19/3/23

Ένα «ολικό κοινωνικό γεγονός» και μία «ευγενής ουτοπία»

Γιάννης Κονταράτος, Χωρίς τίτλο, 2019-2020, ξυλόχρωμα σε χαρτί, 63 x 82,5 εκ.


Του Στέφανου Δημητρίου*

ROBERT BOYER, Οι καπιταλισμοί στη δίνη της πανδημίας, μετάφραση: Άγγελος Μουταφίδης, εκδόσεις Πόλις, σελ. 303

Οι ριζικές αλλαγές που επέφερε η πανδημία, που, για τον Μπουαγιέ, «έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ‘ολικού κοινωνικού γεγονότος’, με την έννοια που του απέδιδε ο Marcel Mauss» (σ. 270), δεν αποτυπώθηκαν μόνο στο υγειονομικό και οικονομικό πεδίο. Είναι αλλαγές που αποτυπώνονται στο, διαρκώς μεταβαλλόμενο, πεδίο των κοινωνικών συμπεριφορών. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε – και ίσως αυτό είναι από τα πλέον κρίσιμα διακυβεύματα, που θα πρέπει να απασχολήσουν την εγχώρια και ευρωπαϊκή Αριστερά – για αξιακή κρίση, με ανθρωπολογικό βάθος. Με την πανδημία συνέβη το, μέχρι πρότινος, αδιανόητο: επέστρεψαν, με απειλητική ορμή, όλοι οι απωθημένοι, αρχαϊκοί κίνδυνοι. Η συνθήκη της αβεβαιότητας μετετράπη σε συνθήκη διαρκούς απειλής της ζωής. Ο ρυθμός των θανάτων αυτό απέδειξε. Μια τέτοια συνθήκη συνεχούς φόβου μάλλον ως διαρκές άγχος, ως εσωτερίκευση ενός διαρκώς ελλοχεύοντος κινδύνου, εκφράζεται και ίσως αυτό να είναι και μία από τις εξηγητικές παραμέτρους για το πώς ξεσπά η εσωτερική βία, για το πώς αλλάζει τον κανόνα της κοινωνικής συνύπαρξης, σε συνδυασμό με τον κοινωνικό κατακερματισμό. Όμως, άλλοι, επαρκέστερα γνωρίζοντες αυτά τα ζητήματα, είναι επιστημονικώς αρμόδιοι να τα εξηγήσουν.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του Ρομπέρ Μπουαγιέ –οικονομολόγος, και κοινωνικός επιστήμονας, ανήκων στη γνωστή «Σχολή της Ρύθμισης»− θέτει αυτό το ζήτημα στο κέντρο της ανάλυσής του. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ότι ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται την πανδημία ως κρίση, διότι «Οι κρίσεις αποτελούν πάντα κρίσιμες στιγμές, μετά το πέρας των οποίων οι οικονομίες είτε υπερβαίνουν τις αντιφάσεις τους, μέσω του αυτομετασχηματισμού τους, είτε καταρρέουν. Πρόκειται, λοιπόν, για στιγμές και όχι μόνιμες καταστάσεις» (σ. 10). Για τον συγγραφέα, ο Covid 19 είναι το μέσο που κατάφερε να ανατάμει τις κοινωνίες μας. Μας έδειξε πώς το απρόβλεπτο ξεφεύγει από κάθε επιστημονικό βιολογικό προγραμματισμό, διότι οι ιοί δεν μπορούν να αναχθούν σε εξηγητικά σχήματα και να υπαχθούν σε καθορισμένα πρότυπα, επειδή καθένας τους διαθέτει γνωρίσματα, τα οποία η ιατρική και η βιολογία ανακαλύπτουν κατά την εξάπλωση των ιών. Η πανδημία οδήγησε σε μία ριζική αυτεπίγνωση: κατέστησε συνειδητή την απωθημένη τρωτότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Ως εκ τούτου, η πρόκριση νέων προτεραιοτήτων υποκαθιστά την, μέχρι πρότινος, ανυποψίαστη λατρεία του καινοφανούς, ότι δηλαδή η διαρκής συσσώρευση πλούτου, η καταναλωτική βουλιμία και η απαξίωση των δημοσίων αγαθών, είναι τεκμήριο επιτυχίας για τους ανθρώπους και τις σύγχρονες κοινωνίες. Αυτό, κατά την γνώμη μου, είναι το ερμηνευτικό πρίσμα, ώστε να παρακολουθήσει ο αναγνώστης το συνεκτικό επιχείρημα του Μπουαγιέ, το οποίο, βεβαίως, δεν χάσει το παραμικρό από τη συνοχή του, εάν επιλέξει κανείς και εντελώς διαφορετικό πρίσμα. Πρόκειται για βιβλίο ανοιχτό στον ερμηνευτικό πλουραλισμό. Ο συγγραφέας παρατηρεί ότι «Στην πραγματικότητα, η πρώτη αντίδραση των κυβερνήσεων την ανακοίνωση των κινεζικών αρχών για το ξέσπασμα μιας νέας επιδημίας ήταν να την θεωρήσουν κάτι παρόμοιο με την εποχική γρίπη∙ έκτοτε, οι χαρακτηρισμοί μοιάζουν να βρίσκονται πάντα ένα βήμα πίσω σε σχέση με τη διασπορά του κορονοϊού» (σ. 94).
Αυτό οδήγησε σε αντιφατικές υποδείξεις προς τους πολίτες, σε συνδυασμό με την ανάδειξη του πώς επιδρούν οι κοινωνικές ανισότητες στο πεδίο της προστασίας της υγείας και, εν τέλει, της ίδιας της ανθρώπινης ζωής. Σε συνδυασμό με την εξ αποστάσεως εργασία, την υποβάθμισή της και την υποκατάσταση της αμοιβής της από προσωρινά επιδόματα ελαστικής απασχόλησης, αλλά και την κοινωνική αποστασιοποίηση, το πεδίο της ανασφάλειας και των επαπειλούμενων κινδύνων διευρύνθηκε περισσότερο. Η επίγνωση αυτής της διεύρυνσης μας επιτρέπει να καταλάβουμε το γιατί ο Μπουαγιέ διαπιστώνει ότι «Η διαχείριση της πανδημίας μετατρέπεται από τεχνοκρατική σε πολιτική: οι πολίτες θα συνεχίσουν να δείχνουν εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις, μολονότι δεν εμφανίζονται τα αποτελέσματα που έχουν εξαγγελθεί; Μέθοδοι όπως τα ιολογικά και ορολογικά τεστ, ή η παρακολούθηση και απομόνωση των κρουσμάτων, θα αποδειχτούν επαρκείς για την αποτροπή ενός δεύτερου επεισοδίου, που θα παρέλυε εκ νέου την κοινωνική, άρα και την οικονομική ζωή;» (σ. 104).
Για τον Μπουαγιέ, η πανδημία τροποποίησε το νεοφιλελεύθερο δόγμα, πρωτίστως, όμως, οδήγησε σε μία σύμφυση: ένωσε δηλαδή τον ψηφιακό καπιταλισμό και τον κεντρικά διευθυνόμενο καπιταλισμό της επιτήρησης, Είναι περίπου σαν να έχει συνυφάνει τις ΗΠΑ με την Κίνα. Αυτό καταφαίνεται, άλλωστε, από το γεγονός ότι η κρατική παρέμβαση έχει πλέον αγγίξει τον πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων. Αυτό δεν αφορά τον θεμιτό περιορισμό, χάριν της υπεράσπισης της δημόσιας υγείας, του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση του σώματος, μέσω του υποχρεωτικού εμβολιασμού, αλλά αφορά κυρίως το εύρος, τη δημοσιοποίηση και τις κατηγορίες ευαίσθητων, προσωπικών δεδομένων, που συγκεντρώνονται και χρησιμοποιούνται για προστασία και πρόληψη, χωρίς να υπάρχει χρονικό όριο ως προς την διατήρησή τους. Όλα αυτά, κατά τον συγγραφέα, συντελούνται στο πεδίο μιας πολιτικής που αποτυγχάνει, επειδή οι κυβερνήσεις «επιδιώκουν να επιτύχουν ταυτόχρονα τρεις ασυμφιλίωτους στόχους: την προστασία της υγείας του πληθυσμού μέσω του περιορισμού των υψηλών ποσοστών θνητότητας, την ελαχιστοποίηση των οικονομικών απωλειών και τον σεβασμό της ακεραιότητας των ατομικών δικαιωμάτων» (σ. 116).
Ο Μπουαγιέ, σε αυτό το σημείο, με μεγάλη ευθυβολία, εντοπίζει και, με εξίσου μεγάλη καθαρότητα, αποσαφηνίζει τη βαθειά εσωτερική αντινομία μιας αδιέξοδης πολιτικής, η οποία λειτούργησε ως αυτεπίστροφο όπλο. Ωστόσο, κατά την διάρκεια της πανδημίας, σημειώθηκαν και θετικές ενέργειες, τις οποίες ο συγγραφέας δεν τονίζει αρκετά: Υπήρξε συνεργατική δράση και συντονισμός γιατρών, κρατών και πολιτών όλου του κόσμου, η οποία συνέβαλε τα μέγιστα στην αντιμετώπιση της. Όμως, ο μεγάλος κερδισμένος δεν φάνηκε να είναι αυτή η συνεργασία. Ο μεγάλος κερδισμένος – και αυτό το υποστηρίζει με εύρωστη επιχειρηματολογία ο Μπουαγιέ – είναι ο ψηφιακός καπιταλισμός. Αυτός προσαρμόστηκε με υποδειγματική ευχέρεια στις νέες συνθήκες και, μάλιστα, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να εξασφαλίσει και ισχυρό πλεονέκτημα έναντι των κρατικών λειτουργιών: «Η δυνατότητα του ψηφιακού καπιταλισμού να θέτει υπό τον έλεγχό του ροές δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, όσον αφορά τη μετακίνηση των ατόμων, τις συναλλαγές τους, τις ανησυχίες τους, τις συναναστροφές τους και τους προσανατολισμούς τους (των πολιτικών συμπεριλαμβανομένων) του προσφέρει ένα πρωτόγνωρο πληροφοριακό πλεονέκτημα σε σύγκριση με την αντίστοιχη δυσκαμψία των στατιστικών μηχανισμών του κράτους. Η αμηχανία αυτή είναι μάλιστα τόσο έντονη που αναγκάζει τις δημόσιες αρχές να προσφεύγουν σε αυτές τις βάσεις προσωπικών δεδομένων προκειμένου να χαράσσουν την πολιτική τους. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η παρακολούθηση των θυμάτων του κορονοϊού: η Google, η Apple και ορισμένες εταιρείες τηλεφωνίας ανέπτυξαν εφαρμογές ιχνηλάτησης πολύ πιο γρήγορα από τις υγειονομικές αρχές» (σσ. 157-158).
Διανοίγεται, λοιπόν, η προοπτική ενός παγκόσμιου καπιταλισμού της πλατφόρμας, σε συνθήκες επιτηρούμενης δημοκρατίας; Θα πρέπει να υπερασπιστούμε την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και τα δικαιοκρατικά της γνωρίσματα από μία τέτοια εξέλιξη; Εάν θέλουμε να διασφαλίσουμε συνθήκες ισότιμης συνύπαρξης όλων, σε μία πλουραλιστική (αυτή είναι η πραγματικά συμπεριληπτική) κοινωνία, τότε ναι. Έχει ο Μπουαγιέ απάντηση στο αναπρόδραστο και απολύτως εύλογο ερώτημα «και πώς θα το προσπαθήσουμε αυτό; Κάνοντας τι;». Έχει απάντηση, η οποία, μάλιστα, θα μπορούσε να είναι και σηματωρός μιας δημοκρατικής, σοσιαλιστικής, αλλά και πολιτικά φιλελεύθερης, Αριστεράς. Η πρότασή του, όμως, εξαρτάται από μία μείζονα προϋπόθεση, δηλαδή οι πολίτες να συγκατατεθούν και να στηρίξουν μια οικονομία ευπραγίας («ευεξίας και ευζωίας», όπως την αποκαλεί), η οποία δεν θα αποβλέπει στην καταναλωτική ευδαιμονία. Αυτό προϋποθέτει ανανοηματοδότηση του ευδαίμονος βίου. Είναι μάλλον μια αριστοτελικής καταβολή ιδέα για την ζωή και τις ισότιμες συμβιωτικές σχέσεις, την οποία δεν λαμβάνει υπόψη –αλλά και δεν υποχρεούται– ο Μπουαγιέ. Μας δείχνει όμως με ευθύτητα μια δύσκολη ατραπό, για να διαβούμε. Έναν ξεκάθαρο δρόμο, που, όμως, έχει και πολλά «στροφιλίκια». Ο Μπουαγιέ θα προτείνει να κοιτάξουμε και αλλιώς και αλλού. Να κοιτάξουμε αλλιώς, σε σχέση με το πώς θέλουμε να είμαστε συνυπάρχοντας με τους άλλους.
Αλλού, όμως, πού; Ο Μπουαγιέ μάς γνέφει να δούμε προς μία προοπτική, στο βάθος της οποίας θα στοχεύσουμε σε: «Μια επανίδρυση της δημοκρατικής κοινωνίας, βασισμένη στην πάλη για τη διεκδίκηση της ισότητας σε όλους τους τομείς (οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό, υγειονομικό). Η εφαρμογή ενός μοντέλου κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ως εναλλακτικής απέναντι στις καταστροφές και την αστάθεια του καπιταλισμού». Ωστόσο, ο κίνδυνος ελλοχεύει και ο Μπουαγιέ έχει πλήρη επίγνωση: «Η προσωπική μου εκτίμηση είναι ότι τούτες οι ευγενείς ουτοπίες θα προσκρούσουν στην πρωτόγνωρη και διαρκώς αυξανόμενη συγκέντρωση οικονομικής ισχύος στα χέρια ενός υπερεθνικού καπιταλισμού της πλατφόρμας, ο οποίος προωθεί και καθιστά εφικτή την εγκαθίδρυση μιας κοινωνίας της επιτήρησης» (σσ. 264-265). Νομίζω ότι αυτή η σχέση «ολικού κοινωνικού γεγονότος» και «ευγενούς ουτοπίας» αποτυπώνει εναργώς τη σχέση δημοκρατίας και διακινδυνεύσεων, σήμερα. Και ίσως η σημαντικότερη διακινδύνευση να αφορά την προοπτική ενός εγχειρήματος για πολιτικοποίηση και εκδημοκρατισμό της παγκοσμιοποίησης, εφόσον τα κρίσιμα διακυβεύματα είναι πλέον παγκόσμια. Χωρίς αυτήν την επίγνωση, η «ευγενής ουτοπία» ίσως να μείνει μόνον ευγενής. Να μην είναι ούτε καν ουτοπία και να εξαερωθεί σε απλή ευχή.

*Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: