Του Θεόδωρου Βάσση*
ΕΥΑΓΓΕΛΗ
ΑΡ. ΝΤΑΤΣΗ, Ν’ άκουγα τη λαλίαν τους. Η λαϊκή λογοτεχνία ως προφορική
δημιουργία, Αθήνα: Θεμέλιο, 2024, σ. 513
Η Ευαγγελή Αρ.[ιστείδη] Ντάτση, με γόνιμη πανεπιστημιακή σταδιοδρομία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Λαογραφίας) καταθέτει τον πνευματικό /επιστημονικό «οβολόν» της στον ευρύτερο χώρο της (ιστορικοκοινωνικής) Ανθρωπολογίας και στον ειδικότερο της (ελληνικής) Λαογραφίας, ως απόρροια (και) των πανεπιστημιακών της παραδόσεων /διαλέξεων στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών υπό τον τίτλο «Νεότερη και σύγχρονη ελληνική κοινωνία: ιστορία -λαϊκός πολιτισμός» (Ιωάννινα, 2004-2007).
Με στέρεες κοσμοθεωρητικές /επιστημονικές καταβολές (ως οφείλει κάθε επιστήμων) μελετά, αναλύει κι ερμηνεύει το λαϊκό πολιτισμό, όπως αυτός εμφανίζεται στο δεσπόζον πεδίο του (βιωμένου και βιωματικού) προφορικού λαϊκού λόγου (έμμετρου /ποιητικού και πεζού /αφηγηματικού).
Οι κοσμοθεωρητικές προκείμενες (κατά τη συγγραφέα):
α΄. Αντόνιο Γκράμσι (1881-1937)
β΄. Μπρόνισλαβ Μαλινόφσκι (1884-1942):
γ΄. Μιχαήλ Μπαχτίν (1895-1975):
Τούτων δοθέντων, η Ευαγγελή Αρ. Ντάτση αναλύει τη γέννηση του προφορικού λαϊκού (έμμετρου και πεζού) λόγου, ως απόρροια οντολογική, υπαρξιακή (η ανάγκη του εκφράζεσθαι, ψυχοσωματική και ομιλητική, η διερώτηση για τα πρωταρχικά ζητήματα της ύπαρξης) και, συνάμα, ιστορικοκοινωνική (οικονομική, πολιτική, πολιτισμική: το «ανήκειν» σε μια ορισμένη γλωσσική κοινότητα ανθρώπων, με ορισμένες παραγωγικές σχέσεις και πολιτική οργάνωση, με κοινό γνωσιακό, και αισθητικό, υπόβαθρο, με κοινά ήθη και έθιμα). Σ’ αυτό το πλαίσιο, στο διάβα των χιλιετιών (και στον εκάστοτε χρονοτόπο: chronotopa, Μ. Μπαχτίν) «ζυμώνεται» αενάως ο προφορικός λαϊκός λόγος (μέχρι, «χοντρικά», τη βιομηχανική εποχή) με την «πολυπρωτεϊνική» ζύμη του μαγικού στοιχείου, του μυθικού, του επικού (με την έλευση της αλφαβητικής γραφής) εγκιβωτισμένων, όλων αυτών, στις νέες, κάθε φορά, ιστορικοκοινωνικές μεταβολές, εντός των οποίων δημιουργούνται και τα διάφορα προφορικά λαϊκά είδη (έμμετρα και πεζά).
Η συγγραφέας εκθέτει, με διεισδυτικό, σχοινοτενή τρόπο, τη λαλιά των «χειρωνάκτων της ζωής και της ιστορίας», των αναλφάβητων (προβιομηχανικών) πληθυσμών (όπου γης), των αγροτών, των κτηνοτρόφων, των αλιέων, των τεχνιτών (μαστόρων), των οικοκυρών, όλων των αγράμματων, που -γενιά με τη γενιά- «κουβαλούν» τους αρχέγονους πόθους και τα αρχέγονα πάθη (των προγόνων και τα δικά τους), τα όνειρα και τους φόβους τους, τις αντιλήψεις τους για τη ζωή και το θάνατο, αξεδιάλυτα διαπλεγμένα, όλα αυτά, με την άνθηση και το μαρασμό της φύσης (ευθέως συνδεδεμένα με το βιοπορισμό τους), με τις μεγάλες νύχτες αλλά και τις μεγάλες ημέρες (σκότος: θάνατος vs φως: ζωή) και όλα αυτά, πάλι αξεδιάλυτα διαπλεγμένα, με τη «μεγάλη διάρκεια» των (αργόσυρτων) ιστορικοκοινωνικών (οικονομικών, πολιτικών, πολιτισμικών) μεταβολών (π.χ. από την προϊστορία στην ιστορία -από τη μαγεία στο μύθο- αλλά και, εντός της ιστορίας, από τον Παγανισμό στον Χριστιανισμό και, συνάμα, από τις ελληνικές πόλεις-κράτη στις, υπερεθνικές, αυτοκρατορίες) και με τη «μικρή διάρκεια» της εκάστοτε ιστορικοκοινωνικής συγκυρίας (π.χ. από μια ξαφνική φυσική καταστροφή μέχρι κάποιο σημαντικό πολιτικό ή στρατιωτικό συμβάν).
Ο αναλφάβητος πληθυσμός, διαιωνίζοντας την προγενέστερη πολιτισμική παρακαταθήκη του στους επιγενόμενους και προσμιγνύοντάς την με τα συμβάντα τού εν προόδω χρόνου, τραγουδά εν συνόλω (και χορεύει) στις διάφορες τελετουργίες του τη δική του (λαϊκή) κοσμοαντίληψη (αμάλγαμα μαγείας, μύθου, γνώσης, στάσης ζωής, συναισθήματος κι αισθητικής -έστω και ανεπιγνώστως), εναλλάσσοντας ρόλους (ομάδα του χορού ↔ κορυφαίος του χορού).
Η Ευαγγελή Αρ. Ντάτση, πιστή στο επιστημονικό «γράμμα και πνεύμα», με ουσιαστική γνώση της ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας στους συναφείς κλάδους των ανθρωπιστικών επιστημών, παρουσιάζει, αρχικά, τις σύνθετες (αλληλεπιδρώσες) σχέσεις προφορικότητας -γραπτότητας. Εκκινώντας από τον ιστορικό λαό των Ελλήνων δείχνει ότι τα προφορικά λαϊκά άσματα ή οι λαϊκές προφορικές πεζές αφηγήσεις /παραδόσεις γονιμοποιούν τα (γραπτά) κείμενα, αρχής γενομένης από τα ομηρικά έπη, αλλά και το αντίστροφο. Ήδη η αρχαία πίστη στη θεά Μνημοσύνη επιβεβαιώνει την ανάγκη της (προφορικής, αρχικά, γραπτής, έπειτα) μνημείωσης όλου του προγενέστερου μυθικού πλούτου και της μεταβίβασής του από γενιά σε γενιά. Όσον αφορά στο γνωσιακό πεζό υλικό, παρουσιάζει τους «προγόνους» τής (αρχαιο)ελληνικής ιστοριογραφίας, τους Ίωνες λογογράφους -λογοποιούς (π.χ. Εκαταίος ο Μιλήσιος) και την προσπάθειά τους να βάλουν σε (λογική) τάξη το προγενέστερο μυθικό υλικό, με κριτήριο την αληθοφάνεια. Η ζωοποιός διαλεκτική σχέση προφορικού (λαϊκού) -γραπτού (προσωπικού) λόγου χαρακτηρίζει, προϊόντος του χρόνου, την ελληνική πολιτισμική παράδοση σε αντίθεση με άλλους ιστορικούς λαούς, όπως οι Εβραίοι, στους οποίους ο γραπτός λόγος εξοστρακίζει τον προφορικό, λειτουργώντας ως θέσφατο (γραπτός λόγος = θεϊκός λόγος).
Όσον αφορά στον προφορικό λαϊκό (έμμετρο /ποιητικό) λόγο, η συγγραφέας, συνοψίζοντας τα επιστημονικά πορίσματα των κορυφαίων Ομηριστών (και ερευνητών των Σερβοβόσνιων λαϊκών τραγουδιστών /βάρδων) Μίλμαν Πάρρυ (1902-1935), Άλμπερτ Λορντ (1912-1991) και των μαθητών τους, αναλύει το πώς οι πιο ικανοί από τη λαϊκή κοινότητα άδουν το -παραδεδομένο σ’ αυτούς υλικό- επί τη βάσει επαναλαμβανόμενων (μεταδιδόμενων από γενιά σε γενιά) στερεότυπων φράσεων (=λογότυποι -formulae) και λεκτικών σχημάτων (patterns).
Οι συγκεκριμένες, λοιπόν, μνημονικές τεχνικές πραγματώνουν την προφορική «μετακένωση» του μύθου από τους παλαιότερους στους νεότερους. Με άλλα λόγια, η [συλλογική] εμπειρία διανοητικοποιείται μνημο[νο]τεχνικά (Βάλτερ Ονγκ, 1912-2003) ή, ακόμη εναργέστερα, η μνήμη και όχι η γνώση είναι ο πλούτος και η βασική δημιουργική δύναμη της αρχαίας λογοτεχνίας (Μιχαήλ Μπαχτίν).
Στο (δοσμένο) ιστορικοκοινωνικό περιβάλλον αναλαμβάνει ο (δεξιοτέχνης) απαγγέλλων να μεταδώσει προφορικά τη μυθική ύλη, αυτοσχεδιάζοντας (όταν το επιθυμεί) στα όρια, όμως, του επιτρεπτού: η λαϊκή κοινότητα αποφασίζει (ανάλογα με τις ανάγκες της, τις αξίες και τη διανοητική, αισθητική «ανοιχτοσύνη» της) αν θ’ αφομοιώσει ή θ’ αποβάλει την όποια λεκτική /αισθητική καινοτομία του άδοντος∙ αυτή είναι η λεγόμενη προληπτική λογοκρισία (Ζακ Λε Γκοφ, 1924-2014).
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η έκθεση, εκ μέρους της συγγραφέως, των ανθρωπολογικών πορισμάτων του Τζακ Γκούντι (1914-2015), ο οποίος πραγματοποίησε επιτόπια μελέτη (=έρευνα πεδίου) στη φυλή Lo Dagaa (Γκάνα, Δυτική Αφρική). Μελέτησε το μύθο της (μύθος του Bagre, 12.000 στίχοι), προφορικό αφήγημα που επέχει θέση καταστατικού λόγου, δηλαδή θεσμικού λόγου που, ως ιερός, επιβάλλεται να «γίνει κτήμα» από κάθε μέλος της φυλής, προκειμένου να ανήκει οργανικά στην κοινότητα. Αυτός ο μύθος, εν είδει άγραφου εθιμικού δικαίου, επανερχόμενος ανά γενιά, αποτελεί μία δημόσια τελετουργία μύησης του νεαρού μέλους στην ομάδα. Αποτελεί λόγο-αυθεντία, βάσει του οποίου οφείλουν να ζουν όλα τα άτομα της κοινότητας. Επειδή, ακριβώς, ο εν λόγω μύθος αποτελεί για τη φυλή την αυθεντική γνώση, την πηγή της αλήθειας, γι’ αυτό και τα περιθώρια αυτοσχεδιασμού (εκ μέρους του εκφωνητή) είναι μηδαμινά. Η γνωσιακή λειτουργία δεσπόζει (σ’ αντίθεση με το μεταγενέστερο έπος, στο οποίο τα περιθώρια αυτοσχεδιασμού είναι εφικτά και, ως εκ τούτου, η αισθητική λειτουργία πιο ορατή). Μάλιστα, επειδή η εν λόγω φυλή αποτελεί μία «ακέφαλη» πληθυσμιακή προφορική ομάδα (χωρίς, δηλαδή, κεντρική εξουσία), γι’ αυτό και επικρατεί ο ολιστικός αυθεντικός λόγος, χωρίς ίχνος αυτοσχεδιασμού. Αντίθετα, σε φυλές με (εμφανή) κεντρική εξουσία ο αρχετυπικός ολιστικός λόγος ελαττώνεται προς όφελος «της διαφοροποίησης και της ανομοιότητας». Αυτό σημαίνει ότι σε κοινότητες με επί κεφαλής μέλη, σιγά-σιγά διαφοροποιείται και ο (μονιστικός) προφορικός καταστατικός λόγος, προκειμένου να μυθοποιηθούν τα κατορθώματα της ηγετικής οικογένειας.
Εξαιρετικό ενδιαφέρον εμφανίζει, επίσης, το πώς η (επίσημη) θρησκεία του Χριστιανισμού (αρχικά με τη συνδρομή του Εβραϊσμού /Ιουδαϊσμού: π.χ. οι επιστολές του -πρώην Εβραίου Σαούλ και μετέπειτα χριστιανού- Αποστόλου Παύλου) επιχειρεί να χειραγωγήσει με τη βία (λ.χ. αυτοκρατορικά διατάγματα) τα, πλειοψηφικά, αναλφάβητα πληθυσμιακά στρώματα, ώστε ν’ αποδεχθούν το χριστιανικό δόγμα έναντι του προγενέστερου, επί αιώνες κυρίαρχου, πολυθεϊσμού /παγανισμού: ν’ αποδεχθούν τη γραμμική αντίληψη του χρόνου (μεσσιανισμός) αντί της κυκλικής. Παρ’ όλα αυτά, η λαϊκή θεώρηση της ζωής και του κόσμου (π.χ. των Ελλήνων κι ελληνοφώνων στον ευρύτερο χώρο της ΝΑ. Μεσογείου) διατηρεί την αρχαία (προχριστιανική) αντίληψη για τον κυκλικό χρόνο, αποδεχόμενη, όμως, εκούσια ή ακούσια, και τη χριστιανική (γραμμικός χρόνος: γέννηση→νηπιοβάπτισμα, ωριμότητα→γάμος, γηρατειά, θάνατος→κηδεία).
Κάποια (από τ’ αρίφνητα) παραδείγματα του ζώντος, βιωματικού τρόπου, που η (αρχαϊκή) λαϊκή κοσμοαντίληψη διαπερνά την (άνωθεν επιβληθείσα) χριστιανική νόρμα, είναι -όπως επισημαίνει η συγγραφέας- «ο νεκρόδειπνος, τα κόλλυβα με τον άρτο των μνημοσύνων, ως εξασθενημένες μορφές των ιερόσυλων τελετουργιών, [οι οποίες] δηλώνουν, παρά την ώσμωση των δύο αλλότριων παραδόσεων, την εμμονή των χωρικών στις αρχαϊκές αξίες έναντι της ζωής και του θανάτου».
Με την καίρια επισήμανση της συγγραφέως ότι τα προφορικά λαϊκά /δημοτικά τραγούδια, ως συστατικό στοιχείο της (βιο/κοσμο)θεώρησης και της αισθητικής τής (αναλφάβητης) λαϊκής κοινότητας, γίνονται κτήμα κάθε νέου μέλους της, οπότε ο καθένας και η καθεμία μπορούν να τα τραγουδούν όχι μόνο στις επίσημες τελετουργίες αλλά και στις καθημερινές, ιδιωτικές στιγμές (π.χ. την ώρα που κάποιος/α βόσκει το κοπάδι με τα πρόβατα /τις κατσίκες ή την ώρα που κάποια πλένει τα ρούχα στη σκάφη κ.τ.λ.), σε αντίθεση με την πεζή αφήγηση, η οποία προϋποθέτει έναν (τουλάχιστον) φυσικό δέκτη /ακροατή, καθώς και με την, επίσης, σημαντική πληροφορία -τη συνδρομή του Έρικ Ρόμπερτσον Ντοντς (1893-1979): Οι Έλληνες και το παράλογο- ότι, κατ’ ουσίαν, ο θεός Διόνυσος λειτούργησε ως η έκφραση της λαϊκής (ψυχικής) απελευθέρωσης ενάντια σε κάθε είδους εξουσία (σ’ αντιπαράθεση με τον «αριστοκράτη» θεό Απόλλωνα), η Ευαγγελή Αρ. Ντάτση εισέρχεται στο πεδίο των λαϊκών τραγουδιών που άδονταν (και άδονται μέχρι σήμερα) στη γενέτειρά της (Ριζοβούνι ή Ποδογόρα Πρεβέζης, Μικρή Λάκκα Σουλίου) επ’ ευκαιρία της Λαμπρής (Εορτής).
Εδώ φαίνεται ξεκάθαρα πώς η νεοελληνική (και σύγχρονη) λαϊκή κοινότητα (π.χ. οι Ριζοβουνιώτες /Ποδογορίτες), κουβαλώντας μνήμες αρχέγονες, εμποτισμένες από την (οικονομικά) σκληρή ζωή, στο πλαίσιο του Χριστιανισμού, τραγουδάει από κοινού και χορεύει τραγούδια που εκφράζουν τις δικές της αλήθειες γύρω από τη ζωή και το θάνατο, την ξενιτιά (=θάνατος), με ανατρεπτικό, μάλιστα, νόημα έναντι των καθεστηκυίων (χριστιανικών) αξιών: ενδεικτικό είναι το τραγούδι Μπάτε κορίτσια στο χορό.
Αυτά τα ομαδικά άσματα των Ριζοβουνιωτών (Κυριακή της Λαμπρής, Δευτέρα, Τρίτη) συνιστούν ένα πρώτης τάξεως δείγμα για τον τρόπο που το πανάρχαιο λαϊκό βίωμα (με την αντίστοιχη βιο/κοσμοαντίληψη) είναι ζωντανό, ενεργό στη νεοελληνική πραγματικότητα, παρά (και υπό) την επίδραση του Χριστιανισμού, αντιστρατευόμενο, όμως, στο βάθος τις γραπτές προσταγές του (θεοφοβία, αμαρτία της σάρκας κ.τ.λ.).
Αυτός ο παράξενος -στα μάτια του ξένου- πολιτισμικός συγκρητισμός δεν χρειάζεται να εξηγηθεί από το λαϊκό σώμα, αφού τον βιώνει. Το βίωμά του είναι και η εξήγησή του. Αυτά τα ποικιλόχρωμα λαϊκά τραγούδια, με τις διάφορες «φέτες ζωής» που προσφέρουν στον ακροατή (και θεατή), με την επιμελώς κρυπτόμενη ερωτική όρεξη (ένεκα της χριστιανικής σεμνοτυφίας), με τη σάτιρα, με το (ξέφρενο) καρναβαλικό στοιχείο αντάμα με τον ωμό ρεαλισμό και το λιτό δραματικό τόνο τους, καθιστούν τη Λαμπρή ένα πολύχρωμο (σωματικό, ψυχικό, αισθητικό) γιορτάσι ευγνωμοσύνης προς τη χαρά της ζωής ενάντια στο ζόφο του θανάτου (Άνοιξη -Λαμπρή=καρποφορία, ζωή, έρωτας), με το επίσημο χριστιανικό στοιχείο εγκιβωτισμένο στην πολυσύνθετη (νεοελληνική) λαϊκή πολιτισμική παράδοση.
Η Ευαγγελή Αρ. Ντάτση είναι (απ’ όσο γνωρίζω) η πρώτη, η οποία αξιοποιεί επιστημονικά αυτόν τον ιδιαίτερο πολιτισμικό πλούτο του Ριζοβουνίου. Εντάσσοντας τη νεοελληνική προφορική λαϊκή τοπική ιστορία στην εθνική, τη «μικροϊστορία» στη «μακροϊστορία», δικαίως ευχαριστεί το συντοπίτη της Γ. Ν. Δημητριάδη, σημειώνοντας: «Τιμητική αναφορά οφείλεται στον συγχωριανό μου δημοδιδάσκαλο Γ. Ν. Δημητριάδη, ο οποίος κατέγραψε με ακρίβεια, χωρίς παρεμβάσεις, αυτά τα τραγούδια και τα δημοσίευσε με τίτλο: 22 Τραγούδια της Λαμπρής (συντροφιά με πεζοτράγουδα). Τα τραγουδούν και τα χορεύουν στο Ριζοβούνι Πρεβέζης. Γραφές, Αθήνα 2002. Είναι μια παρακαταθήκη που συνδέει την τοπική εκδοχή με την πανελλήνια πολιτισμική παράδοση.».
*Ο Θεόδωρος Βάσσης είναι νεοελληνιστής φιλόλογος (μ.δ.), συγγραφέας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου