Διήγημα
Της Ελένης Λάππα-Οικονόμου
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 2004 κατέβαινε βιαστική την οδό Ιουλιανού φορτωμένη δυο σακούλες με τις τελευταίες λιχουδιές για το ρεβεγιόν. Ήταν ανήσυχη, κόντευε μεσημέρι και τίποτε ακόμη δεν ήταν έτοιμο. Ήθελε να είναι όλα τέλεια, όπως πάντα, να μη λείψει τίποτε.
Στη γωνία Ιουλιανού και Φυλής τής έφραξαν το πέρασμα δυο τεράστιοι πράσινοι κάδοι σκουπιδιών σαν οδοφράγματα. Δυσανασχέτησε για την καθυστέρηση μουρμουρίζοντας «κάποιοι δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους». Δεν ήταν δα και η πρώτη φορά. Τύλιξε το μάλλινο λακόστ κασκόλ γύρω από το λαιμό της, ένιωσε το κρύο πιο διαπεραστικό.
Στριμωγμένη άσχημα ανάμεσα από τις πράσινες συμπληγάδες προσπάθησε να βρει κάποια δίοδο. Και τότε, είδε δίπλα της αυτό που δεν θα ξεχνούσε ποτέ: δυο ανθρώπινα, μακριά, οστέινα χέρια χωμένα βαθιά μέσα στον κάδο να ανοίγουν σακούλες και να ψαχουλεύουν, σαν να έψαχναν κάτι συγκεκριμένο. «Δεν είναι δυνατόν, δεν είναι δυνατόν» ξεφώνισε έκπληκτη, ενώ η δυσοσμία γινόταν ανυπόφορη. Έκλεισε τη μύτη της με το ένα χέρι και με το άλλο κράτησε και τις δυο σακούλες. Τις ένιωσε πολύ βαριές. Μόλις με δυσκολία κατάφερε να περάσει στην οδό Φυλής, ένιωσε να αγγίζει κάποιον, πριν ακόμη τον δει. Αηδίασε.
Ένας άντρας έσκυβε πάνω από τον κάδο, διπλωμένος στα δυο, κοκαλιάρης, χωρίς ίχνος σάρκας πάνω του, έπλεε μέσα στα κουρελιασμένα ρούχα του, με σηκωμένα τα μανίκια του πουλόβερ. Απροσδιόριστης ηλικίας, μάλλον μεσήλικας, με μια τραγιάσκα που έκρυβε το μισό πρόσωπο. «Σίγουρα ένας ξένος, ασφαλώς μετανάστης», σκέφτηκε «η γειτονιά έχει γεμίσει από αυτούς, που κουβαλήθηκαν». Για κλάσματα δευτερολέπτου αστραπιαία ο άντρας σήκωσε το ένα του χέρι με λάφυρο μισή φραντζόλα. Εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει που την έφερε στο στόμα λαίμαργα, ενώ με το άλλο έψαχνε ακόμη.
Είναι αλήθεια πως η Αθήνα δεν την είχε συνηθίσει σε τέτοιες σκηνές. Έλειπε βέβαια και αρκετά χρόνια. Θυμήθηκε μια παρόμοια σαν και αυτή σκηνή ένα βράδυ με ομίχλη στο Στρασβούργο, στην πιο κεντρική πλατεία της έδρας του Κοινοβουλίου. Ήταν και τότε παραμονές Πρωτοχρονιάς. Σαν να ήταν πιστό αντίγραφό της. Για τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις ήταν βέβαια κάτι συνηθισμένο. Ένας κλοσάρ, όπως τόσοι άλλοι, δεν αποτελούσε αξιοσημείωτο φαινόμενο. Και ποιος δεν έχει ακούσει για τους Ευρωπαίους «κλοσάρ»; Ολόκληροι μύθοι πλάστηκαν για τη ζωή τους.
Η Αθήνα όμως; Η Αθήνα, που ήξερε, είχε τους καθιερωμένους ζητιάνους, τυφλούς ή μη, σε μόνιμες γωνιές, με μόνιμα έσοδα, με μερικούς μόνιμους πελάτες και με πολλές ιστορίες για ολόκληρες περιουσίες, που βρέθηκαν μετά θάνατον. Λένε πως κάποιος από αυτούς παλιότερα υπήρξε και ευεργέτης.
Και να, που τώρα μας προέκυψαν και αυτοί. Σκέφτηκε πως σε λίγους μήνες η Αθήνα θα φορέσει τα καλά της για να υποδεχτεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι προετοιμασίες είναι κιόλας πυρετώδεις. Αστραπιαία πέρασε από το μυαλό της πως ίσως όλοι οι όμοιοί του, θα έχουν την τύχη των αδέσποτων σκυλιών. Ακούστηκε πως αυτά θα τα μαζέψουν, όπως και τα παιδιά των φαναριών. Ένιωσε ανακούφιση. Όχι και να εκτεθεί η χώρα παγκόσμια. Το είδε στην τηλεόραση, το είδε και το άκουσε να το ανακοινώνει η Μεγάλη Κυρία.
Ο άντρας σκυμμένος πάνω στον κάδο συνέχιζε ανενόχλητος να ψάχνει. Δεν την είχε αντιληφθεί καν.
Τότε εκείνη ένιωσε έντονα το βάρος από τις δυο σακούλες. Χωρίς να το σκεφτεί και χωρίς να μιλήσει, άφησε τη μία δίπλα του και έφυγε χωρίς να γυρίσει να τον κοιτάξει.
Νόμιζε πως τον ξανάδε μετά από χρόνια, παραμονή πρωτοχρονιάς 2015, στη στοά Κοραή, αλλαγμένο βέβαια. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, δεν καλόβλεπε κιόλας. Σταμάτησε στο μέσον της στοάς να ξεκουραστεί, την πονούσε και το πόδι. Είχε ανεβεί από την Ομόνοια διασχίζοντας τη Σταδίου φορτωμένη τσάντες με δώρα για τα παιδιά, όχι όσα και όποια θα ήθελε, όπως άλλοτε. Αρκεί που μπορούσε ακόμη να αγοράζει έστω και αυτά, τα πενιχρά.
Σταμάτησε και τον κοίταζε. Κάποιον της θύμισε, μια παλιά εικόνα πριν από χρόνια, που δεν ξεχνούσε. Νόμισε πως ήταν ο ίδιος, όμως είχε πέσει έξω. Ξεγελάστηκε, κάποιο παιγνίδι τής έπαιξε και πάλι η μνήμη. Ο άνδρας που το σκυμμένο κεφάλι του μισόκρυβε ένας πράσινος σκούφος καθόταν ανακούρκουδα στο πλατύσκαλο ενός κλειστού μαγαζιού με μια τεράστια πινακίδα «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» πάνω από το κεφάλι του και με ένα πλαστικό κυπελάκι δίπλα του με ελάχιστα κέρματα. Καμιά σχέση δεν είχε με τον άλλον, πριν από 11χρόνια. Ήταν σίγουρα πιο νέος, πολύ νέος, τώρα που τον παρατηρούσε βεβαιώθηκε, το φανέρωνε το σουλούπι του. Μόνο που έπλεε και αυτός σε κουρελιασμένα, βρώμικα ρούχα, όπως και ο άλλος και όπως τόσοι άλλοι που τους είδε ανεβαίνοντας τη Σταδίου και την Κλαυθμώνος. Μα τόσοι πολλοί ήταν λοιπόν;
Η Αθήνα ήταν πια γεμάτη από αυτούς. Αυτή ήταν η Αθήνα τώρα πια; Κάθισε απέναντί του με τις ενοχές της και τις τύψεις της γι’ αυτό που δεν έκανε όλα αυτά τα χρόνια. Ήθελε να σκεφτεί, σε τι έφταιξε αυτή. Δεν μπορεί αυτή να είναι αθώα και όλοι αυτοί γύρω της να έφταιξαν; Σε κάτι θα έφταιξε και αυτή. Η αδράνεια, ναι, η αδράνεια. Η αδράνεια δεν είναι ενοχή; Προσπάθησε να θυμηθεί πως το λέει εκείνος ο αρχαίος ιστορικός, που κάποτε της άρεσε. «Αχρείους, αχρείους μας αποκαλεί όλους εμάς, που αδρανούμε», σκέφτηκε, «δηλαδή με άλλα λόγια άχρηστους».
Για μια στιγμή, σαν να τον μαγνήτισε η ματιά της, εκείνος σήκωσε το κεφάλι του. Τα μάτια του στο χρώμα ξάστερου ουρανού την κοίταξαν κατάματα, θαρρετά. Βόστρυχοι ξανθοί ξεπήδησαν από την ανασηκωμένη κουκούλα και ένα χαμόγελο πήγαινε να σκάσει ανάμεσα από τα πυκνά ολόξανθα μακριά γένια. Εκείνη νόμισε πως η στοά φωτίστηκε και κάποιος άγγελος αναδύθηκε μέσα από τα κουρέλια.
Και ξαφνικά ο χώρος γέμισε παρέες από όλους, όσους είδε ανεβαίνοντας τη Σταδίου και την Κλαυθμώνος να κάθονται μοναχικοί, ο καθένας στη γωνιά του με μια κουβέρτα και ένα τενεκεδάκι ή ένα αναποδογυρισμένο καπέλο, χωρίς να απλώνουν χέρι. Δεν ήταν επαίτες αυτοί, οι περιστάσεις, οι περιστάσεις έφταιγαν- «δεν είμαστε ξένοι, ήμαστε και εμείς πριν από λίγο καιρό νοικοκύρηδες σαν και σας, μην αυταπατάσθε, δεν είμαστε ξένοι, δεν είμαστε μετανάστες, δικό σας κομμάτι είμαστε». Γέμισε η στοά φωνές, κάποιος από αυτούς είχε μια κιθάρα και με μια βραχνή φωνή θυμήθηκε τα τραγούδια του Νιόνιου, «και ντιρλαντά, ντιρλανταντά», και «θα πάω στη ζούγκλα με τον Ταρζάν», οι υπόλοιποι επαναλάμβαναν, ακολουθούσαν το τέμπο και στο μέσον, έτσι όπως είχαν φτιάξει έναν κύκλο, σαν αυτοσχέδιο χορό, πώς δεν τον πρόσεξε αμέσως, ένας κλόουν, κακοβαμμένος, με μια καρικατούρα καπέλου, μα ναι, ήταν ένας κλόουν που χόρευε και γελούσε, θεέ μου, πως γελούσε… Χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε ανάμεσά τους, πιασμένη χέρι-χέρι με τον ξανθό άγγελο και αφέθηκε να την παρασύρουν, να την πάνε… μα που την πήγαιναν;
Βγαίνοντας από τη στοά προστέθηκαν και άλλοι πολλοί από άλλες γωνιές, και νέοι και ηλικιωμένοι και άντρες και γυναίκες, ένα μπουλούκι. Ώσπου έφτασαν σε κάποιο περιστύλιο ενός μεγάρου, μα κάτι της θύμιζε αυτό το μέγαρο από παλιά, γραφεία, πολλά γραφεία, έσφυζε από ζωή, και τώρα; Τώρα άδειο και κλειστό με μισοσχισμένα «Ενοικιάζεται» και «Πωλείται». Χρησίμευε τουλάχιστον σε κάτι. Φιλοξενούσε όλους αυτούς στο περιστύλιο, γεμάτο με κουρελιασμένα στρώματα, κουβέρτες τρύπιες, βρώμικες και κούτες, πολλές κούτες και καδρόνια που έκαιγαν σε δυο γωνιές, για να ζεστάνουν τη σπηλιά, πώς της έμοιασε αλήθεια σαν σπηλιά… μια σπηλιά στην καρδιά της Αθήνας… μια πρωτοχρονιάτικη εστία για την καινούρια χρονιά, το 2015. Κάποιος είχε φροντίσει και είχε αναρτήσει μια τεράστια πινακίδα «ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΟ 2015» και από κάτω καμινέτα και κατσαρολικά και κούπες μισοσπασμένες και μπουκάλια μισογεμάτα.
Μια μπουκάλα περνούσε από στόμα σε στόμα. Της έδωσαν να πιει. Ζαλίστηκε, τα μέλη της λύθηκαν, ζεστάθηκε, ένιωσε μια γλύκα σε όλο της το κορμί. Ο κλόουν την πήρε αγκαλιά και την απίθωσε πάνω σε ένα στρώμα που μύριζε. Ήθελε να του πει, πως αυτή δεν ήταν από αυτούς, πως ήταν από αλλού, τάχα από άλλο παραμύθι ή ίσως και από άλλο όνειρο, αλλά η φωνή της χάθηκε βαθιά μέσα στο λαρύγγι. «Αύριο, αύριο», σκέφτηκε, «θα το ξεκαθαρίσω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου