Λία Ψωμά, Zωoτρόπιο – Μακάβριος Χορός, 2023, πολτοποιημένο χαρτί, μαύρο χαρτί, κρύσταλλος, 27 x 27 x 23 εκ. |
Η ερωτική συνείδηση του Άγγελου Σικελιανού (μέρος
2ο)
Του Γιώργου Βαρθαλίτη*
Σ’ αυτό το σημείο ας μας επιτραπεί μια παρέκβαση.
Η ποίηση του Σικελιανού, όπως ξέρουμε, χωρίζεται σε δύο περιόδους, με
διαχωριστικό ορόσημο την “Ιερά Οδό”. Μέχρι τώρα επισκοπήσαμε το ερωτικό βίωμα
του πρώτου Σικελιανού. Η μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο της
σικελιανικής δημιουργίας συμπαρομαρτείται κι από μια ριζική αλλαγή τόνου. Ο
ενθουσιαστικός, διθυραμβικός τόνος της πρώτης φάσης, τέτοιος όπως εκδηλώνεται στoν “Ύμνο του
μεγάλου Νόστου” ή στον “Ύμνο στον αρματωμένο Έρωτα” του Πάσχα των Ελλήνων,
παραχωρεί τη θέση του σ’ έναν βαθύ ελεγειακό τόνο. Τη μετάβαση αυτή μπορούμε να
τη διαπιστώσουμε και στα stricto sensu ερωτικά
ποιήματα του Σικελιανού, δηλαδή σε αυτά που περιορίζονται στην έκφραση της
ερωτικής εμπειρίας, δίχως κοσμοθεωρητικές αναγωγές. Συγκρίνετε λ.χ. το
“Πρωτοβρόχι” με το “Στο έρμο Χωράφι εκεί στη Σαλαμίνα”: «Κι είπα βαθιά μου:
“ας είσαι ευλογημένη / που με χορταίνει η αγάπη σου ως χορταίνει
/ τον
πελαγίσιο βράχον η πλημμύρα / που τον σκεπάζει ολάκερο, κι όση είναι
/ ζωή βαθιά
κι απάνω του την κλείνει / στ΄ασάλευτά της βάθη».
Μετά από αυτή την παρέκβαση μπορούμε, πιστεύω, να
περάσουμε στον επόμενο σταθμό της μυητικής πορείας του Σικελιανού προς τη
βαθύτερη κατανόηση του ερωτικού μυστηρίου που είναι το ποίημα “Μελέτη Θανάτου”.
Το μακροσκελές αυτό στιχηρό ξεκινά με μιαν υποβλητική σκηνοθεσία. Ο ποιητής
κείτεται στην κλίνη του, σε πυρέσσουσα κατάσταση, όταν φτάνει, για να πλαγιάσει
κοντά του, η σύντροφός του, που παραλληλίζεται με την Αστάρτη μιας παλιάς
βαβυλωνιακής παράδοσης. Σύμφωνα μ΄αυτήν, η Ιστάρ κατέβηκε στον Άδη, που τον περιβάλλουν
εφτά τείχη με μια πύλη το καθένα τους. Η Ιστάρ, κατεβαίνοντας στο Άδη, αποθέτει
μπροστά σε κάθε πύλη κι από μιαν απ' τις εφτά στολές που φοράει.
Η ερωτική πράξη βιώνεται ως εμπειρία
ευδαιμονικού μετεωρισμού πάνω απ' το χρόνο, πάνω απ' το ιστορικό παρόν ή, για
να μιλήσουμε με όρους γνωστικούς, ως μια αναγωγή από τον κόσμο του κενώματος
στη σφαίρα του πληρώματος. Ο ποιητής άλλωστε νιώθει πως η κλίνη του
μεταμορφώνεται στη “μυστικιά του Δίονυσου τριήρη”, που ανυψώνεται πάνω απ' τα
“κύματα του χρόνου”. Εκεί ο εντός του Deus absconditus τού αποκαλύπτει τη
βαθύτερη φύση αυτής της εμπειρίας, που δεν είναι άλλη από μια “μελέτη θανάτου”.
Ο έρωτας φαντάζει σαν μια είσοδος σ' ένα ηλιακό άδυτο (“μοιάζεις στα βάθη μέσα
νά 'σαι του ήλιου / ψυχή πυρόζωη”), που θα επιτρέψει στον ποιητή να
επικοινωνήσει με την ύπατη δημιουργική αρχή ή αλλιώς να σμίξε «με τον ζώντα
/ θεόν, οπού απ’ ανάσταση προς άλλην / ανάστασην ορμάει, τη μια τη σάρκα / γυρεύοντας
να πλάσει απάνω απ’ όλα, / σάρκα απ’ τη σάρκα του βαθιά, τον ζώντα / θεό, που όχι
σε μάρμαρο ή σε στίχο / μα στο κορμί το αθάνατο να πάρει / ψυχή κι ανάστημα
άξιο της πνοής του / πασκίζει πάντα, ακοίμητος Τεχνίτης, / μες στη φωτιά τον
πήλινο ανδριάντα / του ανθρώπου, τέλος, πύρινο να πλάσει / ζητώντας».
Ο ίδιος ο θάνατος δεν είναι παρά μια “μορφή του
πόθου”, που αυτοακυρώνεται μέσα από την κατάφαση της ζωής. Παράξενη αληθινά
μελέτη θανάτου, αφού ουσιατικά είναι μια συμμετοχή στο élan vital, νοούμενο
ως κοσμογονική δύναμη. Η σκέψη του Σικελιανού δεν γίνεται να αποσαφηνιστεί
περισσότερο, γιατί είναι από τη φύση της σκοτεινή, ιδίως όταν, όπως εδώ,
αναμοχλεύονται πολύπλοκες μεταφυσικές έννοιες. Την αποσαφήνιση, τον πλέριο
καταυγασμό της ερωτικής του θεώρησης και ταυτόχρονα το τέρμα της ερωτικής του
μύησης μέσα από μια εποπτική εμπειρία θα τον επιτύχει ο Σικελιανός, όταν αφήσει
το χώρο της μεταφυσικής σκέψης και επιστρέψει το χώρο του μύθου. Αυτό θα γίνει
στο μεγαλόπνοο “Μέγιστον Μάθημα”.
Ο μύθος που πάνω
του στηρίζεται το “Μέγιστον Μάθημα” είναι αυτός του Διονύσου και της Αριάδνης,
η ιερογαμία ανάμεσα στον Θεό της Μέθης και την κόρη του Μίνωος. Ο Θησέας έχει
εγκαταλείψει την Αριάδνη στη Νάξο. Εκεί την συναντά ο Διόνυσος και την κάνει
γυναίκα του. Ο Σικελιανός σμίγει αυτή την πιο γνωστή παράδοση με άλλες,
λιγότερο γνωστές, παραδόσεις, που θέλουν τον Διόνυσο να προκαλεί τον θάνατο της
Αριάδνης και να ανεβαίνει μαζί της στον ουρανό. Επιμένουμε σ' αυτό το στοιχείο,
γιατί αποτελεί το βασικό θέμα του ποιήματος. Στο σικελιανικό ραψώδημα
μνημονεύεται ακόμα η μαρμάρινη πύλη που βρίσκεται στο νησάκι μπροστά από τη
Νάξο και που φανερώνει το μέρος όπου τελέστηκε ο γάμος. Μνημονεύεται επίσης το
περίφημο χρυσό στεφάνι, η κορώνα της Αριάδνης, που καταστερώθηκε.
Και τώρα η
όλη σκηνοθεσία: Καλεσμένοι από έναν ξέφρενο εκστατικόν άνεμο, Όσιοι, Σάτυροι,
Σειληνοί και Ιεροφάντες, που όλοι μαζί αποτελούν τον “μυστικό στρατό” του
Διονύσου -ένας συμφυρμός βακχικού θιάσου και προχριστιανικού αναχωρητισμού- ,
με οδηγό τους τον γεροντότερον Ιεροφάντη, κατεβαίνουν στο ακρωτήρι της Νάξου κι
εκεί βυθίζονται στην ύψιστη μυσταγωγικήν εποπτεία: ένας γυμνός άντρας με φτερά
στους ώμους του γέρνει πάνω στο σώμα μιας νεκρής γυναίκας. Είναι ασφαλώς ο
ίδιος ο Διόνυσος κι η Αριάδνη. Ο Σικελιανός δίνει στον Διόνυσο τη μορφή του
θανάτου, δηλαδή ενός άντρα με φτερά στους ώμους, τέτοιαν όπως τη συνέλαβαν οι
αρχαίοι Έλληνες και την αποτύπωσαν σε εικαστικά τους έργα, όπως λ. χ. στον
περίφημο κρατήρα του Ευφρονίου, όπου ο Ύπνος κι ο Θάνατος μεταφέρουν τον νεκρό
Σαρπηδόνα στη Λυκία. Ο Σικελιανός δεν κάνει τίποτε άλλο από το να ζωντανεύει σε
μια σχεδόν απτή μορφή και να αναπαριστά σε ένα ιερό δρώμενο τη ρήση του
Ηρακλείτου: Διόνυσος και Άδης είναι το ίδιο. Όλο το ποίημα είναι η αναγωγή της
ηρακλείτειας φράσης από νοητή σε εποπτική αλήθεια. Η διαλεκτική αντίθεση έρωτα
και θανάτου, σε ένα βαθύτερο επίπεδο, αίρεται. Έρως και θάνατος είναι όψεις της
ίδιας πραγματικότητας: «Τι ό, τι έχει σμίξει με το Διόνυσο κι ως μέσα / το
μυστικόν εγεύτη θάνατο βαθιά του / πριχού το θάνατο τον άλλον αντικρίσει
/ δε σταματά μεσοστρατίς στην Αιωνιότη, / μα, ως την πνοή του όλη
την ξόδεψε στο δώρο / και την ψυχή του την εγύμνωσεν η αγάπη, / γυμνό
θα πάρει της αβύσσου το στεφάνι!»
Όμως ο Σικελιανός δεν σταματά μήτε εδώ. Ο ύστατος αναβαθμός της
ερωτικής του αυτοσυνειδησίας είναι η υπέρβαση και αυτού του ιερογαμικού (ή
θεογαμικού) ερωτισμού μέσα απ' το μυστήριο της καταυγασμένης από τον
Χριστιανισμό ερωταγάπης, όπως το συναντάμε στο Θάνατο του Διγενή. Ο
οπτασιασμός της ιερογαμίας ανάμεσα στον Διόνυσο και την Αριάδνη εμβαθύνεται,
στην ύστατη αυτή πράξη της σικελιανικής δημιουργίας, στη μυσταγωγικήν ομιλία
των δύο συναποθανούμενων (του Διγενή και της Βδοκιάς), δηλαδή στον οραματισμό
μιας ύπατης “συναφείας και συγκληρώσεως του βίου παντός”:
αυτοί
που αγαπηθήκαν
έναν καιρό
απ' τα βάθη του είναι τους, σιγάνε,
κι ως δυο
σπαθιά που με τις άκρες τους φιλιούνται,
αναμετράνε
μυστικά την τέλειαν ώρα
που ζωή
και θάνατος για αυτούς θα γίνουν ένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου