Του
Κώστα Βούλγαρη
Ένα
ακόμη λογοτεχνικό περιοδικό από τις εκδόσεις «Κουκκίδα», μετά την «ομόσταυλη» σταφυλή,
με τον ίδιο βασικό πυρήνα συντελεστών, που εδώ έχει ως προεξάρχουσα την
Ευσταθία Δήμου.
Ο
υπότιτλος όμως του περιοδικού, που περιγράφει και τον χαρακτήρα του, «Θεωρία,
ποίηση, τέχνες, κριτική», φοβάμαι πως δεν αντιστοιχεί στην ύλη αυτού του
τεύχους.
Τα
πολύ ενδιαφέροντα κείμενα που στεγάζονται στην ενότητα «Θεωρία» δεν διαφέρουν
από τα επίσης πολύ ενδιαφέροντα της επόμενης ενότητας, «Μελέτη»∙ εκεί ήταν η
θέση τους, αναδεικνύοντας έτσι ένα μεγάλο κενό, όχι φυσικά μόνο του περιοδικού
αλλά της δημόσιας λογοτεχνικής συζήτησης, που συνήθως γίνεται ερήμην της
αντίστοιχης θεωρητικής, η οποία κατά τις τελευταίες δεκαετίες ζει στιγμές
ανεπανάληπτης διόγκωσης, έως και αυτονόμησης από τη λογοτεχνική παραγωγή.
Σημαντικοί
ή και μεγάλοι οι ποιητές που μεταφράζονται στην οικεία ενότητα, ενώ σε εκείνη
της ποίησης προτιμάται η ελάσσων, και όχι κατ’ ανάγκην νεοεμφανιζομένων,
δημιουργώντας έτσι μια ανοσορροπία.
Ακολουθούν
δύο ενότητες με συνεντεύξεις στην Ευσταθία Δήμου, η μία με εκτεταμένες και η
άλλη με ευσύνοπτες, για το βιβλίο του καθενός και της καθεμιάς. Δεν μπορώ να
κατανοήσω την αναγκαιότητα αυτών των ενοτήτων, γιατί ο λόγος του κάθε ποιητή
αποτυπώνεται στο βιβλίο του. Μόνο συμπληρωματικά θα μπορούσε να λειτουργήσει
μια συνέντευξη, π.χ. στο πλαίσιο ενός αφιερώματος, ή κατ’ εξαίρεση στην ύλη
ενός περιοδικού, με την προϋπόθεση πως ο ομιλών διαθέτει θεωρητικό λόγο ή μια
μακρά και δόκιμη συγγραφική πορεία, αλλιώς πρόκειται για διολίσθηση στην
κριτικά αμήχανη πρακτική των βιβλιοφιλικών σάιτ και των πολιτιστικών σελίδων.
Τέλος,
στην ενότητα «Κριτικές» περιέχονται 19 κείμενα της Δήμου κι ένα της Δήμητρας
Μήττα, πληθωρισμός αλλά και κριτική μονοφωνία κατά τη γνώμη μου χωρίς
αποχρώντες λόγους, όση επάρκεια και αν διαπιστώνεται.
Με
αυτή βέβαια την αναλυτική περιγραφή υπάρχει ο κίνδυνος να αδικήσω το περιοδικό,
γι’ αυτό και σπεύδω να διευκρινίσω ότι από τις 328 σελίδες του τουλάχιστον τα
2/3 αυτών όχι μόνο είναι ενδιαφέρουσες αλλά και μάλλον δυσεύρετες στο εκδοτικό
τοπίο της εποχής μας. Και αυτές είναι που εγείρουν απαιτήσεις και αυστηρότητα, σε
σχέση με αυτές κρίνονται οι υπόλοιπες, και αναλόγως προσπάθησα να μιλήσω.
Έχοντας
κλείσει ο κύκλος της Μεταπολίτευσης και της άνθισης των λογοτεχνικών
περιοδικών, κι ενώ η ηλεκτρονική πραγματικότητα, με τον απεριόριστο χώρο που
διαθέτει, απειλεί ευθέως κάθε έντυπο, πόσω μάλλον τα νεοφανή λογοτεχνικά
περιοδικά, νομίζω πως θα πρέπει να σκεφτούμε την ίδια την έννοια λογοτεχνικό
περιοδικό και να αποτιμήσουμε τη μακρά νεοελληνική διαδρομή του. Εκεί, δεν
μπορεί κανείς να μη σταθεί, και να μην αξιολογήσει ως κορυφαίο, Τα Νέα
Γράμματα. Και βέβαια ο λόγος που το τοποθετεί σε αυτή την περίοπτη θέση
είναι πως διάθετε συνεκτικό αισθητικό και πνευματικό πρόταγμα, που το υπηρέτησε
με συνέπεια (κάποτε με ακρότητες και αντιφάσεις, αλλά και αυτά αποτελούν μέρος
της ταυτότητάς του).
Μήπως
επρόκειτο για μια ιστορική στιγμή μεταβατική, «από την παλαιά στη νέα ποίηση»,
όπως είπαν οι συντελεστές του; Η μετάβαση είχε βέβαια συμβεί (Καβάφης,
Βάρναλης, Καρυωτάκης), όμως με αυτή την αξίωση κατάφεραν να φτιάξουν ένα τέτοιο
περιοδικό.
Επίσης,
ο κόσμος και η λογοτεχνία ήταν πεδία πολύ πιο δεδομένα και ορισμένα, σε σχέση
με τη σημερινή ρευστοποίηση, θα μπορούσε να παρατηρήσει κάποιος. Θα αντιτείνω,
ότι τα χρόνια της δεκαετίας του 1930 χαρακτηρίζονται ακριβώς από τη
ρευστοποίηση του κόσμου (που οδήγησε στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο), αλλά και του
ίδιου του λογοτεχνικού πεδίου, με την πανσπερμία των κινημάτων του
μοντερνισμού.
Αντίστοιχα
μεταβατική είναι και η σημερινή εποχή, που σημαδεύεται από τη μακρά διάρκεια
της κρίσης του μοντερνισμού, η δε νεοελληνική ποίηση έχει ήδη δώσει εμβληματικά
έργα και ποιητικές, που εγγράφονται στη νέα εποχή και αποτελούν το μέτρο για
κάθε συζήτηση και κριτική της τρέχουσας ποίησης.
Και
αν Τα Νέα Γράμματα φαίνονται ως απόλυτο και απρόσιτο μέτρο σύγκρισης, θα
αναφέρω το έστω μικρότερου βεληνεκούς περιοδικό Πάλι, που διεκδίκησε
έναν πρωτοποριακό μοντερνισμό, αλλά και, πιο κοντά σε μας, το περιοδικό Ποίηση/Ποιητική,
με τα θεωρητικά κείμενα/μεταφράσεις του, που αποτυπώνουν το ιστορικό παρόν,
έστω και αν τελικά αυτοϋπονομεύθηκε από τον αδηφάγο διευθυντή του.
Θέλω
να πω, ότι το αίτημα της έκφρασης των διακυβευμάτων του ιστορικού παρόντος, και
πρώτα απ’ όλα των αισθητικών διακυβευμάτων, καθώς και των ποιημάτων που τα
εμπεδώνουν, παραμένει το αιτούμενο κάθε λογοτεχνικού περιοδικού, όπως φυσικά
και κάθε έργου τέχνης. Από αυτό κρίνεται, σε τελευταία ανάλυση.
Στο
ενδιάμεσο, βέβαια, υπάρχουν σημαντικά και ασήμαντα περιοδικά, σημαντικά και
ασήμαντα έργα τέχνης. Η οδοντωτός, λοιπόν, έχει τις προϋποθέσεις να
σταθεί αξιοπρεπώς ως ένα σημαντικό περιοδικό, γι’ αυτό και οι παρατηρήσεις μου.
Οι προϋποθέσεις του είναι που εγείρουν και τις απαιτήσεις.
Ας
κλείσω με μια φράση από το κείμενο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, με το οποίο ανοίγει
το τεύχος:
«Το
καίριο χρειάζεται αρπακτικά πουλιά μεγίστης ευγενείας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου