25/6/23

«Μετάφραση» χωρίς «απόφραξη»

Άποψη της έκθεσης «Orbital Objects» του Παντελή Χανδρή στην γκαλερί Citronne

Του Παναγιώτη Νούτσου*

Από τη δεκαετία του ’70 (βλ. Φιλοσοφείον, Αθήνα 2001,σσ.281-290) έως σήμερα (υπαινίσσομαι το 32ο κεφάλαιο του υπό δημοσίευση βιβλίου μου: Έντεχνος βίος, Αθήνα 2023) δεν μείωσα το ενδιαφέρον μου για την πράξη της μετάφρασης ως διακυβεύματος «επικοινωνιακής επάρκειας». Δηλαδή; Πρόκειται για την δυνατότητα απόδοσης του «νέου κόσμου» με τα αντιληπτικά μέσα του υπάρχοντος.
Ο Ερμής, εδώ και χιλιετίες, δεν ήταν μόνον ο κερδώος αλλά και ο λόγιος. Σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα της «μεταφρασιμότητας», ως συμπύκνωση της αγρύπνιας του «δέκτη-πομπού» ή του «πομπού-δέκτη», δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δυνατότητα προσέγγισης των όρων ανάδυσης μιας «αντι-κοινωνίας». Με το σύνολο των αναγκών καθώς και των μέσων για την ικανοποίησή τους. Αρκεί να μην έχουμε απέναντι «αστείους» του πλανήτη, των κατοίκων δηλαδή των νέων «άστεων», που μετασχηματίζουν τη «διακειμενικότητα» σε φολκλορικό περιτύλιγμα αναπαραγωγής του υπάρχοντος κόσμου. Το ζήτημα λοιπόν αφορά και την επινόηση λεκτικών εκρηκτικών σωματιδίων που ν’ αντιστέκονται σ’ αυτόν. Δηλαδή, που να αποδίδουν με τη μέγιστη δυνατή ακρίβεια όσους δεν αρκούνται σ’ αυτόν τον κόσμο και συσπειρώνονται για την αλλαγή του. Είναι, για τούτο, μια διαρκής μαθητεία στο κοινωνικά επωφελέστερο και στο επικοινωνιακά οικειότερο.
Πρόκειται για την «ευτοπία» του μεταφραστικού ενεργήματος που απολήγει «πλήρωμα ερμηνείας». Δηλαδή, είναι η σχετικά τελειότερη πρόσληψη του κόσμου που διαφεύγει, μέσα από καινότροπα «ιδεοδρόμια». Αυτά που βέβαια μας φαίνονται τόσο παλιά όσο και το ιστορικό ον, όπως κι αν το ορίζουμε. Γιατί όχι, να δοθούν από την πρώτη στιγμή μαθητείας ασκήσεις: να μεταφρασθούν σε δόκιμο ελληνικό και γαλλικό φιλοσοφικό λόγο δύο εκτενή επίσης αποσπάσματα από τη Φαινομενολογία του πνεύματος ή να αποδοθεί στα ελληνικά και στα γερμανικά το πρώτο μέρος από το Discours de la méthode. Γενικότερα, όμως, να ελεγχθεί η μεταφρασιμότητα δύο συνάλληλων επιστημονικών πεδίων και επομένως πώς το σημασιολογικό όχημα του προσλαμβάνεται από τη γλώσσα του άλλου. Με τελικό ερώτημα αν αυτός που ελέγχει τους κώδικες του πεδίου συνήθως επιτηρεί και κώδικες του άλλου.
Πάντως, στο «Αντιδοτήριον» ο καθένας είναι εκείνος που διαρκώς μεταφράζει με την αδιόρατη προσδοκία κάποτε και να μεταφράζεται. Στην περίπτωση αυτή θα πρόκειται για μια ιδιόμορφη γεύση αυτάρεσκης πληρότητας σε ένα διαρκώς αναδιατασσόμενο πεδίο συνεπαφών και οσμώσεων. Προφανώς, δεν πρόκειται για παραγωγή «ανεκδότων», όταν το άγνωστο εκλαμβάνεται ως ευτράπελο· (βλ. Επινοώντας αντίδοτα, 2012:175-178).
Όπως είναι γνωστό η πρώτη χρήση του οικείου ρήματος στη γλώσσα μας ανευρίσκεται στον Όμηρο («ταύτα μεταφρασόμεθα καί αύτις»∙ Ιλιάς A 140) για να προσλάβει τη σημερινή σημασία σε κείμενα του Διονύσιου Αλικαρνασσέα και του Πλούταρχου. Δηλαδή, κατά την ύστερη αρχαιότητα όπου κατέστη εφικτή η συγχώνευση πολιτισμικών μοτίβων, με ξεχωριστό «χαρακτήρα» ως προς τα κύρια γνωρίσματά τους, στην ελληνιστική χοάνη της Μεσογείου. Αν λοιπόν η πράξη της μετάφρασης προϋποθέτει το σύνολο των διαύλων επικοινωνίας δύο τουλάχιστον πολιτισμών, το επίκεντρο αυτού του εγχειρήματος αφορά στην άρση των συναφών γλωσσικών εμποδίων. Η «επικοινωνιακή επάρκεια» («kommunikative Kompetenz», κατά τον όρο του Habermas), χωρίς βέβαια να εξαντλείται στη γλώσσα, εδράζεται στη δυνατότητα συμπαρουσίας συμπεριφορών με ένα minimum ομότροπου πολιτισμικού περιβλήματος. Ο «βιόκοσμος» («Lebenswelt») σ’ αυτήν την περίπτωση στοιχειοθετείται με την αξίωση της επικοινωνίας, άλλοτε σε κύρια και άλλοτε σε δευτερεύοντα θέματα, σε κλίμα συνεννόησης με συμβολικά αρθρωμένες πρακτικές που αναγνωρίζονται ως προς τα συστατικά τους στοιχεία και ως προς τους ιστούς σημασιών που εκπέμπουν. Κοντολογίς, η μετάφραση συνοψίζει την ευχέρεια και την επάρκεια της επικοινωνιακής δράσης που εκτυλίσσεται σ’ ένα ολοένα αναδιατασσόμενο πεδίο συνεπαφών και οσμώσεων.
Η μονάδα αναφοράς στη μεταφραστική πράξη είναι το δρων υποκείμενο ως φορέας συμβολικών πρακτικών που έχουν καταρχήν ως όριο αυτοαναγνώρισης την «ετερότητα», σε συνδυασμό όμως με την ικανότητα οικείωσης συναφών αγαθών που φέρνουν τη σφραγίδα μιας «άλλης» ταυτότητας. Ο δείκτης της «παθητικής» ή της «ενεργητικής» πλευράς του δέκτη, σε σχέση με τον πομπό και -εννοείται- στο πλαίσιο μιας αντιμεταχώρησης των ρόλων τους, συναρτάται με τη συγκεκριμένη θέση του τόσο στο διεθνή καταμερισμό παραγωγής συμβολικών αγαθών όσο και στους κόλπους του δικού του εθνικού κράτους. Η επικοινωνιακή δράση ως μεταφραστικό ενέργημα διαποτίζεται από ένα σύνολο παραγόντων, μικρής ή μακράς διάρκειας, που σφυρηλατούν την ιδιοπροσωπία του υποκειμένου και νοηματοδοτούν, διαμεσολαβημένα ή όχι, τις επιλογές του. Η οικείωση ή η δεξίωση κατοχυρώνει, αρχικά, τη δικαιοδοσία του «δέκτη» ως προς τους σύνθετους όρους πρόσληψης και αποκλείει την εδραίωση φαινομένων μηχανικής μετακένωσης, στο βαθμό άλλωστε που τα άδεια δοχεία δεν προσφέρονται για συναντήσεις δυναμικών εξίσου συνδαιτυμόνων.
Η επικοινωνιακή επάρκεια, ως ενσυνείδητο διακύβευμα συνεύρεσης, αφορά στην ανασυγκρότηση του προσλαμβάνοντος υποκειμένου μέσω του αντικειμένου που ανοίγει δικούς του διαύλους, δηλαδή τους καθιστά αναγνωρίσιμους και κατ’ επέκταση προσιτούς στο «δέκτη». Αυτό το πλέγμα των συνεπαφών οδηγεί στη συνύφανση ιστών σημασιών, ακόμη και ετερογενών, που εγείρει το ζήτημα της «επιβίωσης» των πολιτισμικών μορφών, μέσω της διαρκούς «ανάτηξης των οριζόντων», η οποία γίνεται αντιληπτή ως πράξη μετάφρασης. Μ’ άλλα λόγια το κείμενο εγκλείει τη δυνατότητα, τόσο ως προς τον εαυτό του όσο και ως προς τους χώρους υποδοχής, να «ταξιδεύει» ως ιδιογενής «τοπικότητα», δηλαδή ως πλούσια σε καθορισμούς και σχέσεις ολότητα.
Πριν από λίγους μήνες δημοσιεύθηκε το πολυσέλιδο βιβλίο: Ποδήλατα και ποδηλάτες. Περί μεταφράσεως ο λόγος, Αθήνα, “Gutenberg’’, σ. 699) του συναδέλφου Γιώργου Κεντρωτή. Διαιρείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο για την «Μεταφραστική», δηλαδή τη θεωρία της «έγχρονης μιμητικής επανάληψης», με επίκεντρο την ποίηση που δίδει κυρίως «επιτέλεσμα ρητορικό», και στο δεύτερο, το «πρακτικό», χωρίς να λείπει κι εδώ η «θεωρία» για την αντιμετώπιση του μεταφραστικού έργου ποιητών, από τον Ανδρέα Εμπειρίκο ώς τον Τίτο Πατρίκιο, κλείνοντας με τρίτο μέρος τη μετάφραση κειμένου του Κικέρωνα. Ο μεταφραστής εμφανίζεται ως «αυθεντικός ηθοποιός του συγγραφέα», αναλαμβάνοντας στο «τέλος να γίνει ο ίδιος συγγραφέας», με «εύστοχα λογοτεχνικά μεταφράσματα». Σε κάθε περίπτωση ο μεταφραστής της ποίησης είναι «ποιητής». Γι’ αυτό και τα δείγματα προέρχονται από τους δημιουργούς της, με εξαιρετικό παράδειγμα το «Κουβεντιάζοντας με τον Αρχίλοχο» του Πατρίκιου:

«Τι πάει να πει λοιπόν
τηλεόραση, κυβερνητική, τεχνοκρατία,
τις άλλες άς’ τες όπως είναι,
από οικονομία, πόλεμο, ψυχανάλυση
κάτι και εγώ καταλαβαίνω»

(για το «Υπέρ Αρχιλόχου» ζήτημα βλ. Κοινωνία, πολιτική στράτευση και ποίηση. Για τον Τίτο Πατρίκιο, Αθήνα 2006,83-84). Κι αν ο ποιητής από την Πάρο ζητάει να δει «επιτέλους τι γράφετε κι εσείς», η «μετάφραση» δεν καθίσταται «απόφραξη»…Ο μεταφραστής παραμένει ‘διαχειριστής αλλότριου λόγου’, τον οποίο εμπεδώνει σε «οικείο».

*Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Δεν υπάρχουν σχόλια: