5/2/23

Το γλωσσικό παιχνίδι της ποίησης (3)

Μανταλίνα Ψωμά, Χωρίς τίτλο, λάδι σε καμβά, 150 x 220 εκ.

Του Πέτρου Πολυμένη*

Το τρίτο και τελευταίο στοιχείο στην προσέγγιση του Μάινα, είναι η παραδοχή ότι κάθε ουσιολογικός ορισμός είναι εσφαλμένος. Οπότε δεν μπορεί να απομονωθεί μια ποιητική ουσία, και έτσι το ερώτημα «τι είναι ποίηση» μας οδηγεί αναγκαστικά σε έναν πλουραλισμό:
«η έννοια είναι πλουραλιστική, δηλαδή ενσωματώνει και εκπροσωπεί κείμενα βάση διαφορετικών κριτηρίων. Δεν έχουν όλα τα ποιήματα ούτε τα ίδια κοινά, και ενίοτε μεταξύ δύο ποιημάτων μπορεί να μην υπάρχει ούτε ένα κοινό γνώρισμα (από αυτά που προτάσσουν δύο διαφορετικοί ορισμοί)»
Μήπως ο ποιητικός πλουραλισμός του Μάινα, οδηγεί σε έναν σχετικισμό; Αν δεν υπάρχει μία ουσία στην ποίηση, υπάρχει κάτι που να ξεχωρίζει ένα ποίημα ως καλύτερο από κάποιο άλλο; Αν όχι, τότε όντως η κατάληξη είναι ο σχετικισμός. Όλα είναι ποιήματα, όσα τουλάχιστον αποτελούν ένα καθρέφτισμα της ανθρώπινης ψυχής που κοντοστέκεται και αποδίδει αυτό που νοιώθει.
Διαβλέποντας ο Μάινας τον κίνδυνο του σχετικισμό και όσων επιφέρει, κάνει έναν ελιγμό: εισάγει τη διάκριση κειμενικού τύπου και κειμενικού τρόπου. Οι συζητήσεις περί κειμενικού τύπου ασχολoύνται με τη γενολόγηση (την ευκρινή οριοθέτηση ως προς άλλα λογοτεχνικά γένη) , και περί κειμενικού τρόπου για το «τι είναι αυτό που κάνει ένα κείμενο για μας ποιητικό, ποια είναι ενδογλωσσικά τα χαρακτηριστικά του ποιητικού φαινομένου»). Έτσι, όμως ίσως μένει μετέωρος ο αρχικός του ισχυρισμός, ότι η συζήτηση περί ποιητικού γένους μπορεί να επηρεάσει το πώς διαβάζονται, γράφονται, αναλύονται και αξιολογούνται τα ποιήματα σήμερα. Απ’ ότι φαίνεται η συζήτηση περί του κειμενικού τρόπου (και όχι του τύπου, δηλαδή του γένους) μπορεί να συνεισφέρει σε κάτι τέτοιο. Έτσι όμως αδικεί όλη την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε πιο πριν, και τις διακρίσεις που μας υπενθύμισε. Αφήνει δε μετέωρο το πλέον επίμαχο ερώτημα: «τι είναι αυτό που κάνει ένα κείμενο για εμάς ποιητικό». Ερώτημα που συνδέεται ευθέως με το τι είναι (αξιόλογη) ποίηση. Οπότε αναρωτιέμαι πόσο διαφωτιστικός είναι εντέλει ο ελιγμός του σε μονοπάτια που πλέον γίνονται δύσβατα κι απόκρημνα. Τελικά πόσο διαφέρει το ερώτημα «τι είναι ποίηση» από το ερώτημα «τι είναι αυτό που κάνει ένα κείμενο για εμάς ποιητικό;».
Ένας τρόπος να μην ακυρωθεί όλη η προηγούμενη συζήτηση περί γένους και ταυτόχρονα να συμπεριλάβει τα περί κειμενικού τρόπου, είναι να μετατοπίσουμε ελαφρώς την φιλοσοφική οπτική μας γωνία. Ας δούμε τα ποιήματα ως ανήκοντα σε ένα γλωσσικό παιχνίδι, στο γλωσσικό παιχνίδι της ποίησης. Η εμφάνιση των ποιημάτων, ήτοι του γλωσσικού παιχνιδιού της ποίησης, ξεκινά από παλιά, πολύ παλιά. Είναι όντως ατελέσφορο να αναζητήσουμε το ένα και μοναδικό κοινό γνώρισμα που έχουν τα ποιήματα στη ροή του χρόνου. Τα ποιήματα έχουν εν τούτοις μεταξύ τους συγγένειες, μακρινές ή κοντινές, όπως τα μέλη μιας οικογένειας. Έχουν, λοιπόν, οικογενειακές ομοιότητες, άλλοτε μικρές άλλοτε μεγάλες. Ας μην αναζητούμε το ένα και μόνο νήμα που διατρέχει όλα τα ποιήματα στη ροή του χρόνου. Η στερεότητα της ποίησης δεν οφείλεται στο ένα και μόνο νήμα που, υποθετικά, τη διατρέχει απ’ άκρη σ’ άκρη, αλλά στη διασταύρωση πολλών νημάτων. Οι οικογενειακές ομοιότητες είναι σαν αυτά τα νήματα που το ένα περνά μέσα από το άλλο. Η λέξη «παιχνίδι» εδώ, δεν είναι υποτιμητική. Το γλωσσικό παιχνίδι της ποίησης επισημαίνεται αναλογικά με την προσέγγιση του Βιτγκενστάιν κατά την οποία, η καθημερινή μας γλωσσική χρήση συνέχεται από λογιών λογιών γλωσσικά παιχνίδια.
Το γλωσσικό παιχνίδι της ποίησης, όπως και τα υπόλοιπα γλωσσικά παιχνίδια, συγκροτείται από κανόνες φτιαγμένους από τα ίδια τα ποιήματα που γράφτηκαν. Κανόνες που μαθαίνονται κατά την εξάσκηση της γραφής και της ανάγνωσης, σίγουρα όχι άκαμπτους και αμετάβλητους στη ροή του χρόνου. Ένας κριτικός μπορεί να επισημάνει οικογενειακές ομοιότητες μεταξύ ποιημάτων, αλλά και πότε αυτοί οι κανόνες τροποποιούνται, είτε λίγο είτε πολύ, πότε συντελούνται τομές, ρήξεις και ανατροπές, χωρίς τούτο να υποδηλώνει μια γραμμική εξέλιξη αφού μια ανατροπή μπορεί να συμπεριλαμβάνει ανάδυση λησμονημένων τρόπων. H παραδοχή ότι το γλωσσικό παιχνίδι της ποίησης συγκροτείται από κανόνες που έχουν μια ιστορικότητα, είναι και η οδός να δούμε πώς ο πλουραλισμός δεν οδηγεί στον σχετικισμό. Φυσικά, οι κανόνες αυτοί (ἠ αλλιώς, τα κριτήρια) από ανθρώπους δημιουργούνται, δεν είναι άκαμπτοι και μονοσήμαντοι, αλλά δεν παύουν να επιτρέπουν τη διάκριση ανάμεσα σε κάτι καλό και κάτι λιγότερο καλό. Για παράδειγμα, την ιστορικότητα στην στιχοποιητική επικαλείται ο Πάουντ και ίσως είναι ότι το καλύτερο αντίδοτο στον σχετικισμό που έχω διαβάσει:
«Η καλύτερη ιστορία της λογοτεχνίας, και ειδικότερα της ποίησης, θα ήταν μια δωδεκάτομη ανθολογία στην οποία κάθε ποίημα θα επιλεγόταν όχι απλά επειδή είναι ένα ωραίο ποίημα, ή ένα ποίημα που άρεσε σε κάποιον κριτικό ή ανθολόγο, αλλά γιατί περιέχει μια επινόηση, μια συγκεκριμένη συμβολή στην τέχνη της ρηματικής έκφρασης» (Ποιητική Τέχνη, εκδ. Αστρολάβος/Ευθύνη, σελ. 51)
Αν σε αυτό το κριτήριο προσθέσουμε τη δυνατότητα ενός ποιήματος να προσφέρει μια αισθηματοποιημένη ερμηνεία εαυτού και κόσμου, μπορεί κάποιος να διαμορφώνει κριτήρια για ένα ποίημα ως προς το ερμηνευτικό του πεδίο, την στιχοποιητική του δεξιότητα, το κυριολεκτικό και το μεταφορικό/συμβολικό επίπεδο που διαμορφώνει καθώς και τις διόδους απ΄ και προς αυτά, τις οικογενειακές ομοιότητες που έχει ή δεν έχει (τις επιρροές του), και τέλος την αίσθηση που αποπνέει. Σώνει και καλά πρέπει η ερμηνεία να αναπτύσσεται ευρυγώνια; Όχι απαραίτητα. Μπορεί να μιλά μόνο για το υποκείμενο, αλλά να το κάνει με τέτοια ένταση, να πηγαίνει σε τέτοια κοιτάσματα, που να μας κάνει να σαστίσουμε.
Όλα τούτα ίσως επιτρέψουν μια χαρτογράφηση ποιητικών τρόπων, άκρως σημαντική για το πώς δημιουργούμε, προσλαμβάνουμε, αναλύουμε και αξιολογούμε ποιήματα (εξ αρχής αυτό είναι το διακύβευμα). Για παράδειγμα, διακρίσεις όπως πεζολογικός, πεζόμορφος, νεοφορμαλιστικός, συνθετικός, μοντερνιστικός, πολυφωνικός, εσωστρεφής, εξωστρεφής, κλπ., με τα συνακόλουθα τεχνοτροπικά και ερμηνευτικά χαρακτηριστικά, ναι μεν αδυνατούν να συλλάβουν ένα ποιητικό έργο εξ ολοκλήρου, αλλά τοποθετούν οδοδείκτες που αν μη τι άλλο εξασκούν τα κριτήρια όσων γράφουν και διαβάζουν. Οξύνουν την ικανότητα διάκρισης λεπτών αποχρώσεων. Συζητήσεις και αναζητήσεις επ’ αυτών καλλιεργούν το έδαφος για το σχηματισμό αισθητικών προτάσεων. Η αισθητική πρόταση από μόνη της οδηγεί στο άξιο ποιητικό έργο; Όχι, άλλα φτιάχνει το αναγκαίο υπόστρωμα. Και τούτο το υπόστρωμα ή θα σχηματιστεί ένθεν ή θα μετακενωθεί έξωθεν (όπως εδώ είναι και το σύνηθες ).
Η μόνη αισθητική πρόταση σήμερα (και μάλιστα διατυπωμένη με έντονα πολεμική διάθεση) μοιάζει να είναι ο νεοφορμαλισμός. Έχει ενδιαφέρον ότι σε μια σειρά άρθρων μου για τη σύγχρονη ποίηση (στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, τον Απρίλιο του 2014, αναδημοσιευμένα στο www.atole.gr), η επισήμανση μιας τάσης προς την πολυφωνικότητα και την απόπειρα συνθετικών ποιημάτων (άρα και ερμηνευτικών αξιώσεων), αναγνωρίζεται πλέον από κριτικούς (Βούλγαρης, Λαμπρόπουλος, Σακκάς). Εν πάση περιπτώσει, είναι κρίσιμο να αναδεικνύεται η αξία σε ένα ποιητικό έργο, αλλά και ως προς ποιες αισθητικές προτάσεις (αν υπάρχουν), ως προς ποια κριτήρια, ρητούς και υπόρητους κανόνες της ποιητικής πρακτικής. Τούτος είναι και ένας ρόλος για την κριτική, εκείνη τουλάχιστον που επιδιώκει να είναι γόνιμη και διεισδυτική, αναδεικνύοντας αξίες, ή ακόμα καλύτερα, συνδιαμορφώνοντας μία αισθητική πρόταση.

*Ο Πέτρος Πολυμένης είναι ποιητής

Δεν υπάρχουν σχόλια: