Της Μαρίας Μοίρα
ΜΑΚΗΣ
ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ, Η σκόνη του κόσμου όταν γκρεμίζεται, Εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 256
Αν το παρόν μυθιστόρημα αποτελεί το τρίτο μέρος μιας τριλογίας με αναφορές στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της Κρίσης (Όνειρο του Οδυσσέα και Πόλη χωρίς Θεούς) ο Μάκης Καραγιάννης μοιάζει να κινείται αντίστροφα στον χρόνο. Ίσως αναζητώντας τη ρίζα του κακού στα δίσεχτα χρόνια του Εμφυλίου, όπως έχουν πράξει και άλλοι συγγραφείς στο παρελθόν (Βαλτινός, Η κάθοδος των εννιά). Εστιάζοντας την αφήγηση του στην τελευταία πράξη ενός σκληρύ αδελφοκτόνου πολέμου που άφησε βαθιές πληγές στο σώμα της πατρίδας, χωρίζοντας τελεσίδικα τους πολίτες αυτής της χώρας σε νικητές και ηττημένους. Σε πατριώτες με πίστη στον βασιλιά, τη θρησκεία και την οικογένεια και αιμοσταγή μιάσματα με ανθελληνική δράση. Εθνικόφρονες, νομοταγείς πολίτες με δικαιώματα στη νομή της εξουσίας και παντοειδείς απολαβές και κομμουνιστές συμμορίτες που έπρεπε να εξοντωθούν μέχρι ενός κι ας αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση για την απελευθέρωση αυτού του τόπου από τον κατακτητή.
Ένα απόσπασμα ανταρτών, περιπλανάται στα βουνά της βόρειας Ελλάδας στην απέραντη νύχτα της κρίσιμης ιστορικής στιγμής, ξεγλιστρώντας από εθνοφρουρούς, παρακρατικούς και διμοιρίες του Εθνικού στρατού που χτενίζουν την περιοχή για να τους εξοντώσουν. Όταν ο αγώνας έχει πλέον κριθεί, όταν όλα έχουν σχεδόν τελειώσει, αυτοί συνεχίζουν να υπερασπίζονται μια αποστολή χωρίς σκοπό και νόημα, στερημένοι από ενισχύσεις, αποκομμένοι από την ηγεσία και την καθοδήγηση, χωρίς κανένα ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και πυρομαχικά. Κινούνται μυστικά μέσα στη σιωπή σε απάτητα κακοτράχαλα μονοπάτια, πλάι στην κοίτη του ποταμού, από φαράγγι σε βουνοκορφή, από ύψωμα σε κοιλάδα, βλέποντας τις εποχές να αλλάζουν. Το αβάσταχτο λιοπύρι του καλοκαιριού να διαδέχονται οι ξαφνικές μπόρες του φθινοπώρου, το ξεροβόρι και οι χιονοθύελλες του χειμώνα. Κρύβονται σε σπηλιές, βρίσκουν καταφύγιο σε λόχμες, πέφτουν σε ενέδρες, ανταλλάσσουν πυρά, τραυματίζονται θανάσιμα σε άνισες μάχες, χάνουν συντρόφους που αυτομολούν ή συλλαμβάνονται, κάνουν λάθος επιλογές, αναίτιες στρατολογήσεις και εκτελέσεις αντεκδίκησης. Αποδεκατισμένοι από τις κακουχίες και τις ασταμάτητες πεζοπορίες, εξαθλιωμένοι και ρακένδυτοι, κοιμούνται με το όπλο στο προσκέφαλο. Πεινούν και διψούν πέραν από κάθε ανθρώπινη αντοχή και ωστόσο υπομένουν τα δεινά με σθένος και στωικότητα στο όνομα της ελπίδας, της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Με μοναδικό έρεισμα στην απελπισία, μόνη ισχνή ακτίδα φωτός στο βαθύ σκοτάδι του επερχόμενου τέλους, τον ιδεαλισμό του καπετάνιου τους, του δασκάλου Μάρκου Ζάβαλη, του οραματιστή, έμπειρου μαχητή που τους εμψυχώνει για μια προσφορά που δεν θα πάει χαμένη. Για μια θυσία που αργά ή γρήγορα θα αλλάξει τον κόσμο, δίνοντας ακόμα και στον θάνατό τους μεγαλείο και περιεχόμενο.
Η αφηγηματική στρατηγική του συγγραφέα μοιάζει να εκτείνει στα όρια την μαρτυρική πορεία των ανταρτών στα απάτητα βουνά της ιδιαίτερης πατρίδας τους, πάνω στον χάρτη της περιοχής που γνωρίζουν τόσο καλά, πλάι στα χωριά με τους δικούς τους ανθρώπους που συνεχίζουν να κουτσοζούν μέσα στον τρόμο και την φοβέρα. Κάνει κύκλους γύρω από τα γνώριμα μέρη, ακινητοποιείται μαγικά σαν στάσιμο κύμα κάτω από την αχλύ του φεγγαρόφωτος, προχωράει μέσα στη θάλλουσα φύση και πισωγυρίζει μεγεθύνοντας αφύσικα τον χρόνο της οδοιπορίας προς τον τόπο του μαρτυρίου, προς ένα τέλος που μοιάζει αναπόφευκτο, αν όχι λυτρωτικό.
Οι ήρωες της ιστορίας, ετοιμοπόλεμοι και μπαρουτοκαπνισμένοι άντρες, ψυχωμένες γυναίκες και άκαπνα νεαρά παιδιά, όπως ο αφηγητής, που ακολουθεί με δέος, σεβασμό και πίστη την πατρική φιγούρα του καπετάνιου, περιπλανώνται κάτω από τον έναστρο ουρανό με αμφίθυμα μεταβαλλόμενα συναισθήματα σε ένα γνώριμο αλλά εχθρικό δυστοπικό περιβάλλον γεμάτο παγίδες θανάτου, ενώ οι αγέλες των λύκων ουρλιάζουν δυσοίωνα στο κατόπι τους, σηματοδοτώντας τις ορατές και τις αόρατες απειλές που τους κυκλώνουν: «Τρία χρόνια τώρα ανηφοριές, χαράδρες, φεγγάρια κι απάτητα βουνά, σκοτεινές πορείες, χωρίς ανάσα, ενέδρες και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, φαντάροι και παρακρατικοί, κάννες και μάτια με μίσος θανατερό, σκοτωμένο αίμα, διαμελισμένα κορμιά, ιδρώτας και πονεμένα πόδια, βροχές και χιόνια, βρεγμένα κορμιά, πεινασμένες μέρες και νύχτες, δακρυσμένα μάτια στο σκοτάδι. Σκληροζωή. Σαν την ντουφεκιά του τέλους που παραμόνευε στα δολερά μονοπάτια».
Η αφήγηση του συγγραφέα με την στυφή γεύση της ήττας, της απώλειας και της απόγνωσης δεν είναι επική και ηρωική, αλλά μετρημένη και ακριβοδίκαιη. Δυνατή, συγκινητική και ανθρώπινη, χωρίς μελοδραματικές ιαχές και ρητορείες ψηλαφεί το τραύμα της ήττας. Μια ελεγεία για την γαλήνη και την αρμονία της αγροτικής ζωής, τη δύναμη και τη γενναιοδωρία της φύσης και ένα αντιπολεμικό σάλπισμα ειρήνης και συναδέλφωσης που λειτουργεί κατ’ αντίστιξη με την πατριδοκαπηλία, τον υποκινούμενο συλλογικό εκτροχιασμό, την ηθική παραλυσία, την διάχυτη τρομοκρατία που κάνει τον αδελφό να αρνείται το αίμα του, τα στόματα να σφραγίζονται και τις πόρτες να κλείνουν ερμητικά στον εξαθλιωμένο συχωριανό αντάρτη από τον φόβο των αντιποίνων, των εκτοπίσεων, των φυλακίσεων και της εξορίας στα ξερονήσια.
Όταν όλα τελειώσουν με την
προδοσία, την εκτέλεση και τον αποκεφαλισμό του καπετάνιου κι ο καθένας από
τους τελευταίους αντάρτες αντιμετωπίσει τη μοίρα του κατά πρόσωπο, οι λύκοι, όπως
και τότε στο βουνό, δεν θα πάψουν να εμφανίζονται άγριοι και απειλητικοί στα
όνειρα όσων επέζησαν τότε. Όσων, τώρα, συνεχίζουν να οδοιπορούν, να θυμούνται
και να ελπίζουν.
Αν το παρόν μυθιστόρημα αποτελεί το τρίτο μέρος μιας τριλογίας με αναφορές στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και της Κρίσης (Όνειρο του Οδυσσέα και Πόλη χωρίς Θεούς) ο Μάκης Καραγιάννης μοιάζει να κινείται αντίστροφα στον χρόνο. Ίσως αναζητώντας τη ρίζα του κακού στα δίσεχτα χρόνια του Εμφυλίου, όπως έχουν πράξει και άλλοι συγγραφείς στο παρελθόν (Βαλτινός, Η κάθοδος των εννιά). Εστιάζοντας την αφήγηση του στην τελευταία πράξη ενός σκληρύ αδελφοκτόνου πολέμου που άφησε βαθιές πληγές στο σώμα της πατρίδας, χωρίζοντας τελεσίδικα τους πολίτες αυτής της χώρας σε νικητές και ηττημένους. Σε πατριώτες με πίστη στον βασιλιά, τη θρησκεία και την οικογένεια και αιμοσταγή μιάσματα με ανθελληνική δράση. Εθνικόφρονες, νομοταγείς πολίτες με δικαιώματα στη νομή της εξουσίας και παντοειδείς απολαβές και κομμουνιστές συμμορίτες που έπρεπε να εξοντωθούν μέχρι ενός κι ας αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση για την απελευθέρωση αυτού του τόπου από τον κατακτητή.
Ένα απόσπασμα ανταρτών, περιπλανάται στα βουνά της βόρειας Ελλάδας στην απέραντη νύχτα της κρίσιμης ιστορικής στιγμής, ξεγλιστρώντας από εθνοφρουρούς, παρακρατικούς και διμοιρίες του Εθνικού στρατού που χτενίζουν την περιοχή για να τους εξοντώσουν. Όταν ο αγώνας έχει πλέον κριθεί, όταν όλα έχουν σχεδόν τελειώσει, αυτοί συνεχίζουν να υπερασπίζονται μια αποστολή χωρίς σκοπό και νόημα, στερημένοι από ενισχύσεις, αποκομμένοι από την ηγεσία και την καθοδήγηση, χωρίς κανένα ανεφοδιασμό σε τρόφιμα και πυρομαχικά. Κινούνται μυστικά μέσα στη σιωπή σε απάτητα κακοτράχαλα μονοπάτια, πλάι στην κοίτη του ποταμού, από φαράγγι σε βουνοκορφή, από ύψωμα σε κοιλάδα, βλέποντας τις εποχές να αλλάζουν. Το αβάσταχτο λιοπύρι του καλοκαιριού να διαδέχονται οι ξαφνικές μπόρες του φθινοπώρου, το ξεροβόρι και οι χιονοθύελλες του χειμώνα. Κρύβονται σε σπηλιές, βρίσκουν καταφύγιο σε λόχμες, πέφτουν σε ενέδρες, ανταλλάσσουν πυρά, τραυματίζονται θανάσιμα σε άνισες μάχες, χάνουν συντρόφους που αυτομολούν ή συλλαμβάνονται, κάνουν λάθος επιλογές, αναίτιες στρατολογήσεις και εκτελέσεις αντεκδίκησης. Αποδεκατισμένοι από τις κακουχίες και τις ασταμάτητες πεζοπορίες, εξαθλιωμένοι και ρακένδυτοι, κοιμούνται με το όπλο στο προσκέφαλο. Πεινούν και διψούν πέραν από κάθε ανθρώπινη αντοχή και ωστόσο υπομένουν τα δεινά με σθένος και στωικότητα στο όνομα της ελπίδας, της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Με μοναδικό έρεισμα στην απελπισία, μόνη ισχνή ακτίδα φωτός στο βαθύ σκοτάδι του επερχόμενου τέλους, τον ιδεαλισμό του καπετάνιου τους, του δασκάλου Μάρκου Ζάβαλη, του οραματιστή, έμπειρου μαχητή που τους εμψυχώνει για μια προσφορά που δεν θα πάει χαμένη. Για μια θυσία που αργά ή γρήγορα θα αλλάξει τον κόσμο, δίνοντας ακόμα και στον θάνατό τους μεγαλείο και περιεχόμενο.
Η αφηγηματική στρατηγική του συγγραφέα μοιάζει να εκτείνει στα όρια την μαρτυρική πορεία των ανταρτών στα απάτητα βουνά της ιδιαίτερης πατρίδας τους, πάνω στον χάρτη της περιοχής που γνωρίζουν τόσο καλά, πλάι στα χωριά με τους δικούς τους ανθρώπους που συνεχίζουν να κουτσοζούν μέσα στον τρόμο και την φοβέρα. Κάνει κύκλους γύρω από τα γνώριμα μέρη, ακινητοποιείται μαγικά σαν στάσιμο κύμα κάτω από την αχλύ του φεγγαρόφωτος, προχωράει μέσα στη θάλλουσα φύση και πισωγυρίζει μεγεθύνοντας αφύσικα τον χρόνο της οδοιπορίας προς τον τόπο του μαρτυρίου, προς ένα τέλος που μοιάζει αναπόφευκτο, αν όχι λυτρωτικό.
Οι ήρωες της ιστορίας, ετοιμοπόλεμοι και μπαρουτοκαπνισμένοι άντρες, ψυχωμένες γυναίκες και άκαπνα νεαρά παιδιά, όπως ο αφηγητής, που ακολουθεί με δέος, σεβασμό και πίστη την πατρική φιγούρα του καπετάνιου, περιπλανώνται κάτω από τον έναστρο ουρανό με αμφίθυμα μεταβαλλόμενα συναισθήματα σε ένα γνώριμο αλλά εχθρικό δυστοπικό περιβάλλον γεμάτο παγίδες θανάτου, ενώ οι αγέλες των λύκων ουρλιάζουν δυσοίωνα στο κατόπι τους, σηματοδοτώντας τις ορατές και τις αόρατες απειλές που τους κυκλώνουν: «Τρία χρόνια τώρα ανηφοριές, χαράδρες, φεγγάρια κι απάτητα βουνά, σκοτεινές πορείες, χωρίς ανάσα, ενέδρες και εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, φαντάροι και παρακρατικοί, κάννες και μάτια με μίσος θανατερό, σκοτωμένο αίμα, διαμελισμένα κορμιά, ιδρώτας και πονεμένα πόδια, βροχές και χιόνια, βρεγμένα κορμιά, πεινασμένες μέρες και νύχτες, δακρυσμένα μάτια στο σκοτάδι. Σκληροζωή. Σαν την ντουφεκιά του τέλους που παραμόνευε στα δολερά μονοπάτια».
Η αφήγηση του συγγραφέα με την στυφή γεύση της ήττας, της απώλειας και της απόγνωσης δεν είναι επική και ηρωική, αλλά μετρημένη και ακριβοδίκαιη. Δυνατή, συγκινητική και ανθρώπινη, χωρίς μελοδραματικές ιαχές και ρητορείες ψηλαφεί το τραύμα της ήττας. Μια ελεγεία για την γαλήνη και την αρμονία της αγροτικής ζωής, τη δύναμη και τη γενναιοδωρία της φύσης και ένα αντιπολεμικό σάλπισμα ειρήνης και συναδέλφωσης που λειτουργεί κατ’ αντίστιξη με την πατριδοκαπηλία, τον υποκινούμενο συλλογικό εκτροχιασμό, την ηθική παραλυσία, την διάχυτη τρομοκρατία που κάνει τον αδελφό να αρνείται το αίμα του, τα στόματα να σφραγίζονται και τις πόρτες να κλείνουν ερμητικά στον εξαθλιωμένο συχωριανό αντάρτη από τον φόβο των αντιποίνων, των εκτοπίσεων, των φυλακίσεων και της εξορίας στα ξερονήσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου