21/5/23

Έρως - Τρύγος - Θάνατος

Πάκυ Βλασσοπούλου, Sketch, 2023, πήλινα μαχαιροπήρουνα 

Του Θεοδόση Πυλαρινού*

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ, Βροχές Βερμίου, εκδόσεις Μελάνι, σελ. 64

Θα βρεθούμε ξανά όταν όλα θα έχουν περάσει

Απολογισμός πεπραγμένων; Νοσταλγική αναπόληση μιας διαδρομής στο τελείωμά της; Κατάθεση βιωμάτων εκ βάθους καρδίας; Μελέτη της απώλειας, κατά πρόσωπο με την πικρή αλήθεια; Θλιμμένη ματιά στα χρώματα του δειλινού; Παράπονα για τον απατηλό χρόνο; Ποιητικά φλας μπακ διαλόγων με τους νεκρούς;
Μεμονωμένο το κάθε ερώτημα δεν αρκεί να αποδώσει το μεστό περιεχόμενο της συλλογής του Θανάση Μαρκόπουλου, τις Βροχές Βερμίου, που κυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 2022. Ως σύνθεση, ωστόσο, όλα τα ερωτήματα δίνουν πολύμορφα την αντιφατική αίσθηση του προβληματισμένου ανθρώπου για το νόημα της ύπαρξης, τη σύζευξη της πίκρας με τη γλύκα της ζωής, της αμεριμνησίας με τη σύνεση, της βεβαιότητας με την ανασφάλεια. Και πίσω από αυτά κυλά αργόσυρτα, σαν ταινία κινηματογράφου του Αγγελόπουλου, πολύ διακριτικά, θλιμμένα αλλά όχι απαισιόδοξα, το μεγάλο ταξίδι του ποιητή και μαζί μ’ αυτό αχνοφαίνεται το τέρμα της περιπέτειας όλων μας.
Λόγια απλά, σταράτες κουβέντες, χωρίς απλουστεύσεις και κενά, αλλά με το αφοπλιστικό μεγαλείο της απλότητας ο Θανάσης Μαρκόπουλος, με κέντρο τη δική του ζωή – αυτήν αφηγείται υπαρξιακά, και σε κάποιες στιγμές εμφανώς αυτοβιογραφικά – δίνει το απόσταγμα, τη ματαιοπονία, την παροδικότητα και τη μεγάλη λύπη του λογικού όντος, που αρνείται να συμβιβαστεί με ό,τι ονομάζεται απώλεια, στην έσχατη κατεξοχήν μορφή της, τον θάνατο. Περιγράφει αυτό που η φύση νομοτελειακά ορίζει· την ανηλεή απάντησή της. «Δε θέλω την απάντηση», γράφει, «Την ήξερα την ξέρω από το πρώτο κλάμα μου/ Όμως γιατί κάθε τόσο επανέρχεται σαν τύψη/ και στιγμή δε μ’ αφήνει να γαληνέψω κι εγώ/ σαν κουρασμένη θάλασσα» («Το δίλημμα»).
Βρέχει στο Βέρμιο, βρέχει στην Κοζάνη και τη Βέροια, και η βροχή απλώνεται παντού· ψιλόβροχο προσώρας νοτίζει τις ψυχές μας και υγρασιάζει τις μνήμες μας. Σκουραίνει το χρώμα του Αλιάκμονα, όταν οι σταγόνες χοντραίνουν, μεταδίδει στις καρδιές μας την αγιάτρευτη λύπη για τη μαυρίλα που στεφανώνει – στέφανος εξ ακανθών – τη ζωή μας.
Το ποίημα «Το βουνό», πρώτο της συλλογής, προοιωνίζεται το κεντρικό μήνυμά της, τη θνητότητα του ανθρώπου και τη σχετικότητα, αν όχι τη μηδαμινότητα του χρόνου· το πέρασμά μας στο Αλλού, εμφατικά δοσμένο με την τριπλή επανάληψη του ρήματος «πέρασαν»:

Πέρασαν μέρες πέρασαν/
νύχτες πέρασαν άνθρωποι/
κι άνθρωποι/
κάτω απ’ τον ίσκιο του//

Κι αυτό εκεί/
βουβό κι ασάλευτο/
απόμακρο πάντα/
αθάνατο/

Ο ποιητής παρουσιάζει πολλαπλά τη διαπόρθμευση αυτή, με σκηνές και πράξεις προσαρμοσμένες στην εποχή μας, με συναισθήματα, ανθρώπινα πάθη και καταγραφή ψευδαισθήσεων, εστιάζοντας στην πολύπτυχη καθημερινότητα ή υποσημαίνοντας με την ανησυχία του απλού ανθρώπου το τέλος, και το εξορκίζει. «Μνήμα σαν τη μνήμη δεν υπάρχει άλλο» («Λόγος υπέρ ολοκαυτώματος»), θα γράψει, πολύ ανθρώπινα, παρηγορητικά.
Αλλού βλέπει τη ζωή σαν αγώνα με συνεχείς παρατάσεις, καταγγελία για την αδικία της φύσης που, άτεγκτη, δεν τηρεί τη χρονική σειρά στις επιλογές της: Αν και το φωτεινό κορίτσι/ δεν ανηφόρισε εφέτος/ στον ουρανό μας/ οι ροδακινιές στον κάμπο/ άναψαν και πάλι// Οι αναίσθητες/ «Απουσίες: Οι ροδακινιές»
Αλλού περιμένει το θαύμα, που «πάντα μας βρίσκει απροετοίμαστους»· άλλοτε, κριτήριο της παρουσίας μας είναι οι έρωτές μας, φρούδες στιγμές της τρωτής αθανασίας μας, για τους οποίους διερωτάται «Πού να χωρέσουν τόσοι έρωτες/ σ’ ένα σεντόνι» («Το σεντόνι»). Ο «Επιτάφιος έρως», μια σύνθεση του παροδικού με το αιώνιο, εξισώνει τον έρωτα με τον θάνατο, σε μια (εξ)αιρετική έκφανση της Ορθοδοξίας: Τίποτα δε ζήλεψα περισσότερο από Κείνον/ όσο τη στιγμή που καθώς ακάλυπτος/ κείτεται στον ανθισμένο κάμπο/ φρέσκες κοπέλες και ώριμες γυναίκες του έρωτα/ σκύβουν και τον ασπάζονται ευλαβικά/ ενώ τα μυρωμένα μαλλιά τους/ φύκια και θωπεύουν το γυμνό του σώμα
Σε άλλα ποιήματα, η νοσταλγία επιμένει στην ευλαβική διατήρηση του πεπερασμένου – άλλη παραμυθία αυτή, άλλη αντίφαση, ψευδαίσθηση ενδεδυμένη με αλήθεια: «Πάψε επιτέλους να ξοδεύεσαι/ σε μια οπτασία απρόσιτη/ φεγγάρι στη λίμνη/ Σώμα που κατηφόρισε δεν επιστρέφει // Ωραία λοιπόν να πάψω/ Όμως ο ίσκιος του γιατί μένει πίσω/ σκυλί που γαβγίζει/ και στιγμή δε μ’ αφήνει μάτι να κλείσω» («Σώμα φθινόπωρο»). Αλλού, πάλι, το σώμα αποκαλύπτει τη φθορά, προδίδει την έξοδο. Και αλλού, τα αμέριμνα χρόνια τα παιδικά και τα ερωτικά της νιότης έρχονται να διασκεδάσουν – μάταια αλλά παραδόξως ανακουφιστικά – τις μαύρες σκέψεις του ή στη συμβίωση με τους άλλους δικαιώνει και ασφαλίζει τη δική του ύπαρξη: «Άνοιξη του ενός άνοιξη κανενός είπα/ κι ένα σμάρι πουλιά φτερούγισαν/ μέσ’ από το κεφάλι μου» («Ο κλέφτης του ήλιου»). Σε διάφορα ποιήματα, στο πλαίσιο της σημερινής παθογένειας, καταδικάζει την ανάλωση της ζωής σε φτηνές απολαύσεις, σε ανούσιες απολαβές και κατακρίνει τη φτηνή ματαιοδοξία («Οι επίγονοι»): Είχα ακούσει τόσα για τους Σπαρτιάτες/ που δεν μπορεί έλεγα/ δεν μπορεί οι επίγονοι να είναι σαν κι εμάς// Τι απογοήτευση// Παίρνω τους δρόμους τις πλατείες/ και περιέργως προσέχω μονάχα τις γυναίκες/ Πουθενά η ωραία Ελένη/ Ένα φουστάνι αδειανό μονάχα/ ανεμίζει σε κάθε μπαλκόνι// Τι να περιμένεις σκέφτομαι από μια πόλη/ που δίνει στα ξενοδοχεία της το όνομα/ ενός ηττημένου συζύγου
Και η ποίηση έχει το μερίδιο που της αναλογεί, στην περιπλάνησή του. Ο Θανάσης Μαρκόπουλος την θέλει αυθεντική – σαφής ο υπαινιγμός του εγκλιματισμού της στις συμβάσεις και σαφέστερη η εντολή προς εαυτόν («Η ποιητική της οδύνης»): Οι στίχοι του καιρού σας δε μυρίζουν μπαρούτι αποφαί-/ νεται ο γνωστός στραβοκάνης και βγάζει απ’ το σακάκι/ εκείνο το περίστροφο που κάπνιζε ακόμα// Πάρ’ το λέει κι απάνω σ’ αυτό να κοιμάσαι αν θέλεις να/ γράφεις/
Προς στιγμήν διστάζω/ Πάρ’ το επιμένει και δε θα μετανιώσεις
Αυθεντική, όντως, η ποίηση του Θανάση Μαρκόπουλου, γήινη, σωματική, με ορμές και πάθη. Τη διακρίνει, συνάμα, η γνήσια ευαισθησία του σκεπτόμενου ανθρώπου, που αγωνιά για την είσοδο στο απρόσιτο· της λαϊκής ψυχής που δεν χάνει τον δρόμο του προορισμού της, όσο κι αν λοξοδρομεί, για να τον αποφύγει. Ψιλοβρέχει και τώρα στο Βέρμιο…

*Ο Θεοδόσης Πυλαρινός είναι ομότιμος καθηγητής του Ιόνιου Πανεπιστημίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: