Άποψη της έκθεσης «Light Negative Positive – Η Ελληνικότητα της Χρύσας» στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά. Φωτ.: Σπύρος Κατωπόδης |
Της Μαρίας Μοίρα
Για τον Γιώργο Βέη. Κριτικά κείμενα (ταξιδιωτικές μαρτυρίες), Ανθολόγηση, Εισαγωγή, Επιμέλεια: Θεοδόσης Πυλαρινός, Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία 2022, σελ. 447
Στον παρόντα συγκεντρωτικό τόμο των κριτικών κειμένων για τα ταξιδιωτικά βιβλία του Γιώργου Βέη, τον οποίο επιμελείται ο Θεοδόσης Πυλαρινός, Ομότιμος Καθηγητής Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, υπογράφοντας την ανθολόγηση τους αλλά και μια άκρως διαφωτιστική, σφαιρική και εμπεριστατωμένη εισαγωγή, διαμορφώνεται ένα σημαντικό αρχείο διακριτών κριτικών εισηγήσεων για το έργο του πολυγραφότατου, πολυταξιδεμένου ποιητή και συγγραφέα, το οποίο συνδυαστικά και αθροιστικά αποτυπώνει την μεγάλη εικόνα και τη μαγική συνταγή αποκαλυπτικής αναπαράστασης των πολλών, άγνωστων, ασιατικών στην πλειονότητά τους, τόπων. Συντίθεται ένα μωσαϊκό από προσεκτικά επιλεγμένες ψηφίδες αναλύσεων, θέσεων και απόψεων των μελετητών του έργου του, όπου τεκμηριώνεται ο τρόπος με τον οποίο κατορθώνει να επικοινωνήσει στον αναγνώστη του την ποιητική, ανθρωπολογική και μυθική εμπειρία του χώρου. Ανόι, Τόκιο, Χονγκ Κονγκ, Νέα Υόρκη, Μελβούρνη, Πεκίνο, Σαγκάη είναι μόνο κάποιοι από τους τόπους-σταθμούς της λογοτεχνικής περιπλάνησής του που ξεκίνησε εδώ και πολλά χρόνια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. «Εκεί» που ο Γιώργος Βέης υπηρέτησε ως διπλωμάτης αλλά και κατοίκησε για μικρά ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, αποτυπώνοντας στις ταξιδιωτικές μαρτυρίες του αυτήν την πολύτροπη συνάντηση με το έτερο, το αδιόρατο και το μυστικό.
Η λογοτεχνία είναι μια χωροπλαστική τέχνη, μια τέχνη χωροποιητική, με ιδιαίτερη δυναμική ενσωμάτωσης και ανάδειξης νοημάτων, αλλά και με ανεξάντλητο εύρος αναγνώσεων και ερμηνειών. Δεν θα είχε τη δύναμη να συναρπάζει αν δεν έδινε στους τόπους που αναπαριστά μια γοητευτική αινιγματική αύρα. Αν δεν είχε την ικανότητα να εισάγει τον αναγνώστη σε ένα αφηγηματικό σύμπαν όπου αντίληψη, μνήμη και εμπειρία βρίσκονται σε συνεχή αλληλεπίδραση. «Οι πόλεις δεν δείχνουν σε κανένα χάρτη το πραγματικό τους πρόσωπο, ή μάλλον τα άπειρα πρόσωπά τους. Μια απλή μαύρη κουκκίδα είναι, τίποτε άλλο - και πρέπει να πάει επί τόπου κάποιος, προκειμένου να καθρεφτιστούν όχι μόνο στους οφθαλμούς αλλά και βαθιά στην ψυχή του οι πόλεις» γράφει η Ρέα Γαλανάκη και ο Γιώργος Βέης μεταγγίζει διαυγή, ακέραιη και θάλλουσα στον αναγνώστη του την αποθησαυρισμένη εμπειρία των άλλων τόπων, ενσταλάζοντας στα ταξιδιωτικά κείμενά του όλη την ένταση της βίωσης τους. Χωρίς να υποκύπτει στη σαγήνη του εξωτισμού, χωρίς να αναπαράγει την επιφανειακή τουριστική προσέγγιση του προφανούς και του εύπεπτου.
Η σχεδόν προσκυνηματική θεώρηση αφενός των φυσικών. αχειροποίητων τοπίων και αφετέρου των αστικών, ανθρωπογενών δεν είναι μια ηδονοθηρική οφθαλμοκεντρική εποπτεία. Δεν επιτρέπει στο μάτι να κυριαρχήσει στις άλλες αισθήσεις, αλλά αφήνεται να αφουγκρασθεί και να αγγίξει τον χώρο, όπως προτείνει ο Φιλανδός θεωρητικός της Αρχιτεκτονικής Γιούχανι Πάλλασμαα. Να γευτεί «την σάρκα του κόσμου» χωρίς αναστολές και προκαταλήψεις, με όλες οι αισθήσεις σε εγρήγορση. Ο Γιώργος Βέης εξιστορεί τους τόπους ενώ ταυτόχρονα τους ερμηνεύει, τους κρίνει, τους καθιστά οικείους, τους εντάσσει στο εκάστοτε κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, μεταδίδοντας με απολαυστικό τρόπο θραύσματα από εικόνες, αξίες, ιστορικά τεκμήρια και ιδεολογικά μηνύματα και όλα αυτά με μια ιδιαίτερη γλωσσική οργάνωση, η οποία αποκαλύπτει την ουσία των πραγμάτων, φέρνοντας στην επιφάνεια όσα η οικειοποίηση συσκοτίζει και η συνήθεια προσπερνά και αντιπαρέρχεται. Διότι δεν κινείται στα γνώριμα και καθιερωμένα μονοπάτια της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Εμποτίζει τις λέξεις του με την αύρα και το άρωμα των πόλεων, οργανώνει ρυθμικά τις φράσεις του με τους κοφτούς φθόγγους-εκπνοές της άγνωστης γλώσσας, αισθάνεται τη θέρμη και τις υπόγειες παλμικές δονήσεις του εδάφους, αφουγκράζεται την ασίγαστη βοή της ανθρώπινης κυψέλης. Συνθέτει τις σελίδες του με απρόσμενα και αποκαλυπτικά πανοράματα φύσης και αστικών μικρόκοσμων, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες, αρχέγονους μύθους, πανάρχαιες τελετουργίες και εφήμερες σκηνές δρόμου.
Οι λογοτεχνικές καταγραφές του για τις μητροπόλεις του κόσμου ανασύρουν τα πολλαπλά συμβολικά επίπεδα του νοήματος που είναι εγγεγραμμένα στον αστικό τους χώρο, καθόσον μοντάρει με ευλαβική προσήλωση αδιόρατες όψεις, στιγμές του καθημερινού βίου και πολιτισμικές ταυτότητες σε ένα παλίμψηστο τόπων και ανθρώπινων συμπεριφορών.
Στις μαρτυρίες του, αναπαράγοντας με ποιητική διάθεση αισθητηριακές προσλήψεις και βιωματικές εγγραφές, επιχειρώντας αυτοψίες με την θέρμη και την προσμονή μιας ερωτικής συνεύρεσης, ιχνηλατώντας το διαφορετικό με αναστοχαστική και ονειροπόλα διάθεση, με τρόπο οραματικό, φιλέρευνο και οξυδερκή, ωθεί τον αναγνώστη του να φανταστεί το «ξένο» και ετερόνομο, όχι με όρους κατανάλωσης του εξωτισμού, αλλά επικοινωνίας και διασύνδεσης με το πνεύμα και την βαθύτερη ουσία του τόπου. «Εκεί που ο χάρτης περιτέμνει, η αφήγηση διασχίζει», επισημαίνει ο Μισέλ Ντε Σερτώ και ο Γιώργος Βέης είναι ο ποιητής-ανιχνευτής που μέσα από μια σειρά χειροπραξιών πάνω στον πολεοδομικό χάρτη ανατέμνει τον χώρο ως πολιτισμικό, εδαφικό και γεωγραφικό γεγονός και με αυτόν τον τρόπο κατορθώνει να δημιουργήσει για τον αναγνώστη του πύλες και περάσματα, διόδους και προσπελάσεις στο ανοίκειο και στο άγνωστο, φιλοτεχνώντας μια μεγαλειώδη τοπιογραφία με ευαίσθητες αποχρώσεις και λυρικούς υπαινιγμούς.
Η περιπλάνησή του στον χώρο δεν είναι οριζόντια. Δεν κινείται στην επιφάνεια του χάρτη με την μεθοδική σχολαστικότητα του περιηγητή ή την φιλομαθή έπαρση του ταξιδιώτη, αλλά καταδύεται στο βάθος των πραγμάτων με την ταπεινότητα του μύστη ανασύροντας το δυσδιάκριτο και το αφανέρωτο με ηδονική ηδύτητα. Ανατρέχει συστηματικά στην εγκυκλοπαίδεια των πεζοδρομίων αναζητώντας την σαγήνη του τυχαίου και την φανέρωση του αδιόρατου. Οι περιπατητικές εξορμήσεις του είναι μαθητεία στις φευγαλέες λάμψεις του εφήμερου, στις αδιόρατες ρωγμές, τις πτυχώσεις και τις αναδιπλώσεις της ύλης, που μόνο στην υπομονετική παρατήρηση και στην ετοιμότητα του ασκημένου βλέμματος φανερώνονται. Και τότε η θέαση του τόπου γίνεται αντικείμενο μύησης στην αμφισημία των φαινομένων και των μεταμορφώσεών τους.
Στις αφηγηματικές περιπλανήσεις και οδοιπορίες του συγγραφέα οι αντίρροπες δυνάμεις και τα δίπολα στερεώνουν την ισορροπία του κόσμου. Είναι το φως του πρωινού που διώχνει τα σκοτάδια της νύχτας, μια βουτιά στα υδάτινα ερέβη, μια πτήση πάνω από τους ιλιγγιώδεις σχηματισμούς των ασιατικών ουρανοξυστών. Ο Γιώργος Βέης σε κάθε σενάριο γεωγραφικής περιπλάνησης κοιτάζει τον κόσμο λαίμαργα και φιλοπερίεργα συλλέγοντας και καταγράφοντας μικρές ιστορίες πρόσκαιρων κατοικήσεων. Στις ποιητικές αλληγορίες του συμβάντα και εντυπώσεις αρθρώνονται δίνοντας υπόσταση και ενάργεια στους τόπους, εμψυχώνοντας την αναπαράστασή τους. Ο συγγραφέας κατασκευάζει και αποκρυπτογραφεί ψυχικά τοπία που κατοικούνται από τη μνήμη και τη νοσταλγία. Το βλέμμα του παγιδεύει εικόνες και τις αποθέτει στο χαρτί αιχμάλωτες των λέξεων και των αντιπερισπασμών της μνήμης. Αποκωδικοποιεί τον χαρακτήρα των τόπων επιχειρώντας να άρει την «ξενότητά» τους, μετατρέποντας την απόσταση σε οικειότητα. Το «εκεί» του τίτλου του βιβλίου του το 2019 είναι μια σημαίνουσα αντίστιξη με το «εδώ» του γενέθλιου τόπου.
Αναφέρεται στα νήματα που συρράπτουν την κοσμική απόσταση, στις γέφυρες που χτίζει ο συγγραφέας πάνω από θάλασσες και στεριές για να συνδέσει το μυστηριακό «άλλο» με το αγαπημένο οικείο και να αποθέσει τελετουργικά στο χαρτί το αποθησαυρισμένο μνημονικό φορτίο ενθυμίων, φυλαχτών και κτερισμάτων. «Παρασύρομαι από τα νεύματα των κλαδιών, από τις φράσεις των βράχων, από την απαγγελία του ρυακιού, από τα πρόδρομα ποιήματα, τα αυθεντικά κηρύγματα ενός συνεχώς άφαντου, αλλά τόσο ομιλητικού πουλιού. Δεν περπατώ ακριβώς. Μεταφέρομαι κάπως. Έλκομαι. Γλιστράω σ’ ένα στρώμα φιλικών υπαινιγμών. Είναι η ατμόσφαιρα της παλλόμενης γνώσης. Ένα οικείο αίσθημα από παρόμοιες απόπειρες προσέγγισης τοπίων».
Η πολύσημη περιπλάνηση του ποιητή Γιώργου Βέη στους τόπους της Ανατολής και όχι μόνον, δεν είναι η εμπρόθετη κίνηση του δυτικού θηρευτή εξωτικών εντυπώσεων και σπάνιων ταξιδιωτικών απολαύσεων. Φέρνει στο μυαλό το ανάλαφρο πλανάρισμα του «κλέφτη». Του μικρού χνουδωτού σφαιρικού σπόρου που παρασύρεται από τον άνεμο «εδώ κι εκεί». Αγγίζει διστακτικά πρόσωπα και πράγματα, καθυστερώντας για μια στιγμή, και μετά συνεχίζει το δρόμο του μεταφέροντας το πανανθρώπινο μήνυμα-παρακαταθήκη μιας εκστατικής εμπειρίας του κόσμου. Χωρίς στεγανά, ιδεοληψίες και αποκλεισμούς.
1 σχόλιο:
τέλειο κείμενο! εξαιρετική γλωσσική εμβάθυνση
Δημοσίευση σχολίου