Του Βαγγέλη Σαράφη*
Η επέτειος για τη διακοσιετηρίδα από την έναρξη της Επανάστασης του ’21 βρίσκει τη χώρα εν μέσω πανδημίας, συγκυρία που επέδρασε στην εξέλιξη των εορταστικών εκδηλώσεων. Μολαταύτα, ζούμε στην καρδιά ενός πληθωριστικού φαινομένου, έστω κι αν αυτό δέχθηκε προσαρμογές, κυρίως ως προς τη μορφή των δράσεων, μέσα από τις ψηφιακές απαντήσεις στον παρατεταμένο εγκλεισμό.
Οι επέτειοι, σε συμβολικό επίπεδο, αποτελούν πεδία πολλαπλών ερμηνειών και προσλήψεων, οι οποίες κάποτε είναι συγκλίνουσες κι άλλοτε ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Οι ερμηνευτικές προσεγγίσεις και οι προσλήψεις αυτές έρχονται να επιβεβαιώσουν τα κυρίαρχα εθνικά αφηγήματα ή να τα δοκιμάσουν, να αναδείξουν κι άλλες οπτικές, να δημιουργήσουν ρωγμές, ακόμη κι όταν αυτό δεν αποτελεί διακηρυγμένο καταστατικό τους στόχο. Η ιστορική επιστήμη, με τις μεθοδολογικές της προϋποθέσεις, μέσα από τη συστηματική κι επίμονη προσέγγιση των τεκμηρίων και τη δοκιμή ερμηνειών, συνεισφέρει στον δημόσιο διάλογο νέες προσεγγίσεις, νέα ερωτήματα, και επιχειρεί κάποιες απαντήσεις προς την κατεύθυνση της πληρέστερης κατανόησης του παρελθόντος.
Η φετινή επέτειος έρχεται στον απόηχο μιας ιστοριογραφικής συζήτησης, που άνοιξε πριν από δύο δεκαετίες, στην αυγή του 21ου αιώνα[1], στην οποία επισημάνθηκε το χαμηλό επιστημονικό ενδιαφέρον για την επανάσταση του ’21 στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Αυτοί οι προβληματισμοί υποκρύπτουν, εν μέρει, διαψευσμένες ιστοριογραφικές προσδοκίες των γενεών Ελλήνων ιστορικών που ανανέωσαν τη νεοελληνική ιστοριογραφία από τη δεκαετία του ’60 και κυρίως μετά το 1974, μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης αλλαγής που βίωσε η χώρα αυτή την περίοδο, ωστόσο αποτυπώνουν μια πραγματικότητα. Από τη δεκαετία του ’70 τα ερευνητικά ενδιαφέροντα των Ελλήνων κι Ελληνίδων ιστορικών, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και την ανάπτυξη της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας και της ιστορίας των νοοτροπιών, προσανατολίστηκαν στην κατανόηση των όρων οργάνωσης του «Νέου Ελληνισμού», των ελληνικών πληθυσμών, δηλαδή, υπό την οθωμανική και τη βενετική κυριαρχία. Έτσι, για παράδειγμα, μελετήθηκαν οι κοινότητες και ο ρόλος των κοινοτικών αυθεντιών, η ελληνική διασπορά, ο διαφωτισμός, η οργάνωση της εκπαίδευσης κ.λπ. Κι ακόμη η ιστορική έρευνα προσανατολίστηκε στην κατανόηση των όρων συγκρότησης του ελληνικού κράτους μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας του (1830).
Η στροφή αυτή, μαζί με άλλους παράγοντες, μείωσαν το ερευνητικό ενδιαφέρον για την Επανάσταση κατά τις επόμενες δεκαετίες. Ας υπενθυμίσουμε μία, κάπως παράδοξη, σύμπτωση, στα 1961, μια δεκαετία δηλαδή πριν από την επέτειο των εκατόν πενήντα χρόνων, ο Peter Topping σχολίαζε πως οι σύγχρονοί του Έλληνες ιστορικοί χαρακτήριζαν το επίπεδο της ιστορικής γνώσης για την Επανάσταση του 1821 ως ένα τρομερό κενό («terrible lacuna»).
Σήμερα βιώνουμε την αντιδρομή· παρατηρούμε πλήθος δράσεων, αυτό που θα λέγαμε ότι αποτελεί ένα πληθωριστικό φαινόμενο του σχετικού ερευνητικού ενδιαφέροντος. Το ’21 από το «περιθώριο» μετατέθηκε στο επίκεντρο των ζητήσεών μας: όχι μόνο των επαγγελματιών ιστορικών αλλά συνολικότερα. Οι ακαδημαϊκοί και ερευνητικοί φορείς, τα μουσεία και οι πινακοθήκες, οι δήμοι κι άλλοι φορείς οργάνωσαν τις δράσεις τους (νέες εκδοτικές σειρές, ερευνητικά προγράμματα, συνέδρια, εκθέσεις, δημόσιες διαλέξεις, θεατρικές και μουσικές παραστάσεις, εκπομπές και ντοκιμαντέρ). Υπήρξαν χρηματοδοτήσεις, κρατικές ή προερχόμενες από ιδιωτικές πρωτοβουλίες. Αυτά δημιουργούν ένα αίσθημα ευφορίας, παρά την κόπωση ενός πεπερασμένου ειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού να αντεπεξέλθει στις ανάγκες της μεγάλης «ζήτησης» στην περίοδο του πληθωρισμού. Κι ακόμη, το μπόλιασμα των σπουδών για το ’21 με τη ματιά ιστορικών, και τη σκευή τους, που εξειδικεύονταν σε άλλες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, έφερε ερωτήματα και ερμηνευτικά σχήματα που δεν απασχολούσαν μέχρι σήμερα την ιστοριογραφική συζήτηση για την Επανάσταση.
Παρά το αίσθημα ευφορίας τίθενται ορισμένα ζητήματα. Πρώτον, πώς η έγκυρη, υπεύθυνη ιστορική έρευνα και γραφή σε αυτήν την ευνοϊκή συνθήκη μπορεί να στήσει τις απαραίτητες γέφυρες με το ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, μια διαδικασία που, κατά τη γνώμη μου, αποτελεί αποκλειστική ευθύνη -και υποχρέωση- της επιστημονικής κοινότητας.
Δεύτερον, στη φάση του πληθωρισμού ελλοχεύουν και κίνδυνοι. Οι «εξωεπιστημονικοί άνεμοι» είναι πάντοτε έτοιμοι να πνεύσουν με μεγάλη ισχύ. Στη συγκυρία μας, όμως, είναι προφανές και τούτο: η ταχύτητα με την οποία γίνονται ορισμένες έρευνες, η επιφανειακή προσέγγιση των τεκμηρίων κι ακόμη, ορισμένες φορές, η επιλεκτική αξιοποίηση των ήδη γραμμένων, και άρα μ’ έναν τρόπο των ήδη γνωστών, έχει ως αποτέλεσμα μια πληθώρα μελετών που δεν ανταποκρίνεται στα σύγχρονά μας ιστοριογραφικά αιτήματα κι ίσως, κάποιες φορές, ακόμη και να ξεστρατίζουν τη συζήτηση.
Οι σπουδές για το ’21, πιθανόν, μετά την παρέλευση του επετειακού έτους, να αντιμετωπίσουν πάλι την άμπωτη, το χαμηλό σχετικό ενδιαφέρον μέχρι την επόμενη ευκαιρία. Αν και μια τέτοια εξέλιξη μοιάζει αρκετά προβλέψιμη, θα πρέπει να την αντιπαλέψουμε και μετά την επέτειο να αξιολογήσουμε κριτικά τη συγκομιδή της, να σταχυολογήσουμε ό,τι ουσιαστικά διευρύνει τον ορίζοντά μας, να δούμε σε ποιο επίπεδο έφτασε η συλλογική μας ιστορική γνώση και να χαρτογραφήσουμε εκ νέου τα desiderata της ιστορικής έρευνας για την Επανάσταση του 1821.
* Ο Βαγγέλης Σαράφης είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας ΕΚΠΑ, συνεργάτης του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών ΕΙΕ
[1] Βλ. Σπύρος Ασδραχάς, «Το “παράδοξο” μιας απουσίας», εφημ. Η Αυγή, 24 Μαρτίου 2001, και Χρήστος Λούκος, «Η Επανάσταση του 1821: από κυρίαρχο αντικείμενο έρευνας και διδασκαλίας στην υποβάθμιση και στη σιωπή», στο Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης - Τριαντάφυλλος Ε. Σκλαβενίτης (επιμ.), Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας, 1833-2002: Πρακτικά, τ. 1, Αθήνα, ΚΝΕ/ΕΙΕ, 2004, σ. 579-594.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου