15/4/23

Η μοίρα του ματιού ‘Als ik kan’

Κώστας Χριστόπουλος, Κρότου - Λάμψης, 2023, δίπτυχο, λάδι και κερί σε hardboard, 16 x 23 εκ. - έκαστο

ΔΙΗΓΗΜΑ

Ένα βέλασμα απαλό, καθάριο και παραπονεμένο ερχόταν κι έφευγε πεταρίζοντας φέροντας οσμή χλοερή από μακρινό αγρό κι άγγιζε σαν ενοχλητική αλογόμυγα τ’ αυτιά του ενώ κοιμόταν. Το έδιωχνε νευρικά και αυτό επίμονα επανερχόταν. Κάθε πρωί όταν ξυπνούσε και στηνόταν μισοκοιμισμένος ακόμα όλο αδημονία μπροστά στα καβαλέτα του, προσπαθούσε να καταλάβει το νόημα του επίμονου βελάσματος που σαν κύμα χάνονταν κι επανερχόταν.
Κάποιος που αυτός δεν έβλεπε τον κοιτούσε, κάποιος επίμονα τον παρατηρούσε. Κάτι κρυμμένο, ίσως σκοτεινό, σίγουρα μακρινό και απροσδιόριστο με μια δύναμη αόρατη σαν ξίφος διαπεραστική, τον παρακολουθούσε. Ήταν μια αίσθηση που τον κυνηγούσε, μια σκιά που τον ακολουθούσε κι αυτός προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί από δαύτη, να μην την σκέφτεται να μην τη νιώθει έτσι όπως τον ζέσταινε και τον ανατρίχιαζε συνάμα μ’ ένα φορτίο μαγνητικό που το φως διαθλούσε. Εκείνη η μυστική στιγμή της ανάμιξης των χρωμάτων στον χρωστήρα γινόταν μια εικόνα σαν όραμα απόκοσμη που τον ταλαιπωρούσε. Η στιγμή της απόδοσης της λευκότητας του νερού και του φωτός στον υμένα του ματιού.
Πώς να χρωματίσει το φως του νερού και το νερό του φωτός; Ο Θεός είναι φως. Το φως είναι ιερό. Το φως του Θεού είναι πηγή ζωής. Το χρυσό φόντο γίνεται φως κι έπειτα απόδραση του βλέμματος από τον καμβά. Αν μελετούσε το μάτι του χαμαιλέοντα με την περιστροφική του κίνηση; Θα ήταν ένα μάτι καλειδοσκοπικό με τις γωνίες του βλέμματος σε κάθε μοίρα, με τις περιστροφικές εκδοχές της αλήθειας σε κάθε οπτική γωνία του βλέμματος. Το μάτι να περιστρέφεται γύρω από τον ακίνητο άξονά του προσφέροντας τριακόσιες εξήντα διαδοχικές θεάσεις του κόσμου, όσες και οι μοίρες του κύκλου. Το άγρυπνο μάτι άγρυπνα περιστρέφεται.
Εκεί στην σκιά ένα ξέφωτο θα υπάρξει, το μάτι θα φέγγει μια ζωή με διακλαδώσεις, με σταυροδρόμια, με ανώμαλες πορείες κυρίως ανηφορικές. Το μάτι περιστρέφεται για να διατηρείται ενεργό και ζωηρό για να μην μπαγιατέψει. Το άγρυπνο περιστρεφόμενο μάτι που είναι ζωηρό και διατηρεί την διαφάνεια της λευκότητάς του ελέγχει βλέπει και ακούει ταυτόχρονα τα όρια του καλού και του κακού, την ανατροπή των βεβαιοτήτων, το αληθινό κακό και το υποκριτικά καλό. Το άγρυπνο περιστρεφόμενο μάτι με το χρώμα του φωτός και του νερού μέσα του συνθέτει τη δική του δικαιοσύνη όχι για τους καλούς και τους κακούς αλλά για τους αδύναμους και τους φθαρτούς.
Το άγρυπνο διαφανές λευκό μάτι με την καμπυλότητά του με την έμφυτη περιέργειά του είναι ένα άγριο θηρίο, έχει ένα στόμα αόρατο κι όμως αχόρταγο που ό,τι δει αμάσητο το καταπίνει, το χωνεύει, το αφομοιώνει. Στον καμβά με τα λινέλαια το ιερό και το βέβηλο του ματιού που όλα τα βλέπει, τα ελέγχει, τα καταπίνει και τα χωνεύει μεγαλώνει. Το μάτι που τρέφεται από αφομοιωμένες αλήθειες γίνεται μεγαλύτερο από τον πίνακα, ο πίνακας γίνεται μεγαλύτερος από το δωμάτιο, το δωμάτιο του ζωγράφου γίνεται μεγαλύτερο από τον κόσμο.
Το μάτι -η διαρκής εμμονική του έμπνευση- είναι η φυσική κατάσταση, το αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης φύσης. Δεν κοιτούσε αυτός το μάτι, αλλά το μάτι κοιτούσε αυτόν. Ένα μάτι που όταν το κοιτά και τον κοιτάζει αφρίζει, κοκκινίζει και ματώνει.
Ο αφρισμένος, κόκκινος οφθαλμός τον κοιτούσε και μάτωνε, μάτωνε και τον κοιτούσε, -γιατί ήταν το μάτι του που είχε εισχωρήσει στον πίνακά του. Το ένα του μάτι μπήκε στη θέση ενός άλλου ματιού κι έγινε το μάτι του αμνού του Θεού. Το μάτι του έγινε το μάτι ενός ζώου αθώου, αγνού και άδολου που μήνες τώρα φιλοτεχνούσε με τόση λεπτομέρεια με αχνές, αθέατες, ψιλές, κρυφές πινελιές, βάζοντας όλη την ανθρώπινή του διάνοια στις χρωματικές εκφάνσεις του φωτός και του νερού.
Τώρα με τρόμο διαπιστώνει ότι όταν απομακρύνεται από το έργο του δεν βλέπει πια από το ένα μάτι. Τα μάτια του βλέπουν μαζί μόνον όταν αυτός κοιτάζει τον πίνακα με το θρησκευτικό θέμα που ολοκλήρωσε όσο καλύτερα μπορούσε. Όταν δεν βλέπει τον πίνακα το ένα του μάτι μένει αδρανές και τυφλό.
«Ο αμνός του Θεού» το αριστούργημά του που μόλις τελειοποίησε έχει ένα μάτι αρνίσιο κι ένα μάτι ανθρώπινο.
Το δικό του μάτι.

* Η φλαμανδική ρήση, με την οποία υπέγραφε τα έργα του ο Φλαμανδός αναγεννησιακός ζωγράφος Γιαν Βαν Άικ, προέρχεται από το γερμανικό «Αls ich kann» που σημαίνει «Όπως μπορώ».

Έλσα Κορνέτη

Δεν υπάρχουν σχόλια: