Του Χρίστου Μάη*
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΟΛΧΟ, Η Κοινοτοπία του Καλού. Ένα εβραιόπουλο στην Ελλάδα της Κατοχής, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 328
«Οι ζοφεροί καιροί δεν είναι κάτι καινούργιο, δεν αποτελούν κάτι σπάνιο στην ιστορία. Πεποίθησή μου, το υπόβαθρο που πάνω του ζωγραφίζω τις προσωπογραφίες αυτές, είναι ότι ως και στους πιο ζοφερούς καιρούς έχουμε το δικαίωμα να περιμένουμε μιαν έκλαμψη και ότι μια τέτοια έκλαμψη ενδέχεται κάλλιστα να έρθει από το αβέβαιο, τρεμουλιάρικο και συχνά ασθενικό φως, που ορισμένοι άνθρωποι θ’ ανάψουν με τη ζωή και το έργο τους και θα το σκορπίζουν όσο ζουν».
Αυτά έγραφε η Χάνα Άρεντ στο δοκίμιό της Άνθρωποι σε ζοφερούς καιρούς (Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1998), απ’ όπου και δανείζομαι τον τίτλο του παρόντος άρθρου. Το θυμήθηκα διαβάζοντας την αφήγηση του Αντώνη Μόλχο για τα παιδικά του χρόνια και, συγκεκριμένα, στη φράση «[η] ζωή μου συνδέθηκε με τη δική σας σε χαλεπούς καιρούς». Αυτό είχε γράψει η καθολική Αδελφή Ελένη, η οποία συνεισέφερε στη σωτηρία του ίδιου και της μητέρας του, στη μητέρα του συγγραφέα, μετά τον πόλεμο. Η φράση μάλιστα αυτή εμφανίζεται στην ίδια σελίδα όπου ο συγγραφέας αναφέρεται στην «κοινοτοπία του καλού» (σ. 172), προκειμένου να περιγράψει την ύπαρξη «καλοπροαίρετ[ων] και ανιδιοτελ[ών] ανθρώπων [που ενώ] δεν ήταν εύκολο να αγνοήσουν τους κινδύνους που διέτρεχαν αυτοί και οι οικογένειές τους περιθάλποντας κάποια όπως [τ]η μητέρα [τ]ου», το έκαναν για λόγους αξιοπρέπειας.
Ο Αντώνης Μόλχο επιχειρεί μια οικογενειακή αυτοβιογραφία. Δεν μπορώ να χαρακτηρίσω αλλιώς αυτό το πολύ ενδιαφέρον πόνημα το οποίο βασίζεται τόσο στις δικές του αναμνήσεις όσο και της οικογένειάς του, και τις οποίες του διηγήθηκαν κατά διαστήματα τα υπόλοιπά μέλη της, και που αφορούν (κυρίως) στην περίοδο της Κατοχής. Αν και θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως κάθε αυτοβιογραφία, κάθε μαρτυρία, κουβαλάει (και) τη μνήμη των άλλων, μιας και το περιβάλλον μας μάς καθορίζει. Το κείμενο είναι σαφώς μαρτυρία, αλλά μαρτυρία ενός ιστορικού. Τα πρώτα δύο κεφάλαια αποτελούν μια συνθετική ιστορία της εβραϊκής κοινότητας της πόλης μέχρι την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μέσα από οικογενειακές μικροϊστορίες, κυρίως σε σχέση με τους παππούδες και τις γιαγιάδες του και αντίστοιχα οικογενειακά τεκμήρια (φωτογραφίες) που σώζονται. Είναι εξίσου παρούσα όμως και η υπάρχουσα ιστοριογραφία ως προς την ισραηλιτική κοινότητα της Θεσσαλονίκης, μιας και μπορεί να απουσιάζουν οι παραπομπές, αλλά υπάρχει το ιστορικό αφήγημα, εμπλουτισμένο, διασταυρούμενο ή και επιβεβαιωμένο από την ιστορία της οικογένειας του συγγραφέα. Το γεγονός πως η μνήμη αποτελεί μια οικογενειακή υπόθεση, δεν σημαίνει και ενιαιότητα στη θέση και τη στάση απέναντι στα γεγονότα. Όταν λ.χ. περιγράφει το ζευγάρι χριστιανών το οποίο τον έκρυψε στη Θεσσαλονίκη με κίνδυνο της ζωής του, κι ενώ οι γονείς του είχαν ήδη φύγει για την Αθήνα, ο συγγραφέας τους τοποθετούσε σαφώς στην πλευρά του Καλού. Οι γονείς του από την άλλη, οι οποίοι επισκεπτόμενοι το ζεύγος μετά την Κατοχή εντόπισαν τις κουρτίνες τους στο σπίτι των χριστιανών, μάλλον τους τοποθέτησαν στο Κακό, παρά το καλό που τους είχαν κάνει. Για τη γενιά που βίωσε με πλήρη συνείδηση τον πόλεμο, τον μεταπόλεμο, αλλά και την προπολεμική ζωή, αυτές οι αντιφάσεις στη ζωή των ανθρώπων, αυτές οι αντιφατικές στάσεις και πράξεις μετρούσαν διαφορετικά.
Για τον συγγραφέα, που η ζωή του ξεκινά με την Κατοχή, και που η ύπαρξή του καθορίστηκε, κυριολεκτικά, από τη στάση των ανθρώπων αυτών, τα κριτήρια είναι διαφορετικά, και η κατάταξή τους είναι μάλλον από την πλευρά του Καλού. Ίσως αυτός ο στοχασμός, όπου οι άνθρωποι δεν ορίζονται ως απόλυτα καλοί ή κακοί, να αποτελεί μια ενδιαφέρουσα πτυχή πάνω στην οποία θα πρέπει να στοχαζόμαστε πιο συχνά, όχι για να σχετικοποιούμε πρόσωπα και καταστάσεις αλλά για να προχωράμε σε ιστορικές ερμηνείες μακριά από αφορισμούς.
Ο συγγραφέας, σε ένα αναστοχαστικό κείμενο, αναμετριέται προσωπικά και διανοητικά με τα ερωτήματα της ταυτότητας, της δικής του, της οικογένειάς του, αλλά και μιας ολόκληρης κοινότητας, ανάμεσα στην εθνοθρησκευτική (του εβραίου) και την πολιτειακή (του Έλληνα), τα ζητήματα του ανθρωπισμού (μέσα από τις περιπέτειες που έζησε στην Κατοχή), τον επικαθορισμό και της δικής του ζωής στη Θεσσαλονίκη μετά το Ολοκαύτωμα, και στη νέα αμερικανική του ζωή και ταυτότητα. Συνάμα, αναφέρεται στη συμβίωση χριστιανών και εβραίων, στην οποία χρωστά και το χριστιανικό του όνομα, στη Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου, αλλά και αρμενίων, θυμίζοντάς μας, μέσα από μικρά περιστατικά, πως η πόλη αυτή υπήρξε, εθνοτικά κι άρα συμβιωτικά, πιο πλουραλιστική και σύνθετη απ’ όσο (επιλέγουμε να) τη θυμόμαστε ή απ’ όσο είναι σήμερα.
* Ο Χρ. Μάης διδάσκει Πολιτισμικές πρακτικές και εκδοτική παραγωγή στο Τμήμα Πολιτισμού και Δημιουργικών Μέσων και Βιομηχανιών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου