21/5/23

Η πράξη της γραφής

Jumana Emil Abboud, Twins I, 2018, παστέλ, μολύβι, μελάνι, κάρβουνο σε χαρτί, 18 x 40 εκ. 

Της Ευσταθίας Δήμου*

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΡΣΗ, Εξόδιος αέρας, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 184

Η πρόσφατη ποιητική συλλογή της Μαρίας Κούρση, που συστήνεται με τον ενδεικτικό, αποκαλυπτικό του ρόλου και της λειτουργίας της ποίησης τίτλο Εξόδιος αέρας, συγκεντρώνει μια σειρά από χαρακτηριστικά που την καθιστούν μια ιδιαίτερη περίπτωση μέσα στο σύγχρονο ποιητικό «γίγνεσθαι». Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποτελείται από μια μακρά σειρά ολιγόστιχων, κατά βάση, ποιημάτων τα οποία όμως εντάσσονται, υπάγονται και συνυπάρχουν μέσα σε ένα ευρύτερο, συνθετικό σχέδιο με θεατρική δομή και δραματική κίνηση. Έτσι, ενώ κανείς αντιλαμβάνεται ότι περιδιαβάζει σε μια σειρά ποιημάτων, καθένα από τα οποία διατηρεί την αυτοτέλεια και την αυταξία του, την ίδια εκείνη στιγμή νιώθει ότι εμπλέκεται και παρακολουθεί την εξελικτική πορεία ενός έργου που ακολουθεί μια συγκεκριμένη, προδιαγεγραμμένη πορεία, η οποία οδηγεί από μιαν αρχή σε ένα τέλος, με τις ενδιάμεσες πάντα ανατάσεις και υφέσεις, με τις κορυφώσεις και τα οριακά της σημεία. Η μέθοδος και η τεχνική αυτή δεν αποκαλύπτουν μόνο τον βαθύ, στενό δεσμό της ποιήτριας με την τέχνη και την τεχνική του δράματος, αποκαλύπτουν πολύ περισσότερο τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να λειτουργεί η ίδια η ποίηση, ως συν-κινητική εμπειρία, ως βίωμα και πράξη που συνυφαίνει το αίσθημα και την ενέργεια μαζί, την ανθρώπινη προαίρεση και την ανθρώπινη πράξη.
Το δεύτερο στοιχείο που αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα και την πρωτοτυπία της ποιητικής ματιάς της Κούρση έχει να κάνει με τη μορφή πολλών από τα ποιήματά της, με τη δομή τους η οποία επίσης παρουσιάζει μια οικείωση προς τη διαλογική πράξη και πρακτική. Το ποίημα δηλαδή συγκροτείται από δύο επιμέρους, μικρότερα ποιήματα, το πρώτο από τα οποία τίθεται ακριβώς μετά τον τίτλο, κάτω και δεξιά του, εν είδει μότο, ενώ το δεύτερο υπακούει στον ορθόδοξο τρόπο, ξεκινώντας από αριστερά. Διαμορφώνεται έτσι ένα δίπολο, μια θεμελίωση του ποιήματος σε δύο πόλους, οι οποίοι συνομιλούν και διαλέγονται μέσα σε μια συνθήκη που μοιάζει με σκυταλοδρομία ή καλύτερα με ένα εκκρεμές που έχει αφετηρία του την πρώτη ποιητική σύνθεση και κατάληξή του την δεύτερη, από την οποία και πάλι εκκινεί για να αναμετρηθεί, εκ νέου, με την πρώτη. Η όλη διαδικασία φανερώνει σε μεγάλο βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η έμπνευση και λαμβάνει χώρα η δημιουργία, καθώς φωτίζεται η γραμμή που οδηγεί από μια ποιητική σκέψη σε μιαν άλλη, που μπορεί να αποτελεί σχόλιο, ανατροπή, συμπλήρωμα ή επεξήγηση και ανάλυσή της: Απόπειρες κάνω/ Να φοβάσαι όταν η καρδιά μου/ χτυπάει κανονικά/ Ψευτοζώ// Όλοι θα μείνουμε δείγματα/ απαντημάτων/ που δεν ρώτησε ποτέ/ Κι αν καταδικαστεί σε συντροφιά φιλόξενη/ και ήρεμη ζωή;/ Πώς θα πεθάνει από γδαρμένες/ λέξεις; («Στόχοι λοξοί»)
Ο πυρήνας, λοιπόν, της δημιουργίας στην περίπτωση της Κούρση είναι η ίδια η δημιουργία, η ίδια η πράξη της γραφής, όπως αυτή είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην ύπαρξη, μέσα στην ιδιοσυγκρασία της. Μια αναμέτρηση με την ποίηση και μια ανασύσταση, μια ανασυγκρότηση των εκφραστικών της δυνάμεων πραγματοποιεί εδώ η ποιήτρια, ακριβώς για να μπορέσει να προσδιορίσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τη δική της θέση, τον δικό της ρόλο, τη δική της, εν τέλει, σχέση με τη γραφή, σε συνάρτηση πάντα με τους όρους και τα όρια της ίδιας της ζωής, όπως αυτή ορίζεται από άλλες δυνάμεις, με κυρίαρχη αυτήν του χρόνου. Εδώ ακριβώς έγκειται και η αιτία της βαθιάς ταραχής που αντιλαμβάνεται κανείς ότι αποτελεί την απαρχή της σύνθεσης και το στοιχείο εκείνο που άλλοτε αναδύεται στην επιφάνεια και άλλοτε εδράζει κάτω από τους στίχους. Πρόκειται για το ζήτημα της φθαρτότητας και της αφθαρσίας, της παρέλευσης και της παραμονής, όπως αυτά τα δύο εφαρμόζονται στην περίπτωση του ανθρώπου και της τέχνης, με τον πρώτο να υπόκειται στους απαράβατους νόμους της φύσης, στη φθορά και τη φθίση, και τη δεύτερη να παραμένει αλώβητη, σταθερή, αγαλμάτινη μέσα στον χρόνο και μέσα στα χρόνια. Είναι ένα γνωστό και αγαπημένο ποιητικό θέμα αυτό και συχνά περνά μέσα στους στίχους των ποιητών που επιδιώκουν να αναγνωρίσουν και να αποδώσουν στην τέχνη τους την ιδιότητα του παντοτινού και του άφθαρτου, και να νικήσουν ή να απαλύνουν κάπως τον πόνο για τη δική τους, την ανθρώπινη μοίρα.
Στα ποιήματα της Κούρση ωστόσο η οπτική αυτή παραλλάσσει και η ποιήτρια θέτει κάτω από τον στοχασμό και τον προβληματισμό της όχι μόνο την ανθρώπινη ύπαρξη αλλά και την αντίστοιχη ποιητική, διερωτάται δηλαδή για τον βαθμό στον οποίο η δική της παρέλευση είναι πιθανό να συμπαρασύρει και την τέχνη της μαζί. Πρόκειται για μια προφητεία της απουσίας, έναν προφητικό λόγο που ανατέμνει τις έννοιες της τέχνης και της ζωής, για να στοχαστεί γύρω από την απώλεια και τη λήθη, γύρω από τη στιγμή και τη διάρκεια, γύρω από τη φυγή και την παρουσία. Μια προφητεία, λοιπόν, αλλά και μια αποφασιστική, γενναία κατάφαση στην πράξη της γραφής, ακόμα κι αν αυτή δεν υπόσχεται πάντα ότι θα αποτελεί το βέβαιο, το σταθερό και πιστό έδαφος της επαναφοράς και της διάρκειας του καλλιτέχνη. Αυτή ακριβώς η συνύπαρξη της υπόθεσης με τη συνειδητοποίηση, της φαντασίωσης με την αντίληψη, του οραματισμού με τη βεβαιότητα, καθίσταται η περιοχή μέσα στην οποίο η ποιήτρια οριοθετεί τον εαυτό της και την τέχνη της, υποκύπτουσα και αντιστεκόμενη ταυτόχρονα, μέσα σε ένα σχήμα οξύμωρο, στις δυνάμεις που την έλκουν, άλλοτε προς τη μία και άλλοτε προς την άλλη κατεύθυνση.

*Η Ευσταθία Δήμου είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: