Της
Ευσταθίας Δήμου*
ΛΙΛΙΑ
ΤΣΟΥΒΑ, Με το καλειδοσκόπιο του Μπέογουλφ, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 202
Η έκδοση της πρόσφατης μελέτης της Λίλιας Τσούβα, Με το καλειδοσκόπιο του Μπέογουλφ, που επιχειρεί να φωτίσει τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκε το ομώνυμο αγγλοσαξωνικό έπος, φέρνει ξανά στην επιφάνεια το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα της ηρωικής επικής ποίησης και του τρόπου με τον οποίο αυτή συνδέθηκε με συγκεκριμένες εποχές και γενιές ανθρώπων. Το συγκεκριμένο έργο συνετέθη σε έμμετρη μορφή στην αρχαία αγγλική γλώσσα κατά τον 6ο ή τον 7ο αιώνα μ.Χ. και διασώζεται σε ένα και μόνο χειρόγραφο των αρχών του 11ου αιώνα. Η αξία του για τους Άγγλους είναι ανάλογη με αυτή των Ομηρικών επών για τους Έλληνες και είναι πραγματικά άξιο μελέτης το γεγονός ότι η ομηρική παράδοση πέρασε, μέσα από την Αινειάδα του Βιργιλίου, και στάθμευσε στον Μεσαίωνα και να τροφοδοτήσει τη νέα δημιουργία η οποία, πέρα από τον Μπέογουλφ, θα πρέπει να περιλάβει και το μεταγενέστερο έπος του Βασίλειου Διγενή Ακρίτα. Το ίδιο άξιο μελέτης και προβληματισμού όμως είναι και το γεγονός ότι η ηρωική επική παράδοση μοιάζει σήμερα να έχει σβήσει οριστικά ή, μάλλον, να έχει διοχετευθεί στο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας που συγκεντρώνει τις αναγνωστικές προτιμήσεις ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων ανά τον κόσμο.
Τη διέγερση και την εκδίπλωση της φαντασίας μπορεί κανείς να διαπιστώσει και στο έπος αυτό που εξιστορεί τα κατορθώματα του ήρωα Μπέογουλφ ο οποίος, στην προσπάθειά του να κερδίσει αναγνώριση και δόξα, αντιμετωπίζει μια σειρά από τρομερά τέρατα προερχόμενα από το αρχέγονο χάος. Στην αφήγηση συναντιούνται και διασταυρώνονται μύθοι και θρύλοι από την παράδοση αλλά και από την ιστορία των λαών της Βόρειας Ευρώπης που διαμορφώνουν ένα πολύπλοκο μωσαϊκό το οποίο αποκτά την αξία και το νόημά του χάρη σε αυτές ακριβώς τις αλληλοδιεισδύσεις, τις ωσμώσεις και τις μεταλλαγές. Η ορμητικότητα, η γενναιότητα, η ακτινοβολία του κεντρικού χαρακτήρα, η με δίχως φόβο αναμέτρησή του με τέρατα και μορφές υπεράνθρωπες και εξωπραγματικές αποτελούν τα στοιχεία εκείνα που κάνουν το Μπέογουλφ ένα πραγματικά αξιανάγνωστο έπος αλλά και ένα ντοκουμέντο εποχής που διασώζει τις ζυμώσεις εκείνες οι οποίες οδήγησαν την δυτική Ευρώπη στη σύγχρονη εποχή της. Από αυτή την άποψη το έργο αυτό λειτουργεί και ως κιβωτός της δυναμικής μιας εποχής όπως εκδηλώθηκε στις μάχες, στους αγώνες, στις συγκρούσεις των λαών καθώς επίσης και στις μετακινήσεις και τις λιγότερο ή περισσότερο οριστικές εγκαταστάσεις τους.
Δεν θα είχε ίσως το ίδιο ενδιαφέρον η σύγκριση και η αντιπαραβολή με τα Ομηρικά έπη, κυρίως αυτό της Ιλιάδας, όσο η από κοινού ανάγνωση του Μπέογουλφ με το μεσαιωνικό ακριτικό έπος του Διγενή το οποίο επίσης βρίσκεται στην αρχή ενός νέου κόσμου που ανατέλλει στην Ανατολική, αυτή τη φορά, Ευρώπη. Η πρώτη προσέγγιση είναι ίσως αποκαλυπτική μιας σπάνιας ομοιότητας και οικείωσης των δύο επών στο επίπεδο της δράσης του κεντρικού ήρωα αλλά και του βασικού σχήματος στο οποίο αυτή υπάγεται και το οποίο αντιπροσωπεύει -η ανδρεία ως κεντρική και κατευθυντήρια δύναμη της αφηγηματικής ύλης αλλά και της ίδιας της ζωής όταν αυτή μετατίθεται στο επίπεδο του φανταστικού, του υπερφυσικού, του αδιανόητου. Σε μια δεύτερη όμως προσέγγιση τα δύο έργα αποδεικνύονται αντιπροσωπευτικά δύο διαφορετικών παραδόσεων με το Μπέογουλφ να οικοδομεί τη μορφή ενός ήρωα που ελέγχεται σε απόλυτο βαθμό από την μοίρα και το έπος του Διγενή την αντίστοιχη μορφή ενός πολεμιστή που υποτάσσεται βέβαια στη μοίρα -μοίρα θανάτου βασικά- αλλά αναγνωρίζει σε αυτήν μια ερωτική ποιότητα και λειτουργία. Είναι ένα μεγάλο και ευρύ θέμα για μελέτη αυτό, μπορεί όμως να αποκαλύψει πολλά για τον τρόπο με τον οποίο δύο δημιουργίες που ανήκουν και προέρχονται από το ίδιο λογοτεχνικό είδος και από την ίδια περίπου εποχή, διαφοροποιούνται και διακρίνονται βάσει της ατμόσφαιρας μέσα στην οποία εκτυλίσσονται, που για μεν το Μπέογουλφ κυριαρχείται από το στοιχείο του φανταστικού, για δε το έπος του Διγενή από το στοιχείο του παραμυθιού, αλλά και βάσει της κεντρικής μορφής του πρωταγωνιστή με τον Μπέογουλφ να υπόκειται πολύ περισσότερο στους ισχύοντες κώδικες και τα δεδομένα της ιεράρχησης και της ιεραρχίας στην πολεμική κοινωνία της εποχής και τον Διγενή να δοκιμάζει την υπέρβαση και το ξεπέρασμά τους.
Σε κάθε περίπτωση, η νέα μελετητική προσέγγιση της Τσούβα, δίνει τη δυνατότητα για τη γνωριμία με ένα έργο που είναι ακόμα ζωντανό μέσα στη λογοτεχνία, τη μυθιστοριογραφία επιστημονικής φαντασίας συγκεκριμένα αλλά και μέσα στο ιστορικό μυθιστόρημα που, από κοινού με την πεζογραφία του φανταστικού, διαμορφώνουν μια από τις πιο ελκυστικές τάσεις στη σύγχρονη λογοτεχνική δημιουργία.
*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου