Άποψη της έκθεσης «Δημοκρατία» στην Εθνική Πινακοθήκη – Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου. Φωτ.: Θάνος Καρτσόγλου |
19/1/25
Πλουμπίδης ελευθερωθείς
Έμφυλες κατασκευές
Νικίας Σκαπινάκης, Λουόμενες / Baigneuses, 1971, λάδι σε μουσαμά, Ιδιωτική Συλλογή (Πορτογαλία). Φωτ,: José Pessoa / Museus e Monumentos de Portugal, E.P.E – Arquivo de Documentação Fotográfica |
Στο δίτομο ερευνητικό της έργο η συγγραφέας, ποιήτρια και ακριβή φίλη γνωστών ποιητριών Αριστέα Παπαλεξάνδρου προβαίνει σε μια πρωτότυπη και χρήσιμη τομή στο πεδίο της ποιητικής κριτικής, αφού καταθέτει ένα ογκώδες αρχειακό υλικό που περιλαμβάνει τις κριτικές προσλήψεις για γυναίκες ποιήτριες από το 1974 μέχρι το 2000. Θέτει έτσι τις εξής παραμέτρους στο υλικό της όπως η ίδια ανάφερε: τα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε ποιήτριας, το ύφος και το ιδεολογικό προφίλ του/της κριτικού, την πολιτικοκοινωνική διάσταση κάθε ιστορικής δεκαετίας, τα σχόλια των κριτικών για το φύλο, το ύφος και το περιεχόμενο της εκάστοτε κρινόμενης, τις αξιολογικές τοποθετήσεις των ποιητριών στο ποιητικό πεδίο, τις συγκρίσεις με άλλες ποιήτριες και ποιητές, καθώς και τις διαφωνίες που εντοπίζονται στους διάφορους κριτικούς. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά μάς επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε εξελικτικά τις αλλαγές που συγκροτήθηκαν στην πρόσληψη και την προβολή των γυναικών ποιητριών σε σχέση με τις αλλαγές που επιτελέστηκαν στο πολιτικο-ιστορικό υπόβαθρο. Η παρούσα μελέτη και καταγραφή αφορά και μια κριτική φεμινιστική προσέγγιση γιατί στη διάρθρωση του αρχειακού υλικού εγγράφονται ποικίλες και συχνά διλημματικές έμφυλες κατασκευές για τις δημιουργούς, τις γυναίκες και άντρες κριτικούς κι επίσης για τις λειτουργίες ποίησης και κριτικής μέσα από συνεχόμενες ιεραρχήσεις και αξιολογήσεις των γυναικείων ποιητικών φωνών συγχρονικά και διαχρονικά. Προκύπτουν τοιουτοτρόπως διαφορετικοί προβληματισμοί ως προς το πώς κατασκευάζονται τα έμφυλα χαρακτηριστικά των ποιητριών, οι τρόποι με τους οποίους διαβάζεται έμφυλα το έργο τους, οι συνέχειες και οι ασυνέχειες ανάμεσα στις κριτικές αποτιμήσεις αλλά και τις αλλαγές που συντελούνται στις κριτικές προσλήψεις ως προς το φύλο σε συνύφανση με τις ιστορικές, θεωρητικές και κοινωνικές αλλαγές που πραγματοποιούνται. Σημαντικό στοιχείο σε αυτές τις αλλαγές είναι η διαπίστωση πως στο πέρασμα του χρόνου οι ποιητικές «γυναικείες φωνές» πληθαίνουν, ο εκδοτικός χώρος διευρύνεται, αυξάνονται τα περιοδικά και οι εφημερίδες που ασχολούνται με την κριτική της ποίησης και ευρύτερα του βιβλίου.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός πως στο βιβλίο αναδεικνύεται η ιστορικότητα της έννοιας του αρχείου σε άμεση συνάρτηση με τις οικειοποιήσεις που συμβαίνουν στις προσλήψεις του. Η λεπτομερής αποδελτίωση και η παράθεση πηγών που καταθέτει η ερευνήτρια δίνει τη δυνατότητα στους αναγνώστες/αναγνώστριες να το οικειοποιηθούν με τον δικό τους τρόπο, δίνοντας έμφαση στις ποιήτριες, τους κριτικούς ή τα χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου. Έτσι το αρχειακό υλικό στο έργο της Παπαλεξάνδρου λειτουργεί ενεργά με τριπλό τρόπο: ως κριτική των κριτικών προσλήψεων και των έμφυλων χαρακτηριστικών τους, ως κριτική προσέγγιση του ίδιου του βιβλίου και τέλος ως κριτικός αναστοχασμός για τις έμφυλες και πολιτικές διαστάσεις του αρχειακού υλικού. Από την οπτική του χώρου της κριτικής φεμινιστικής ψυχολογίας ενδιαφέρον έχει επίσης η διερεύνηση των θέσεων υποκειμένου των ποιητριών και των κριτικών. Οι κριτικοί για παράδειγμα ομιλούν συχνά όχι μόνο ως γνώστες/γνώστριες του ποιητικού πεδίου με την εξειδικευμένη ταυτότητα του ειδικού (κριτικός ποίησης) αλλά και ως έμφυλα υποκείμενα (άντρες ή γυναίκες) και ως ποιητές ή ποιήτριες. Οι διάφορες ιδιότητες που υιοθετούν και αναδεικνύονται στα κείμενά τους είναι άμεσα συνυφασμένες με τις ιδεολογικοπολιτικές τους τοποθετήσεις, τις θέσεις τους για το τι θεωρείται «υψηλή» ποιητική και τις στάσεις απέναντι στη γυναικεία ποίηση και τις διάφορες ποιήτριες.
εμμέσως η αποδοχή
«κρατά») κ’ η ατσαλίνη απόφασις πια
εκφερομένη ωμά εύκολα τον εκθέτει
το ανθίστηκεν λίαν αργά άγαρμπος σ’
αναχαίτισιν πάει μόλις ναν φρενάρει
τούμπαλιν στο οδόστρωμα μαύρισες
το ’να μάτι ε τότες παρεδέχθησαν πως
μ’ ακριβόν ένδυμα γυρνάς ο τσίτσιδος παντοίως
Κώστας Θ. Ριζάκης
Το σπίτι μέσα στο σπίτι
Δημήτρης Περδικίδης, Άπειρο, Μαδρίτη, 1969, μικτή τεχνική σε ξύλο, 79 x 92 εκ. Φωτ.: Σταύρος Ψηρούκης |
Του Παναγιώτη Βούζη*
ΒΑΣΙΛΗΣ ΝΤΟΚΟΣ, Ο σκοπός του αρχιτέκτονα, εκδόσεις Περισπωμένη, σελ. 84
Κάποιες
φορές τις νύχτες / ο
δρόμος γυρίζει σαν φίδι / να δαγκώσει
το σπίτι / Τότε τα γεγονότα του
σπιτιού υποτροπιάζουν / Η αδελφή μου
σμίγει με τον πατέρα / και η μητέρα
μου χαράζει τις φλέβες της / μ’ ένα
όρασης θραύσμα αυτής της ένωσης / Ύστερα
εκεί που το σπίτι τελειώνει απότομα / κουρνιάζει
και κλαίει ο πατέρας / και ο μικρός
μου αδελφός / του κλείνει το φως να
μην τον βλέπουν / Και εγώ / εγώ σαν έρθει η άλλη μέρα / βγάζω τα γεγονότα έξω απ’ το σπίτι / στον απόλυτο ήλιο του ποιήματος
(«Το σπίτι-βάθος»)
Το κάθε ποίημα της συλλογής
αναφέρεται σε ένα σπίτι. Εκεί κατοικούν αιώνια ο πατέρας, η μητέρα, ο ποιητής
και ο μικρός αδερφός. Το κάθε σπίτι αντιπροσωπεύει τη ψευδαίσθηση της μνήμης
και, παράλληλα, τον αδυσώπητο ρεαλισμό του χρόνου. Η πρώτη αποδεικνύεται
ψευδαισθησιακή, γιατί ο δεύτερος, ο χρόνος, αποτελεί μια συντελεσμένη εκτύλιξη
της προσωπικής πραγματικότητας. Ουσιαστικά, μια κατασκευή. Ώστε, κάθε ποίημα
αντιστοιχεί σε ένα διαφορετικό οικοδόμημα της προσωπικής πραγματικότητας, μια
εκδοχή της. Σε όλες τις εκδοχές, η φθορά, σαν πατίνα, επικάθεται παντού. Η
οικογένεια διαβρώνεται από τον ακίνητο χρόνο. Αυτό συνιστά την τιμωρία της.
Οπότε, όλα τα εγκλήματα, τα οποία καταγράφονται, τα διαπραγμένα από τα μέλη της
και μεταξύ των μελών της, δεν είναι παρά αιτίες που διαδέχονται το αιτιατό: Στο
πλαίσιο μιας retrocausality,
μιας αιτιακής αλληλουχίας η οποία ξετυλίγεται αντίστροφα, ο οίκος του χρόνου
είναι η τιμωρία πριν από τα οικογενειακά εγκλήματα, αυτή που οδηγεί στα
εγκλήματα και στο διαρκές αίσθημα της ενοχής. Συνακόλουθα, ενεργοποιείται ο
λακανικός συσχετισμός, και ο πατέρας αναλαμβάνει τον ρόλο του Νόμου. Ενός
νόμου, βέβαια, ο οποίος εν τη γενέσει του φέρει βαθιές ρωγμές. Ο πατέρας είναι
ο μεγάλος ρημαγμένος μέσα στον ρημαγμένο οίκο.
Η συγκεκριμένη συλλογή προκύπτει, λοιπόν, από την εξής υπόθεση εργασίας: Έστω ότι τα ποιήματα είναι σπίτια. Ότι συνιστούν τις δημιουργίες ενός αρχιτέκτονα. Το θετικό, στα ποιητικά βιβλία τα οποία βασίζονται σε μία ορισμένη ή και ανάλογη υπόθεση, έγκειται στο ότι αυτά διακρίνονται για το παιχνίδι των παραλλαγών και για τη στερεότητα. Εν προκειμένω, οι παραλλαγές δρομολογούνται, φυσικά, από τους μετασχηματισμούς της βασικής ιδέας. Η στερεότητα, επιπλέον, παγιώνεται, χάρη στη βασική ιδέα της κατασκευής ενός φανταστικού σπιτιού, η οποία δίνει στα ποιήματα ένα κλειστό οργανωμένο σχήμα και, ταυτόχρονα, εξασφαλίζει μια δεμένη διάρθρωση και υφή στη γλώσσα. Συνολικά, αυτή η ποίηση χαρακτηρίζεται από μια γεωμετρία. Χαρακτηρίζεται όμως και από τον ρυθμό. Ο τελευταίος σχηματίζει μορφές και μοτίβα και βάζει τη γλώσσα σε μια κίνηση απρόσκοπτη, μέχρι το μικρό διάλειμμα, στο τέλος μιας ενότητας, ή μέχρι την καταληκτική παύση.
ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ
Πόσοι κόσμοι υπάρχουν;
Αλέξης Ακριθάκης, La Grece originale, 1967, τέμπερα και μελάνι σε χαρτί |
Του Χρήστου Λάσκου*
Τι συνέβαινε στο ηλεκτρόνιο πριν να μετρηθεί; Τίποτε δεν συνέβαινε. Το μόνο πραγματικό συμβάν είναι η μέτρηση της συγκεκριμένης θέσης του. Πριν από αυτήν υπήρχαν μόνο πιθανότητες, για το πού θα μπορούσε να εντοπιστεί. Αυτές οι πιθανότητες βρίσκονται «μέσα» στη μυστηριώδη εκείνη υπόσταση της κβαντικής, που ονομάζεται κυματοσυνάρτηση. Η κυματοσυνάρτηση είναι η υπέρθεση όλων των πιθανών θέσεων, όπου μπορεί να βρεθεί το ηλεκτρόνιο. Η κυματοσυνάρτηση «εμπεριέχει» όλες τις πιθανές θέσεις, με διαφορετική πιθανότητα για την καθεμιά. Όταν πραγματοποιείται η μέτρηση, η κυματοσυνάρτηση καταρρέει, το ηλεκτρόνιο εμφανίζεται σε μια συγκεκριμένη θέση -οι άλλες πιθανές θέσεις εξαφανίζονται δια παντός.
Παράξενος κόσμος ο μικρόκοσμος. Εντελώς διαφορετικός από τον κόσμο της δικής μας άμεσης εμπειρίας. Στο δικό μας κόσμο, ξέρουμε με σαφήνεια πού βρίσκεται η μπάλα κάθε στιγμή, από όταν άρχισε την κίνησή της. Ακόμη περισσότερο ξέρουμε, με απόλυτη ακρίβεια πού θα καταλήξει -η επίλυση μιας απλής εξίσωσης φτάνει. Η πιθανότητα είναι ακριβώς 100%. Οι κβαντικές «μπάλες», αντίθετα, δεν είναι βέβαιο πού θα καταλήξουν -μόνο το πόσο πιθανή είναι η κάθε κατάληξη μάς είναι γνωστό.