Του Κώστα Βούλγαρη
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗΣ, Μην ακούς τον παράδεισο, εκδόσεις Γαβριηλίδη, σελ. 46
Το ποιητικό ιδίωμα που καθιέρωσε η «ομάδα ποιητών του ’70», επεκτείνοντας την πρακτική των μεταπολεμικών ποιητών, χαρακτηρίζεται πρώτα απ’ όλα από την πεζόμορφη εκφορά του λόγου, χωρίς έντονες λυρικές εξάρσεις, χωρίς γλωσσικά «λαμπερές» εικόνες, εσωτερικεύοντας έτσι την ποιητική της καθημερινότητας, εφάπτοντας την γλώσσα της ποίησης με την γύρω πραγματικότητα, ή και χωνεύοντάς την μέσα σε αυτήν, συμφιλιώνοντας τον ποιητή με την κοινωνική του ύπαρξη, την ίδια την ποίηση με τους κοινωνικούς όρους ύπαρξής της.
Έτσι φτιάχτηκε η σημερινή «ποιητική κοινή», με ευρύτατη διάδοση μεταξύ των νεωτέρων, σε βαθμό που, όσο περνούν οι δεκαετίες, να μη διακρίνει κανείς κάποια ιδιαιτερότητα στην φωνή του καθενός ποιηματογράφου, αλλά και να αναρωτιέται ο αναγνώστης γιατί αυτό που διαβάζει είναι ποίηση, αφού κανένας ανοίκειος τροπισμός της γλώσσας, του ρυθμού, της εικονοποιίας, δεν προκύπτει πουθενά.
Αν προσθέσουμε και τη συστηματική αποφυγή της συνθετικής φόρμας, για την ακρίβεια κάθε συνθετικής αξίωσης, έχουμε να κάνουμε με μια ποίηση του «καθημερινού στιγμιοτύπου», που χωνεύεται μέσα στη ροή των ημερών, ως ένα ακόμη μικρό συμβάν, που δεν ορίζει και δεν χαρακτηρίζει την ακολουθία του χρόνου και της ιστορίας αλλά συγκατανεύει στην αέναη ροή, σε ένα αδιαβάθμητο συνεχές.
Το εν λόγω βιβλίο του Γιώργου Κακουλίδη έχει όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά αυτής της «ποιητικής κοινής», όπως άλλωστε και το σύνολο σχεδόν του έργου του. Δεν ανοίχθηκε σε ατραπούς που δοκίμασαν ομήλικοί του ποιητές, όπως π.χ. ο Λάγιος, ο Μπλάνας, ο Κοροπούλης, αν και δεν του έλειπαν η γνώση και οι ποιητικοί όροι. Ο Κακουλίδης επέμεινε σε αυτό το ιδίωμα, αποδεχόμενός το σαν μοίρα και ταυτότητα, πορεύθηκε με αυτή την παραδοχή, σε μια διαρκή μέθεξη της ανεμελιάς των χρόνων του ’70 και της ομότροπης, τελικά ακίνδυνης αμφισβήτησης.
Όμως, στην τέχνη δεν υπάρχουν «υψηλοί» και «χαμηλοί» τρόποι, δεν ενοχοποιούνται οι ποιητικές για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Τρανή απόδειξη το ανά χείρας βιβλίο, το οποίο, από άποψη μορφής, διαφέρει μόνο ως προς το ότι αποτελεί ένα εκτεταμένο ποίημα. Πρόκειται για ποιητική σύνθεση; Ούτε αυτό το διεκδικεί, με τη γραφή του να παραμένει πιστή στα ως άνω χαρακτηριστικά.
Κι όμως, πρόκειται για ένα συνθετικό ποίημα, που, χαμηλόφωνα και αθόρυβα (σαν τα αντίστοιχα της Μαρίας Κούρση) υλοποιεί μέχρι κεραίας την απόφανση, αλλά και το πρόταγμα του Ηλία Λάγιου: «με φτενά υλικά κατασκευάζεται δημιούργημα ευγενικό». Μια ποιητική σύνθεση που συνοψίζει μια ποιητική διαδρομή τεσσάρων δεκαετιών, διαδρομή φυσικά του ίδιου του Κακουλίδη, αλλά ταυτόχρονα συνοψίζει και την αμηχανία τεσσάρων δεκαετιών της «ποιητικής κοινής», φτιάχνοντας όμως μια αναβαθμίδα, απ’ όπου όλα φαίνονται, διαυγάζονται, και κρίνονται. Όπου επιχειρείται, και εκ του αποτελέσματος εμπεδώνεται, η δυνατότητα υπέρβασης των χαμηλών ποιητικών οριζόντων που κυριαρχούν και μας πνίγουν. Βέβαια, από τη στιγμή που η δυνατότητα πραγματώνεται σε καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, έστω και σε ένα ποίημα, γίνεται πλέον ενδεχομενικότητα για το σύνολο της διαδρομής, μετατρέπεται σε καθρέφτη όπου σαράντα ολόκληρα χρόνια, άνθρωποι, βιβλία, φιλοδοξίες, βλέπουν το πρόσωπο της αποτυχίας τους. Η ενδεχομενικότητα είναι ένα σαράκι που έτσι και μπει στο σώμα της ποίησης αναδομεί τα κριτήρια, διαλύει στερεότυπα, ποιητικές πόζες, βραβεία, ανθολογίες...
Έτσι, το βιβλίο αυτό του Κακουλίδη, τώρα, σε συνθήκες «αναστολής εργασίας», εκβάλλει όλο το νόημά του, φωτίζει το επίτευγμά του, ως μια φευγαλέα αλλά διακριτή ποιητική. Επιτυγχάνει δηλαδή το μείζον. Παρ’ ότι έχει κυκλοφορήσει πριν μια πενταετία, αυτό το ποίημα-βιβλίο διέλαθε της προσοχής μας, χωνεύτηκε μέσα στον πολτό της εκδοτικής υπερπαραγωγής, πόσω μάλλον που κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο που ήταν ταυτόσημος με την εν λόγω «φούσκα». Τώρα όμως, που η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική αλλά απειλεί την ζωτική μας ύπαρξη, αυτό το βιβλίο αναδύεται σιγά σιγά, με όλη τη φυσικότητα του λόγου του, με τον ήπιο, σχεδόν εξομολογητικό ρυθμό του, οικειοποιούμενο τεράστιες εκτάσεις προσωπικής εμπειρίας και ιστορικής ύπαρξης, τιθασεύοντας κάθε τάση πρόσκαιρης διαφυγής σε μια τετριμμένη πόζα που θα υποδυόταν (ατελέσφορά και εξοργιστικά) την ποιητικότητα. Εν ολίγοις, ως ένα μινιμαλιστικό παλίμψηστο, αξιοποιεί και εξευγενίζει, μεταλλάσσει, όλα τα χαρακτηριστικά της «ποιητικής κοινής». Είναι η κορύφωσή της και ταυτόχρονα το τέλος της. Άξιζαν γι’ αυτό η όλα τα προηγηθέντα, απομένουν μετέωρα όλα τα επόμενα.
Μην ακούς τον παράδεισο
δεν είμαι φτιαγμένος για τίποτα
αλλά ήρθε η ώρα να ακολουθήσω το θάμπος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου