11/5/25

Ντίνος Σιώτης

Αλέκος Κυραρίνης, «Πεδίον ανθίσματος», 2024, τρίπτυχο, μικτή τεχνική σε καμβά, 2,20 x 3,60 μ. 

(Η γοητεία του εφήμερου)
 
Του Κώστα Βούλγαρη
 
Η Ντίνος Σιώτης είναι ένας φανατικός των περιοδικών, έχει εκδώσει αρκετά, και συνεχίζει μέχρι σήμερα, με τα εξ ορισμού εφήμερα περιοδικά Poetix και (δε)κατα. Και είναι εφήμερα, όχι όπως όλα σχεδόν τα περιοδικά, αλλά ακόμα και κατά την αντίληψη με την οποία οργανώνονται, ως «φωτογραφίες» μιας λογοτεχνικής στιγμής, φωτογραφίες όχι όμως πανοραμικές αλλά μιας επιμέρους, ακόμα και τυχαίας λογοτεχνικής περιοχής, έστω και αν πολλά τεύχη τους είναι αφιερωματικά, γιατί και το εκάστοτε αφιέρωμα θεματολογικά οργανώνεται, χωρίς διακριτό αισθητικό πρόταγμα. Έκφραση αυτού του εφήμερου χαρακτήρα είναι και οι συνεντεύξεις στο περιοδικό του Σιώτη, Ρεύματα, οι οποίες τώρα παρουσιάζονται σε έναν τόμο (Είκοσι τέσσερις Έλληνες συγγραφείς γράφουν λογοτεχνική ιστορία) ο οποίος τόμος περιέχει συνεντεύξεις από γνωστά πρόσωπα του πνευματικού γίγνεσθαι, κάποια στιγμή της διαδρομής τους, πρόσωπα και συνεντεύξεις που εν όλω δεν συγκροτούν ένα όλον, όχι με την έννοια της συμπερίληψης αλλά του χαρακτήρα μιας πνευματικής τάσης.
 Ο Σιώτης είναι επίσης φανατικός των ανθολογιών, έχει εκδώσει  αρκετές και υπό τη σκέπη και την επίνευσή του συνεχίζει η ετήσια ποιητική ανθολογία των (δε)κάτων, με ποιήματα της κάθε χρονιάς, απαραιτήτως με διαφορετικούς επιμελητές-ανθολόγους, ώστε και εδώ να μην παγιώνεται μια κατεύθυνση, ένα πρόταγμα.
Ο Σιώτης, επίσης, ως ποιητής γράφει σχεδόν καθημερινά, με ποιήματα που φέρουν την ένδειξη της ημέρας που εγράφησαν, αλλά και μνεία του γεγονότος της επικαιρότητας από το οποίο αφορμώνται ή σχολιάζουν. Ψηφίδες και αυτά, γεγονότων της καθημερινότητας, γεγονότων που εμφανίζονται στην επικαιρότητα και, σε μερικές μέρες, ή και την επόμενη μέρα, έχουν δώσει τη θέση τους σε άλλα. Ψηφίδες χωρίς την αξίωση και την αγωνία της σύνθεσης εν προόδω μιας εικόνας αντιπροσωπευτικής μιας περιόδου.
Τέλος, και λογοτεχνικά βραβεία, αλλά και το λογοτεχνικό φεστιβάλ της Τήνου έχει υπό τη σκέπη του και την επίνευσή του ο Σιώτης, που και αυτά αφίστανται από την αισθητική αξιολόγηση και από μια ολοποιητική ακολουθία και αξίωση.
Τι συμβαίνει εδώ; Πρόκειται για μια λατρεία του τυχαίου; Για κάτι που παραπέμπει στα πειράματα του σουρεαλισμού; Μήπως πρόκειται για τη λατρεία τού μάλλον ασήμαντου; Με οδηγό ίσως την καρυωτακική ρήση, περί της ταπεινής τέχνης χωρίς ύφος; Μήπως έχουμε να κάνουμε με μια εν τοις πράγμασι εφαρμογή της μεταμοντέρνας επιταγής, περί κατάργησης κάθε διάκρισης μεταξύ «υψηλού» και «χαμηλού»; Δύσκολα όμως κάποιος θα μπορούσε να κατατάξει το πνευματικό στίγμα του Σιώτη σε μία από τις τρεις αυτές κατηγορίες. Αφού, ούτε σουρεαλιστής είναι, με τη συνειρμικότητα των ποιημάτων του να περιορίζεται στην κατώτερη έκφανσή της, δηλαδή τον συνεχή διασκελισμό, ούτε καρυωτακικός είναι, αφού μετωπικά διαχωρίζεται από την καρυωτακική, ειρωνική ρήση, «οι στίχοι παρέχουν ελπίδες/ θα γράψουν οι εφημερίδες», αφού η λατρεία του εφήμερου εκ μέρους του Σιώτη παράγει και εντείνει ελπίδες διά των στίχων, ούτε, τέλος, έναν μεταμοντέρνο χαρακτήρα μπορεί κανείς να διακρίνει στο όλο έργο του, μέσα σε όλες αυτές τις δράσεις του και τα ποιήματά του, αν κρίνουμε τα επιχειρήματα υπέρ της «αυθεντικότητας» που χρησιμοποίησε απέναντι στην «κλεπτο-διακειμενικότητα» ενός άλλου ποιητή των ημερών μας. Γιατί η γοητεία του εφήμερου που στοιχειώνει τον Σιώτη αφίσταται και από τη μεταμοντέρνα παροντικότητα, όπου ο όλους χρόνος, και όλα τα κείμενα, παρελθόντα και σύγχρονα, αναχωνεύονται μέσα σε ένα αέναο ιστορικό παρόν.
Κατά τη γνώμη μου, ο Σιώτης παραμένει πιστός, αν θέλετε δέσμιος, στο σημείο εκκίνησής του. Που δεν είναι άλλο από εκείνο της αμερικανικής δεκαετίας του 1960, που μας έδωσε τα «παιδιά των λουλουδιών». Μια ήπια, όμως μαζική και επί πάντων αμφισβήτηση, εξωστρεφής και θορυβώδης, με στόχο όμως μια ειρηνική αποδόμηση. Σε εκείνη την πρακτική ομνύει ο Σιώτης, δίνοντάς μας μια απρόσμενη και εντυπωσιακή διάρκειά της μέσα στις δεκαετίες. Από εδώ προκύπτουν οι ως άνω επιλογές του, ως μια διαρκής υπονόμευση και αποδόμηση κάθε μνημείωσης, και της συνακόλουθης ακινησίας που αυτή επισύρει. Έχει οπωσδήποτε έναν ριζοσπαστικό χαρακτήρα, ή μάλλον διάθεση, πόσω μάλλον που συνεχίζει ακάθεκτη μέσα σε τελείως διαφορετικά, ιστορικά, πνευματικά και καλλιτεχνικά συμφραζόμενα, όπως αυτά προκύπτουν από τη διαδοχή των δεκαετιών μου μεσολάβησαν.
Η γονιμότητά της κρίνεται απ’ όσα έχει παράγει, και συνεχίζει να παράγει όλα αυτά τα χρόνια. Εφήμερα; Βεβαίως, όμως κατ’ επιλογήν, προγραμματικά εφήμερα. Δεν μπορώ να την ψέξω, αυτή τη διάθεση και τη στάση του Σιώτη, ούτε όμως και να την εγκολπωθώ, δέσμιος ίσως κι εγώ της αντίληψης της αναδόμησης και του προτάγματος. Μπορώ όπως, και οφείλω να σημειώσω, ότι η πολυθρύλητη «αμφισβήτηση» των καθ’ ημάς χρόνων του ’70, η οποία ακόμη περιφέρεται στο χρηματιστήριο των κοινωνικών αξιώσεων, μόνο στην περίπτωση και στη διαδρομή του Σιώτη έχει περιεχόμενο και νόημα. Για τους υπόλοιπους, ήταν ένα πρόσκαιρο, όμως επικερδές όχημα προς τη φρούδα αναγνώριση, προς την πρόσκαιρη μνημείωση, δηλαδή, προς ό,τι ακριβώς υπονομεύει και αμφισβητεί ο Σιώτης. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: