19/3/23

Δυτικά της Εδέμ

Άποψη της έκθεσης του Γιάννη Κονταράτου «Επιτάφιος Θρήνος» στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος 

Ανθρωπογεωγραφία μιας περιοχής

Του Χρίστου Μάη*

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΟΥΛΗΣ, Από το Ρεζί Βαρδάρ στην Ξηροκρήνη: Πρόσφυγες και Εβραίοι σε μια εργατική γειτονιά της Θεσσαλονίκης (1926-1940), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2022, σελ. 184

Έχει ενδιαφέρον ένα σχολικό αρχείο; Κι αν ναι, το ενδιαφέρον αυτό πηγαίνει πέραν της ιστορίας της εκπαίδευσης; Το βιβλίο του Δημήτρη Γουλή απαντάει και στις δύο πτυχές του ερωτήματος εμφατικά «ναι!» Ο συγγραφέας συνθέτει την ιστορία του δυτικότερου άκρου της Θεσσαλονίκης, της περιοχής της Ξηροκρήνης (πάλαι ποτέ Ρεζί Βαρδάρ), με κύριο, αν και όχι αποκλειστικό, εργαλείο το μεσοπολεμικό αρχείο του δημοτικού σχολείου της περιοχής. Την ιστορία τόσο των ανθρώπων όσο και του χώρου, αλλά και των μετασχηματισμών των δύο μέσα στον χρόνο. Η ταξική και εθνοτική σύνθεση, οι μεταβολές της, ακόμη και οι κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές διεργασίες, διαφαίνονται μέσα από την ανάγνωση του αρχείου. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί το σχολικό αρχείο ως δομικό στοιχείο, το οποίο, σε συνδυασμό με άλλα αρχεία, τον Τύπο της εποχής, περιορισμένες σε αριθμό αλλά ενδιαφέρουσες συνεντεύξεις, και πλούσια δευτερογενή βιβλιογραφία, ανασυνθέτει πτυχές της κοινωνικής, αλλά και πολιτικής, ιστορίας της περιοχής της Ξηροκρήνης. Πρόκειται για μια περιοχή στην οποία ζούσαν φτωχά λαϊκά στρώματα, εβραϊκά, και μετέπειτα και προσφυγικά, και η οποία βρίσκεται πλησίον τόσο του νέου όσο και του παλιού Σιδηροδρομικού Σταθμού, του λιμανιού της πόλης, αλλά και της κακόφημης Μπάρας, στο Βαρδάρι.
Ο συγγραφέας έχει διαρθρώσει το βιβλίο σε τρία κύρια κεφάλαια, αλλά και εκτενή παραρτήματα, τα οποία καταλαμβάνουν το σχεδόν 40% της συνολικής έκτασης του βιβλίου. Στο πρώτο, σύντομο, αλλά πυκνό και περιεκτικό, κεφάλαιο, μας δίνει την ιστορική τοπογραφία της περιοχής. Θα βοηθούσε αυτή να οπτικοποιηθεί και με κάποιο χάρτη (αν και δίνεται ένας στο παράρτημα Α), ο οποίος να περιέχει όχι μόνο την οριοθέτηση των υποπεριοχών οι οποίες απαρτίζουν την Ξηροκρήνη αλλά και του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου στον οποίο εντάσσεται αυτή, καθώς και των σημείων ενδιαφέροντος εντός της (λ.χ. χώροι λατρείας, σχολεία, το εργοστάσιο Regis) ή πλησίον της (λ.χ. λιμάνι, σιδηροδρομικός σταθμός). Κάτι τέτοιο θα προσέθετε αξία, μιας και θα βοηθούσε την αναγνώστρια να οπτικοποιήσει τα πολλά και ενδιαφέροντα που περιγράφονται στο βιβλίο.
Στο επόμενο κεφάλαιο ο Γουλής αναφέρεται στα σχολεία και την εκπαίδευση της περιοχής. Στην πραγματικότητα, όμως, το σχολικό αρχείο έχει να μας πει πολλά περισσότερα, όσο και η έλλειψή του. Ως εκ τούτου, η μη διάσωση του σχολικού αρχείου του εβραϊκού σχολείου του Ρεζί Βαρδάρ έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό της αφήγησης γύρω από το σχολείο σε ένα αρκετά γενικό επίπεδο, σε σχέση με την αντίστοιχη για το 13ο/19ο Δημοτικό Σχολείο Θεσσαλονίκης, σημαντικό τμήμα του αρχείου του οποίου έχει διασωθεί χάρη στην πρωτοβουλία των διευθυντών του σχολείου και αξιοποιήθηκε χάρη στον συγγραφέα. Στη δεύτερη περίπτωση ο Γουλής ανασυνθέτει όχι μόνο τις συνθήκες του ίδιου του σχολείου, από πλευράς υποδομών, αλλά και της ίδιας της περιοχής, αναδεικνύοντας την ταξικότητα της εκπαίδευσης. Ακολουθεί η περιγραφή του σχολικού αρχείου. Εκ πρώτης, ένα τέτοιο αρχείο και η επακόλουθη περιγραφή του φαίνεται ως κάτι πολύ ειδικό και αδιάφορο για ένα ευρύτερο κοινό το οποίο δεν έχει σχέση είτε με την περιοχή είτε με την ιστορία της εκπαίδευσης. Αντιθέτως, μέσα από την περιγραφή του αρχείου αναδεικνύονται ιδιαίτερες πλευρές της κοινωνικής ιστορίας της περιοχής, της εθνοτικής και επαγγελματικής σύνθεσης του πληθυσμού σε βάθος χρόνου, η φτώχεια των μαθητών και κατ’ επέκταση της περιοχής, της πολιτικής δράσης των κατοίκων αλλά και των εκπαιδευτικών ή ακόμη και ζητήματα όπως η πρόσληψη του γλωσσικού ζητήματος από πλευράς μαθητών και εκπαιδευτικών. Ο συγγραφέας παραθέτει σειρά ποσοτικών στοιχείων, τα οποία αποτελούν αποτέλεσμα επεξεργασίας του αρχείου (π.χ. ο τόπος γέννησης των μαθητών ή το επάγγελμα του πατέρα), τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των οποίων αναλύει ο Γουλής συνθέτοντας ένα συνεκτικό και εύληπτο από τον αναγνώστη ιστορικό αφήγημα. Ακολουθεί ένα κεφάλαιο με διδακτικές προτάσεις, μιας και ένας εκ των στόχων του βιβλίου είναι η ανάδειξη του σχολικού αρχείου ως διδακτικού υλικού. Δηλώνω αναρμόδιος, και γι’ αυτό δεν θα ήθελα να επεκταθώ στην ανάλυση αυτού του κεφαλαίου. Θα δηλώσω όμως πως, ως μη ειδικός αναγνώστης, πείθομαι από την επιχειρηματολογία του συγγραφέα.
Τόσο η εισαγωγή όσο και, κυρίως, τα συμπεράσματα και ο επίλογος του βιβλίου είναι υπερβολικά σύντομα. Κι αν η εισαγωγή αφήνει τα επόμενα κεφάλαια να «μιλήσουν», δεν συμβαίνει το ίδιο με το συμπερασματικό κεφάλαιο, το οποίο, ενώ όντως συμπυκνώνει την ουσία των όσων προηγήθηκαν, θα μπορούσε να είναι πιο αναλυτικό και από πλευράς περιγραφής της μεθοδολογίας που προηγήθηκε. Κι αυτό γιατί, ενώ αναφέρεται ακροθιγώς στο τι μας προσφέρει το σχολικό αρχείο, απουσιάζει η πολύ ουσιαστική μεθοδολογία του συγγραφέα κατά την οποία το σχολικό αρχείο αποτέλεσε ουσιαστικό, αλλά όχι το μόνο, υλικό με το οποίο έχτισε το ιστορικό αφήγημα. Το βιβλίο συμπληρώνουν, όπως προείπα, πλούσια παραρτήματα τα οποία συμπληρώνουν τα όσα προηγήθηκαν. Παρατίθεται μάλιστα και η μία εκ των τριών μαρτυριών τις οποίες έλαβε ο συγγραφέας· θα ήταν ευχής έργον να είχε παραθέσει και τις τρεις. Εν κατακλείδι, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια σημαντική προσθήκη για την κατανόηση της ιστορίας της Θεσσαλονίκης αλλά και μια σημαντική συμβολή ως προς τη μεθοδολογία της ιστορικής έρευνας.

* Ο Χρίστος Μάης διδάσκει Πολιτισμικές πρακτικές και εκδοτική παραγωγή στο Τμήμα Πολιτισμού και Δημιουργικών Μέσων και Βιομηχανιών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: