1/6/25

Μνήμη χαραγμένη στο σώμα της πόλης

Άποψη της έκθεσης «Προδανεισθείς Χρόνος: Ο κόπος του καλλιτέχνη μέσα από το έργο του Γιάννη Παππά» στο Μουσείο Μπενάκη


Του Γιάννη Γιαννιτσιώτη*
 
ΧΑΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ, Η μνήμη και η πόλις. 40+1 δημόσιες ιστορίες, εκδόσεις Ασίνη, β' έκδοση, Αθήνα 2025, σελ. 280

 
Στο βιβλίο του αυτό, ο Χάρης Αθανασιάδης, καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, συγκεντρώνει 40+1 μικρά σε έκταση δοκίμια, άρρηκτα συνδεδεμένα με τις συλλογικές μας μνήμες, όπως αυτές εγγράφονται στους ιστούς των πόλεων με τα μνημεία, τα οδωνύμια, τα παλαιά κτίρια, και όπως διαπλέκονται με τις καθημερινές μας γεωγραφίες. Περιηγείται στη Νέα Σμύρνη και παρατηρεί τη συστηματική ενθύμηση της προσφυγιάς μέσα από κτίρια, μνημεία, κινηματογράφους και γκράφιτι· τριγυρνά στην Ερμούπολη και αναδεικνύει τις συμβολικές δομές εξουσίας μιας πόλης με αστικό παρελθόν· στέκεται εμπρός στην Παλαιά Βουλή και σχολιάζει τις πολλαπλές προσλήψεις του Κολοκοτρώνη, περνάει από την Πλατεία Λαού στη Λαμία και αναστοχάζεται την επίμονη αντοχή του Άρη Βελουχιώτη στη συλλογική μας μνήμη.
Παράλληλα, όμως, περπατάει και σε μια άλλη πόλη, τη νοητική, στην οποία, όπως ο ίδιος σημειώνει, οι πολίτες διαλέγονται, συμφωνούν και διαφωνούν, αντιπαρατίθενται για τα τωρινά και τα περασμένα για να καθορίσουν τα μελλούμενα. Η δήλωση ενός πολιτικού, μια απεργία, μια επέτειος, μια επίσκεψη σε έναν τόπο, μια αντιπαράθεση στο Διαδίκτυο, όλα τα τωρινά γίνονται αφορμή ώστε να στραφεί στο παρελθόν, να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία του ιστορικού με σκοπό να φωτίσει καλύτερα το παρόν και να καταθέσει τον πολιτικό του προβληματισμό, επενδύοντάς τα συχνά με αυτοβιογραφικές αναφορές. Αυτοί οι τρεις άξονες, ο πολιτικός σχολιασμός, η ιστορικοποίηση και ο αυτοβιογραφικός λόγος, βρίσκονται άρρηκτα συνδεδεμένοι, σε διαρκή επικοινωνία.
Οι μετα-αλήθειες, για παράδειγμα, που παράγονται από τις κοινότητες του Διαδικτύου, στην καλύτερη περίπτωση αμφιλεγόμενες όσον αφορά την επιστημονική τους ορθότητα, στη χειρότερη ένα σύμφυρμα εξωφρενικών ισχυρισμών, γίνονται η αφορμή για να μας θυμίσει ο συγγραφέας τον Γιούργκεν Χάμπερμας και την τεράστια συνεισφορά του για τις προϋποθέσεις συγκρότησης της δημόσιας σφαίρας στις δυτικές κοινωνίες τον 18ο και 19ο αιώνα: τη δέσμευση δηλαδή των συμμετεχόντων σε λογικούς συλλογισμούς μέσω των οποίων συνομιλούμε για την παραγωγή της αλήθειας, με κύριο μέλημα την επιβεβαίωση της δημοκρατίας απέναντι στους σημερινούς διακινητές των fake news. Η εισαγωγή του ελαστικού ωραρίου και οι συνθήκες εργασιακής επισφάλειας του δίνουν την ευκαιρία να μιλήσει για τους κοινωνικούς αγώνες και τις κατακτήσεις των εργαζομένων από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα· η μη εφαρμογή της συνθήκης των Πρεσπών για την εθνοποίηση των αρχαίων Μακεδόνων και τις ένθεν κακείθεν εξάρσεις του ελληνικού και βορειομακεδονικού εθνικισμού. Όταν στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού καταλύονται βασικές αρχές της αστικής δημοκρατίας και το κράτος παραβιάζει το κοινωνικό συμβόλαιο που έχει συνάψει με τους πολίτες, μας υπενθυμίζει τη συνεισφορά των φιλελεύθερων στοχαστών, όπως ο Λοκ και ο Μοντεσκιέ, στα συντάγματα των νεωτερικών επαναστάσεων και τον διαχωρισμό των εξουσιών, αλλά και τη συμβολή του Μαρξ και των μαρξιστών φιλοσόφων για τον χαρακτήρα και τον ρόλο του κράτους.
Ο συγγραφέας μάς καλεί να συνειδητοποιήσουμε ότι το παρελθόν δεν μας αφήνει ποτέ, ακόμα κι αν εμείς, ως άτομα και ταυτόχρονα μέλη ομάδων, συλλογικοτήτων ή φαντασιακών κοινοτήτων, θέλουμε να το αφήσουμε. Το παρελθόν ζει ανάμεσά μας, αναπνέουμε μαζί του, φωλιάζει στις πόλεις που ζούμε, καθορίζει την ατομική και συλλογική μας ταυτότητα, σχεδιάζουμε τη ζωή μας με δικά του υλικά. Το παρελθόν μας στοιχειώνει.
Πώς όμως αυτό γίνεται αντιληπτό; Πώς εντέλει μαθαίνουμε να κατανοούμε τον χρόνο ως παρελθόν και πώς αυτό γίνεται ιστορία; Πώς κουβαλάμε μέσα μας ο καθένας και η καθεμία πολλά παρελθόντα ταυτόχρονα, που άλλοτε μας δημιουργούν την αίσθηση του συνανήκειν και άλλοτε την αίσθηση της ξενότητας; Πώς αντιλαμβανόμαστε τα παρελθόντα των άλλων που μπορεί να παρέμεναν για χρόνια αποκλεισμένα από τον δημόσιο χώρο ή να ψιθυρίζονταν μόνο στο πλαίσιο της οικογένειας και της παρέας;
Ο συγγραφέας περνά το κατώφλι της μνήμης και επιχειρεί να αναδείξει τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους τα διάφορα είδη της διαμορφώνουν την ατομική και συλλογική μας αίσθηση για το παρελθόν. Στρέφει την προσοχή του σε παράξενες και κάποτε ασυνήθιστες πηγές για τις ιστορίες του. Ακούει τραγούδια του Θεοδωράκη, ξαναδιαβάζει ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου και του Τίτου Πατρίκιου, ξαναβλέπει πίνακες ζωγραφικής του Εγγονόπουλου, παρατηρεί κτίρια και μνημεία, βλέπει αμερικανικές ταινίες του 1960, ακούει ροκ εντ ρολ, ξεσκονίζει τα πηλήκια των μαθητών και τις μπλε ποδιές των μαθητριών, χαζεύει μοτοσικλέτες στις βιτρίνες της Ελλάδας του 1970, κρατάει σφιχτά πάνω του φωτογραφίες των προγόνων του, προκειμένου να μιλήσει για το 21, την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο και το 114, τους Λαμπράκηδες και τη χούντα, για τις νεανικές υποκουλτούρες, τις αισθητικές διαθέσεις των νέων στις πόλεις και τα πολιτικά κινήματα, για τη Μεταπολίτευση και τα τρυφηλά 90s μέχρι και για την πανδημία του Covid.
Ο Αθανασιάδης αφουγκράζεται την επίσημη μνήμη, μέσα από τα σχολικά εγχειρίδια και τα μνημεία, αλλά και τις καταπιεσμένες για χρόνια μνήμες των αριστερών και των Ελληνοεβραίων, τις τραυματικές μνήμες της εξορίας αλλά και το Πολυτεχνείο, τις μνήμες της αγροτικής Ελλάδας και της εξωτερικής μετανάστευσης. Εξηγεί με απλό τρόπο πώς κατασκευάστηκαν και κατασκευάζονται ακόμα οι μεγάλες αφηγήσεις για το εθνικό παρελθόν, αναδεικνύει τους συμβολικούς πολέμους γύρω από τη μνήμη αλλά και τις μνήμες της ατομικής εμπειρίας, έτσι όπως φτάνουν σ’ εμάς μέσα από τις μαρτυρίες των προηγούμενων γενιών. Καθώς η προσοχή του μετατοπίζεται από το συμβάν και την προσωπική εμπειρία στη μεγάλη εικόνα των πολιτικών συγκρούσεων, των κοινωνικών μετασχηματισμών και των τομών που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία τον 20ό αιώνα, των αναπαραστάσεων του παρελθόντος τόσο από την εξουσία όσο και από την κοινωνία, μας καλεί να δούμε το δημόσιο πρόσωπο της ιστορίας, ανασυνθέτοντας κριτικά και αναστοχαστικά την ιστορική μας κουλτούρα.
Οι μεγαλύτεροι θα ανακαλύψουμε στο βιβλίο άλλοτε κοινές και άλλοτε αντίθετες ατομικές πορείες που σχημάτισαν, παρόλα αυτά, ένα κοινό πολιτισμικό σύμπαν και διαμόρφωσαν τη συλλογική μας μνήμη. Οι νεότεροι ίσως ανακαλύψουν μια ευρηματική πολιτική ιστορία που τους κλείνει πονηρά το μάτι.
                                                                                               
* Ο Γιάννης Γιαννιτσιώτης είναι ιστορικός (Πανεπιστήμιο Αιγαίου)

Δεν υπάρχουν σχόλια: