16/3/25

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση «Βάσος Καπάνταης. Σχέδια και γλυπτά» που πραγματοποιείται στο Αίθριο του 4ου ορόφου της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος στο Κέντρο Πολιτισμού - Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (Λεωφόρος Συγγρού 364, Καλλιθέα, Αθήνα). Επιμέλεια: Σπύρος Μοσχονάς. Μέχρι 31 Μαΐου.

Βάσος Καπάνταης, Σχέδιο για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940, 1940, μελάνι σε χαρτί, 16,7 × 19,7 εκ.

«Τις πταίει;»

(Ερωτήματα και απαντήσεις για το Κυπριακό)
 
Του Σπύρου Κακουριώτη

ΑΛΕΞΗΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ, Το Κυπριακό πρόβλημα: 50+1 ερωτήσεις και απαντήσεις, Θεμέλιο, Αθήνα 2025, σελ. 184

Έχοντας πίσω του μια μακρά και ευδόκιμη θητεία, τόσο ως πανεπιστημιακός δάσκαλος όσο και ως εμπειρογνώμονας του υπουργείου Εξωτερικών, ο ομότιμος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Αλέξης Ηρακλείδης συμπυκνώνει στον ανά χείρας τόμο όχι μονάχα τα βασικά ιστορικά στοιχεία του Κυπριακού, τα απαραίτητα για έναν ενήμερο αναγνώστη, αλλά και τους βασικούς λόγους για τους οποίους αποτελεί την πλέον μακροχρόνια διεθνή διαμάχη που συνεχίζει να παραμένει ανεπίλυτη.
Υιοθετώντας την εύχρηστη και δημοφιλή μορφή των ερωταποκρίσεων, όπως έκανε και σε προηγούμενο βιβλίο του (Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειος: 50+1 όψεις των ελληνοτουρκικών διενέξεων, Θεμέλιο, 2019), ο συγγραφέας, ουσιαστικά, προσφέρει στον αναγνώστη του ένα εγχειρίδιο κατανόησης του ίδιου του Κυπριακού και, πολύ περισσότερο, αυτογνωσίας για τις ευθύνες του ελληνικού και ελληνοκυπριακού εθνικισμού για τα διαρκή αδιέξοδα, που έχουν σήμερα οδηγήσει το νησί ένα βήμα πριν την οριστική διχοτόμηση.
Ο Ηρακλείδης ξεκινά την πραγμάτευσή του από την παραδοχή ότι το Κυπριακό δεν ξεκινά το 1974, όπως θέλει ο εδραιωμένος στην άγνοια μύθος που καλλιεργεί η ελληνική πλευρά. Αντίθετα, οι απαρχές της σύγκρουσης βρίσκονται τουλάχιστον είκοσι χρόνια νωρίτερα, όταν μια ήδη υπαρκτή εθνοτική αντιπαράθεση παίρνει και διακρατικά χαρακτηριστικά. Σε κάθε περίπτωση όμως, κορυφώνεται στα «Ματωμένα Χριστούγεννα» του 1963-1964, όταν η ελληνοκυπριακή πλευρά, εκμεταλλευόμενη την υπεροπλία των παραστρατιωτικών της οργανώσεων («Ακρίτας» κ.λπ.) επιδίωξε να επιβάλει την ανατροπή των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου και να μετατρέψει, manu militari, τους Τουρκοκύπριους από κοινότητα σε απλή μειονότητα.
Το Κυπριακό, λοιπόν, δεν ξεκινά το 1974, ούτε αποτελεί μόνο ζήτημα «εισβολής και κατοχής», όπως το θέλει η βουλγκάτα της ελληνικής και ελληνοκυπριακής εξωτερικής πολιτικής. Όπως δείχνει με ενάργεια ο συγγραφέας, διατυπώνοντας εύστοχα τα ερωτήματά του, ένας τέτοιος περιορισμός δεν κάνει άλλο από το να συντηρεί τους ελληνικούς μύθους που εμποδίζουν την αναγνώριση του άλλου και διαιωνίζουν τα αδιέξοδα.
Στην πραγμάτευσή του ο συγγραφέας αρχικά αναφέρεται στις ιστορικές παραμέτρους της διαμόρφωσης και της εξέλιξης του Κυπριακού ως διεθνούς ζητήματος, εξετάζοντας τόσο τις εσωτερικές πλευρές της εθνοτικής σύγκρουσης όσο και την πολιτική των χωρών εκείνων που εμπλέκονται και επηρεάζουν την εξέλιξή του μέχρι και σήμερα (Ελλάδα και Τουρκία, Βρετανία, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, σήμερα Ρωσία).

Ενδεχόμενα και ποιητικοί μετεωρισμοί

Βάσος Καπάνταης, Γυμνό, περ. 1988, χαλκός, 4,8 × 10,3 × 4,5 εκ.

Της Μαρίας Μοίρα
 
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΕΞΙΟΥ, Τα φτερά της Τριμοίρας, Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία Α. Ε., σελ. 202
    
Τα διηγήματα του Δημήτρη Αλεξίου σταματούν απότομα, σαν ξαφνικός πυροβολισμός σε κρύα ασέληνη νύχτα. Άλλοτε χωρίς να εξιχνιάζουν το μυστήριο που προκάλεσε την γέννησή τους, αφήνοντας όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά και ασαφή, και άλλοτε καθορίζουν αμετάκλητα την έκβαση, δίνοντας οριστική λύση στο δράμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τα πρόσωπα των αφηγήσεών του. Άλλοτε αινιγματικά και απόκοσμα, κρύβουν στα σφραγισμένα χείλη το μυστικό της ύπαρξής τους και οδοιπορούν στα δικά τους αδιέξοδα και δύσβατα μονοπάτια, και άλλοτε προβλέψιμα και προσπελάσιμα από την πρώτη στιγμή, ακολουθούν την πεπατημένη της χαμοζωής, με τις νομοτέλειες, τις συμβάσεις και τις αναποδιές της. Παίζουν και χάνουν την ύπαρξή τους σε μια ζαριά.
Η συστέγαση των πέντε διηγηματικών συλλογών στην παρούσα έκδοση, με χρονολογική σειρά εμφάνισης στα ελληνικά γράμματα, δίνει το στίγμα των προθέσεων του συγγραφέα και την δυνατότητα στον αναγνώστη να παρακολουθήσει τις μετατοπίσεις, στο ύφος, στη θεματολογία, στην πλοκή και στην οργάνωση του αφηγηματικού υλικού. Ο Αλεξίου κινείται από τον απόλυτο ρεαλισμό, με περιστατικά ηθογραφικού περιεχομένου και σκηνές καθημερινής αστικής δυστοπίας, σε ερμητικές απόκοσμες αφηγήσεις, που ενσωματώνουν φανταστικά, συμβολικά και μυθολογικά στοιχεία. Όπως η ιστορία της Τριμοίρας, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο. Της μικρής κοπέλας, που όταν βρέθηκε μόνη, φοβισμένη και αποκλεισμένη σε παραδείσιο αλλά αφιλόξενο τόπο, μακριά από τη μάνα, τον πατέρα και το σπίτι της, έβγαλε φτερά με την θεϊκή παρέμβαση του Ερμή για να πετάξει ψηλά σαν πουλί και να χαθεί στους αιθέρες. Στις συλλογές «Μικρά αθηναϊκά» και «Ραψωδία των δρόμων» συντίθεται ένα μωσαϊκό από ψηφίδες συμβάντων και ανθρώπινες μικροϊστορίες. Εργάτες, μικροαστοί, μεροκαματιάρηδες, δόλιες χειριστικές γυναίκες που χρησιμοποιούν τη θηλυκότητά τους, χαφιέδες και μαυραγορίτες, πρεζάκια και λούμπεν στοιχεία χωρίς μέλλον και διαφυγή, ζουν στη χοάνη της μεγαλούπολης, παγιδευμένοι στο μαγκανοπήγαδο της καθημερινότητας. Υποκύπτουν σε πλάνες, καταστρώνουν δολοφονικά σχέδια, ραδιουργούν και συναλλάσσονται με την σκοτεινή εξουσία για να πιάσουν την καλή, όμως κάποιες φορές μεταστρέφονται, αποδεικνύοντας τη δύναμη και το μεγαλείο της ανθρώπινης φύσης. Όπως το μικρό, φτωχό εργατόπαιδο, που παρά τον εκφοβισμό των ισχυρών, θα βρει το κουράγιο να καταγγείλει στο σωματείο τον φόνο του συνδικαλιστή από τον πουλημένο χαφιέ της εργοδοσίας.

“Τα πάντα είναι οικεία”

(Για μια απόφανση του Martin Heidegger)
 
Του Στέφανου Ροζάνη*
 
Ο Martin Heidegger, σχολιάζοντας τον στίχο του Holderlin “Τα πάντα είναι οικεία”, διατείνεται: “Το ένα γίνεται οικείο μέσα στο άλλο, όμως με τέτοιον τρόπο, ώστε παραμένει συγχρόνως στο δικό του ‘οικείο’, μάλιστα φθάνει πρώτα στο: θεοί και άνθρωποι, Γη και Ουρανός. Το οικείο δεν σημαίνει μια σύντηξη και απόσβεση των διαφορών. Η ‘οικειότητα’ κατονομάζει το συνανήκειν του ξένου, την επικράτεια της Αποξένωσης, την αξίωση της συστολής”.1
Θα είχε ενδιαφέρον να σταθούμε στο σχόλιο του Heidegger για πολλούς λόγους. Ο κυριότερος είναι η ίδια η αφορμή του σχολιασμού μιας ποιητικής εναίσθησης η οποία υποβάλει τον στίχο και τον μορφώνει, κατά τρόπον ώστε ο στίχος να μην νοηματοδοτεί, δηλαδή να μην επιβάλλει ένα νόημα μέσα από τις λέξεις που τον στοιχειοθετούν (πάντα, οικείο), αλλά να αφήνει πίσω του το νόημα, ή τουλάχιστον να επιθέτει πάνω στο νόημα μια νεφελώδη αύρα ενός άγνωστου πνεύματος, από το οποίο ο στίχος πηγάζει, και μιας εξίσου συγκεχυμένης ψυχικής διάδρασης ανάμεσα στον στίχο και στον δημιουργό του. Συνάγεται εξ αυτού ότι ο σχολιασμός εντάσσεται σε μια πολλότητα, η οποία είναι η κατ’ εξοχήν λειτουργία της ανάγνωσης του στίχου, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κάποια μονοσήμαντη πρόσβαση σε αυτόν, αλλά, αντίθετα, ο τρόπος της ανάγνωσης καθορίζει τον στίχο ως μορφή και άρα ως περιεχόμενο που νομιμοποιεί μια βίωση −οποιαδήποτε βίωση− του στίχου, ο οποίος όμως παραμένει άνευ περιεχομένου, αφού το περιεχόμενο βρίσκεται εμβυθισμένο μέσα στο περιέχον, δηλαδή μέσα στη μορφή του στίχου και στις ψυχικές εκπτυχώσεις που κάνουν τον στίχο αναγκαίο, δηλαδή τον διαχέουν στον κόσμο ως ανάγκη, ως ένα Είναι του κόσμου απαραίτητο, προκειμένου ο κόσμος να μορφώνεται ως κόσμος και να συνεχίζει μέσα από την πολλότητα των μορφών που τον συγκροτούν.
Κατά συνέπεια, κάθε σχολιασμός του στίχου δεν είναι παρά μια στιγμή πολύτιμης δημιουργικής αυθαιρεσίας, η οποία δημιουργεί μιαν ένταση μεταξύ του στίχου και του σχολιασμού του, ένταση η οποία τεντώνει την ψυχική χορδή που συνδέει τον στίχο με το σχόλιό του, και αυτή η ψυχική χορδή είναι εκείνη που αφ’ ενός κάνει τον στίχο να ίσταται και να παρίσταται μέσα στο πεπρωμένο του, και αφ’ ετέρου φανερώνει την εγγύτητα του σχολίου προς τον στίχο ως Αποξενωτική διαδικασία από κάθε εγχείρημα προσέγγισης, ως ξενότητα η οποία, ωστόσο, υπερβαίνει τον εαυτό της, αφού εντέλει είναι γειτνίαση του στίχου με την αλλότητα της ανάγνωσης και του σχολιασμού του. Γι’ αυτό ακριβώς ο Walet Benjiamin μας προειδοποιεί: “Κανένα ποίημα δεν απευθύνεται στον αναγνώστη”.

Ο ποιητής Joost Baars

Βάσος Καπάνταης, Ερωτικό (μελέτη για γλυπτό), μολύβι σε χαρτί, 15 × 21,5 εκ.

Του Παναγιώτη Βούζη*

Επειδή η καρέκλα δεν συμπίπτει με το όνομα της καρέκλας / επειδή το όνομα της καρέκλας δημιουργεί όλα όσα δεν είναι καρέκλα / επειδή υπό το όνομα της καρέκλας το σύμπαν στην ολότητά του είναι φτιαγμένο από / ό,τι είναι και δεν είναι καρέκλα / επειδή το να ονομάζεις αποτελεί μια πράξη / το να κάθεσαι για παράδειγμα / επειδή το να κάθεσαι επαναβεβαιώνει το όνομα της καρέκλας / και, συνακόλουθα, όλα όσα δεν είναι καρέκλα / και, συνακόλουθα, το σύμπαν υπό το όνομα της καρέκλας […]
(«Θεολογία της καρέκλας»)

Άκουσα τον Joost Baars να απαγγέλλει, την ημέρα της λήξης του Δέκατου Διεθνούς Φεστιβάλ Ποίησης. Ήταν η πρώτη γνωριμία με την ποίησή του και μια εξαιρετική εμπειρία. Αυτήν την εμπειρία θα προσπαθήσω να μεταφέρω, παρακάτω, μαζί με τα αποτελέσματα μιας μικρής έρευνας. Από την τελευταία λείπει το εκτενές δοκίμιο της Ειρήνης Παπακυριακού, για τον συγκεκριμένο ποιητή, το οποίο έχει δημοσιευθεί στην Ποιητική και στο οποίο δεν έχω ακόμη πρόσβαση.
Παραθέτω από τον κατάλογο, που εξέδωσε η Κοινωνία των (δε)κάτων και ο Κύκλος Ποιητών, με τους έλληνες και ξένους συμμετέχοντες στο Φεστιβάλ: «Ο Ολλανδός Joost Baars (1975) είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και εργάζεται ως βιβλιοπώλης και επιμελητής εκδόσεων στο Άμστερνταμ. Η πρώτη του ποιητική συλλογή Binnenplaats χαιρετίστηκε ως ένα “παραισθησιογόνο, μυστηριακό βιβλίο, που αντιμετωπίζει το υπερβατικό με έναν εντελώς νέο τρόπο” και ήταν υποψήφια για τρία βραβεία, από τα οποία κέρδισε το πιο σημαντικό, για μία μόνο συλλογή, το VSB. Διδάσκει ποίηση στο Schrijversvakschool και συνεργάζεται με μουσικούς, όπως το γνωστό τζαζ-αυτοσχεδιαστικό ντουέτο Boi Akih, καθώς και με τους συνθέτες Willie Arets και Samuel Vriezen». Binnenplaats σημαίνει «περίκλειστος χώρος, εσωτερική αυλή, αίθριο». Λίγα χρόνια πριν την έκδοση της συλλογής, ο Baars απέρριψε όλη τη μέχρι τότε δουλειά του. Έκανε μια νέα αρχή, έχοντας ως στόχο μια ποίηση την οποία θα συνέχιζε να γράφει, ακόμη και αν κανείς δεν τη διάβαζε. Δίχως, δηλαδή, να τον απασχολεί η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη μελλοντικών αναγνωστών ούτε η γνώμη και η έγκρισή τους. Ο στόχος του απέφερε ένα ρωμαλέο ντεμπούτο, το οποίο διακρίνεται για μία ορισμένη θεματολογία: την αγωνία της ονοματοθεσίας, η οποία ταυτίζεται με την αγωνία της νοηματοδότησης. Όμως, η γλώσσα διαρκώς αποτυγχάνει. Ο κόσμος τον οποίο επιχειρεί να συλλάβει αποδεικνύεται φευγαλέος και, σπανίως, προσφέρει κάποιο στήριγμα ή βεβαιότητα.

Κώστας Βούλγαρης

Η Προμηθέα

Πεζογραφία, εκδόσεις Κουκκίδα

Εζήλωσεν δόξαν Προμηθέως. Υποσχέθηκε πως θα φωτίζει το μέλλον της ανθρωπότητας, και μάλιστα ες αεί: η πρόοδος.

Σκιαγράφηση της αντιφατικής διαδρομής της προόδου, από τον Καρτέσιο και τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τη σοβιετική εποχή −που ανατέμνεται μέσα από τη ζωή και το έργο του Ντμίτρι Σοστακόβιτς− φθάνοντας στη σημερινή γενικευμένη κρίση:

«Νυν, στον καιρό της ανέχειας, ο ύστερος χρόνος του βίου της τρέχει· ως δεινόκλωθος μοίρα, η πρόοδος αβαθώς και ασκέπτως παρασιτεί, διά σχέσεως τόκου και ονείρου εμπορίας, τα πάντα καταφθείρουσα…»

Μια λογοτεχνική αφήγηση για τον ιστορικό κύκλο της νεωτερικότητας, ο οποίος κλείνει στις μέρες μας, αφήνοντας ερείπια: ιδεών, ανθρώπων, κοινωνικών σχέσεων.

Μια πολυφωνική μεταμυθοπλασία, όπου η ίδια η γλώσσα, μέσα από την ιστορία της, με όσα επισύρει από τις σημασίες των λέξεων, πρότερες και παροντικές, διαλέγεται με την πραγματικότητα, αναζητά ένα νέο πρόταγμα:

«Προσώρας, την μορφή του μόνο γνωρίζω, αυτή δε πολυαίμακτος, ως της ποιήσεως ο γλωσσοτροπισμός, και αχαλίνωτη, ως της ιστορίας η άλογος δύναμη, και διαυγής, ως των ιδεών η ευγενής επιδίωξη, και φυσική, ως της νεαράς λαχανοπωλητρίας η υπόδροσος χάρη..

Φρίξος Τζιόβας (1919-2025)

Της Κωστούλας Μάκη*

Ο Φρίξος Τζιόβας «εξεμέτρησε το ζην» πριν λίγες μέρες στα εκατόν έξι του χρόνια. Δάσκαλος, ποιητής,πεζογράφος και διανοούμενος της Ηπείρου, διαποτίστηκε από την ιστορία του τόπου μας και τη διαπότισε, υποστηρίζοντας σε όλη τη ζωή του, με σεμνότητα, ταπεινότητα και καλοσύνη, με τις πολλαπλές ιδιότητες του δασκάλου, συγγραφέα, ποιητή και κριτικογράφου, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ηπειρωτικής ενδοχώρας, καθώς και τις ιστορικές τομές και διεκδικήσεις στο πέρασμα των χρόνων. Πέρα από το ίδιο το έργο του, η παρουσία του μου ήταν οικεία, ακούγοντας συχνά στις οικογενειακές ιστορίες για τη φιλία του με τον επίσης δάσκαλο και συγγραφέα παππού μου, Βασίλη Μάκη, τους δεσμούς του με τον Γιάννη Δάλλα, ως συνεκδότης του περιοδικού «Ενδοχώρα», και τη σταθερή παρουσία του στις κινήσεις και τις δυναμικές των διανοούμενων των Ιωαννίνων, από τον 20ό αιώνα μέχρι σήμερα.
Γεννημένος στους Ασπραγγέλους (Δοβρά) Ζαγορίου, ο Τζιόβας αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία το 1940. Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και μετά τη λήξη του δούλεψε ως δάσκαλος στη Βίτσα Ζαγορίου και λίγο αργότερα, μέχρι τη συνταξιοδότησή του, στο χωριό του. Στα δέκα έξι του παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα, δημοσιεύοντας το πρώτο του κείμενο στην εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών». Αναφερόμενος στη δεύτερη ποιητική συλλογή του, «Αίμα και φως», ο Τάκης Σινόπουλος βλέπει την ποιητική του «περισσότερο πλάγια» και «λεπτότατα υπαινικτική» με «μια απόχρωση εφηβικής μελαγχολίας ή νοσταλγίας» που διαμορφώνει τη στιχουργική του[1].
Οι όλμοι μας φυτεύουν ντάλιες δροσερές, αντλούν νερό γαλάζιο να μας το προσφέρουν,
ορμούν σαν θρασαετοί στη φυλλωσιά.

Ποιος μαστιγώνει τ’ άλογα στο φλογισμένο ουρανό;
Ποιος πηλαλάει θριαμβικά
στη ζέστη αυτή των τροπικών;
Κάκτοι, ασπίδες, λεοπάρδαλοι και κόμπρες […]
λιποθυμία […][2]

Στο παραπάνω απόσπασμα, οι στίχοι καταγράφουν κριτικά με υπερρεαλιστικούς τρόπους τη διαδρομή του Τζιόβα. Η καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί εν τέλει να συνδέσει τα ηπειρώτικα ορεινά πέτρινα τοπία με την τροπική ζέστη, καταλήγοντας σε απροσδόκητα όρια και ταλαντώσεις, οι οποίες ενίοτε προκαλούν λιποθυμία.