Της Μαρίας Μοίρα
LAIRD HUNT, Ο νυχτερινός δρόμος, μτφρ. Χρήστος Οικονόμου, εκδόσεις Πόλις, σελ. 271
Στα εύφορα χωράφια του αμερικάνικου νότου φυτρώνουν «καλαμποκομούστακα» και «καλαμποκολούλουδα». Οι λευκοί και οι μαύροι κάτοικοι αυτού του τόπου, που ζουν και μοχθούν πλάι-πλάι σε ένα καθεστώς αναίτιας ρατσιστικής βίας, φυλετικής υποτίμησης, καχυποψίας και εκμετάλλευσης. Ο συγγραφέας αντλεί το υλικό της πλοκής του παρόντος μυθιστορήματος από την αληθινή ιστορία του λιντσαρίσματος τριών νεαρών μαύρων το 1930, που είχαν καταδικασθεί για την δολοφονία ενός λευκού και βρίσκονταν φυλακισμένοι στο Μάριον της Ιντιάνα. Ένα συμβάν που ενέπνευσε τον ποιητή Abel Meeropol να γράψει τους στίχους του “Strange Fruit” που τραγούδησε το 1939 η Billie Holiday.
Η αφήγηση παρακολουθεί σχεδόν όλους τους λευκούς της περιοχής, άντρες, γυναίκες και παιδιά, να οδεύουν με κάθε μέσον ή πεζοί προς την πόλη του Μάρβελ για να συμμετάσχουν συλλογικά στον βασανισμό και στον τελετουργικό απαγχονισμό αυτών των τριών μαύρων αγοριών, μέσα σε ένα κλίμα παραφοράς, ανάλαφρης ευφορίας και πανηγυριού, πυρετώδους προσμονής και καρναβαλικής έκστασης. Δυο γυναίκες, μια λευκή και μια μαύρη, εξαιτίας αυτού του γεγονότος βρίσκονται στο δρόμο, να ακολουθούν διαφορετικές, ασύμβατες αλλά ανάλογες και διασταυρούμενες πορείες απόγνωσης, επίγνωσης και αυτοπροσδιορισμού.
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου παρακολουθούμε την λευκή Ότι Λι, μια όμορφη νέα γυναίκα, νικήτρια των τοπικών καλλιστείων στο παρελθόν, παγιδευμένη στην ανία ενός βαλτωμένου γάμου με έναν λιγομίλητο αγρότη και στην αδιέξοδη ερωτική σχέση με το αφεντικό της, έναν φαφλατά ασφαλιστή που την αφήνει ψυχικά και σωματικά ανικανοποίητη, να πηγαίνει με αμφίθυμα συναισθήματα με το αυτοκίνητό του, συνοδευόμενη από τον άντρα της και κάποιον γείτονα που ψάρεψαν στο δρόμο, προς «τη γιορτή του λιντσαρίσματος». Προσδοκώντας όχι την τιμωρία των παιδιών που θεωρεί ανατριχιαστική, αλλά μια επιφοίτηση. Μια χαραμάδα φωτός που θα αλλάξει τη ζωή της, δίνοντάς της νόημα και περιεχόμενο.
Η αφηγηματική στρατηγική του συγγραφέα μοιάζει να εκτείνει στα όρια την πορεία προς τον τόπο του μαρτυρίου, μεγεθύνοντας αφύσικα τον χρόνο. Ανατρέποντας τη ροή της δράσης με εμβόλιμα επεισόδια, επινοημένα εμπόδια και παρεμβολές. Μια διαδρομή λίγων χιλιομέτρων πάνω στον χάρτη της περιοχής που γνωρίζουν όλοι τόσο καλά, μοιάζει να ακινητοποιείται μαγικά σαν στάσιμο κύμα, να κάνει κύκλους, να συστρέφεται, να πισωγυρίζει. Οι ήρωες, μέσα στην ασφυκτική μεσημεριάτική ζέστη του καλοκαιριού που ναρκώνει τις συνειδήσεις και κατόπιν κάτω από την αχλύ του φεγγαρόφωτος και τους ήχους της νύχτας, περιπλανώνται σαν να υπνοβατούν χαμένοι στα καλαμποκοχώραφα. Με αμφίθυμα μεταβαλλόμενα συναισθήματα, με παρακάμψεις που τους εκτρέπουν κάθε τόσο από τον δρόμο τους, αναβάλλουν διαρκώς την άφιξη στον προορισμό τους.
Στο δεύτερο μέρος ακολουθούμε την γλυκιά ατίθαση και όμορφη Κάλα Ντέστρι την ορφανή μαύρη έφηβη, που μετακινείται πυρετικά αυτήν τη δυσοίωνη μέρα, αναζητώντας τον λευκό εραστή της που δεν ήρθε στο ρομαντικό ραντεβού πλάι στο ποτάμι. Παρά την διάχυτη τρομοκρατία που κάνει τους μαύρους να φεύγουν κυνηγημένοι ή να κρύβονται, την βλέπουμε να οδηγεί το αυτοκίνητο των θετών γονιών της κόντρα στο ρεύμα και να προκαλεί την μοίρα της έχοντας στο καλάθι του πικνίκ της ένα πιστόλι. Η πορεία της έχει δυναμικό και αμφισβητητικό χαρακτήρα καθώς όσα θα ανακαλύψει στο δικό της δρομολόγιο θα συντρίψουν τα όνειρα και τις ελπίδες της, προσγειώνοντάς την απότομα στη σκληρή πραγματικότητα. Όλα όσα είχε να του εξομολογηθεί θα χάσουν ξαφνικά το νόημά τους όταν ανακαλύψει ότι ο γλυκομίλητος τρυφερός σύντροφός της είναι ένας κυνικός καιροσκόπος. Ένας θλιβερός δημαγωγός που προπαγανδίζει τη συμμετοχή των λευκών της περιοχής στο λιντσάρισμα, οργανώνοντας την ομαδική μετάβασή τους εκεί με πούλμαν. Κι αυτή η ανυπάκουη, η παράτολμη και σε απόγνωση κοπέλα θα τον εκθέσει, θα τον ρεζιλέψει, θα τον σταματήσει με το πιστόλι της, παίρνοντας με πάθος και αξιοπρέπεια και την δική της τύχη στα χέρια της.
Η αφήγηση του Laird Hunt είναι δυνατή και συγκινητική χωρίς να είναι μελοδραματική, διδακτική ή ανώφελα ρητορική. Αποδίδει αυτόν τον παράλογο συλλογικό εκτροχιασμό, την ομαδική παράκρουση που κάνει απλούς και σχεδόν συμπαθητικούς ανθρώπους, που ευεργετήθηκαν από δυνατά μαύρα χέρια και πόθησαν να φιλήσουν μαύρα χείλη να προσχωρούν αυτοματικά σ’ αυτήν την ανηλεή εκτέλεση. Χωρίς να είναι φύσει βίαιοι ή μέλη της Κου Κλουξ Κλαν. Χωρίς περίσκεψη και χωρίς αναστολές.
Όταν όλα θα έχουν τελειώσει και τα μαύρα αγόρια θα κρέμονται σαν πικροί παράξενοι καρποί του φυλετικού μίσους από τα κλαδιά του δέντρου, όπως τραγούδησε η Billie Holiday, ο συγγραφέας δεν θα δώσει ένα οριστικό και σαφές τέλος στην ιστορία του. Αφήνοντάς την εκκρεμή και μετέωρη. Γιατί ιστορίες σαν αυτή δεν τελειώνουν ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου