή, στο χρώμα του δέρματος σου ή στη διαφορετική γλώσσα. Η διαφορά βρίσκεται στον τρόπο που διαφοροποιείσαι ως προς τους υποτιθέμενους ομοίους σου", όπως αναφέρει εισαγωγικά και πάλι η Μίνα παραθέτοντας μια καίρια φράση του Αμίν Μααλούφ: "Η ταυτότητα μου είναι, ότι με κάνει να μην είμαι ταυτόσημος με κανέναν άλλον".
Και ευτυχώς, γιατί όλος ο πλούτος της πολύμορφης και πολύτροπης κοινωνικής και ατομικής ζωής θα χάνονταν στον ολοκληρωτισμό μιας μαζικής ομοιομορφίας. Κοινό σημείο άλλωστε των νέων που πήραν μέρος σ' αυτή τη συζήτηση και το οποίο αναδεικνύεται καθαρά και συνεχώς μέσα στις σελίδες του μικρού αυτού βιβλίου είναι το όνειρο ενός πόθου που κουβαλά έναν έντονο ταυτόχρονα πόνο, για ειρηνική και δημιουργική συνύπαρξη και σύμπραξη, χωρίς τις προκαταλήψεις των μεγαλυτέρων, χωρίς τους εκατέρωθεν φανατισμούς και σκληρότητες, μια που "δε μας επιτρέπετε άλλο σκληρότητα".
Σε τούτη την πλούσια γη που "φτάνεις πολύ εύκολα στα όρια σου, αλλά και πολύ δύσκολα τα ξεπερνάς" και η οποία τους έλαχε να είναι το σπίτι τους, όπως τονίζει κάπου η Ντιλνταρ και που τόσο αγαπούν "γιατί -όπως τονίζουν- ο πολυπολιτισμός είναι πλούτος, γιατί από τον πολυπολιτισμό μαθαίνεις".
Ακριβώς γι' αυτό αξίζει να σταθούμε και εμείς μπροστά στον καθρέφτη αυτής της βιωμένης πραγματικότητας. Αλλά και στο δικό μας σταθμό του τρένου, όπως εκείνοι στην παιχνιδιάρικη φωτογραφία τους τον σταθμό της Κομοτηνής και να αναλογιστούμε πόσα ταξίδια οφείλουμε να κάνουμε ατομικά και συλλογικά για να ανταμωθούμε με τον Άλλο.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
1. Ασημακοπούλου Φ., Χρηστίδου-Λιοναράκη Σ., |Η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις|, Λιβάνης, 2002
2. Clogg R. (επιμ.), |Minorities in Greece - Aspects of a plural society|, Hurst & Company, Λονδίνο, 2002
3. Βακαλιός Α., |Το πρόβλημα της διαπολιτιστικής εκπαίδευσης στη Δυτική Θράκη|, Gutenberg, 1997
4. Διβάνη Λ., |Ελλάδα και μειονότητες - Το σύστημα διεθνούς προστασίας της κοινωνίας των εθνών|, Νεφέλη, 1995
5. Δώδος Δ., |Εκλογική γεωγραφία των μειονοτήτων - Μειονοτικά κόμματα στη Νότιο Βαλκανική: Ελλάδα, Βουλγαρία, Αλβανία|, Εξάντας, 1994
6. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού πολιτισμού και Γενικής Παιδείας (Ιδρυτής: Σχολή Μωραϊτη), |Μειονότητες στην Ελλάδα|, 2004
7. |Jahrbucher für Geschichte und Kultur Sudosteuropas|, 5 (2003), Αφιέρωμα: Minorities in Greece: Historical Issues and New Perspectives, (επιμ. S. Trubeta, C. Voss), Μόναχο, 2003
8. Κανακίδου Ε., |Η εκπαίδευση στη μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Θράκης|, Ελληνικά Γράμματα, 1997
9. Kedourie E., |Μειονότητες, Θρησκεία και Πολιτική|, Κατάρτι 2002
10. Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων, |Γλωσσική ετερότητα στην Ελλάδα - Γλώσσες της μειονότητας της Δυτικής Θράκης, Βλάχικα, Σλαβικές διάλεκτοι της Μακεδονίας|, Αλεξάνδρεια, 2001
11. Μαυρομμάτης Γ.,| Τα παιδιά της Καλκάντζας,| Μεταίχμιο, 2004
12. Μαχαιροπούλου Μ., |Μπροστά στον Καθρέφτη|, Καστανιώτης, 2004
13. Μίτιλης Α., |Οι μειονότητες μέσα στη σχολική τάξη, Οδυσσέας|, 1998
14. Ιμάμ Μ., |Μουσουλμάνοι και κοινωνικός αποκλεισμός, Λιβάνης|, 2003
15. |Σύγχρονα Θέματα|, Τεύχος 63, Αφιέρωμα: Εμείς και οι "άλλοι": Η διαχείριση της εθνοπολιτισμικής διαφορετικότητας, (επιμ. Δ. Λαφαζάνη), 1997
16. Τρουμπέτα Σ., |Κατασκευάζοντας ταυτότητες για τους μουσουλμάνους της Θράκης|, Κριτική, 2001
17. Τσιτσελίκης K., |Το διεθνές και ευρωπαϊκό καθεστώς προστασίας των γλωσσικών δικαιωμάτων των μειονοτήτων και η ελληνική έννομη τάξη|, Σάκκουλας, 1996
18. Τσιτσελίκης K., Χριστόπουλος Δ., (επιμ.) |Το μειονοτικό φαινόμενο στην Ελλάδα - Μια συμβολή των κοινωνικών επιστημών|, Κριτική, 1997
19. Χριστόπουλος Δ., |H ετερότητα ως σχέση εξουσίας - Όψεις της Ελληνικής, Βαλκανικής και ευρωπαϊκής εμπειρίας|, Κέντρο Ερευνών Μειονοτικών Ομάδων 5, Κριτική, 2002
20. Dallegre J., "Les minoritaires en Grece", |Méditerranée|, Τεύχος 2, 1998
21. Trubeta S., "Balkan Egyptians and Gypsy/Roma", |Nationalities Papers|, Τομ. 33, 2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου