Νικίας Σκαπινάκης, Λουόμενες / Baigneuses, 1971, λάδι σε μουσαμά, Ιδιωτική Συλλογή (Πορτογαλία). Φωτ,: José Pessoa / Museus e Monumentos de Portugal, E.P.E – Arquivo de Documentação Fotográfica |
Της Κωστούλας Μάκη*
ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, Δρέποντας τα όστρακα των διθυράμβων τους:
1974-2000. Μνείες, κρίσεις κι επικρίσεις για την ποίηση των Ελληνίδων.
Τόμος Α΄και Β΄,
εκδόσεις Ενύπνιο σελ. 499 και σελ. 705
Στο δίτομο ερευνητικό της έργο η συγγραφέας, ποιήτρια και ακριβή φίλη γνωστών ποιητριών Αριστέα Παπαλεξάνδρου προβαίνει σε μια πρωτότυπη και χρήσιμη τομή στο πεδίο της ποιητικής κριτικής, αφού καταθέτει ένα ογκώδες αρχειακό υλικό που περιλαμβάνει τις κριτικές προσλήψεις για γυναίκες ποιήτριες από το 1974 μέχρι το 2000. Θέτει έτσι τις εξής παραμέτρους στο υλικό της όπως η ίδια ανάφερε: τα βασικά χαρακτηριστικά της κάθε ποιήτριας, το ύφος και το ιδεολογικό προφίλ του/της κριτικού, την πολιτικοκοινωνική διάσταση κάθε ιστορικής δεκαετίας, τα σχόλια των κριτικών για το φύλο, το ύφος και το περιεχόμενο της εκάστοτε κρινόμενης, τις αξιολογικές τοποθετήσεις των ποιητριών στο ποιητικό πεδίο, τις συγκρίσεις με άλλες ποιήτριες και ποιητές, καθώς και τις διαφωνίες που εντοπίζονται στους διάφορους κριτικούς. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά μάς επιτρέπουν να παρακολουθήσουμε εξελικτικά τις αλλαγές που συγκροτήθηκαν στην πρόσληψη και την προβολή των γυναικών ποιητριών σε σχέση με τις αλλαγές που επιτελέστηκαν στο πολιτικο-ιστορικό υπόβαθρο. Η παρούσα μελέτη και καταγραφή αφορά και μια κριτική φεμινιστική προσέγγιση γιατί στη διάρθρωση του αρχειακού υλικού εγγράφονται ποικίλες και συχνά διλημματικές έμφυλες κατασκευές για τις δημιουργούς, τις γυναίκες και άντρες κριτικούς κι επίσης για τις λειτουργίες ποίησης και κριτικής μέσα από συνεχόμενες ιεραρχήσεις και αξιολογήσεις των γυναικείων ποιητικών φωνών συγχρονικά και διαχρονικά. Προκύπτουν τοιουτοτρόπως διαφορετικοί προβληματισμοί ως προς το πώς κατασκευάζονται τα έμφυλα χαρακτηριστικά των ποιητριών, οι τρόποι με τους οποίους διαβάζεται έμφυλα το έργο τους, οι συνέχειες και οι ασυνέχειες ανάμεσα στις κριτικές αποτιμήσεις αλλά και τις αλλαγές που συντελούνται στις κριτικές προσλήψεις ως προς το φύλο σε συνύφανση με τις ιστορικές, θεωρητικές και κοινωνικές αλλαγές που πραγματοποιούνται. Σημαντικό στοιχείο σε αυτές τις αλλαγές είναι η διαπίστωση πως στο πέρασμα του χρόνου οι ποιητικές «γυναικείες φωνές» πληθαίνουν, ο εκδοτικός χώρος διευρύνεται, αυξάνονται τα περιοδικά και οι εφημερίδες που ασχολούνται με την κριτική της ποίησης και ευρύτερα του βιβλίου.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός πως στο βιβλίο αναδεικνύεται η ιστορικότητα της έννοιας του αρχείου σε άμεση συνάρτηση με τις οικειοποιήσεις που συμβαίνουν στις προσλήψεις του. Η λεπτομερής αποδελτίωση και η παράθεση πηγών που καταθέτει η ερευνήτρια δίνει τη δυνατότητα στους αναγνώστες/αναγνώστριες να το οικειοποιηθούν με τον δικό τους τρόπο, δίνοντας έμφαση στις ποιήτριες, τους κριτικούς ή τα χαρακτηριστικά της κάθε περιόδου. Έτσι το αρχειακό υλικό στο έργο της Παπαλεξάνδρου λειτουργεί ενεργά με τριπλό τρόπο: ως κριτική των κριτικών προσλήψεων και των έμφυλων χαρακτηριστικών τους, ως κριτική προσέγγιση του ίδιου του βιβλίου και τέλος ως κριτικός αναστοχασμός για τις έμφυλες και πολιτικές διαστάσεις του αρχειακού υλικού. Από την οπτική του χώρου της κριτικής φεμινιστικής ψυχολογίας ενδιαφέρον έχει επίσης η διερεύνηση των θέσεων υποκειμένου των ποιητριών και των κριτικών. Οι κριτικοί για παράδειγμα ομιλούν συχνά όχι μόνο ως γνώστες/γνώστριες του ποιητικού πεδίου με την εξειδικευμένη ταυτότητα του ειδικού (κριτικός ποίησης) αλλά και ως έμφυλα υποκείμενα (άντρες ή γυναίκες) και ως ποιητές ή ποιήτριες. Οι διάφορες ιδιότητες που υιοθετούν και αναδεικνύονται στα κείμενά τους είναι άμεσα συνυφασμένες με τις ιδεολογικοπολιτικές τους τοποθετήσεις, τις θέσεις τους για το τι θεωρείται «υψηλή» ποιητική και τις στάσεις απέναντι στη γυναικεία ποίηση και τις διάφορες ποιήτριες.
Κατά τη διάρκεια της προσωπικής μελέτης του βιβλίου και καθώς αναγνώριζα τις υποκειμενικές προσλήψεις των κριτικών για τις διάφορες ποιήτριες ετίθεντο εκ νέου μέσα από μια φεμινιστική ανάγνωση οι τρόποι με τους οποίους κατασκευάζεται η έννοια της γυναικείας γραφής, το περιεχόμενό της και το κατά πόσο είναι εφικτό να υπάρξει μια σταθερή έννοια για αυτή, η οποία θα ξεπερνά το ρίσκο το κοινωνικό φύλο να γίνεται βιολογικό και να φυσικοποιείται. Οι πολλοί διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους οι έμφυλες κατασκευές για τη γυναικεία ποίηση και τις ποιήτριες επιτελούνται σε ολόκληρη την υπό διερεύνηση χρονική περίοδο του βιβλίου στις κριτικές, ακόμα και με την πρόθεση φεμινιστικών οπτικών, με προσανατολίζουν στη διαπίστωση πως η προβληματική της γυναικείας γραφής (αυτό το «τερμινολογικό έκτρωμα» όπως το χαρακτηρίζει ο Δρακόπουλος[1] το 1978) παράγει διαρκή δυσεπίλυτα διλήμματα στα οποία είναι πολύ δύσκολο να αποφευχθούν έμφυλοι διαχωρισμοί που στηρίζονται στο αντιστικτικό ζεύγος γυναίκα-άντρας. Οι έμφυλες κατασκευές ταυτότητας εντοπίζονται σε κάθε ποιητική φωνή αλλά δεν είναι ίδιες ως προς αυτό που μεταφέρουν ιδεολογικά, πολιτικά, αισθητικά και υφολογικά. Στο ερευνητικό σώμα του βιβλίου εντοπίζονται παράλληλα τα σημεία εκείνα όπου τόσο στα ποιήματα όσο και στις κριτικές οι φωνές κριτικών και ποιητριών φιλτράρονται κάθε εποχή από τους κοινούς τόπους για το φύλο και την ποίηση.
Αν η μεταπολίτευση οδήγησε προοδευτικά στη διάδοση της φεμινιστικής θεωρίας, στην αυξανόμενη δυνατότητα πολλών γυναικών να εκδώσουν το έργο τους και στην εγκαθίδρυση της κριτικής αξιολόγησής τους αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα πως οι έμφυλες διαφοροποιήσεις δεν συνεχίζουν να εντοπίζονται στην ποίηση και στα κείμενα ή πως η επιθυμία να αντιμετωπιστούν ισότιμα οι γυναίκες και οι άντρες ποιητές/ποιήτριες δεν συνοδεύεται από έμφυλες διακρίσεις. Έχω ακούσει για παράδειγμα πολλές φορές από συγγραφείς, ποιητές/ποιήτριες τη μεταφορά πως η συγγραφή είναι σαν τη γέννα ή πως τα βιβλία είναι τα παιδιά τους. Οι εξιδανικεύσεις της μητρότητας και η πρόταξή της ως ο υπέρτατος γυναικείος ρόλος είναι μια από τις έμφυλες κατηγοριοποιήσεις που απαντάται διαχρονικά στην ποίηση και τις κριτικές παρόλη την παράλληλη αμφισβήτησή της ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης με τη διεύρυνση των φεμινιστικών θεωριών. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, η Ρίτα Μπούμη Παπά, ταυτισμένη με την αριστερά, σημειώνει με περηφάνια την καταξίωση του έργου της στο αφιέρωμα για αυτό στις Τομές το 1980, περιγράφοντας με ικανοποίηση την επιτυχία να την αποκαλούν «“μητέρα” σπουδαίοι ποιητές ξένοι, ακόμα και πολιτικοί άντρες»[2], προσθέτοντας πως από όλους τους τίτλους που της έχουν αποδοθεί πιο ψηλά βάζει αυτόν της μητέρας.
Εάν μέχρι τουλάχιστον και τη μεταπολίτευση προτάσσονταν ευνοϊκά συχνότερα η θέση της γυναικείας ευαισθησίας, της μητρότητας και οι παραλληλισμοί με τη φύση ως πάγια χαρακτηριστικά του γυναικείου φύλου τότε το ποίημα της Ζωής Καρέλη «Η άνθρωπος», γραμμένο το 1957, παραμένει επίκαιρο. Όχι μόνο για την αλλαγή του γένους και την εμφατική επισήμανση της ανθρώπινης κατάστασης, αλλά επίσης και ως αποποίηση του ετεροπροσδιορισμού των γυναικών μέσα από το αντρικό βλέμμα, τον λόγο και την επιθυμία. Σας διαβάζω ένα μικρό απόσπασμα.
Δεν κλαίω, ούτε τραγούδι ψάλλω.
Μα γίνεται πιο οδυνηρό το δικό μου
ξέσκισμα που τοιμάζω,
για να γνωρίσω τον κόσμο δι' εμού,
για να πω το λόγο δικό μου,
εγώ που ώς τώρα υπήρξα
για να θαυμάζω, να σέβομαι και ν' αγαπώ,
εγώ πια δεν του ανήκω
και πρέπει μονάχη να είμαι,
εγώ, η άνθρωπος[3].
Το ποίημα σηματοδοτεί τις γυναικείες φεμινιστικές φωνές και τους αντίστοιχους κριτικούς λόγους που θα ακολουθήσουν και όπου η κάθε ποιήτρια ή διανοούμενη διεκδικεί κάθε θραυσματική εκδοχή ταυτότητας που την εκφράζει πέρα από τα όρια των ηγεμονικών κατασκευών του φύλου και με όρους μιας μεταφορικής και κυριολεκτικής σωματικής υλικότητας με αναφορές στη σεξουαλικότητα, το δικαίωμα στον έλεγχο του σώματος και την ενεργή συμπερίληψη στους δημόσιους λόγους και χώρους.
Οι αλλαγές και οι αγώνες για την καταξίωση και αποδοχή των γυναικών ποιητριών χρειάστηκε χρόνο και πέρασε, όπως καταδεικνύεται και στο βιβλίο, από πολλές συμπληγάδες οι οποίες παραμένουν μέχρι και σήμερα. Τα αιτήματα και οι προβληματισμοί για το πώς προσεγγίζονται και κατηγοριοποιούνται οι ποιήτριες είχε ήδη επισημανθεί το 1926από την Ελένη Ουράνη που χρησιμοποιούσε το αντρικό ψευδώνυμο Άλκης Θρύλος.
«Άλλοτε έγραψα πόσο αποκρούω το χωρισμό των έργων σε έργα αντρών και γυναικών άμα ο χωρισμός αυτός γίνεται για να κριθούν τα έργα των γυναικών με μια επιείκεια, με μια συγκατάβαση που στο βάθος δεν κρύβουν τίποτε άλλο παρά μια κάποια περιφρόνηση των γυναικείων δυναμικοτήτων[4]».
Δυστυχώς λόγω περιορισμένου χρόνου δεν είναι εφικτό να αναφερθώ λεπτομερώς στις κάθε τύπου έμφυλες διακρίσεις που εκτυλίσσονται στο αρχειακό υλικό του βιβλίου. Θα αναφερθώ όμως επιγραμματικά σε κάποια χαρακτηριστικά τους.
Απαντάται λοιπόν συχνά η τάση να γίνονται στις κριτικές διδακτικά και πατερναλιστικά σχόλια για τα κρινόμενα έργα των ποιητριών που συνοδεύονται από διαφορετικού ύφους ψυχολογισμούς. Συχνά επαινούνται επίσης τα στοιχεία του μυστικισμού, της θρησκευτικότητας και της μεταφυσικής ταυτιζόμενα κάποιες φορές με το φύλο των δημιουργών, ενώ κάποιες δημιουργοί καταξιώνονται γιατί στην ποίησή τους εντοπίζεται το στοιχείο του πατριωτισμού. Το 1982 για παράδειγμα ο Τσαμπηράς σε ένα κείμενο για την ποίηση της Κέντρου Αγαθοπούλου, στα όρια του εθνικισμού, αποδίδει στο έργο της χαρακτηριστικά που ταυτίζονται με την αρρενωπότητα, σημειώνοντας πως η ποίησή της αναδίδει «λεβεντιά και συνάμα ανθρώπινο χνώτο», γέννημα «μιας σφριγηλής Ρωμιοσύνης»[5].
Επαναλαμβανόμενο ρεπερτόριο και μοτίβο όλη τη διάρκεια τής υπό εξέταση χρονικής περιόδου είναι επίσης η καταξίωση των ποιητριών με βάση την ένταξή τους στη γενεαλογία φημισμένων ποιητών με συχνές αναφορές στους Παλαμά, Σεφέρη και Ελύτη αλλά και ξένους ποιητές και ποιήτριες.
Επιπλέον με διαφορετικούς τρόπους συχνή είναι η πρόταξη εξωλογοτεχνικών στοιχείων είτε σε σχέση με το προφίλ καταξιωμένων ποιητριών (Κική Δημουλά) είτε με τη χρήση του βιογραφισμού ο οποίος στηρίζεται στους δεσμούς των ποιητριών με άλλους λογοτέχνες και ποιητές (αναφέρω τις χαρακτηριστικές περιπτώσεις της Μαρίας Πολυδούρη και της Κοραλίας Θεοτοκά).
Αναμενόμενα, διαβάζοντας το βιβλίο, καταγράφονται και οι υποκειμενισμοί που χαρακτηρίζουν τις κριτικές. Έτσι για παράδειγμα αυτό που προτάσσεται ως θετικό χαρακτηριστικό για έναν κριτικό: ο έμμετρος στίχος, ο ρεαλισμός, ο λυρισμός, το συναίσθημα, η εγκεφαλικότητα, για κάποιον άλλο/η κριτικό θεωρείται αρνητικό.
Αξιοπρόσεκτες είναι και οι αναφορές στα αντιθετικά κριτικά κείμενα που γράφονται όταν κάποιες γυναίκες ποιήτριες εκφράζουν ελευθεριακά και πολύτροπα τη σεξουαλικότητα και τον ερωτισμό τους, με κάποια από αυτά να αγγίζουν τα όρια του «ηθικού πανικού» με τον φόβο ότι θα επικρατήσει η γυναικεία πορνογραφία. Και σε αυτά τα κείμενα μπορούμε να εντοπίσουμε αυτήν την περίοδο ποια είναι και πώς αλλάζουν οι έμφυλες κατασκευές ως προς το τι είναι επιτρεπτό να εκφραστεί και μέχρι ποιο σημείο στην ποίηση των γυναικών.
Οι ονομασίες Μαρόν/Μαρούν προέρχονται από το cimarrón που στην αρχή σήμαινε ενδεικτικά “το αναγριωμένο ζώο- το οικόσιτο ζώο που επέστρεψε στην «άγρια» κατάσταση”, όπως επισημαίνει σε ένα δοκίμιό του ο Νίκος Κούρκουλος[6]. Απέναντι στο αρχειακό υλικό για τις κριτικές για τη γυναικεία ποίηση από το 1974 και μέχρι το 2000 βρίσκεται η δεκαετία που διανύουμε, και που χαρακτηρίζεται κατά τη γνώμη μου από εξαντλητικές πολυπληθείς εκδόσεις ποιητικών βιβλίων, πολλαπλούς επιπλέον καταμερισμούς της ποίησης, αναρίθμητα διαδικτυακά site πολιτισμού και κουλτούρας, ποιητικές συντεχνίες που άλλοτε απομακρύνονται και άλλοτε συναντώνται ανάλογα με τα εκάστοτε διακυβεύματα, και τις συνεχόμενες «εκπτώσεις» στις κριτικές αποτιμήσεις που συχνά συγχέονται με τις εγκωμιαστικές βιβλιοπαρουσιάσεις που καθρεφτίζουν τους υποκειμενισμούς των συγγραφέων τους. Αν η ποίηση με όλες τις έμφυλες κατασκευές που παρουσιάζονται στο κριτικό πεδίο και τις διαφορές στις ποιότητες και το επίπεδο των οικειοποιήσεών της μετατρέπεται πολλές φορές σε «οικόσιτο» ζώο και αντικείμενο χειραγώγησης από όσους την αγαπούν και την ερμηνεύουν ή θέλουν να τη διαδώσουν στο αναγνωστικό κοινό, θα έλεγα πως η ίδια μπορεί να «αποδράσει» και ως αέναο cimarrón να επιστρέψει σε μια κατάσταση όπου οι κινήσεις της θα συνδέονται με τις διαρκείς κριτικές αναγνωστικές της προσλήψεις οι οποίες θα διατηρούν την αιχμηρότητα και την πολιτική της διάσταση απέναντι σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από πολλαπλούς κλυδωνισμούς και εγκλωβισμούς. Μελετώντας το βιβλίο της Παπαλεξάνδρου, καταλήγω τελικά πως η διάκριση γυναικείας και αντρικής γραφής οδηγεί τις περισσότερες φορές σε έναν φαύλο κύκλο που διαιωνίζει το φυσιοκρατικό δίπολο γυναίκα-άντρας, αδικώντας το ποιητικό σώμα, τις δημιουργούς του αλλά και την πρόσληψη των έμφυλων εμπειριών που παρατηρούνται στο ποιητικό σώμα. Η πολυφωνία της γυναικείας εμπειρίας έτσι όπως αρθρώνεται στη διαφορετικότητα των ποιητικών γραφών χαρακτηρίζεται από διαρκή διλήμματα ως προς τα ρεπερτόρια και το εύρος των καταγραφών των έμφυλων ταυτοτήτων ενώ πολλές ποιήτριες και κριτικοί εξακολουθητικά συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν ηγεμονικές κατασκευές του φύλου όπως για παράδειγμα την πρόταξη της γυναικείας συναισθηματικότητας, τη γυναικεία αλληλεγγύη ή εξιδανικευμένες εκδοχές της μητρότητας. Προκειμένου οι γυναίκες δημιουργοί να δρέψουν «τα όστρακα των διθυράμβων τους» ίσως στις κριτικές συμμείξεις οι διθύραμβοι να πρέπει να μετριαστούν προκειμένου να δώσουν τη θέση τους σε πιο πολυσυλλεκτικές αναγνώσεις που τοποθετούν τη γλώσσα, τις κατασκευές για το φύλο και την κριτική μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που εξελίσσονται με διαχρονικούς τρόπους, καταργώντας γραμμικές αφηγήσεις και ιεραρχήσεις.
Σε μια επόμενη έρευνα θα είναι ενδιαφέρουσα η καταγραφή των μεταβάσεων από το 2000 στο σήμερα, ιστορικά, πολιτικά, αισθητικά, και θεωρητικά τόσο ως προς τις έμφυλες κατασκευές όσο και ως προς τη χρήση του όρου γυναικεία ποίηση και άλλων έμφυλων κατηγοριοποιήσεων (queer ποίηση). Το ενδιαφέρον αυτό εντείνεται όταν παρατηρείται ότι ολοένα και περισσότεροι άντρες και γυναίκες «μάχονται», συχνά με όρους επιδεικτικής κατανάλωσης, να καταξιωθούν στις ποιητικές συντεχνίες και να αναγνωριστούν ως ποιητές και ποιήτριες.
«[…] Οι άντρες λέγανε έργα διάρκειας
οι γυναίκες γουστάρουν πολύ τα παιδιά κι αιφνίδια τα γεννούν
ψόφια […]
Συχνά το φύλο μας προσφέραμε σαν πιάτο
μέσα σε φύλλα μουριάς
και
ωστόσο
καθαρίζαμε μήλο[10]».
Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
1 Δρακόπουλος, Π. (1978) Βικτωρία Θεοδώρου, Ουρανία, Εποπτεία, τχ. 24-25. Όπως αναφέρεται
στην Παπαλεξάνδρου, Α. Α’ τόμος, σ. 233.
[3] Καρέλη,
Ζ. (1973) Τα ποιήματα της Ζωής Καρέλλη,
τόμος δεύτερος (1955-1973), Αθήνα: Οι Εκδόσεις των Φίλων, σ. 123-124.
[4] Θρύλος,
Α. (1926) Μυρτιώτισσα: Κίτρινες φλόγες. Ο αγώνας της γυναίκας. Χρονιά Γ, τχ.
31. Όπως αναφέρεται στην Παπαλεξάνδρου, Α’ τόμος, σ. 62.
[5]
Τσαμπηράς, Η Καθημερινή, 25/2/1982, ο.π., Β’ τόμος, σ. 40.
[6]
Κούρκουλος, Ν. (2024) Ουελελέ: Ανάλεκτα
από τον Τέταρτο Κόσμο, Αθήνα: Στάσει εκπίπτοντες, σ. 29.
[7] Rancière, J. (2024) Ο χώρος των
λέξεων: από τον Mallarmé
στον Broodthaers, εισαγωγή-μετάφραση
Συμεωνίδης, Θ. Αθήνα: στερέωμα, σ. 42.
[8] Fried, E. (2024) κόβοντας με τα δόντια το κεφάλι της ποίησης, μετάφραση Λίλλης, Γ.
και Παραφέλας, Ά., Αθήνα: ενύπνιο, σ. 22.
[10] Μέλπω
Α. (1980). Σύμπτωση, …δεν άνθησαν
ματαίως. Ανθολογία υπερρεαλισμού, Αθήνα: Νεφέλη, σ. 45 και σ. 47.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου