Του Κώστα Βούλγαρη
Ο Γιώργος Μερτίκας ήταν δοκιμιογράφος, μεταφραστής, πάνω απ’ όλα όμως εκ των κορυφαίων θεραπόντων της φιλοσοφίας, εκδότης του πολύ σημαντικού περιοδικού ιδεών «Λεβιάθαν» (1988-1996), τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια συνεργάτης και μέλος της σύνταξης των «Αναγνώσεων», συνεργάστηκε με τις εκδόσεις «Έρμα» και «Κουκκίδα»…
Ναι, αυτό είναι ένα τηλεγραφικό βιογραφικό του. Το οποίο όμως δεν μας λέει και πολλά για τον χαρακτήρα του και κυρίως για το πνευματικό στίγμα του, που χαρακτηρίζονται από την αριστοκρατική αντίληψη με την οποία πορεύτηκε στον δημόσιο βίο και τη ζωή του. Να, για παράδειγμα, ένα από τα πολλά που δεν το πρόβαλε ποτέ: όταν ο Παναγιώτης Κονδύλης, αλλά και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, εκ των πλέον, διεθνώς «κεκυρωμένων» ελλήνων φιλοσόφων, ευρίσκοντο στην Αθήνα, με τον Μερτίκα κυρίως συνομιλούσαν, με τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο και τον Στέφανο Ροζάνη, και με δυο τρεις ακόμα∙ μάλιστα, και στην πνευματική συνάφεια των «Σημειώσεων» μετείχε ο Μερτίκας, «ατύπως», ή μάλλον αφανώς, όσον αφορά τις επετηριδιακές καταγραφές.
Με την ίδια αντίληψη μετείχε και στη σύνταξη των «Αναγνώσεων», δίνοντάς μας ένα ασφαλές περιβάλλον για τα βιβλία ιδεών που περιλαμβάναμε στην ύλη μας, για τα σχετικά κείμενα που δημοσιεύαμε. Δεν χρειάστηκε ποτέ να απορρίψει κείμενα, παρά μόνο, κάποτε, να επιμεληθεί μερικά, σε συνεργασία με τον συγγραφέα τους. Αρκούσε η παρουσία του στη σύνταξη, το πνευματικό του βάρος, οι σελίδες που ο ίδιος έγραφε, ώστε τα βιβλία και τα κείμενα που έρχονταν να έχουν περάσει από μόνα τους από την αναγκαία «διαλογή».
Αυτό το στάτους του Μερτίκα στον χώρο των ιδεών και της φιλοσοφίας προέκυπτε από τη γνώση του και τη γνώμη του, όπως τεκμαίρονται από τα δοκιμιακά κείμενά του και τις πάμπολλες μεταφράσεις του, διά των οποίων εγκλιμάτισε, στην ελληνική γλώσσα και στα καθ’ ημάς συμφραζόμενα, μια ατέλειωτη σειρά από φιλοσοφικούς όρους. Σταματώ όμως εδώ∙ άλλοι, αρμοδιότεροι, θα μιλήσουν για την κύρια πλευρά του έργου του.
Αυτό το κύρος του Μερτίκα δεν ήταν αποτέλεσμα ανάλογων ακαδημαϊκών σπουδών και θέσεων. Ήταν ένας, από τους τόσους πολλούς, που στα πρώτα, ζέοντα χρόνια της Μεταπολίτευσης εγκατέλειψαν τις συστηματικές σπουδές, αδιαφορώντας για τους υποσχόμενους κοινωνικούς και θεσμικούς ρόλους, ακόμα και για την άνεση της βιωτής, όμως δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να σπουδάζει πεδία της γνώσης, τόσο σε βάθος όσο και σε εύρος. Βάθος και εύρος που δεν αντιστοιχούσαν βέβαια στην επαγγελματική εξειδίκευση αλλά όμως έφτιαχναν την υπόσταση ενός διανοούμενου.
Δεν είχε ούτε ίχνος πικρίας για αυτή την επιλογή του. Όταν π.χ. έβλεπε αρκετούς, που αυτός τους είχε παρουσιάσει στον δημόσιο χώρο από τις σελίδες του «Λεβιάθαν», να ανελίσσονται ακαδημαϊκά, χαιρόταν, δεν μεμψιμοιρούσε, παρά τις εμφανείς κάποτε αντιφάσεις τους. Αντίθετα με τόσους άλλους, καμιά ματαίωση δεν ένιωθε για την επιλογή του. Αυτό είναι το σπάνιο, καθώς και ένα από τα σημαίνοντα της αριστοκρατικότητάς του.
Μιλούσε μόνο για όσα γνώριζε καλά, ποτέ δεν υπήρξε «μαϊντανός». Σπάνια και απιλεκτικά μόνο ανοιγόταν σε άλλα πεδία, πέραν της φιλοσοφίας. Όταν όμως το έκανε, φαινόταν η ακριβοθώρητη δυνατότητά του, π.χ. να μιλήσει για τον ποιητή Ηλία Λάγιο, επικεντρώνοντας, με επάρκεια κριτικού λογοτεχνίας, στις δύο, όντως κορυφαίες ποιητικές συλλογές του (Μουζικούλες και Φεβρουάριος 2001), οι οποίες
«είναι το έπος του Ηλία που εξακτινίζεται γύρω από τη Σόλωνος, βρίσκοντας εκεί την Ελένη των προπατόρων του. Εκεί, όταν στίγμα της διανόησης είναι το ‘Ελένης Εγκώμιον’ του Γοργία» («Αναγνώσεις», 17-5-2015)
και καταλήγοντας:
«Μιλώ υπαινικτικά για έναν φίλο ποιητή που παραμένει α-πορία για τους προηγούμενους του σιναφιού και αίνιγμα σφιγγός ή σειρήνος για τους ερχόμενους. Αφήνω ίχνη αλλά δεν μπορώ να είμαι ιούδας ο εξαρχειώτης (κι εδώ, μα και παραδίπλα, έχει περισσή ύλη ο νεαρός αναλυτής διδάκτορας που παραλαμβάνει σκυτάλη). Μα πάντα κάτι θα ξεφεύγει…». Κάπως έτσι και ο Μερτίκας.
Αν και ποτέ δεν μίλησε για τη συμμετοχή του στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, σε μία από τις επετείους κατέθεσε μια μαρτυρία, μια μοναδική κοινωνική εικόνα για τους νέους που συμμετείχαν, γράφοντας για τον μαθητή Διομήδη Κομνηνό, τον πρώτο νεκρό της εξέγερσης:
«Πολλές φορές τέτοιες μέρες το σκέφθηκα και δεν το κοινώνησα, μα είχα πάντα την αίσθηση μιας τύχης που δεν έλαχε στον συμμαθητή μου, μιας ευκαιρίας που μου δόθηκε κι έπρεπε να τη σεβαστώ. Ο σεβασμός σ’ αυτήν την τύχη, στο τυχαίο γεγονός της ύπαρξης, είναι το δικό μου έρμα, ό,τι καθορίζει τον εσωτερικό διάλογο, πρόκριμα για τη λήψη απόφασης στη ζωή. Κι έτσι δεν μπορώ παρά να πω: Καλύτερα με τον Διομήδη και να κάνω λάθος, παρά με τους ώριμους και να ’χω δίκιο» («Αναγνώσεις», 17-11-2012)
Η βαθειά ιστορική αντίληψή του περνούσε πάνω από τα πρόσκαιρα, όριζε και τον εαυτό του μέσα στις μεγάλες διάρκειες των ιδεών, μέσα από το δικό του ιστορικό παρόν, των χρόνων της Μεταπολίτευσης. Και επειδή το πεδίο αναφοράς του ήταν το πιο απαιτητικό, αφού πρόκειται για τον πιο σκληρό πυρήνα της γνώσης, δικαιούμαι νομίζω να πω, ότι ο Γιώργος Μερτίκας ήταν, είναι, το «ανώτατο στάδιο» της Μεταπολίτευσης. Αυτής της τόσο συκοφαντημένης περιόδου, που όμως ήταν η νεότητά μας, είναι η αφετηρία της υπόστασής μας – και όχι μόνο η δική μας. Γι’ αυτό, πάντα κάτι θα ξεφεύγει…
Ο Γιώργος Μερτίκας ήταν δοκιμιογράφος, μεταφραστής, πάνω απ’ όλα όμως εκ των κορυφαίων θεραπόντων της φιλοσοφίας, εκδότης του πολύ σημαντικού περιοδικού ιδεών «Λεβιάθαν» (1988-1996), τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια συνεργάτης και μέλος της σύνταξης των «Αναγνώσεων», συνεργάστηκε με τις εκδόσεις «Έρμα» και «Κουκκίδα»…
Ναι, αυτό είναι ένα τηλεγραφικό βιογραφικό του. Το οποίο όμως δεν μας λέει και πολλά για τον χαρακτήρα του και κυρίως για το πνευματικό στίγμα του, που χαρακτηρίζονται από την αριστοκρατική αντίληψη με την οποία πορεύτηκε στον δημόσιο βίο και τη ζωή του. Να, για παράδειγμα, ένα από τα πολλά που δεν το πρόβαλε ποτέ: όταν ο Παναγιώτης Κονδύλης, αλλά και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, εκ των πλέον, διεθνώς «κεκυρωμένων» ελλήνων φιλοσόφων, ευρίσκοντο στην Αθήνα, με τον Μερτίκα κυρίως συνομιλούσαν, με τον Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο και τον Στέφανο Ροζάνη, και με δυο τρεις ακόμα∙ μάλιστα, και στην πνευματική συνάφεια των «Σημειώσεων» μετείχε ο Μερτίκας, «ατύπως», ή μάλλον αφανώς, όσον αφορά τις επετηριδιακές καταγραφές.
Με την ίδια αντίληψη μετείχε και στη σύνταξη των «Αναγνώσεων», δίνοντάς μας ένα ασφαλές περιβάλλον για τα βιβλία ιδεών που περιλαμβάναμε στην ύλη μας, για τα σχετικά κείμενα που δημοσιεύαμε. Δεν χρειάστηκε ποτέ να απορρίψει κείμενα, παρά μόνο, κάποτε, να επιμεληθεί μερικά, σε συνεργασία με τον συγγραφέα τους. Αρκούσε η παρουσία του στη σύνταξη, το πνευματικό του βάρος, οι σελίδες που ο ίδιος έγραφε, ώστε τα βιβλία και τα κείμενα που έρχονταν να έχουν περάσει από μόνα τους από την αναγκαία «διαλογή».
Αυτό το στάτους του Μερτίκα στον χώρο των ιδεών και της φιλοσοφίας προέκυπτε από τη γνώση του και τη γνώμη του, όπως τεκμαίρονται από τα δοκιμιακά κείμενά του και τις πάμπολλες μεταφράσεις του, διά των οποίων εγκλιμάτισε, στην ελληνική γλώσσα και στα καθ’ ημάς συμφραζόμενα, μια ατέλειωτη σειρά από φιλοσοφικούς όρους. Σταματώ όμως εδώ∙ άλλοι, αρμοδιότεροι, θα μιλήσουν για την κύρια πλευρά του έργου του.
Αυτό το κύρος του Μερτίκα δεν ήταν αποτέλεσμα ανάλογων ακαδημαϊκών σπουδών και θέσεων. Ήταν ένας, από τους τόσους πολλούς, που στα πρώτα, ζέοντα χρόνια της Μεταπολίτευσης εγκατέλειψαν τις συστηματικές σπουδές, αδιαφορώντας για τους υποσχόμενους κοινωνικούς και θεσμικούς ρόλους, ακόμα και για την άνεση της βιωτής, όμως δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να σπουδάζει πεδία της γνώσης, τόσο σε βάθος όσο και σε εύρος. Βάθος και εύρος που δεν αντιστοιχούσαν βέβαια στην επαγγελματική εξειδίκευση αλλά όμως έφτιαχναν την υπόσταση ενός διανοούμενου.
Δεν είχε ούτε ίχνος πικρίας για αυτή την επιλογή του. Όταν π.χ. έβλεπε αρκετούς, που αυτός τους είχε παρουσιάσει στον δημόσιο χώρο από τις σελίδες του «Λεβιάθαν», να ανελίσσονται ακαδημαϊκά, χαιρόταν, δεν μεμψιμοιρούσε, παρά τις εμφανείς κάποτε αντιφάσεις τους. Αντίθετα με τόσους άλλους, καμιά ματαίωση δεν ένιωθε για την επιλογή του. Αυτό είναι το σπάνιο, καθώς και ένα από τα σημαίνοντα της αριστοκρατικότητάς του.
Μιλούσε μόνο για όσα γνώριζε καλά, ποτέ δεν υπήρξε «μαϊντανός». Σπάνια και απιλεκτικά μόνο ανοιγόταν σε άλλα πεδία, πέραν της φιλοσοφίας. Όταν όμως το έκανε, φαινόταν η ακριβοθώρητη δυνατότητά του, π.χ. να μιλήσει για τον ποιητή Ηλία Λάγιο, επικεντρώνοντας, με επάρκεια κριτικού λογοτεχνίας, στις δύο, όντως κορυφαίες ποιητικές συλλογές του (Μουζικούλες και Φεβρουάριος 2001), οι οποίες
«είναι το έπος του Ηλία που εξακτινίζεται γύρω από τη Σόλωνος, βρίσκοντας εκεί την Ελένη των προπατόρων του. Εκεί, όταν στίγμα της διανόησης είναι το ‘Ελένης Εγκώμιον’ του Γοργία» («Αναγνώσεις», 17-5-2015)
και καταλήγοντας:
«Μιλώ υπαινικτικά για έναν φίλο ποιητή που παραμένει α-πορία για τους προηγούμενους του σιναφιού και αίνιγμα σφιγγός ή σειρήνος για τους ερχόμενους. Αφήνω ίχνη αλλά δεν μπορώ να είμαι ιούδας ο εξαρχειώτης (κι εδώ, μα και παραδίπλα, έχει περισσή ύλη ο νεαρός αναλυτής διδάκτορας που παραλαμβάνει σκυτάλη). Μα πάντα κάτι θα ξεφεύγει…». Κάπως έτσι και ο Μερτίκας.
Αν και ποτέ δεν μίλησε για τη συμμετοχή του στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, σε μία από τις επετείους κατέθεσε μια μαρτυρία, μια μοναδική κοινωνική εικόνα για τους νέους που συμμετείχαν, γράφοντας για τον μαθητή Διομήδη Κομνηνό, τον πρώτο νεκρό της εξέγερσης:
«Πολλές φορές τέτοιες μέρες το σκέφθηκα και δεν το κοινώνησα, μα είχα πάντα την αίσθηση μιας τύχης που δεν έλαχε στον συμμαθητή μου, μιας ευκαιρίας που μου δόθηκε κι έπρεπε να τη σεβαστώ. Ο σεβασμός σ’ αυτήν την τύχη, στο τυχαίο γεγονός της ύπαρξης, είναι το δικό μου έρμα, ό,τι καθορίζει τον εσωτερικό διάλογο, πρόκριμα για τη λήψη απόφασης στη ζωή. Κι έτσι δεν μπορώ παρά να πω: Καλύτερα με τον Διομήδη και να κάνω λάθος, παρά με τους ώριμους και να ’χω δίκιο» («Αναγνώσεις», 17-11-2012)
Η βαθειά ιστορική αντίληψή του περνούσε πάνω από τα πρόσκαιρα, όριζε και τον εαυτό του μέσα στις μεγάλες διάρκειες των ιδεών, μέσα από το δικό του ιστορικό παρόν, των χρόνων της Μεταπολίτευσης. Και επειδή το πεδίο αναφοράς του ήταν το πιο απαιτητικό, αφού πρόκειται για τον πιο σκληρό πυρήνα της γνώσης, δικαιούμαι νομίζω να πω, ότι ο Γιώργος Μερτίκας ήταν, είναι, το «ανώτατο στάδιο» της Μεταπολίτευσης. Αυτής της τόσο συκοφαντημένης περιόδου, που όμως ήταν η νεότητά μας, είναι η αφετηρία της υπόστασής μας – και όχι μόνο η δική μας. Γι’ αυτό, πάντα κάτι θα ξεφεύγει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου