1/6/25

Η έκσταση της γεωγραφίας

Του Ζήση Κοτιώνη*

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ, Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε, εκδόσεις Καστανιώτη, σελ. 106

Η ποιητική εργασία του Παύλου Παυλίδη με τίτλο τον στίχο ενός εκ των ποιημάτων του “Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε” είναι μια σύντομη, ελλειπτική αυτοβιογραφία, με συνεχή αναφορά στις γεωγραφικές επικράτειες των βιογραφούμενων συμβάντων. Ξεκινά από κάποιου είδους γενεαλογική αρχή και διακλαδίζεται έως το παρόν της ποιητικής του γραφής. Αν έπρεπε να αναδράμω αυτή την θραυσματική αυτοβιογραφική πορεία θα διέκρινα τρεις χωροχρονικές επικράτειες που στην πορεία εμφανίζονται χωρίς σειρά, διάχυτες. Η πρώτη καταβυθίζεται στην προγονική εποχή και την παιδική ηλικία στα εδάφη της Μακεδονίας, και αναδύεται με ζοφερή νοσταλγία ένα είδος βαλκανικής απελπισίας. Το έτερο πρόσωπο στη σκιά αυτής της γεωγραφίας είναι η μητέρα. Η δεύτερη, πιο άστατη κι αβέβαιη είναι η εποχή και η γεωγραφία των πόλεων της Θεσσαλονίκης, του Παρισιού, της Αθήνας, μια επικράτεια παλινωδιών μέσα στο φάσμα της έλλειψης, όπου στη σκιά της δραπετεύει η αγάπη. Εδώ, πρωταγωνιστούν διάσπαρτοι οι αποσυνάγωγοι. Και σε μια τρίτη, την αιγαιακή επικράτεια της Αμοργού, των Φούρνων και της Ικαρίας —μέχρι εκεί από όπου διαφαίνεται στο ίδιο πέλαγος κι η άκρη της Κιμώλου— αναδύεται ανεμπόδιστα η  εκστατική εμπειρία του νησιωτικού τόπου. Ολες αυτές οι επικράτειες εμφανίζονται σε ροή, το ίδιο κοντά στον αδόκητο Φόβο σε μια διεργασία ανακλήσεων, όπου: “Κι όσο πιο πολλά χρόνια περνούν/ Στενεύουν περισσότερο/ οι τρύπες στο κόσκινο της μνήμης”.
Σε όλη τη διαδρομή περισσότερο μαθαίνουμε πώς μπορείς να χαθείς παρά πώς μπορείς να βρεθείς εκεί που ανευρίσκεσαι. Η ποιητική εύρεση στον τόπο της ελλαδικής γεωγραφίας μας έχει γίνει γνωστή από τον Σεφέρη ως αβέβαιη αναζήτηση του ιστορικού “μας” εντοπισμού, από τον Ελύτη ως λιμπιντική εκδίπλωση στον αιγαιακό ορίζοντα, ή από τον Ρίτσο ως εξορία και εξαίρεση στον ρημαγμένο τόπο. Για εκείνους, το τραύμα του τόπου παρουσιάζεται καθώς ανευρίσκονται επί τόπου, εκεί. Στο ποιητικό εγχείρημα του Παυλίδη δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα για να αναδύεται από τον γεωγραφικό του εντοπισμό, βρισκόμαστε χαμένοι κάπου εκεί, αλλά πού τελικά; Το πεδίο δεν είναι σταθερό όπως το έδαφος, αλλά είναι ασταθές όπως ο άνεμος. Και το τραύμα αναδύεται μέσα από την εμπειρία της διάχυσης των ορίων του χώρου της (παρ)αίσθησης και του χρόνου της ελλειπτικής μνήμης, καθώς το υποκείμενο διαχέεται και χάνεται μέσα στον ασταθή, παραπλανητικό εντοπισμό του.
Για να διερευνήσουμε τι σημαίνει το χάσιμο στην γεωγραφία για την ποιητική πράξη, ας ανατρέξουμε πρόχειρα στην έρευνα του Ανρί Μισώ για τη γραφή, έτσι όπως την μεθόδευσε με εργαλείο την χρήση χημικών μέσων, όπως η μεσκαλίνη. Ανάμεσα στη βούληση του ποιητή καθώς γράφει και στη βούληση της γλώσσας, που ανοίγει τους δικούς της δρόμους παρεμβάλλεται, εξ ίσου αν όχι περισσότερο αξιόμαχη, μια τρίτη “ανεξάρτητη συνείδηση” και η ενσώματη βούληση της “βιοχημικής αβύσσου”, που δίνει τη δική της υπερβατική διάσταση στο ποιητικό εγχείρημα. Στην περίπτωση του Παυλίδη όμως η βιοχημική διεργασία δεν γίνεται υπό επιτήρηση στο εργαστήριο του ποιητή —όπως ήταν η επιλογή του Μισώ— αλλά μέσα στην κόλαση της ζωής. Το παραγόμενο κείμενο είναι έρμαιο και αποτέλεσμα της συνάντησης των τριών αυτών βουλήσεων, όπως καμιά φορά συμβαίνει στη θάλασσα όταν ο αέρας αλλάζει και παίρνει τη δική του κατεύθυνση το κύμα αδρανεί στην προηγούμενή του ροή ενώ ο ναυτίλος τιμονεύει προς κάπου αλλού, άγνωστο πού. Σε αυτή την περίπτωση ο γράφων δεν είναι αυτός που κρατάει το τιμόνι αλλά παρακολουθεί τρόπον τινά τον εαυτό του εκτιθέμενο στον άστατο καιρό της γραφής της ζωής. Το έργο της γραφής, ως προέκταση της εμπειρίας, είναι το αποτέλεσμα πολλών παραγόντων, έτσι που στο τέλος ο ποιητής δεν είναι αυτός που ενεργεί κατά τη διαδικασία της γραφής αλλά περισσότερο την υφίσταται, την παθαίνει σαν τον Οιδίποδα του Σοφοκλή που κάποτε δήλωνε στον Κολωνό ότι στη ζωή του περισσότερο αυτά που του συνέβησαν τα έπαθε παρά τα έκανε ο ίδιος. Ήταν πια αποκαμωμένος από όσα του συνέβησαν αναβλύζοντας από την εσωτερική του ψυχική παρόρμηση και την ανθρώπινη μοίρα που, εν τη αγνοία μας, αφανής μας ορίζει μέσα στον κοσμικό άνεμο.
Οι ιστορίες που διαλέγει ο Παυλίδης από τη ζωή του για να τις αναπαραστήσει ποιητικά είναι αλλόκοτες στιγμές αδιεξόδων, στο σκαλί προς το χάος ή είναι, αντίστροφα, ιστορίες απώλειας μέσα στην απόλυτη έκσταση της ομορφιάς, στιγμές αναβλύζουσες περισσότερο από τις χάρες του τόπου παρά από τις χαρές της ζωής, μεταξύ των ανθρώπων. Πρόκειται για στιγμές που επανέρχονται άξαφνα καθώς, όπως φαίνεται συχνά, τις στιγμές των συμβάντων χωρίζουνε χρόνια— ας πούμε είκοσι ή σαράντα χρόνια—από τις ποιητικές στιγμές της ανάκλησής τους στο παρόν της γραφής. Τι είναι αυτές οι ποιητικές στιγμές της ζωής, που με ετεροχρονισμένο τον ίδιο παλμό της βίωσής τους κάποτε, έρχονται τώρα εμπρός μας δια της γραφής; Φαίνεται ότι η εμπειρία της εξωτερικότητας, δηλαδή η εμπειρία της γεωγραφίας και του κόσμου μπορεί να μας εξηγήσει, έστω και ελλειπτικά, αυτή την ετεροχρονία ανάμεσα σε αυτό που ζήσαμε και σε αυτό που επανέρχεται τη στιγμή της γραφής. Ο Παυλίδης μας προτρέπει να σκεφτούμε την πανσέληνο, που με φυσικούς όρους είναι απολύτως γεμάτη όχι για μια ολόκληρη νύχτα —τη νύχτα της Πανσελήνου— αλλά μόνο για μία στιγμή ενώ η σελήνη ως σώμα παραμένει αιώνια γεμάτη, μια διαρκής πανσέληνος στη σκοτεινιά: “Κι αυτό θα γίνει (ο θάνατος)/ Σε μια στιγμή/ Που ούτε καν θα υπάρξει/ όπως δεν προλαβαίνει ποτέ να υπάρξει/ Η στιγμή που η σελήνη είναι τέλεια/ Πανσέληνος/ Παρέρχεται η στιγμή ευθύς/ Αμέσως…Γιατί η σελήνη είναι πάντα εκεί/ Μια/ Διαρκής/ Ολοστρόγγυλη/ Παγωμένη/ Σκοτεινή/ Πανσέληνος”.
Αυτή η επικούρεια προσέγγιση του θανάτου ως εμπειρίας την οποία δεν μπορούμε να ζήσουμε, άρα τρόπον τινά δεν υπάρχει, είναι μια υπαρξιακή θέση που εδώ βασίζεται στην εμπειρία από τη ρεμβώδη ενατένιση των άστρων και προοικονομεί μια ιδέα της αιώνιας επαναλήψεως βασισμένη στην ποιητική ενόραση του κόσμου.
Η όψιμα εμφανιζόμενη στη δημόσια σφαίρα διπλή ιδιότητα του Παυλίδη ως ποιητή και τραγουδοποιού μας βάζει άξαφνα να ξανασκεφτούμε το αρχαίο, ομηρικό ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στην ποίηση και το τραγούδι. Περάσαμε τις τρεις ηλικιακές φάσεις της ζωής ακούγοντας τη μουσική και τραγουδώντας τα τραγούδια του Παύλου, παράλληλα με τη δική του πορεία συνεχούς ενηλικίωσης αν-και -όχι -ακόμα. Η έλευση της ποιητικής συλλογής, όπου ο ποιητής καταδείχνει τη δική του επικράτεια, τη γειτονιά του, απευθυνόμενος προς τον “σκύλο”, ιδωμένη εδώ σαν ένας είδος εκστατικής γεωγραφίας έρχεται στα εξήντα του χρόνια. Κατά κάποιο τρόπο αυτός ο ποιητικός, αυτοβιογραφικός αναστοχασμός περιέχει κάποια τολμήματα που αναπτύσσονται σε μια μορφή της γραφής, που δεν μπορεί να τα κάνει τραγούδια, αν και είναι. Και έτσι μαζί με το πρόσφατο, σπουδαίο, μουσικό του έργο, γίνεται μια ταυτόχρονη κίνηση εκτίναξης, σαν ενός άλλου Major Tom, προς το διάστημα. Ίσως είναι η μέχρι τώρα πιo δυνατή του εκτίναξη. Και μαζί, παρασύρει κι εμάς.    
                                  
*Ο Zήσης Κοτιώνης είναι αρχιτέκτων και διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Άποψη της έκθεσης «Προδανεισθείς Χρόνος: Ο κόπος του καλλιτέχνη μέσα από το έργο του Γιάννη Παππά» στο Μουσείο Μπενάκη

Δεν υπάρχουν σχόλια: