28/5/23

Ο «μύθος της Χαϊδελβέργης» και το «μοντέλο της Χαϊδελβέργης»

Youkali
Ένα Liber Amicorum για τον Σταύρο Μουδόπουλο
Επιμέλεια Φίλιππος Δωρής, Προκόπης Παπαστράτης, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σελ. 320
Γράφουν: Χρήστος Χατζηϊωσήφ, Αριστείδης Μπαλτάς, Μιχάλης Σπουρδαλάκης, Όλγα Γκράτζιου, Δημήτρης Σακκάς, Αντώνης Ρουπακιώτης, Φίλιππος Δωρής, Μάκης Ζαχαράτος, Konstantinos Rokas, Αλέξης Μπένος, Δημήτριος Γιαννάκης, Κατερίνα Παπαδοπούλου, Bolz Rüdiger, Anna Stromenger, Γιώργος Τσατήρης, Βικτώρια Μπαντή-Μαρκούτη, Ηλίας Kολοβός, Φαίδων Mουδόπουλος-Αθανασίου, Ευθύμιος Μαχαίρας, Χρήστος Ζαμπακόλας, Προκόπης Παπαστράτης

Του Χρήστου Χατζηϊωσήφ*

Γύρω από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης έχει πλεχτεί ένας μύθος. Στον πυρήνα του μύθου αυτού βρίσκεται το τοπίο που περιβάλλει την πόλη, ένα «ιδανικό τοπίο» κατά τον Γκαίτε, που αποτέλεσε στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα το φυσικό πλαίσιο για τη ζωή και τη δημιουργία κεντρικών προσωπικοτήτων του γερμανικού ρομαντισμού. (Χέλντερλιν, Κλέμενς Μπρετάνο, Άχιμ φον Άρνιμ κ.ά.). Ένα δεύτερο στρώμα του μύθου συγκροτήθηκε γύρω από τις μεγάλες επιστημονικές προσωπικότητες, που μια φιλελεύθερη πανεπιστημιακή πολιτική του κράτους της Βάδης κατά το 19ο αιώνα προσέλκυσε συστηματικά στο πανεπιστήμιο της πόλης, όπως στη φυσική τους Robert Bunsen, Gustav Helmholtz, Gustav Kirchhoff, στην πολιτική οικονομία και την κοινωνιολογία τους Άλφρεντ και Μαξ Βέμπερ, και άλλους εξέχοντες στην ιατρική και στη φιλοσοφία. Ο συνδυασμός του ρομαντικού περιβάλλοντος και της συγκέντρωσης πρωτοπόρων επιστημόνων προσέλκυσε σημαντικούς αριθμούς φοιτητών από τη Γερμανία και το εξωτερικό, όπως στις αρχές του 20ού αιώνα τους νέους διδάκτορες Ερνστ Μπλοχ και Γκέοργκ Λούκατς. Όλοι αυτοί, με την παρουσία και το έργο τους, συντηρούσαν και διεύρυναν τη φήμη της πόλης και του πανεπιστημίου της. (...)
Υπάρχει, όμως, και ένας άλλος «μύθος» της Χαϊδελβέργης. Είναι το αφήγημα που κατασκεύασαν μεταπολεμικά οι καθηγητές του εκεί πανεπιστημίου για να συγκαλύψουν την εμπλοκή τους με το ναζιστικό καθεστώς. Η ατελής αποναζιστικοποίηση, όχι μόνο του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης αλλά ολόκληρης της δυτικογερμανικής κοινωνίας, συντηρούσε μεταπολεμικά ένα ασφυκτικό πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα, ενάντια στο οποίο εξεγέρθηκαν οι φοιτητές στη δεκαετία του 1960. Η ριζοσπαστικοποίηση των φοιτητών εξελίχθηκε διστακτικά, για να αποκτήσει από μια στιγμή και έπειτα μια τόσο μεγάλη δυναμική, ώστε η συντηρητική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung να αποκαλέσει το πανεπιστήμιο και την πόλη «Ακρόπολη της αναταραχής και της εξέγερσης».
Μέσα σε αυτήν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, οι έλληνες φοιτητές στην Χαϊδελβέργη εφάρμοσαν μετά το 1967 στο σύλλογό τους ένα τρόπο οργάνωσης και πολιτικής δράσης που αποκλήθηκε, ήδη από τότε, θετικά από όσους συμφωνούσαν με αυτόν ή σκωπτικά από όσους διαφωνούσαν, το «μοντέλο Χαϊδελβέργης».
Στον πυρήνα του «μοντέλου Χαϊδελβέργης» βρισκόταν η άποψη που υποστήριζε την αυτονομία των φοιτητικών συλλόγων απέναντι στα πολιτικά κόμματα. Ο Σταύρος Μουδόπουλος έζησε από κοντά αυτήν την προσπάθεια στην Χαϊδελβέργη και έπαιξε σημαντικό ρόλο σε μερικά από τα σημαντικότερα επιτεύγματά της. Την άποψη της αυτονομίας των συλλογικών χώρων ο Σταύρος Μουδόπουλος δεν την υποστήριξε μόνο στη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής αναφορικά με τους φοιτητικούς συλλόγους. Η αυτονομία παρέμεινε στο κέντρο της αντίληψής του για τη δημοκρατία και στη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής∙ ως καθηγητής του εργατικού δικαίου υποστήριξε θεωρητικά την αυτονομία των συνδικαλιστικών οργανώσεων απέναντι στο κράτος. Την ίδια εποχή που ζυμωνόταν μέσα στις «Ελληνικές Ενώσεις στη Χαϊδελβέργη» ετοίμαζε τη διδακτορική του διατριβή, η οποία είχε ακριβώς ως θέμα την αυτονομία των εργατικών σωματείων στις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Η αρχή και το τέλος της προσπάθειας κατοχύρωσης της αυτονομίας των ελληνικών φοιτητικών και εργατικών ενώσεων στην Χαϊδελβέργη είναι το κύριο ζήτημα που απασχολεί τον Σταύρο Μουδόπουλο στο βιβλίο του για αυτές τις συλλογικότητες (Ελληνικές Ενώσεις στη Χαϊδελβέργη. Ελληνικός Φοιτητικός Σύλλογος Χαϊδελβέργης, Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης, Νήσος, Αθήνα 2020). (...)
Ο Μουδόπουλος κάνει ιστορία, αλλά δεν είναι ιστορικός. Είναι νομικός και η προσέγγισή του είναι σε μεγάλο βαθμό φορμαλιστική, κάτι που κάνει την ανάγνωση μεγάλων τμημάτων του βιβλίου επίπονη. Το πλεονέκτημα όμως αυτής της προσέγγισης είναι πως προσφέρει σίγουρα ορόσημα, για να πορευτεί κάποιος ανάμεσα στα θραύσματα της μνήμης των γεγονότων που μας ενδιαφέρουν. Η ιστορία των «Ελληνικών Ενώσεων στη Χαϊδελβέργη» ξεκινά το 1958 με τη σύσταση του πρώτου ελληνικού φοιτητικού συλλόγου, με 34 μέλη. Η γλώσσα του καταστατικού, το περιεχόμενο των αποφάσεων των οργάνων, που αναπαράγονται στο βιβλίο, μας δείχνουν τον συντηρητικό πολιτικά, ίσως και κοινωνικά, χαρακτήρα του συλλόγου εκείνης της εποχής. Ένας εφεκτικός σύλλογος, που φαίνεται να κινείται μέσα σε ένα αυστηρό γερμανικό κανονιστικό πλαίσιο κι ένα συντηρητικό πολιτικό κλίμα στη Δυτική Γερμανία, ενώ είχε να παλέψει με την πίεση του ελληνικού αστυνομικού κράτους, με τα πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων, τις αναβολές στράτευσης, τους συναλλαγματικούς περιορισμούς. Η πίεση αυτή έφθανε μέχρι την Χαϊδελβέργη μέσω του προξενείου στην Στουτγάρδη. Η πολιτικοποίηση εμφανίζεται προσεκτικά, για πρώτη φορά με το συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον υπουργό Παιδείας Γεώργιο Παπανδρέου τον Νοέμβριο του 1963, και εκδηλώνεται πιο δυναμικά το καλοκαίρι του 1965 με τα Ιουλιανά.
Η περίοδος όμως στην οποία αφιερώνει ο Σταύρος Μουδόπουλος το μεγαλύτερο τμήμα του του βιβλίου που ασχολείται με το φοιτητικό σύλλογο, είναι εκείνη από το 1967 και μέχρι το 1975. Στην περίοδο αυτή θεωρεί πως εφαρμόζεται στον Σύλλογο Ελλήνων Φοιτητών «η άποψη της αυτόνομης χάραξης της πολιτικής των φοιτητικών συλλόγων με ταυτόχρονο παραμερισμό της επίδρασης των απόψεων των κομματικών παρατάξεων» (σελ. 26). Αν μέναμε στο γράμμα αυτού του παραθέματος, θα νομίζαμε πως ο Μουδόπουλος συμφωνεί με τις σημερινές επιπόλαιες, συντηρητικές απόψεις, που αποδίδουν τα όποια προβλήματα των ελληνικών πανεπιστημίων και της ελληνικής κοινωνίας στην ύπαρξη των κομματικών φοιτητικών παρατάξεων. Στις φωτογραφίες, όμως, με τις οποίες κλείνει το βιβλίο βλέπουμε δύο ψηφιδωτά από την είσοδο της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης της Χαϊδελβέργης, με ελληνικά ρητά που ταιριάζουν άψογα με τον τρόπο που ο Μουδόπουλος αντιλαμβάνεται την αυτονομία των συλλογικών οργανώσεων, φοιτητικών συλλόγων και εργατικών συνδικάτων. Η πρώτη επιγραφή λέει «Η σοφίας πηγή διά βιβλίων ρέει», και η δεύτερη συμπληρώνει, «Το γράμμα αποκτείνει το δε πνεύμα ζωοποιεί». Και το πνεύμα της άποψης του Σταύρου Μουδόπουλου για την αυτονομία των συλλογικοτήτων κάθε άλλο παρά συντηρητικό είναι. (...)
Δεν έχει νόημα να κάνω μια υποτίθεται θεωρητική ανάλυση των απόψεων αυτών, με τις οποίες επιχειρείτο εκ των υστέρων να διατυπωθεί σε τι συνίστατο αυτό που ονομαζόταν ήδη «το μοντέλο Χαϊδελβέργης» και το οποίο εκείνη τη στιγμή, τον Φεβρουάριο 1975, βρισκόταν λίγους μήνες πριν την εγκατάλειψή του. Νομίζω πως περισσότερο χρήσιμο για την κατανόησή του είναι να δούμε από πού προήλθε τη στιγμή της εφαρμογής του. Ο Μουδόπουλος υποστηρίζει πως η άποψη της αυτονομίας των συλλογικών χώρων είχε επικρατήσει «στο γερμανικό φοιτητικό κίνημα, στο οποίο συμμετείχαν και πολλοί Έλληνες φοιτητές» (σελ. 26). Φαντάζομαι πως αναφέρεται στο Sozialistischer Deutscher Studentenbund, που ξεκίνησε το 1946 ως η φοιτητική οργάνωση του SPD και στην πορεία ριζοσπαστικοποιήθηκε, αποκηρύχτηκε από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα το 1961, και συνέχισε μέχρι την αυτοδιάλυσή του το 1970 ως μια κομματικά ανεξάρτητη, ριζοσπαστική, εξωκοινοβουλευτική φοιτητική αντιπολίτευση, σε μια περίοδο που η Δυτική Γερμανία συγκλονιζόταν από μεγάλα κοινωνικά κινήματα διαμαρτυρίας εναντίον του επανεξοπλισμού, της νομοθεσίας έκτακτης ανάγκης, του πολέμου στο Βιετνάμ κ.ά. Στη Χαϊδελβέργη επιβίωσε μερικούς μήνες ακόμα, μέχρι που διαλύθηκε με διοικητική απόφαση των αρχών, μετά τη μεγάλη διαδήλωση τον Ιούνιο 1970 εναντίον της παρουσίας στην πόλη του πρώην υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ και τότε Προέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας, Μακναμάρα, και τις συγκρούσεις των φοιτητών με την αστυνομία. (...)
Πιστεύω πως η πηγή της έμπνευσης για το μοντέλο της αυτονομίας ήταν ελληνική και πρακτική. Οι λίγοι, μεγαλύτερης ηλικίας έλληνες φοιτητές που συμμετείχαν στο SDS συνδέονταν επίσης με την ΕΔΑ και αργότερα το ΚΚΕεσωτ. και λόγω αυτής της ιδιότητας είχαν και μια αντίληψη μετωπικής οργάνωσης με πρότυπο το ΕΑΜ, που υποψιάζομαι πως τους επηρέασε τουλάχιστον εξίσου με το παράδειγμα του SDS. Από ό,τι έχω καταλάβει όμως, το ΚΚΕ εσωτερικού ως κόμμα δεν είχε πάρει την πρωτοβουλία για αυτό το μοντέλο οργάνωσης. «Μόνοι μας τα κάναμε», μου έχει πει ένα παλαιό στέλεχος.

Ο Χρήστος Χατζηϊωσήφ είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης

Helmut Middendorf, Grossstadteingeborene / Natives of the big city, 1982, ακρυλικό σε καμβά, 230 x 190 εκ

Δεν υπάρχουν σχόλια: