8/6/25

Οι ιδέες και ο ρυθμός τους

Έργα των Παναγιώτη Δαραμάρα και Κώστα Τσώλη

Του Κώστα Βούλγαρη
 
ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΑΚΗ, Το μάτι του Ιππόγρυπα, εκδόσεις Ούρσα, σελ. 84
 
Οι πολυάριθμοι ποιητές και ποιήτριες που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια, στη μεγάλη τους πλειοψηφία δεν φέρουν τίποτα στις αποσκευές τους ούτε κομίζουν κάτι στον ποιητικό λόγο, αφού, αντίστοιχα, τα βιβλία τους είναι άνευ θεματικού περιεχομένου και άνευ τεχνοτροπικού ενδιαφέροντος, εξαντλούμενα σε προσωπικά, κοινωνικά ή παρατηρητικά της φύσης στιγμιότυπα, χωρίς κάποιον τροπισμό του λόγου τους, που ούτως ή άλλως είναι φτωχός στο λεξιλόγιό του, η δε γλωσσική του διαστρωμάτωση ανύπαρκτη, αρκούμενοι στην τρέχουσα γλώσσα και στους αποήχους της ποιητικής κοινής, της δεκαετίας του ’70.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν κάποιοι άνθρωποι εγγράμματοι, με σπουδές σε άλλα πεδία, θεωρητική συγκρότηση και συχνά αξιόλογη ή και σημαντική παρουσία στον τομέα τους, που δοκιμάζουν και στον ποιητικό στίβο, χωρίς αυτή η διαδικασία να είναι γι’ αυτούς ταυτοτική, όπως συμβαίνει με όσους εμπλέκονται στην περιπέτεια της ποιητικής γραφής. Κι εδώ εγείρεται το ερώτημα: θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα βιβλία τους ως πάρεργα, ή έστω ως δεύτερες επιλογές τους, άρα να αδιαφορήσουμε, ή θα πρέπει να τα κρίνουμε με μεγαλύτερη αυστηρότητα, αφού, με βάση τα προηγούμενα, δεν έχουν κανένα άλλοθι «αφέλειας»;
Καθ’ όσον με αφορά, η αδιαφορία ταιριάζει στους πολιτικούς και άλλους αστέρες της δημόσιας σφαίρας, επίδοξους ποιητές, που θέλουν να πουν το ίδιο «ποίημά» τους και με ποιητικό περιτύλιγμα. Τι γίνεται όμως με εκείνους που εισέρχονται στον ποιητικό στίβο έχοντας ισχυρή, συναφή θεωρητική σκευή, αλλά και κριτικά ή άλλα κείμενα στο ενεργητικό τους, τα οποία διατρέχουν το λογοτεχνικό πεδίο; Κατά τη γνώμη μου, δικαιούνται της προσοχής μας αλλά τους αντιστοιχεί η αυστηρότητα, διότι γνωρίζουν τις απαιτήσεις του πεδίου.
Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται και η Κωστούλα Μάκη. Με σπουδές κριτικής κοινωνικής ψυχολογίας, επάγγελμα το οποίο και ασκεί, με αρκετές και σημαντικές βιβλιοκρισίες θεωρητικών και λογοτεχνικών βιβλίων στο ενεργητικό της, καθώς και δοκίμια, γράφει και δημοσιεύει τακτικά ποιήματα, με μια πορεία που βαίνει βελτιούμενη μέσα στο χρόνο.
Το ανά χείρας βιβλίο, με τον δηλωτικό τίτλο, παραπέμπει φυσικά στο (ενίοτε μονόφθαλμο) μυθολογικό τέρας (μισό ίππος και μισό γύπας), υποβάλλοντας έτσι μια δραματική ένταση σε ένα δυστοπικό σκηνικό.
Το πρώτο, πεζό ποίημα του βιβλίου συνιστά ένα εφιαλτικό σχόλιο πάνω σε ένα από τα Όνειρα του Βάλτερ Μπένγιαμιν, ενώ το δεύτερο φέρει τον τίτλο «Σαχαλίνη», το γνωστό νησί, τόπος εξορίας, τσαρική αποικία καταδίκων. Εδώ, διά της διακειμενικότητας, το σκηνικό γενικεύεται: «Οι Αργοναύτες/ ετελεύτησαν κι αυτοί», «Αχός Κροστάνδης σε περίμενε κι εσένα», «Στο σήμερα ποιος ξέρει/ ποια μακρονήσια/ τόποι θα γενούν», Τσέχοφ βεβαίως, έτσι ώστε, στα ποιήματα που ακολουθούν, τα σχόλια σε επιμέρους θέματα να εγγράφονται σε αυτό το πλαίσιο, όπως το ποίημα «Σεφερικό», όπου σχολιάζεται το κοσμοείδωλο του ποιητή και όλης της γενιάς του ’30, από τα αγάλματα μέχρι του Αιγαίου τα νησιά, για να καταλήξει: «Με τον καιρό/ άλλη ονοματοθεσία/ θα δοθεί».
Ακολουθούν τα ποιήματα «Πλατωνίζεις επικινδύνως» και «Λιτότητα». Ο τίτλος του πρώτου δηλώνει πού κατευθύνεται ο σχολιασμός, ενώ το δεύτερο αφορά τον Σολωμό, και «της ιστορίας την κόψη».
Πυραμίδες και Νείλος, Κου Κλουξ Κλαν, τάγματα εφόδου, η γαλανόλευκη σημαία, ως αναφορές άλλων ποιημάτων, Τροία, Καισαριανή, ως τοπόσημα, «Κροταλίζουν κοσμοείδωλα προγονικά», ύμνοι βυζαντινοί, κοινωνία της πληροφορίας, η Χιονάτη, άλλα μυθολογήματα και ιστορήσεις, Αλή πασάς και Ευφροσύνη, Αιτωλοακαρνανία (τόπος κατοικίας της Κωστούλας Μάκη), τοπογραφίες της Μήδειας, ο σκληρός Απρίλης και άλλες νότες μεταμυθοπλασίας, Νίτσε, έμφυλη διάσταση, εμβληματικός Καβάφης, κλείνοντας ωραία με Αντόρνο και στέλνοντας έτσι χαιρετισμούς στον εναρκτήριο Μπένγιαμιν.
Ένα βιβλίο κατάφορτο ιδεών, με το κάθε του ποίημα να μετέχει σε αυτή την πανδαισία, χωρίς να γίνεται διδακτικό ή ηθικοπλαστικό ή, το κυριότερο, γιατί αυτό συμβαίνει συνήθως, χωρίς να βουλιάζει κάτω από το βάρος του φορτίου των ιδεών του.
Αυτό είναι το σημαντικότερο προτέρημα, αν θέλετε επίτευγμα του βιβλίου, γιατί κατορθώνει και χειρίζεται το τόσο βεβαρυμμένο θέμα του κάθε ποιήματος με φυσικότητα αφοπλιστική και συνεχείς αλλαγές οπτικής, ώστε η επίμονη αυτή θεματική να μην ενοχλεί αλλά αντίθετα να προβάλλει χαρίεσσα.
Αναπόφευκτη για μένα η σύγκριση με τα τελευταία  βιβλία τού, πρεσβύτερου της Μάκη, Σταύρου Ζαφειρίου, όπου το φορτίο αντίστοιχων ιδεών υπερκέρασε τις αντοχές των ποιημάτων του και κατέληξε μανιέρα, όμως εκεί ο λόγος  είναι πολύ πιο ποιητικά επεξεργασμένος, ένεκα της μακράς θητείας του στο ποιητικό πεδίο.
Κι έτσι καταλήγουμε στα αρχικά μας ερωτήματα και στα «ένσημα» που χρειάζεται να καταβάλει ο καθένας, στην τριβή και την πάλη του  με τη γλώσσα. Το στοίχημα της Κωστούλας Μάκη, με εφαλτήριο αυτό το βιβλίο, είναι να επεξεργαστεί πολύ περισσότερο την εκφορά του λόγου της και τη ρυθμοποιία. Αν το καταφέρει, θα μπορούμε να μιλάμε για μια σημαντική περίπτωση. Έστω και αν, αυτό ακριβώς, είναι το πιο δύσκολο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: