ΤΟΥ
ΓΙΩΡΓΟΥ ΒΑΡΘΑΛΙΤΗ
Η
Μητέρα Θεού έχει παγιωθεί στη συνείδησή μας ως η καλύτερη ποιητική
σύνθεση του Άγγελου Σικελιανού. Όχι μόνον επειδή είναι ένα μνημείο καθαρής
ποίησης, ύψιστης εσωτερίκευσης και έντασης, όπου όλα τα εξωτερικά στοιχεία
–δράση, θέμα, νοηματικός ειρμός– έχουν αναχωνευθεί στη λυρική κάμινο σε τέτοιο
βαθμό, ώστε να μην είναι με την πρώτη αλλά με τη δεύτερη και με την τρίτη ματιά
αναγνωρίσιμα. Μήτε μόνο χάρη στη βαθιά θρησκευτικότητα που τη διαπνέει και που
πάει πέρα από τον δογματικά περιχαρακωμένο Χριστιανισμό. Στη Μητέρα Θεού ο
Σικελιανός κατακτά και σαν τεχνίτης την πλέριά του ωρίμανση, είναι πλέον ο
απόλυτος κάτοχος της τέχνης του. Θέλω να πω, βρίσκει εκείνη την πειθαρχία που
απουσίαζε στις πρώτες δημιουργίες του. Η κάποια στιχουργική –ηθελημένη
οπωσδήποτε– ατημελησία του Αλαφροΐσκιωτου δείχνει εντούτοις πως ο
οιστρηλατημένος νεότατος Απολλωνίδης δεν μπορεί να πειθαρχήσει σε αυστηρούς
κανόνες. Οι θαυμάσιες, πάλι, συνθέσεις που περιλαμβάνονται στην Ουρανία
Αφροδίτη μάς παρουσιάζουν έναν τεχνίτη καθ' οδόν προς την αρτιότητα.
Αφήνω κατά μέρος τους τολμηρούς πειραματισμούς των Συνειδήσεων.
Στη Μητέρα Θεού ο Λευκάδιος δημιουργός
παίρνει το ομοιοκατάληκτο δίστιχο της κρητικής παράδοσης και το αυτονομεί σε
ξεχωριστές στροφές, φορτίζοντάς το στο έπακρον από κάθε άποψη. Είναι το στιχουργικό
επίτευγμα του Σικελιανού –δεν είναι το μόνο– που εναρμονίζεται βαθύτερα με τη
ρυθμικήν υφή της γλώσσας μας και που άσκησε τη μεγαλύτερην επίδραση στους
μεταγενέστερους, από τον Γιάννη Ρίτσο του Επιταφίου μέχρι τον Παντελή
Πρεβελάκη του Νέου Ερωτόκριτου.
Συγκριτικά
με τη Μητέρα Θεού, το Πάσχα των Ελλήνων, ενώ κερδίζει σε έκταση
και εύροια, χάνει σε ένταση και λυρική καθαρότητα. Εύκολα θα μπορούσε κανείς να
επισημάνει κάμποσες αδυναμίες: ρυθμική μονοτονία, καθώς μια σύνθεση περίπου δύο
χιλιάδων στίχων είναι γραμμένη απαρέγκλιτα στα ίδια ομοιοκατάληκτα τετράστιχα,
θόλωμα του νοήματος σε κάποια –όχι πολλά όμως– σημεία, οφειλόμενη στην
προσπάθεια του Σικελιανού να αρματώσει μια τόσον εκτεταμένη σύνθεση με πλούσιες
ρίμες, πράμα που συμπαρασύρει, όπως θα έλεγε ο Ελύτης, ένα υλικό άσχετο με την
αρχική έμπνευση, μοιραία αφηγηματικά περάσματα, όπου ο “τόνος” πέφτει. Κυρίως
όμως ενοχλεί η σκιαγράφηση των Γραφικών προσώπων. Πάρτε για παράδειγμα τον
μαιναδισμό της Μαριάμ, που κάπου τη βλέπουμε να αγάλλεται μέσα στην καταιγίδα. Όσο
για τον Ιωσήφ, ο Σικελιανός δεν ξέρει τι να κάνει αυτόν τον ενοχλητικό
κομπάρσο, που καταντά στα χέρια του σχεδόν κωμικό πρόσωπο. Φυσικά, πάμπολλα
είναι τα προτερήματα του μεγαλόπνοου αυτού εγχειρήματος που μας αποζημιώνουν
για όλα αυτά τα ελαττώματα: οι θαυμάσιες περιγραφές της φύσης, ένας διάχυτος
ευδαιμονισμός, και εδώ κι εκεί κάποιες λυρικές κορυφώσεις, όπως είναι ο ύμνος
στον αρματωμένο Έρωτα.
Μέσα όμως στο Πάσχα των Ελλήνων υπάρχει
μια σύνθεση άρτια από κάθε άποψη. Εννοώ τον “Δωδεκαετή”. Η λυρική ένταση εδώ ζευγαρώνεται
με τη νοηματική διαύγεια, η αφήγηση κρηπιδώνει την εμπνοή. Κι η σκιαγράφηση των
προσώπων είναι άψογη. Ο Ιωσήφ κι η Μαριάμ είναι ένα απλό ζευγάρι χωρικών, ο
δωδεκάχρονος Ιησούς είναι ο ίδιος ο Σικελιανός σαν παιδί, είναι κάθε παιδί που
κοιτάζει, για πρώτη φορά, θαμπωμένο τον κόσμο. Η φύση, η προσκυνηματική
εκδρομή, η θρησκευτική πανήγυρις, ο ναός, όλα αυτά ιδωμένα με παιδικά μάτια,
παίρνουν μια διάστασην εδεμική.
Ας θυμίσω πως ο “Δωδεκαετής” ιστορεί το ταξίδι
που έκανε ο δωδεκάχρονος Ιησούς με τους γονείς του από τη Βηθλεέμ στα
Ιεροσόλυμα, τη Είσοδό του στον ναό, το πώς ξέμεινε μέσα και θάμπωσε τους ιερείς
με τη σοφία του, ενώ η Παναγιά κι ο Ιωσήφ είχαν πάρει το δρόμο του γυρισμού,
δηλαδή το επεισόδιο που αφηγείται ο Λουκάς. Ο Σικελιανός ζωντανεύει την
ευαγγελική διήγηση, βάζει μέσα της την ελληνική και μεσογειακή φύση –ελαιώνες,
λαγκάδια, κεδρώνες–, ανασταίνει την αρχαία Ιερουσαλήμ, που βουΐζει από το
σκοτεινό μελίσσι των προσκυνητών, μας ξεναγεί στον ναό του Σολομώντα με την
κιβωτό, που τη σκεπάζουν τα γιγάντια Χερουβείμ, τους αναμμένους λύχνους, το
βιβλίο των Νόμων, το στολισμένο με βαρύτιμα πετράδια, κάνει να αντηχήσουν στα
αυτιά μας οι δαυϊδικοί ψαλμοί.
Ο ενήλικας που τον έχει προσβάλει η αρρώστια
της ανίας δεν θα θεραπευτεί από τον δαίμονά του, ακόμα κι αν ταξιδέψει στα πιο
εξωτικά μέρη – την Ταϊλάνδη, το Θιβέτ, την Καραϊβική. Για το προικισμένο, όμως,
παιδί μιας άλλης εποχής η εκδρομή στο πανηγύρι του διπλανού χωριού ήταν μια
πρωτόγνωρη εξερευνητική περιπέτεια, γεμάτη μυστήρια κι ανακαλύψεις.
Δύσκολα
θα έβρισκα, τουλάχιστον στη δικιά μας ποίηση, ένα στιχηρό πιο επιβεβαιωτικό
εκείνης της μυστικής σύνδεσης του ποιητή με την παιδικήν ηλικία, τέτοιαν όπως
την διατύπωσε ο Baudelaire.
Αξίζει να τον παραθέσω: “υποθέστε πως ένας καλλιτέχνης βρίσκεται, πνευματικά,
στην κατάσταση του αναρρωνύοντος... Η ανάρρωση μοιάζει με επιστροφή στην
παιδικήν ηλικία. Ο αναρρωνύων διαθέτει, όπως και το παιδί, στον ύψιστο βαθμό,
την ικανότητα να ενδιαφέρεται ζωηρά για οτιδήποτε, ακόμα και για το πιο σύνηθες
φαινομενικά...Το παιδί βλέπει τα πάντα σαν καινούργια. Είναι πάντα μεθυσμένο. Τίποτε
δεν μοιάζει περισσότερο με ό,τι αποκαλούμε έμπνευση από τη χαρά που έχει ένα
παιδί όταν ρουφάει άπληστα τα χρώματα και τις μορφές. Υποστηρίζω πως η έμπνευση
έχει μιαν ορισμένη σχέση με τη συμφόρηση και πως κάθε υψηλή σκέψη συνοδεύεται
από νευρικό κλονισμό, που αντηχεί μέχρι τον εγκέφαλο. Ο ιδιοφυής έχει γερά
νεύρα. Το παιδί αδύναμα. Στον ιδιοφυή δεσπόζει η λογική. Στο παιδί η ευαισθησία
διακατέχει ολόκληρη την ύπαρξη. Η ιδιοφυία όμως είναι η θεληματική επιστροφή
στην παιδικήν ηλικία (le
genie
est l'enfance retrouvée à volonté)”.
Ποιός
θα διαφωνούσε πως, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ο Σικελιανός στον
“Δωδεκαετή” ανασταίνει θεληματικά την παιδικήν ηλικία;
Νομίζω
πως, για αυτόν τον λόγο, θα άξιζε να τοποθετήσουμε τον “Δωδεκαετή” τουλάχιστον
στο ίδιο βάθρο με την Μητέρα Θεού, δηλαδή ως τη δεύτερη κορυφαία στιγμή
του πρώτου Σικελιανού.
Σε
ετούτο το σημείο, δηλαδή στην enfance retrouvée à volonté, μόνον
ένας τον ξεπερνάει: ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου