Του Κωνσταντίνου Μπούρα*
ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ, Εξόδιος Αέρας, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 184
Δέκατο έβδομο βιβλίο σε σαράντα χρόνια. Κι αν αρχίζω το ποιητικό ζύγισμα ποσοτικά είναι γιατί –κατά την ταπεινή μου γνώμη– η ποσότητα είναι ενδεικτική τής ποιότητας. Εξηγούμαι: η συστηματικότητα στην έρευνα, η επιμονή στη μελέτη, η καθημερινή άσκηση των εκφραστικών μέσων, η αέναη εξάσκηση στην ενσυναίσθηση, η αυτοβελτίωση και κυρίως ο μεταβολισμός των κοσμικών ρευμάτων χρειάζονται χρόνο. Αλλιώς πάμε σε παλιομοδίτικες θεωρίες για ποιητές-προφήτες και θεόπνευστους ραψωδούς. Ακόμα όμως κι αν είναι έτσι το Άρρητο δεν υπόκειται σε επιστημονική ανάλυση. Αυτό που μας ενδιαφέρει και προσφέρεται ως εργαλείο για εξέταση είναι οι «έξι τίμιοι εργάτες» τού νομπελίστα Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (1865-1936): τι, γιατί, πότε, πώς, πού, ποιος.
Ακόμα και στην εσωστρεφή εκδοχή τής ποιητικής δημιουργίας, με την προϋπόθεση ότι υπάρχει προσωπική, «κβαντική» θα έλεγα «διεμπλοκή» με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, έργο, βίος και πολιτεία είναι τόσο αδιαίρετα όσο το σώμα, η ψυχή και το πνεύμα (προτού σαλαμοποιηθούν από μονοθεϊσμούς και απολυταρχικά συστήματα).
Η Μαρία Κούρση διδάσκει Λογοτεχνία − είναι συντάκτρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Άρα η ποιητική της ενασχόληση δεν είναι «ερασιτεχνική» αλλά επαγγελματική. Αυτό τοποθετεί τον πήχη ψηλότερα και επαυξάνει τις απαιτήσεις. Η θητεία της στον έντυπο ποιητικό λόγο καλύπτει τέσσερις δεκαετίες συνεχούς παρουσίας. Ξεκινάμε λοιπόν από την συνήθη αντίφαση, από την αντίρροπη σύνθεση και εξισορρόπηση φυγοκέντρων και κεντρομόλων δυνάμεων. Ποιητικός λόγος χωρίς ατομικότητα δεν υφίσταται. Αυτή είναι και η κύρια ειδοποιός διαφορά με τον πεζό λόγο (τότε που ακόμα υπήρχαν ειδολογικές κατατάξεις και διαφοροποιήσεις).
Το «εγώ» και το «εμείς» είναι και αλληλένδετα και οριοθετημένα. Στην ποιητική αντίληψη και σύμβαση, ο λογοτέχνης «ποιητική αδεία» υπερβαίνει τα εσκαμμένα και βουτά εσκεμμένα στο Συλλογικό Ασυνείδητο προκειμένου να συλλέξει διαμάντια, σφουγγάρια Λήθης και πετρώματα πολύτιμα ή μη. Ανοικείωση και εξοικείωση κονταροχτυπιούνται μέχρι τελικής επιπτώσεως.
Τής Μαρίας Κούρση το έργο είναι ευεπίφορο για πλάγιες, «λοξές» βολιδοσκοπήσεις, καθότι έχει την ιδιαιτερότητα η αφηγηματική δεινότητα και η εξωστρεφής ομφαλοσκόπηση να προκαλούν στον συνδημιουργικό εγκέφαλο τού επαρκούς αναγνώστη «εικόνες» και συναισθήσεις, μεταισθήσεις και μετεικάσματα με υψηλή αντοχή υλικών που εξασφαλίζουν το ανεξίτηλο μνημονικών ιχνών που υπόκειται στην αυτοαπαλειφόμενη «βραχυπρόθεσμη μνήμη».
Ήδη από τον τίτλο «Εξόδιος Αέρας» ανακατευθυνόμαστε στην εκπνοή, εστιάζουμε σε αυτή την «κοινωνική» διάσταση τής ζωτικής αναπνοής. Είναι η στιγμή που τραγουδάμε, εκφραζόμαστε, παριστάνουμε, αναπαριστάνουμε φωνητικά.
Τα παραγλωσσικά στοιχεία που συνυποδηλώνονται και ενυπάρχουν (σε διασκελισμούς, παρηχήσεις, συνηχήσεις, ρυθμικές κανονικότητες και παραβάσεις τους) είναι περισσότερο «δι-υποκειμενικά» και δεν εξαντλούνται με επιστημονικές αναλύσεις.
Επιλέγω το συν-κεφαλαιωτικό ποίημα τής σελίδας 88 αυτού του ευανάγνωστου (από πολλές απόψεις) βιβλίου για λόγους θεματολογικούς, εικονοπλαστικούς, ρυμολογικούς και φιλοσοφικούς:
«Νόμιζα ότι ήταν Ένας»: σχολιάζοντας τον τίτλο, η επιλογή να μπει με κεφαλαίο το έψιλον στο Ένας παραπέμπει ασφαλώς στην Ενότητα των Πάντων.
Σαν μόττο, στοιχισμένο δεξιά κάτω από τον τίτλο διαβάζουμε: «Βουβά ποιήματα εκκρίνονται / μικρά αγρίμια στα φαναράκια / των δοντιών». Τα ποιήματα είναι αποτέλεσμα εκκρίσεων, προϊόν (κάποιων ή και όλων των) ενδοκρινών αδένων. Η συνήθης εικόνα των παιδιών των φαναριών γίνεται «μικρά αγρίμια στα φαναράκια» κι αποδίδεται στα ποιήματα. Το ποίημα υπόκειται στον εναλλασσόμενο, διαλειμματικό και ασυνεχή φωτισμό μικρών φάρων. Δεν διεκδικεί την απόλυτη εστίαση τού κοινού, αλλά λειτουργεί αποσπασματικά, φευγαλέα, ως αναλαμπή στη Συλλογική Συνειδητότητα. Κάτι σαν «φλασιά», δηλαδή. Εκείνο όμως που καθιστά μεγαλειώδες αυτό το αφαιρετικό τεχνούργημα είναι ο διασκελισμός ανάμεσα «στα φαναράκια» και «των δοντιών». Σαφώς παραπέμπει στο ομηρικόν «έρκος οδόντων», όμως πέρα κι από αυτό δημιουργεί μία καινοφανή εικόνα: τα ανθρωποποιημένα δόντια λαμπυρίζουν όταν από μέσα τους ξεστομίζονται τα ποιήματα εκκρίματα.
Και συνεχίζουμε στο κυρίως «σώμα» του ποιήματος, που είναι αντιθέτως στοιχισμένο αριστερά, ενώ ο τίτλος είναι στη μέση: «Κι εσύ να φεύγεις / Για να μη σωθείς από το ποίημα / Για να τελειώσει επιτέλους / Αυτή η σκηνή τής αγάπης σωστά / Και με την ευπρέπεια / που δεν της αξίζει».
Στην δραματουργική τεχνική χρησιμοποιούνται ο πλεονασμός «να τελειώσει επιτέλους» και η απρόβλεπτη αντίθεση «την ευπρέπεια που ΔΕΝ της αξίζει» (ενώ το μυαλό θα συμπλήρωνε μηχανικά τη φράση ως «την ευπρέπεια που ΤΗΣ αξίζει»).
Η όλη σύνθεση θα μπορούσε να λειτουργεί και ως περίληψη μιας ταινίας μικρού μήκους, μίας κινηματογραφικής σκηνής έστω, όπου ένας χωρισμός λειτουργεί ως ταφόπλακα για την αγάπη και πυροδοτεί την έκκριση ποιημάτων που δηλώνουν την απογοήτευση για την μη συμμόρφωση τού Άλλου προς το θεοκρατικό ιδανικό που υπονοεί ο τίτλος «Νόμιζα ότι ήταν Ένας».
Μέσα από 41 λέξεις και χωρίς καταληκτική τελεία περιγράφεται μία σχέση από την αρχή (προσδοκίες) μέχρι το άδοξο τέλος. Μήπως η έλλειψη στίξης έχει τον αέρα τής αέναης χρονικής επανάληψης; Μήπως μέσα από όλον αυτό τον τακτοποιημένο και λελογισμένο ποιητικό σπαραγμό υπάρχει η ελπίδα τής αθανασίας; Μήπως η αποκρυσταλλωμένη στιγμή είναι αιώνας; Ο ποιητικός χρόνος εδώ ταιριάζει σε μια προσεκτικά προσγειωμένη νεορομαντική διάθεση με αναστοχαστικά στοιχεία.
Ο διδακτισμός και ο συμπερασματισμός οδηγούν σε στίχους (ή τίτλους) που λειτουργούν και σαν γνωμικά: «Δεν τρώγεται η ζωή με μαχαιροπήρουνο» (σελ. 144). Εκείνο που μένει στο ποίημα με τον τίτλο «Τελικά» τής αμέσως επόμενης σελίδας 145 είναι: «Άοπλος θάνατος σε τρεις συλλαβές» (motto). Το σώμα υποχωρεί στο διανόημα-μετανόημα και το ποίημα οφείλει στη δραματική ρυθμικότητα την εξωγενή επιρροή και επιδραστικότητά του.
*Ο Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, κριτικός, δρ θεατρολογίας και μεταφρασιολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου