18/5/25

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την ατομική έκθεση της Χριστίνας Μήτρεντσε με τίτλο «The Wood Wide Web» που πραγματοποιείται στην γκαλερί Citronne στην Αθήνα (Πατριάρχου Ιωακείμ 19, Κολωνάκι, Αθήνα, 4ος όροφος). Μέχρι 31 Μαΐου.

Άποψη της έκθεσης «The Wood Wide Web» της Χριστίνας Μήτρεντσε στην γκαλερί Citronne. Φωτ.: Frank Holbein

Διδάσκοντας λογοτεχνία

Του Φοίβου Γκικόπουλου*
 
Το να διδάσκεις λογοτεχνία, σημαίνει να βρίσκεσαι σ’ ένα πλατύ επικοινωνιακό κύκλωμα. Οι αποδέκτες των ακαδημαϊκών μαθημάτων θα βρεθούν μια μέρα –αν τους συντρέξει η τύχη- καθηγητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Από εδώ, νέες φουρνιές αποδεκτών θα μετακομίσουν στις ακαδημαϊκές αίθουσες. Η μεταδιδόμενη «γνώση», μέσα από κυκλώματα που κάνουν μερικά χρόνια για να ολοκληρωθούν, επιστρέφει κατά κάποιο τρόπο στην αρχική της θέση. Μ’ αυτές τις φουρνιές –άρα και με τον εαυτό του- πρέπει να αναμετρηθεί ο δάσκαλος.
Η λογοτεχνία δεν είναι μόνον ένας τρόπος/τόπος επικοινωνίας: είναι επίσης κι ένας τύπος γνώσης. Κι αναρωτιόμαστε αν αξίζει τον κόπο ν’ ασχοληθούμε μαζί της σε διδακτικό επίπεδο. Πιστεύω ότι αν έχει νόημα η μελέτη άλλων τύπων γνώσης, για παράδειγμα τα μαθηματικά και η φιλοσοφία, έχει ένα νόημα και η μελέτη της λογοτεχνίας. Μια άρνησή της ως αντικείμενο μελέτης θα ήταν θεμιτή μόνον με τη λογική της ολικής άρνησης του συστήματος κουλτούρας όπου οι εμπειρίες συσσωρεύονται και οργανώνονται.
Βέβαια η κουλτούρα –μνήμη μιας συλλογικότητας- δεν είναι μια αθώα συσσώρευση πληροφοριών. Κουλτούρα είναι επίσης τα μέσα που οργανώνουν και αποθηκεύουν την πληροφορία. Κι αν λειτουργούν μηχανισμοί διατήρησης, πρέπει αναγκαστικά να ενεργοποιούνται και μηχανισμοί αποκλεισμού. Έτσι ώστε η κουλτούρα, όπως μεταδίδεται από τα πανεπιστήμιά μας, ως μνήμη μιας συλλογικότητας που ταυτίζεται με τις προνομιούχες τάξεις, αποκλείει τις εμπειρίες άλλων ομάδων. Έτσι και η λογοτεχνία θα είναι μια ταξική λογοτεχνία. Τότε όμως δημιουργούνται δύο προβλήματα:
1) είναι αναγκαίο να αντικρούσουμε tout court αυτή την επιλεγμένη λογοτεχνική κληρονομιά, αυτή την πολιτισμική αυθαιρεσία; Το ν’ αρνηθείς κάτι αφού το γνωρίσεις, μπορεί να είναι μια επιλογή, να το αρνηθείς a priori είναι μια αυτοκαταστροφική και παιδαριώδης συμπεριφορά,
2) αν δεν αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας στα ενδιαφέροντα και τα προγράμματα των προνομιούχων ομάδων, θα πρέπει αναγκαστικά να αντικαταστήσουμε συνολικά, ως αντικείμενο μελέτης, την αυθαιρεσία  της άρχουσας τάξης με την αυθαιρεσία των κατώτερων τάξεων; Αυτό θα σήμαινε ως επιλογή μελέτης μια κουλτούρα ανέκαθεν καταπιεσμένη και καταδικασμένη σ’ έναν ελάχιστο και ασφυκτικό χώρο, μια λογοτεχνία ισχνή και ακατάστατη, θα σήμαινε να πλησιάζεις γνώσεις και εμπειρίες μονοδιάστατες, ευνουχισμένες, ακρωτηριασμένες, κείμενα χωρίς εκείνες τις υγιείς ασάφειες που ευδοκιμούν μόνον σε ευρύχωρες και ανοικτές περιοχές. Μια τέτοια μελέτη έχει βέβαια κοινωνιολογικό ενδιαφέρον –και θα πρέπει γι’ αυτό να τη λάβουμε υπόψη μας- αλλά δεν θα βοηθήσει στο να διευρυνθεί ο ζωτικός χώρος μιας κουλτούρας που περιορίζεται στις στενές ζώνες της υπο-κουλτούρας.

Μια σημαντική έκδοση

Χριστίνα Μήτρεντσε, Psilocybin Made You a Fun Guy (Η ψιλοκυβίνη σε έκανε διασκεδαστικό τύπο) [Βιβλιοτοπίο XIV], λεπτομέρεια, 2023, vintage εξώφυλλα βιβλίων, εσώφυλλα, αποξηραμένα βρώσιμα μανιτάρια, κορδέλες, γράμματα βινυλίου, ακρυλικα, ξύλο, 105 x 80 εκ.

Του Άλκη Ρήγου
 
ΠΟΠΗ ΑΡΑΠΙΝΗ, Δουργούτι. Αρμένιοι και Έλληνες πρόσφυγες. Μνήμη και Ιστορία, Περιοδικό Αρμένικα, σελ. 351

Πρόκειται για ένα πολύμοχθο έργο, δουλειά ολόκληρης δεκαετίας .Το μοναδικό με αυτόν τον τίτλο στην ελληνική βιβλιογραφία. Εργασία στην κυριολεξία μερμηγκιού, που συγκέντρωσε κάθε διάσπαρτη γραπτή πηγή, πλήθος προφορικών μαρτυριών, αλλά και συμπεράσματα, όπου ένοιωθε η συγγραφέας ότι υπήρχαν αποσιωπήσεις ορισμένων πλευρών, όπως σημειώνει στον πρόλογό της. Το βιβλίο πλαισιώνεται από σπάνιο φωτογραφικό υλικό, ενδεικτικό της καθημερινής ζωής σ’ αυτό τον άναρχα δομημένο προσφυγικό συνοικισμό Αρμενίων και Ελλήνων, τρία παραρτήματα, με χάρτες της περιοχής, απογραφές Αρμενίων, πρακτικά συνεδριάσεων, και μια φωτοτυπία χειρόγραφης επιστολής του γνωστού Τσέτη, καπετάνιου Στεπάν Τζακιντζή, προς τον αρχηγό του, όπως τον προσφωνεί, λόγω της συμμετοχής του ως αξιωματικός της αρμένικης λεγεώνας στον πόλεμο της Μικράς Ασίας, Νικόλαο Πλαστήρα.
Είναι προφανές, ότι είναι αδύνατο να συνοψισθούν όλα αυτά σε ένα κριτικό σημείωμα μια. Θα εστιάσω λίγο όμως στην ίδρυση του συνοικισμού και στην ονομασία του. Πρόκειται για μια περιοχή τουρκικής μικρό ιδιοκτησίας, την οποία οι Αθηναίοι, μετά τη καθιέρωση της πόλης τους ως πρωτεύουσας, χρησιμοποιούσαν ως σκουπιδότοπο, και συνακόλουθα υπήρχαν και χοιροστάσια αλλά και πολλές μικρές καλλιέργειες, που παρά τις διαπιστωμένες ιδιοκτησίες, και τις διάφορες ονομασίες της περιοχής που καταγράφει η συγγραφέας, οι προφορικές μαρτυρίες επιμένουν να θέλουν παλιότερα να ανήκε σε ένα πασά ή αγά, που δεν διαπιστώνεται καν η ύπαρξή του, τον Ντουργούτ ή Δοργούτ, από όπου και το όνομα του προσφυγικού οικισμού Δουργούτι.

Το απείθαρχο μωσαϊκό

Της Μαρίας Μοίρα
 
ΆΡΗΣ ΜΑΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟΣ, Απάρνηση, Εκδόσεις Τόπος, σελ. 365

    
Ο Άρης Μαραγκόπουλος στο παρόν βιβλίο παρουσιάζει το τελευταίο μέρος της τριλογίας των «Κολυμπητών» (Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ και Ω! Τι υπέροχη εκδρομή) επιχειρώντας μια μυθιστορηματική επισκόπηση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης στη χώρα μας, και όχι μόνο. Σ’ αυτόν τον ύστατο μυθοπλαστικό απολογισμό, της μετά την πανδημία του covid συνθήκης, ο συγγραφέας με πολιτική διεισδυτικότητα και βαθιά ανθρώπινη συναίσθηση, με ανατρεπτικό χιούμορ και οξύνοια, εγρήγορση και παρήγορη αισθαντικότητα, συνθέτει ένα πολύχρωμο και πολύτροπο μωσαϊκό υποκειμένων, τόπων και  καταστάσεων.
Γράφει με ένα προφορικό ιδίωμα, με μια γλώσσα άμεση, ουσιαστική και λειτουργική, άλλοτε αποσιωπώντας με περίσκεψη και άλλοτε δηλώνοντας με παρρησία, όσα τον ανησυχούν βαθιά. Αφήνοντας ανολοκλήρωτες τις φράσεις στα σφιγμένα στόματα των χαρακτήρων, σαν διακεκομμένους μετέωρους συλλογισμούς. Με πικρή ειρωνεία συνεχίζει απτόητος να δρασκελίζει τα χρόνια και τους καιρούς, καταδεικνύοντας όσα ταλανίζουν και αποσταθεροποιούν τους νεότερους ήρωες της  τριλογίας και τους συντρόφους τους, στην Ελλάδα της απάθειας, της διαφθοράς και της ρεμούλας. Εξιστορώντας όσα εμπνέουν, εμψυχώνουν και δίνουν κουράγιο σ’ αυτούς τους επιγόνους των χαλκέντερων γηραιών κολυμπητών της μεταπολίτευσης με τις στερεοτυπικές κατηγοριοποιημένες απόψεις και τις άκαμπτες βεβαιότητες (ταξινομημένους στην ασφάλεια της παντοδύναμης δεξιάς, του κέντρου, της αριστεράς, της τέχνης και της διανόησης). Τους ήρωες που γνωρίσαμε στο πρώτο μέρος της τριλογίας: Τον Θωμά Μπαγασάκο, Μανιάτη μάγκα, φιλοβασιλικό και εθνικόφρονα, πλουτισμένο από καντίνες με βρώμικα και την κατάλληλη υψηλή προστασία, τον Θωμά Πουλόπουλο, Πασόκο πολιτικό μηχανικό, που συνέβαλε με ζέση στην τσιμεντοποίηση της Αθήνας δια της αντιπαροχής, με τα ανάλογα παχυλά οικονομικά ανταλλάγματα, τον Θωμά Ακαμάτη ευσυνείδητο αριστερό, εκπρόσωπο της εργατικής τάξης και μέλος του ΚΚΕ με τις γνωστές ιδεολογικές αγκυλώσεις και ακαμψίες και τέλος τον Φώντα, τον δάσκαλο, προοδευτικό διανοούμενο που αναλύοντας, σχολιάζοντας και επεξηγώντας, διερμήνευε όσα διαμείβονταν στον μικρόκοσμο της παρέας τους αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, καθοδηγώντας μέχρι τέλους τις αντιδράσεις τους και επιβλέποντας την μετεξέλιξή τους σε ενεργούς υπεύθυνους πολίτες που αντιστέκονται στην φαυλότητα, τη διαπλοκή και τον φασισμό.
Άποψη της έκθεσης «The Wood Wide Web» της Χριστίνας Μήτρεντσε στην γκαλερί Citronne. Φωτ.: Frank Holbein

Της Βερονίκης Δαλακούρα*
 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΤΕΛΙΟΣ, Η αριστοκρατική στάση της  ατομικότητας. Ένας φανταστικός διάλογος με τον Φερνάντο Πεσσόα στη Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Κυριακίδη, σελ. 48
 
Θα ανταποκρινόταν ο Πεσσόα, γράφοντας από τη Λισσαβόνα, αν στην πραγματικότητα συνέβαινε ο διάλογος με τον Έλληνα ποιητή που συνομίλησε μαζί του σε μια πόλη που ο Πορτογάλος σίγουρα δεν είχε γνωρίσει; Αλλά επειδή με υποθέσεις (ούτε) μια μικρή παρουσίαση βιβλίων, όσο σημαντικών κι αν είναι, δεν γίνεται, θα βρούμε έρεισμα στην σχέση των παραπάνω δημιουργών με τα πρόσωπα που τους απασχολούν επίμονα, βασανιστικά θα ’λεγα: αντικείμενα προβληματισμού, φαντάσματα τα οποία δεν δίνουν απαντήσεις, απομακρυσμένα φάσματα των οποίων η παρουσία, ακόμη κι αν ήταν σωματική, σχήμα δε θα έπαιρνε, για τον απλούστατο λόγο ότι δε θα το επιθυμούσαν.
Ο φανταστικός διάλογος με τον Φερνάντο Πεσσόα στη Θεσσαλονίκη, είναι ο επεξηγηματικός υπότιτλος του ολιγοσέλιδου, με μεγάλη ευαισθησία και εύστοχα γραμμένου βιβλίου του Κωνσταντίνου  Τέλιου (1965). «Η αριστοκρατική στάση της ατομικότητας», ο τίτλος, από το Βιβλίο της Ανησυχίας του Φερνάντο Πεσσόα ( 1888-1935) δίνει το στίγμα του βιβλίου που δημοσιεύτηκε -σε δύο μέρη- στο τχ. 3, σ.55-63 (Νοέμβριος 2000),  του περιοδικού Δυτικές Ινδίες του ποιητή  Ηλία  Μέλιου.
Σ’ αυτό το υψηλής ποιότητας, βραχύβιο, δυστυχώς, περιοδικό,  πρωτοδημοσιεύτηκε και το Υστερόγραφο στον φανταστικό διάλογο (τχ. 4, Μάιος 2001), μία απάντηση του Έλληνα συγγραφέα στην εξίσου φανταστική, υποθέτω, επιστολή της «αναγνώστριας  Δήμητρα Κ. από  την Ρόδο». Στο πρώτο μέρος, ο διάλογος με τον  Πορτογάλο ποιητή  είναι μια προσχηματική εξομολόγηση, αφορμή για καταγραφή εικόνων της Θεσσαλονίκης, αντ-απαντήσεων και ίσως αντιρρήσεων στον χειμαρρώδη ιδιαίτερο λόγο του Πορτογάλου ομότεχνου, του οποίου η γλώσσα, ας είναι και διαφορετική, αντηχεί το πνεύμα των συγγραφέων καθώς διαπλάθεται σε πλάσμα και  οντότητα. Γίνεται Αυτός με τον οποίο ο Κ. Τέλιος κτίζει ένα διάλογο με Εαυτόν∙ η ενδόμυχη επιθυμία της δημιουργίας, ταυτισμένη με την πνευματικότητα, εκφράζεται με αμεσότητα, με λέξεις απλές. Ο χαρακτήρας όμως του μονολόγου, εφόσον ο συγγραφέας απευθύνεται σε κάποιον που δεν τον ακούει, εμπεριέχει στοιχεία μιας μεταφυσικής αγωνίας και επιβεβαιώνει ότι η γλώσσα, ως όργανο έκφρασης, αδυνατεί να κατονομάσει τα πράγματα.
Οι εκδόσεις Βιβλιόραμα σας καλούν
στην παρουσίαση του βιβλίου τού
 
Γιώργου Μαργαρίτη
Μια πολιτική ιστορία
του πολέμου
 
Συντονίζει
ο Προκόπης Παπαστράτης
ομότιμος καθηγητής, Πάντειο Παν/μιο
Ομιλητές:
Σταύρος Λυγερός, δημοσιογράφος, συγγραφέας,
διευθυντής του ιστότοπου SLpress.gr
Πάρις Καρβουνόπουλος, δημοσιογράφος,
διευθυντής του ιστότοπου Militaire.gr
Διονύσης Δρόσος, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ
και ο συγγραφέας
Γιώργος Μαργαρίτης
 
Δευτέρα 26 Μαΐου, ώρα 19.00
Βιβλιοπωλείο Επί Λέξει
Ακαδημίας 32, Αθήνα

Πώς λειτουργεί η λογοτεχνία

Άποψη της έκθεσης «The Wood Wide Web» της Χριστίνας Μήτρεντσε στην γκαλερί Citronne. Φωτ.: Frank Holbein

(Ο συγγραφέας και ο αφηγητής του)
 
Του Αλέξιου Μάινα*   
 
IV. Η σύγχρονη αφήγηση ως περιορισμένη οπτική 
 
To μόνο παιχνίδι που αξίζει κανείς να παίζει είναι η αφήγηση.
Φεντερίκο Φελίνι (1920-1993) 
 
Ως προς τον σύγχρονο απόγονο του έπους, την αφηγηματική πεζογραφία, γεγονός είναι ότι αντλεί εντονότερα από την υποκειμενική εμπειρία και την προσωπική επινόηση. Ήδη ο Έγελος σχολιάζει τη σχετικά πρόσφατη τότε δημοφιλία του μυθιστορήματος ως του είδους που αποτυπώνει σε πρόζα την ανάδυση του ατομικού και την αμφισβήτηση των αυθεντιών από την ανερχόμενη αστική τάξη. Ο Γκαίτε αποκαλεί το μυθιστόρημα μια «υποκειμενική εποποιία». Δεν προϋπάρχει ένα θεματικό υλικό συλλογικού τύπου, που παραδίδεται ως παρακαταθήκη από την «απόλυτη επική απόσταση» του «ολότελα παρελθόντος», όπως το αποκαλεί ο Μπαχτίν ως προς τα έπη, για να απαντά σε ερωτήματα νοηματοδότησης της εμπειρίας. Δεν προϋπάρχουν με τον ίδιο τρόπο οι απαντήσεις-νουθεσίες, τις οποίες απλώς σκηνοθετεί αφηγηματικά ο συγγραφέας τάχα αυτοπροσώπως, και δη στο πάγιο, πρέπον για κάθε ξεχωριστό είδος, μορφολογικό πλαίσιο μιας κανονιστικής αισθητικής.
Αυτό που εκπροσωπείται στη σύγχρονη αφήγηση, πεζογραφική και ποιητική, δεν είναι τόσο η απάντηση, η συγκεκριμένη κοσμοθεώρηση που αντλείται από το απροσμέτρητο χρονικό βάθος του μυθικού παρελθόντος, όσο το παροντικό υπαρξιακό ερώτημα στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης ατομικής βιογραφίας. Χαρακτηριστική είναι η μετακίνηση από τον αρχετυπικό ομηρικό Οδυσσέα του νόστου στην Ιθάκη, στην αποϊεροποιημένη καβαφική Ιθάκη της Οδύσσειας ως περιπλάνησης του ιδιώτη. Το ταξίδι και το βίωμα είναι πλέον το ζητούμενο, ελλείψει δεσμευτικών απαντήσεων ή προορισμών. Η ίδια η τέχνη «είναι απλώς ένας δρόμος, όχι ένας προορισμός», ομολογεί ο Ρίλκε, ενώ ήδη στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα ο Άουγκουστ Βίλχελμ Σλέγκελ σημειώνει ότι «η λογοτεχνία των παλαιών ήταν μια του κατέχειν, ενώ η δική μας είναι λογοτεχνία της νοσταλγίας». Θέμα της λογοτεχνίας είναι πλέον το έκκεντρο και το φυγόκεντρο, και εξέχουσα μορφή της το θραύσμα. «Η οπτική στην τέχνη πρέπει τώρα μάλλον να είναι αποσπασματική, καθώς και η ίδια δεν είναι παρά ένα σπάραγμα, ένα ερείπιο παλαιότερων εποχών», αναφωνεί ο Φρήντριχ Σλέγκελ, αδελφός του άλλου.