9/4/23

Το «Ευγενικό Μυθιστόρημα»

Ali Kazma, Electric, 2017

Ένα ανέκδοτο ποίημα του Νίκου Εγγονόπουλου

Του Κώστα Βούλγαρη

Στο ποίημα αυτό, 188 στίχων, σε 4 μέρη, σε μια πρώτη ανάγνωση έχουμε την ερωτική ιστορία ενός άνδρα και μιας γυναίκας, που τον περιμένει κλεισμένη σ’ ένα κάστρο. Ο άνδρας καταφέρνει τελικά να μπει στο κάστρο, φθάνει στο δωμάτιό της και συνευρίσκονται ερωτικά.
Πέρα όμως από την προφάνεια, πέρα και από την όποια φιλολογική ένδειξη, όπως η αντιστοιχία «Μυθιστόρημα» του Σεφέρη - «Ευγενικό Μυθιστόρημα» του Εγγονόπουλου, στο ποίημα αυτό, όπως και στα περισσότερα του ποιητή, υπάρχει ένα ολόκληρο ιστορικό δρώμενο. Γιατί η ποιητική του Εγγονόπουλου οργανώνεται με την ιστορική/πραγματολογική μέθοδό του, όπως διεξοδικά την έχω αναλύσει.
Ο άνδρας λοιπόν έχει έντονη κοινωνική παρουσία, είναι κήρυκας ιδεών ευγενικών και ανατρεπτικών, με «νοήματα ψηλά σαν κυπαρίσσια» σχεδιάζει ένα καλύτερο μέλλον, πικραίνεται από την κοινωνική αδράνεια, ενώ η έγκλειστη γυναίκα, σαν έτοιμη από καιρό, τον περιμένει ως ελευθερωτή της. Η τελέσφορη συνεύρεσή τους είναι ένα θριαμβικό «γιορτάσι».

Γκαριμπάλντι. Ο Εγγονόπουλος, με αυτό το σολωμικής αφετηρίας και αγωγής ποίημα, εστιάζει στη στιγμή της επαναστατικής εθνογένεσης και από εκεί εξακτινώνει τον λόγο του, το ύφος του και τα νοήματά του, φτιάχνει τις αναλογίες του ανάμεσα στο παγκόσμιο και το νεοελληνικό. Ο άνδρας είναι ο Γκαριμπάλντι και η γυναίκα η Ιταλία/Ελευθερία.
Εδώ, έχουμε τα γνώριμα, εκ του «Μπολιβάρ» και άλλων ποιημάτων, της Ύδρας τα βουνά, τα μονοπάτια, τις «έμορφες Υδραίες», αλλά και τον «κοκκινοτρίχη» Γκαριμπάλντι, τον ‘ήρωα των δύο κόσμων’, κατά πως τον είπαν −αφού και στην Λατινική Αμερική έδρασε ενδόξως−, που το «χίλια οκτακόσια εξήντα» ξεκινά, διά των όπλων, την τελέσφορη ιταλική ενοποίηση. Με αυτό το ποίημα, αλλά και διά των, επαναστατικής θεματικής, πινάκων του της ίδιας εποχής, ο Εγγονόπουλος οδηγείται στον λατινοαμερικάνο ελευθερωτή-σύμβολο, προοικονομώντας το ποίημα «Μπολιβάρ».
Τα ‘κλειδιά’ που δίνει ο Εγγονόπουλος για την πραγματολογική αγκύρωση του ποιήματος είναι, ως συνήθως, κρυμμένα στη ‘βιτρίνα’, σε κοινή θέα. Κατ’ αρχήν, οι εξόχως δηλωτικές αναφορές: η χρονολογική, «χίλα οκτακόσια εξήντα», και η προσωπογραφική, «κοκκινοτρίχης» (ο Γκαριμπάλντι είχε κόκκινα μαλλιά − όπως και ο Εγγονόπουλος, άλλωστε...). Έτσι ακριβώς εμφανίζεται ο Γκαριμπάλντι στις φωτογραφίες και τις εικαστικές αναπαραστάσεις του, έτσι τον ανακαλεί ο Εγγονόπουλος, «η ωραία κόκκινη κόμη του κυμάτιζε εις τον αέρα», και μάλιστα «σαν νικηφόρο επαναστάσεως μπαϊράκι», το δε κόκκινο χρώμα είναι και ταυτοτικό, αφού οι άνδρες του στρατιωτικού σώματός του, ‘Των Χιλίων’, με το οποίο το 1860 ξεκίνησε την επανάστασή του από την Σικελία, φορούσαν κόκκινο χιτώνα και ονομάζοντο ερυθροχίτωνες.

Ελευθερωτής. Ο Γκαριμπάλντι ήδη από τότε έχει αναδειχθεί σε λαϊκό ήρωα σε όλη την Ευρώπη (και στην Ελλάδα), ως πρόσωπο-σύμβολο του πολέμου κατά των αυτοκρατοριών, και είναι πάρα πολλά τα βιβλία και τα δημοσιεύματα που αφορούν το πρόσωπό του και τη βιογραφία του, μέσα από τα οποία η μορφή του προβάλλει με διακριτό στοιχείο της την ευγένεια που τον χαρακτήριζε, σε αντίθεση μάλιστα με τους μάλλον ατημέλητους και αφρόντιστους ερυθροχίτωνές του. Αυτή η εικόνα της όλης συντροφίας, και αυτός ο ευγενικός χαρακτήρας του Γκαριμπάλντι επισημαίνεται και μας παραδίδεται από πλείστους όσους αυτόπτες, ακόμα και από τον Μιχαήλ Μπακούνιν... Δεν πρόκειται λοιπόν μόνο για τον ευγενικό σκοπό της δράσης του αλλά και για τον χαρακτήρα του.
Είναι παγκοίνως γνωστή η δράση του Γκαριμπάλντι στην Λατινική Αμερική, όπου σε τρεις χώρες τιμάται ως εθνικός ήρωας, «ελευθερωτής», όπως ακριβώς ο Μπολιβάρ, αλλά και στα πεδία των μαχών της Ευρώπης. Είναι δε κεντρικός ο ρόλος του στην ιταλική επαναστατική εθνογένεση, και, λίγο αργότερα, στην πλήρη ιταλική ενοποίηση, όπου και το σύνθημά του ‘Ρώμη ή θάνατος’, με στόχο την κατάλυση του Παπικού κράτους.
Ρόλος και διαδρομή αντίστοιχη με του Κολοκοτρώνη, ακόμα και στα παρεπόμενά της: ο ένας αφορίστηκε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως κι ο άλλος επικηρύχθηκε από τον Πάπα, και οι δύο φυλακίστηκαν, καταδικάστηκαν σε θάνατο, γνώρισαν τον κατατρεγμό, την αυτοεξορία και, μέχρι σήμερα, την αμφισβήτηση και την αδικοκρισία.
Εξ αυτών προκύπτει ότι το ποίημα γράφεται στο διάστημα 1938-1940, οπότε έχουμε και τους χαρακτηριστικούς, ‘δίδυμους’ πίνακες, «Λεπτομέρειες του μηχανισμού μιας εθνεγερσίας» και «Σύνθεσις από την Επανάσταση». Ακολουθεί ο «Μπολιβάρ» και παράλληλα η σειρά των πινάκων με τους αδριάντες του Κολοκοτρώνη στο Πασαλιμάνι: «κι είχε ανεβεί πάνω σε μαρμαρένιο βάθρο/ που βρίσκονταν σε μια μικρή πλατεία/ σ’ ένα μόλο/ τρογυρισμένο από θεόρατες βαριές μαούνες». Σε όλους αυτούς τους πίνακες, ο Εγγονόπουλος ‘εξευγενίζει’ και τη μορφή του Κολοκοτρώνη.
Με το «Ευγενικό Μυθιστόρημα», δίπλα στους ταυτόσημους και διακριτούς, ταυτοποιητικούς και μετωνυμικούς, Μπολιβάρ, Κολοκοτρώνη, Εγγονόπουλο, και τόσους άλλους των επαναστάσεων, έχουμε ήδη και τον Γκαριμπάλντι, στο πάνθεο των προσώπων-πρωταγωνιστών της ιστορικής του αντίληψης και του κοσμοειδώλου του.

Ο Γκαριμπάλντι στην Ελλάδα. Το όνομα του Γκαριμπάλντι έχει συνδεθεί και ευθέως με τον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα, αφού γαριβαλδινοί οπαδοί του θα συμμετάσχουν στην Κρητική Επανάσταση, ενώ ένα σώμα ιταλών ερυθροχιτώνων, υπό την ηγεσία του γιου του, Ριτσιότι Γκαριμπάλντι, θα λάβει μέρος στον ελληνο-οθωμανικό πόλεμο του 1897, και ιδιαίτερα στη μάχη του Δομοκού.
Χαρακτηριστικό και το ποίημα του Κωστή Παλαμά, «Γαριβάλδης», που γράφεται το 1907, στην επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, όπου οι στίχοι:

«κι αν ίσως λίγο πιο νωρίς έσπερν’ εσέναν’ ο ήλιος,
πλάι πλάι θα καβαλίκευες με τον Κολοκοτρώνη»

και το επαναστατικό αποτέλεσμα:

«Και τώρα πώς μεγάλωσες! πώς άπλωσες! πώς ήρθες!
Πώς πέταξες ανάστημα! Κι εκεί που δείχνεσαι ίδια,
ίδια η Παιδούλα η γκαιτική, πώς άλλαξες! [...]
Η ευτυχισμένη εσ’ είσαι η γη και η νια και η νιόνυφη είσαι,
σκλάβα ώς τα χτες για πούλημα, και σήμερα μεγάλη
και μία, Ιταλία, της Ρώμης σου, του Γαριβάλδη σου είσαι,
Δέσποινα»

αλλά και ο επαναλαμβανόμενος μέσα στο ποίημα στίχος:

«Εβίβα, Λιμπερτά, κι εβίβα, Γαριβάλδη!»

ο οποίος παραπέμπει στο ιταλικό επαναστατικό τραγούδι:

«Evviva Garibaldi, Italia e Libertà»

και προαναγγέλλει τα αντίστοιχα μοτίβα του ποιήματος «Μπολιβάρ».

Ο ερυθροχίτωνας Μαβίλης. Επίσης, στον βαλκανικό πόλεμο του 1912 ο Αλέξανδρος Ρώμας θα συγκροτήσει φάλαγγα εξ ελλήνων ερυθροχιτώνων, στην οποία εντάχθηκε και ένα τάγμα εθελοντών ιταλών ερυθροχιτώνων, υπό την ηγεσία του γιου τού Ριτσιότι, Πεπίνο Γκαριμπάλντι, που έσπευσε να πολεμήσει στο πλευρό των ελληνικών δυνάμεων, ιδιαίτερα στη μάχη του Δρίσκου. Μέλος αυτής της μονάδας ήταν και ο ποιητής Λορέντζος Μαβίλης, που εκεί έχασε τη ζωή του.
Είναι δε διάσημη, ταυτοτική, η παρέμβαση του Μαβίλη για τη γλώσσα, έναν χρόνο πριν, η οποία επίσης μας παραπέμπει στη γενεαλογία του ποιήματος του Εγγονόπουλου, αλλά, μαζί με τη συνθήκη μέσα στην οποία εκφωνήθηκε, μας παραπέμπει και στον τίτλο του ποιήματος:

Ο κ. Μαβίλης (ώρα 11.46΄ μ.μ.)
«... Υπήρξα μαθητής του Πολυλά, όστις επίσης ήτο μαθητής και φίλος του Σολωμού, θεωρώ δε καθήκον τιμής να κάμω από του βήματος της Βουλής την δήλωσιν ότι είμαι δημοτικιστής [...].»
Λόγω ταραξιών ο κ. Πρόεδρος διατάσσει την εκκένωσιν του θεωρείου των φοιτητών.
Πολλοί Βουλευταί διαμαρτύρονται.
Ο κ. Πρόεδρος διακόπτει την συνεδρίασιν επί 5΄.
Ώρα 12.3΄ μετά το μεσονύκτιον επαναληφθείσης της συνεδριάσεως ο κ. Μαβίλης συνεχίζει την αγόρευσίν του.
«... Η ευγενεστέρα των ελευθεριών είναι η γλώσσα ... χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι».
Πρακτικά της Βουλής των Ελλήνων,
Συνεδρίασις ΛΣΤ΄, της 26ης Φεβρουαρίου 1911

Να προσθέσω, ότι ο Μαβίλης είναι ένας από τους πέντε μόνο νεοέλληνες ποιητές που τον έχει, εύγλωττα μάλιστα, ζωγραφίσει ο Εγγονόπουλος∙ υπάρχει ακόμα το πορτραίτο του Μελαχρινού, μα πρόκειται για μια έντιμη ανταπόδοση, αφού εκείνος πρωτοδημοσίευσε ποιήματα του Εγγονόπουλου στο περιοδικό «Κύκλος» και τύπωσε το πρώτο βιβλίο του, ενώ οι υπόλοιποι τρεις είναι οι όντως μείζονες μέχρι τις μέρες του: Σολωμός, Καβάφης, Εγγονόπουλος... (δες και το βιβλίο μου, «Η δικιά μας Ελένη. Ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης»)

Ο Γκαριμπάλντι στην Ισπανία. Κατά τον ισπανικό εμφύλιο, και ιδιαίτερα στην πολιορκία της Μαδρίτης, την οποία ο Εγγονόπουλος έχει ήδη σκιαγραφήσει παραστατικά με το ποίημά του «Παράδοσις» (1938), στις Διεθνείς Ταξιαρχίες μετέχει το ιδιαίτερα δυναμικό, αξιόμαχο και ένδοξο ‘Τάγμα Γκαριμπάλντι’, δίνοντας στον Εγγονόπουλο ένα ακόμα σημαίνον έρεισμα για το ιστορικό σχήμα του, όπως θα αποτυπωθεί αργότερα με ενάργεια στον «Μπολιβάρ».
Σε αυτή, τη μάλλον ατελεύτητη αλληλουχία πραγματολογικών διακειμενικών αναφορών, να σταθώ στις «ρογδιές που ’χαν απάνου ρόδια» του «Ευγενικού Μυθιστορήματος», όπως εμφατικά και γλωσσοσημαντικά σημειώνονται στον κήπο του κάστρου όπου κορυφώνεται η πλοκή του, και παραπέμπουν ευθέως στην Γρανάδα, που οφείλει το όνομά της στην ομώνυμη στα ισπανικά ροδιά (γρανάδα - granada), που αφθονεί στην περιοχή. Στην Γρανάδα γεννήθηκε, αλλά και δολοφονήθηκε, ο ποιητής Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Αλλά από αυτό το σημείο ανοίγει ένας ακόμη διακειμενικός κύκλος.

Ένα δημοσιευμένο ποίημα του Εγγονόπουλου. Ο Γκαριμπάλντι εκτός από την αυτοβιογραφία του έχει συγγράψει τρία μυθιστορήματα, το δε πρώτο εξ αυτών φέρει τον τίτλο Clelia/ Il governo dei preti, 1867, (Κλέλια / Η κυβέρνηση των ιερωμένων). Η ρωμαία Κλέλια, σύμβολο της γενναιότητας, εμφανίζεται επίσης σε πλείστους όσους πίνακες ζωγραφικής αλλά και στο ποίημα του Εγγονόπουλου «Κλελία ή μάλλον το ειδύλλιον της λιμνοθάλασσας», από τη συλλογή Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω (1957).
Σε αυτή τη συλλογή όμως υπάρχει και το ποίημα «Νέα περί του θανάτου του Ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου του 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε». Αμέσως μετά από αυτό το ποίημα ακολουθεί η «Κλελία».
Εδώ, ο δηλωτικότατος στίχος, «σ’ αγαπώ και σέρνω τη μακρυά μου κόκκινη κόμη/ στα λευκά λεπτά σου πόδια», επιβεβαιώνει πως το ποίημα «Κλελία» δεν είναι παρά μια συνέχεια του Ευγενικού μυθιστορήματος, με την ‘πλοκή’ του να μας πηγαίνει στα ύστερα χρόνια του Γκαριμπάλντι, στο ερημικό νησί Καπρέρα, του συμπλέγματος Μανταλένα, πλησίον της Σαρδηνίας, που μαζί με τα υπόλοιπα νησιά φτιάχνουν μια σχεδόν κλειστή θαλάσσια περιοχή («λιμνοθάλασσα»).
Εκεί απεσύρετο κατά καιρούς, και στα τελευταία χρόνια της ζωής του οριστικά, ο Γκαριμπάλντι. Από εκεί ανακαλεί την Ρώμη και εστιάζει στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, την έδρα του Πάπα, «στην ολονέν απομακρυνόμενη/ πλατεία/ να σεργιανίζουν/ όλος τούτος ο συρφετός των ανθρώπων με τη σκατωμένη βελάδα/ −κύκλω οι ασεβείς περπατούν−». Εκεί, στην Καπρέρα, και ο τάφος του: «τα νησιά/ όπου πετούν/ σωρούς/ τα κόκκαλα και τις καυκάλες των νεκρών». Εκεί και η προτομή του: «βλέπεις εκείνο το μνημείο/ εκεί πέρα/ θ’ ανοίξουμε την πόρτα/ και θα μπούμε:/ εκεί θε να σε πάρω αγκαλιά/ κι αγκαλιασμένοι έτσι μια για πάντα/ θα χαθούμε/ μεσ’ στης Δευτέρας Παρουσίας/ τα πολύχρωμα/ γυαλιά» (η επαναστατική, μπολσεβίκικη και για τον Εγγονόπουλο προοπτική, το «δεύτερο στάδιο», όπως έλεγαν τότε τη σοσιαλιστική επανάσταση).
Να προσθέσω, ότι το «Κλέλια» χρησιμοποιείται ως υποκοριστικό του ονόματος Κλειώ, που ήταν η μούσα της Ιστορίας, ενώ υπάρχει και η ‘ροδοειδής’ καμπύλη της γεωμετρίας, ‘κλελία’, που μάλιστα χρησιμοποιήθηκε προς λύσιν του ‘προβλήματος της Δήλου’...
Για την παρουσίαση αλλά και τον συσχετισμό των δύο ποιημάτων, καθώς και του «Μπολιβάρ», δεν αρκεί βέβαια η έκταση του παρόντος σημειώματος. Πάντως, αυτή την επιστροφή του Εγγονόπουλου στον Γκαριμπάλντι, με το ποίημα «Κλελία», θα πρέπει να τη θεωρήσουμε και ως υπόμνηση του «Ευγενικού Μυθιστορήματος», το οποίο άλλωστε πολύ απότομα τελειώνει, σχεδόν διακόπτεται.
Αν και το (μη) τέλος του αποτελεί ταυτόχρονα μια ένδειξη/προτροπή για την πραγματολογική του αγκύρωση: «και για να χυθεί και πλήρες φως στο ευγενικόν τούτο/ το μυθιστόρημα όπου εδώ τελειώνει/ αρκεί μονάχα το όνομα της γυναικός/ που ελεγόντανε»...

Η εμπλοκή. Από την έναρξη του ιταλο-ελληνικού πολέμου και μετά, το «Ευγενικό Μυθιστόρημα» βρίσκεται κάτω από ισχυρότατα περιρρέοντα συμφραζόμενα, που καθιστούν την έκδοσή του μάταιη. Οι παραλληλίες, οι αντιστοιχήσεις και οι γενικεύσεις του δεν μπορούν να λειτουργήσουν, πόσω μάλλον που ο Μουσολίνι έχει ήδη διεκδικήσει για λογαριασμό του αφηγήματός του την πορεία του Γκαριμπάλντι προς την Ρώμη, αλλά ακόμα και τη συμμετοχή των γαριβαλδινών στους ελληνο-οθωμανικούς πολέμους:

«Το γιατί [μισούν οι Έλληνες τους Ιταλούς], είναι ένα μυστήριο. Ίσως επειδή ο Σαντόρε Σανταρόζα έφυγε από την πατρίδα του το Πεδεμόντιο για να πεθάνει αφελώς και ηρωικώς για την Ελλάδα στην Σφακτηρία. Ίσως επειδή ο Γαριβαλδινός από το Φορλί, Αντόνιο Φράττι, επανέλαβε την ίδια πράξη ύψιστης αφέλειας εβδομήντα χρόνια αργότερα, πέφτοντας στον Δομοκό
Μπενίτο Μουσολίνι, 18 Νοεμβρίου 1940,
ομιλία στο Παλάτσο Βενέτσια της Ρώμης

Παρ’ ότι, τόσο ο Μπολιβάρ όσο και ο Γκαριμπάλντι υπήρξαν διεθνικά επαναστατικά σύμβολα, γι’ αυτό και τους επιλέγει ο Εγγονόπουλος, ώστε, εν ταυτώ, να μιλήσει για την ελληνική επανάσταση και την αντίσταση στον φασισμό, να επαναδιατυπώσει και να ριζοσπαστικοποιήσει εκ νέου τη νεοελληνικότητα, να εκφράσει τη διάχυτη επαναστατικότητά του, η ιταλικότητα του Γκαριμπάλντι δημιουργούσε, στα ελληνικά συμφραζόμενα, μια περιοριστική σημασιολογική ταύτιση.
Επιπλέον, αφού το ποίημα «Μπολιβάρ» μέχρι τον θάνατο του Εγγονόπουλου (και αρκετές δεκαετίες αργότερα...) παρέμενε πραγματολογικά ακατανόητο και μετέωρο, όπως και το ιστορικό του σχήμα, θα ήταν ιδιαίτερα μάταιη η έκδοση του προγενέστερου «Ευγενικού Μυθιστορήματος», ως μια αντίστοιχη σύνθεση, με την ίδια τεχνική και την ίδια ιστορική στόχευση. Πόσω μάλλον, που η κορύφωση «Μπολιβάρ» καθιστούσε το υψίπεδο, «Ευγενικό Μυθιστόρημα», δεδομένο, αν και από μίας μόνο απόψεως όχι περιττό.

Έξοδος. Γιατί έτσι το ίχνος της ποιήσεως, και δι’ αυτής το ίχνος της ιστορίας, και πάλι το ίχνος της ποιήσεως. Γκαριμπάλντι, λοιπόν, όπως Μπολιβάρ, και όπως Κολοκοτρώνης, και όπως Εγγονόπουλος, διά χειρός Κώστα Βούλγαρη, αφού και το «Ευγενικό Μυθιστόρημα» και το ποίημα «Κλελία» ‘ξεκλειδώνονται’ μόνο με τον ίδιο τρόπο ανάγνωσης του «Μπολιβάρ» και άλλων ποιημάτων και πινάκων του Εγγονόπουλου, τρόπος που είναι κατατεθειμένος στο βιβλίο μου «Ο Κολοκοτρώνης ωραίος σαν Μπολιβάρ. Ο Νίκος Εγγονόπουλος απέναντι στο μακρυγιαννισμό», το οποίο, έτσι, όχι μόνο αποκτά μία ακόμη συνηγορία/επιβεβαίωση αλλά και διευρύνεται περαιτέρω. Ας κλείσουμε με το «Ευγενικό Μυθιστόρημα», με τον Γκαριμπάλντι-Εγγονόπουλο:

«τα λόγια που έλεγε δεν πρόκειται εγώ/ εδώ ναν τ’ αραδιάσω/ άλλωστε δεν είν’ κι’ ολότελα χαμένα/ η ηχώ μια μέρα θαν τα ξαναφέρει/ αδιάφορο όσα περάσουν χρόνια/ ίσως με τη σωστή σειρά κι’ ίσως τ’ ανακατέψει/ ένα είναι βέβαιο: πως θαν τα ξαναφέρει/ και τότε όσοι έχουν αυτιά ας τ’ ακούσουν».

Δεν υπάρχουν σχόλια: