Στήβεν Αντωνάκος, Untitled, 1969, 46 x 66 εκ. / cm, μεταξοτυπία σε γυαλιστερό μαύρο επενδυμένο χαρτί (15/50) |
ΤΟΥ
ΦΟΙΒΟΥ ΓΚΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Διάβασες τον Οδυσσέα του Τζόις; -με ρωτά ο νεαρός μου φίλος, σαν να εξαρτιόταν
απ’ αυτό η γνώση μου σε θέματα λογοτεχνίας. Για να τον καθησυχάσω του λέω ότι
αυτό το καλοκαίρι, έχοντας χρόνο και υπομονή, θέλησα να κάνω μια «φυσιολογική»
ανάγνωση, σαν αναγνώστης και όχι μελετητής, και να πιστοποιήσω αν οι παλιοί
ενθουσιασμοί μου αντιστέκονταν αναλλοίωτοι.
Ο Οδυσσέας
υπήρξε ένα από τα μυθικά βιβλία της νιότης μου και είχε μια σημαντική
επίδραση στη διαμόρφωσή μου και στη μετέπειτα πορεία μου. Όταν τη δεκαετία του
’70 το διάβασα για πρώτη φορά στα αγγλικά, λόγω της δυσκολίας του κειμένου και
της ανεπάρκειάς μου στη γνώση της γλώσσας, το διάβασα επιφανειακά και
κομματιαστά, και με ένα είδος πείσματος που διακρίνει το νεαρό της ηλικίας. Μου
φαινόταν ότι αν κατάφερνα να το καταλάβω και να φτάσω στη τελευταία σελίδα, θα
ανακάλυπτα όλα τα μυστικά της τέχνης της γραφής. Έτσι, με πολύ μεγάλη θέληση, προχώρησα σιγά σιγά όπως κάποιος που
εξερευνά μια νέα και μυστηριώδη ήπειρο. Και ίσως μόνο τότε είχα μια ιδέα,
πρόχειρη κάπως, αλλά σίγουρα πιο αξιόπιστη από τότε που το διάβασα, τη δεκαετία
του ’90, τελικά στα ελληνικά, στη μετάφραση του Σωκράτη Καψάσκη (Κέδρος, 1990).
Ο Οδυσσέας
στα ελληνικά είναι διαφορετικός από το πρωτότυπο, ίσως περισσότερο από
οποιοδήποτε άλλο μεταφρασμένο βιβλίο. Όπως τον έχει συλλάβει ο Τζόις, ο Οδυσσέας θα πρέπει να διαβάζεται μόνο στα αγγλικά. Δεν είναι όπως τα άλλα
μυθιστορήματα που στη μετάφραση πάντα χάνουν κάτι, αλλά μεταφέρουν συναισθήματα
πολύ κοντά με εκείνα μιας ανάγνωσης στο πρωτότυπο. Εδώ όλα βασίζονται στον ήχο
της γλώσσας, στην αμεσότητα της αντίληψης αυτών των ήχων, στο ρυθμό των φράσεων
που είναι αρχιτεκτονικά κατασκευασμένες σαν μια μουσική παρτιτούρα∙ έτσι λοιπόν
η συγκίνηση της μεταδιδόμενης ανάγνωσης μειώνεται στο μισό, και συχνά
παρερμηνεύεται.
Όταν μιλούν οι αναγνώστες του Οδυσσέα που τον διάβασαν μόνο σε
μετάφραση, μιλούν για ένα βιβλίο που «μοιάζει» με τον Οδυσσέα, που έγραψε ο Τζόις. Διαβάζονται καλά σε μετάφραση Οι δουβλινέζοι∙ όχι ο Οδυσσέας, και ακόμη λιγότερο Η αγρύπνια των Φίννεγκαν, το τελευταίο
του Τζόις και το πιο αμετάφραστο.
Όλα τα παραπάνω για να πω ότι βρίσκω
γελοίες τις θέσεις ορισμένων αναγνωστών που, ή δεν διάβασαν πραγματικά ένα
βιβλίο, ή το προσέγγισαν μόνο επιφανειακά.
Ο Οδυσσέας
στην ελληνική μετάφραση μου φάνηκε ένα βιβλίο κουραστικό, τεχνικά
εμπνευσμένο, αλλά δύσκολα συγκρίσιμο με τα μεγάλα βιβλία που συνήθως μπαίνουν
δίπλα του, εκείνα του Κάφκα, του Προυστ ή του Μούζιλ, που μου αρέσουν
περισσότερο, και μου φαίνονται πιο «πετυχημένα» και, κατά κάποιο τρόπο, πιο
«ανθρώπινα». Διαφορετικά από αυτά, ο Οδυσσέας
απαιτεί από τον αναγνώστη μεγάλη προσπάθεια, που συχνά πρέπει να διακόπτεται
από έναν «οδηγό ανάγνωσης», με σχόλια, γλωσσάριο και σημειώσεις που να επεξηγούν
τις συνεχείς παραπομπές που είναι γεμάτες οι σελίδες. Κι αναρωτιέμαι, πιο άλλο
βιβλίο σύγχρονου συγγραφέα απαιτεί έναν τέτοιο εξοπλισμό;
Στην Ελλάδα όταν ακουμπάμε τον Τζόις
φτάνουμε σε διάφορες και απίστευτες απόψεις, που πολλές φορές βρίσκονται στο
υποσυνείδητο. Το να μιλάς άσχημα για τον Τζόις, ή τουλάχιστον να ασχολείσαι με
το έργο του, χωρίς να το μυθοποιείς, ή χωρίς να το ξαπλώνεις στο ανατομικό
κρεβάτι της εξειδικευμένης κριτικής, είναι σαν να μιλάς άσχημα για τον
Κολοκοτρώνη.
Ακόμη κι ο νεαρός μου συνομιλητής με
κοιτά καχύποπτα, και δεν μου φαίνεται καθόλου πεισμένος.
Να μην αγαπάς τον Τζόις, να μην τον
θεωρείς τον μεγαλύτερο συγγραφέα του 20ου αιώνα, αμφισβητώντας τον,
σημαίνει πολλά, ακόμη και χαρακτηριστικά εξω-λογοτεχνικά. Ενάντια σε κάθε
βιογραφική προβολή τελικά ο Τζόις ανήκει στη αριστερά. Ο Οδυσσέας είχε μια άμεση επιτυχία πωλήσεων, αγοράστηκε, και δεν
διαβάστηκε, από χιλιάδες μη-αναγνώστες που μέσα από αυτή την απόκτηση σκέφτηκαν
να βρεθούν στη θέση των σούπερ διανοουμένων.
Οι λίγοι –πιστεύω το πέντε τα εκατό- που αντίθετα είχαν την υπομονή να τον
διαβάσουν ως το τέλος, τον διάβασαν σε μετάφραση, και για λόγους που εξήγησα,
είχαν μια κατά προσέγγιση ιδέα. Και γι’ αυτό δεν αντιλαμβάνομαι την παθιασμένη
πολεμική τους και την αποδίδω σε εξω-λογοτεχνικούς λόγους, που εδώ σ’ εμάς,
προέρχονται από αλχημείες που δύσκολα αναλύονται, και πολλές φορές απαιτούν την
παρέμβαση του ψυχαναλυτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου