4/5/25

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την έκθεση Περικλής και Ντίκος Βυζάντιος Ι Ζωγραφικές Συγγένειες και Αντιθέσεις, που πραγματοποιείται στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη (Βασ. Σοφίας 9 & Μέρλιν 1, Σύνταγμα, Αθήνα). Επιμέλεια: Τάκης Μαυρωτάς. Μέχρι 21 Σεπτεμβρίου.

Ντίκος Βυζάντιος, Chrysantheme, 1967, λάδι σε μουσαμά, 27 x 33 εκ.

Ανθρωπολογίες της Επανάστασης

Του Παναγιώτη Βούζη*
 
IGOR CHERSTICH, MARTIN HOLBRAAD, NICO TASSI, Ανθρωπολογίες της Επανάστασης: Σφυρηλατώντας τον Χρόνο, τον Άνθρωπο, τον Κόσμο, μετάφραση-επιμέλεια-σημειώσεις Θεόδωρος Παραδέλης, εκδόσεις Ηριδανός, σελ. 379
 
Οι συγγραφείς του βιβλίου δηλώνουν, στην Εισαγωγή, ότι, μέχρι τώρα, δεν έχει υπάρξει ανθρωπολογία των επαναστάσεων, μια δηλαδή ευδιάκριτη γενεαλογία έργων τα οποία να δίνουν την αίσθηση του ακαδημαϊκού διαλόγου σχετικά με αυτό το ζήτημα. Ώστε, επιδιώκουν να καλύψουν το κενό, μέσω ενός εθνογραφικά καθοδηγούμενου πειράματος: Τι συμβαίνει όταν η επανάσταση αναλύεται με βάση τα ιδιαίτερα κοινωνικά και πολιτισμικά της συμφραζόμενα; Πώς ο τρόπος κατανόησής της μπορεί να αμφισβητηθεί, να τροποποιηθεί και να διευρυνθεί, με τη μελέτη των επαναστατικών φαινομένων, στα πολύ συγκεκριμένα εθνογραφικά πλαίσιά τους;
Έτσι, στο βιβλίο, εξετάζονται οι εξής παράγοντες οι οποίοι συνδέονται με αυτά τα φαινόμενα: Η δυναμική της τελετουργίας. Η συγγένεια, τα κλαν και οι άλλες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. H εννοιολόγηση της προσωποσύνης (personhood), ή αλλιώς της υποκειμενοποίησης, στο εκάστοτε πλαίσιο, και το πώς μια τέτοια εννοιολόγηση επηρεάζει τόσο τη συγκρότηση του επαναστατικού υποκειμένου όσο και την κατανόηση της εξουσίας και του χαρίσματος του επαναστάτη ηγέτη. Ο αναπροσανατολισμός της συζήτησης για τον ρόλο της ιδεολογίας στην επαναστατική δράση, αφού ληφθούν υπόψη οι ποικίλοι τρόποι με τους οποίους οι άνθρωποι φαντάζονται τη σχέση πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, σε πιο τοπικοποιημένα συμφραζόμενα. Η συμμόρφωση των οριζόντων της επαναστατικής πολιτικής προς την κοσμολογική εκδοχή ενός ορισμένου κοινωνικού και πολιτισμικού χώρου. Η εκάστοτε αντίληψη του επαναστατικού χρόνου. Το πώς τα προτάγματα καθορίζονται από το συγκεκριμένο εθνογραφικό στίγμα και πώς τοποθετούνται απέναντι στις άλλες δυνάμεις, σχέσεις και οντότητες που συγκροτούν την πραγματικότητα των ανθρώπων εκεί. Τέλος, το κοσμογονικό διακύβευμα, το γεγονός, δηλαδή, ότι οι επαναστάσεις αποσκοπούν στη δημιουργία ενός νέου κόσμου.

Απ’ τη Μουργκάνα

Περικλής Βυζάντιος, Χωρίς τίτλο, gouache, 34 x 48,5 εκ.

Της Κωστούλας Μάκη*
 
Στο διήγημα της Τασίας Βενέτη, «Κουβέντες από δω ως τον ήλιο», οι εργάτες που έφτιαχναν τον δρόμο του χωριού, μαθημένοι στην άγρια βιοπάλη, «χώμα κι ιδρώτας, λασπωμένοι και στα τσίνορα» (σ. 27) διαπίστωναν πως:
«Ο Χάρος κι ο ξενιτεμός δεν χρειάζονται Δρόμο, έρχονται κι έτσι».
«Σάματις κι οι πόλεμοι… Και χωρίς Δρόμο όλοι οι διάολοι μας βρήκαν».
«Γιατί κι οι αρρώστιες;».
«Μονάχα το καλό δε γλέπει να ΄ρθει. Και δρόμο να κάνουμε… πάλι γκαβό» (σ. 28).
Οι ναΐφ αυτοί αφορισμοί, ταιριαστοί σε κάθε διάψευση του πραγματικού, επιβεβαιώθηκαν ξανά με το απότομο φευγιό της Τασίας Βενέτη. Λίγες ώρες πριν την ανάσταση πέθανε η συγγραφέας Του χιονιού. Ιστορίες (εκδόσεις το Ροδακιό, 2013) κάνοντας, για όσους την αγαπήσαμε πολύ και δεν συμμεριζόμασταν τη βαθύτατη πίστη της, το «αληθώς» φασματικά παραπλανητικό. Η Τασία συμπύκνωνε τα χαρακτηριστικά μιας αφηγήτριας μάγισσας, με μια ενέργεια απέριττη και λαϊκή, που προέκυπτε στα γραπτά της, στο λόγο, την παρουσία, το χιούμορ αλλά και στο βροντερό καμπανιστό γέλιο της, στοιχεία στα οποία αφομοιώνονταν και μετασχηματίζονταν οι ιστορίες των ανθρώπων του τόπου της, του χωριού Λια Θεσπρωτίας, καθώς και η ιστορικότητα των έμφυλων και δυσδιάκριτων αγώνων των γυναικών σε δύσκολα χρόνια.  Είναι από τις ελάχιστες συγγραφείς που τα γραπτά της δεν διαφοροποιούνταν από την ίδια, καθώς το θέμα σε κάθε επικοινωνία ή στα περισσότερα από τα κείμενά της δεν είχε καμία σημασία, γιατί οι γλωσσικές και ιδιωματικές μορφές του λόγου της, η αστείρευτη αποδοχή και αγάπη της για τα ανθρώπινα «ζόρια» πυροδοτούσαν μια ζωογόνα αντιστροφή. Η αφήγηση και οι εκφορές του λόγου αποδείκνυαν ποιητικές γητειές και ντοπιολαλιές που ενσωμάτωναν με τους πιο σύγχρονους όρους παραδόσεις αιώνων, φανερώνοντας την καθολικότητα ανθρώπινων διαδρομών του χθες, του σήμερα και του αύριο.
Η Βενέτη, παρόλο που και η ίδια και το βιβλίο αγαπήθηκαν πολύ, εμφατικά αποποιούνταν την ιδιότητα της συγγραφέα, εξηγώντας διαρκώς, άνευ υποκρισίας και χωρίς σεμνοτυφία, πως το μόνο που κάνει είναι να διαβιβάζει τις ιστορίες που άκουγε από τα παιδικάτα της και την ανάγκη της να διατηρήσει ζωντανές τις παρουσίες των γυναικών του χωριού της.  
Σε πολλές συναντήσεις μας τής άρεσε να επαναλαμβάνω την ιστορία για την αντίδρασή μου πριν τη γνωρίσω και πριν έρθω σε επαφή με το έργο της. Ο μεγάλος «ντόρος» που είχε γίνει τότε και η επιμονή δικών μου ανθρώπων να διαβάσω το βιβλίο της, μου προκάλεσε αρχικά τη σαρωτική σαρκαστική απόρριψη της συγγραφέα και του βιβλίου, όντας βέβαιη πως πρόκειται για άλλο ένα κείμενο «του συρμού», όπου το παρελθόν εξαγιάζεται και εξιδανικεύεται, υμνητικά, συνεισφέροντας στο θεοκρατικό και ελληνοκεντρικό φολκλόρ, που θρηνεί για όσα δεν υπάρχουν πια, αναπαράγοντας τον πιο άγριο συντηρητισμό και συσπειρώνοντας όσους τιμάν τις παραδόσεις και καταδικάζουν οτιδήποτε ξεφεύγει από ό,τι θεωρούν γνήσια ελληνικό.

Μεταξύ μυθοπλασίας και αναστοχασμού

Περικλής Βυζάντιος, Τοπίο Αττικής, 1935, λάδι σε ξύλο, 32 x 40 εκ.

Του Στέφανου Ροζάνη*
 
Σε διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο Πατρών, ο Μάριος Μαρκίδης, μιλώντας για την ηλικία των ποιητών και την ηλικία της ποίησης σημείωνε: «πολύ πιο σωστό θα ήταν [ο κριτικός της ποίησης] να έλεγε την ποίηση γηραλέα, μπαμπόγρια. Κουβαλάει πίσω της όλα τα χρόνια της τέχνης κι όλα τα χρόνια του κόσμου. Τα ονειρεύεται, τα ονειροπολεί, τα αναμηρυκάζει, με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Τα χαϊδεύει, τα σαρκάζει».
Ωστόσο, γηραλέα δεν είναι μόνο η ποίηση. Γηραλέα είναι και η μυθοπλασία και η μουσική και το θέατρο και οι τέχνες οι εικαστικές, και τελικά γηραλέος είναι και ο ανθρώπινος πολιτισμός, όχι βέβαια ο τεχνολογικός πολιτισμός και οι τεχνοεπιστήμες αυτές είναι πάντοτε νεαρές και προοδεύουν διαρκώς ενάντια στον ανθρώπινο πολιτισμό και ενάντια στις τέχνες του ανθρώπου τις γηραλέες.
Ο Theodor Adorno μας έμαθε ότι μέσα στα πρώτα μέτρα της σονάτας Quasi Una Fantasia [Υπό το Σεληνόφως] του Ludwig van Beethoven εμπεριέχεται ολόκληρη η δωδεκαφθογγική μουσική των ημερών μας. Ο André Marleau στο Φανταστικό Μουσείο μας έμαθε ότι μέσα στα σύγχρονά του εικαστικά ρεύματα (ιμπρεσσιονισμό, εξπρεσσιονισμό, υπερρεαλισμό, κυβισμό) εμπεριέχονται όλες οι θαυμαστές τεχνοτροπίες του Μεσαίωνα και των βυζαντινών απεικονίσεων. Η Μαργαρίτα Δαλμάτη εύστοχα παρατήρησε ότι η ποίηση του Boris Pasternak δένει «πολύ περίεργα με τη μουσική του Stravinski της τελευταίας Καντάτας του».
Στη φιλοσοφία, μέσα στον Hegel και στον Schelling εκκωφαντικά ακούγεται ο Πλάτων και ο Meister Eckart. Και οι ρομαντικοί μας δίδαξαν ότι μέσα στο όνειρό τους εγκλείεται η οδυνηρή νοσταλγία όλου του παρελθόντος της ανθρώπινης κραυγής μπροστά στον θάνατο και της ανθρώπινης επιθυμίας για-και-προς-τον-θάνατο.
Άφρονες εμείς σήμερα, αναζητούμε, μάλλον κραυγάζοντας, την πρόοδο των τεχνών ως τεκμήριο μιας ανίερης εξίσωσης του τεχνοεπιστημονικού μας εφιάλτη με τον πολιτισμό του ανθρώπου και το αιώνιο γήρας των τεχνών, που μόνο αυτό παρέχει στις τέχνες την αξίωση να είναι τέχνες ζωτικές, να είναι μια διαρκής elan vital και να εξυψώνει τις αξίες που καθορίζουν την αυθεντικότητα των βιωμάτων και των ψυχικών και συναισθηματικών ανταλλαγών μεταξύ του ανθρώπου και της ψυχής.

Η Προμηθέα

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, Η Προμηθέα, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 160

 

Εζήλωσεν δόξαν Προμηθέως. Υποσχέθηκε πως θα φωτίζει το μέλλον της ανθρωπότητας, και μάλιστα ες αεί: η πρόοδος. 

Σκιαγράφηση της αντιφατικής διαδρομής της προόδου, από τον Καρτέσιο και τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι τη σοβιετική εποχή −που ανατέμνεται μέσα από τη ζωή και το έργο του Ντμίτρι Σοστακόβιτς− φθάνοντας στη σημερινή γενικευμένη κρίση: 

«Νυν, στον καιρό της ανέχειας, ο ύστερος χρόνος του βίου της τρέχει· ως δεινόκλωθος μοίρα, η πρόοδος αβαθώς και ασκέπτως παρασιτεί, διά σχέσεως τόκου και ονείρου εμπορίας, τα πάντα καταφθείρουσα…» 

Μια λογοτεχνική αφήγηση για τον ιστορικό κύκλο της νεωτερικότητας, ο οποίος κλείνει στις μέρες μας, αφήνοντας ερείπια: ιδεών, ανθρώπων, κοινωνικών σχέσεων. 

Μια πολυφωνική μεταμυθοπλασία, όπου η ίδια η γλώσσα, μέσα από την ιστορία της, με όσα επισύρει από τις σημασίες των λέξεων, πρότερες και παροντικές, διαλέγεται με την πραγματικότητα, αναζητά ένα νέο πρόταγμα: 

«Προσώρας, την μορφή του μόνο γνωρίζω, αυτή δε πολυαίμακτος, ως της ποιήσεως ο γλωσσοτροπισμός, και αχαλίνωτη, ως της ιστορίας η άλογος δύναμη, και διαυγής, ως των ιδεών η ευγενής επιδίωξη, και φυσική, ως της νεαράς λαχανοπωλητρίας η υπόδροσος χάρη...»

Με δυο λόγια…

Του Παναγιώτη Νούτσου*
 
Παρακολούθησα την παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Βούλγαρη: Η Προμηθέα (29.3.2025). Στο τέλος της έλαβε και εγώ το λόγο με την εξής συνοπτική συμβολή μου:
1. Ως προς τον τίτλο: αν ο Προμηθεύς έγινε Προμηθέας, γιατί η κόρη του Προμήθεια να μη γίνει Προμηθέα; Πρόκειται για τη μητέρα της Τύχης, της Ευνομίας και της Πειθούς…
2. Διαρκής είναι η επικοινωνία «μικρόκοσμου»/«μακρόκοσμου», όταν για παράδειγμα «μεγενθύνω και συρρικνώνω το σύμπαν μου» (σ.40) ή «του χρόνου όλου μεταποιημένου εις αέναον παρόν» (σ.71˙ πρβλ. σσ. 47,55,70,87,99).
3. Ζωηρό πεδίο ερωταπόκρισης, ακόμη και με συντομία.
4. Επίκληση της «ουτοπίας» ως «της εκ των κάτω αναπλάσεων» (σ.154).
5. Η συζυγία τέχνης και ιστορίας εμφανίζεται συνεχής και ευρηματική.
6. Δεν χάνεται το “et in Arcadio ego” (σσ.122,137,146,155).
7. Η προσεγμένη αυτοβιογραφία ανακυκλώνεται.
8. Μια ακόμη «πολυφωνική μεταμυθοπλασία».
Κλείνοντας συμμερίζομαι την ερωταπόκριση του φίλου μου:

Η Ελπίδα κρατάει λεπίδα;

Ίσως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μια περισσότερη γνώριμη συλλογιστική από την αρχαία φιλοσοφική γραμματεία. Πρόκειται για την ολοένα εντεινόμενη διελκυστίνδα ανάμεσα στο «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» και στο «θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον». Σ’ αυτή τη διαρκή διακύβευση κρίνεται το ύπατο κανονιστικό κριτήριο των «μορφών ζωής», άλλοτε με τη στροφή προς την «υπέρβαση» και άλλοτε προς την «εναλλακτικότητα», με ενοποιό πάντως γνώρισμα την Ελπίδα, το εναπομείναν δώρημα της Πανδώρας.

*Ο Παναγιώτης Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων

Πώς λειτουργεί η λογοτεχνία

Ντίκος Βυζάντιος, Paysage, λάδι σε μουσαμά, 114 x 146 εκ., Συλλογή Νίκου και Ευγενίας Παπαγεωργίου

(Ο συγγραφέας και ο αφηγητής του)
 
Του Αλέξιου Μάινα*   
 
II.  Ιδιαιτερότητες του λογοτεχνικού αφηγητή   

Η λογοτεχνία, όπως κάθε μορφή τέχνης, είναι η ομολογία ότι η ζωή δεν επαρκεί
(Φερνάντο Πεσσόα, 1888-1935)

Ήδη το γεγονός ότι η ομιλούσα φωνή στα αφηγήματα μιλά για πράγματα που ο ίδιος ο συγγραφέας δεν έχει δει, π.χ. περιγραφές τόπων που δεν έχει επισκεφτεί, θα αρκούσε για την αντίστιξη μεταξύ εκείνου και του επινοημένου αφηγητή του.
Τη «μυθοπλασιακότητα» του αφηγητή (Fiktionalität/fictionalité), όπως μπορεί να ονομαστεί, υπογραμμίζουν και τα ιδιαίτερα γνωσιολογικά του προνόμια. Κατά κανόνα έχει αρκετές μη ανθρώπινες ιδιότητες, όπως π.χ. ταυτόχρονη πρόσβαση σε διαφορετικούς τόπους και χρόνους, όπου βρίσκονται τα διάφορα πρόσωπα της ιστορίας του, ήτοι ένα είδος πανταχουπαροντικότητας της αντίληψης, τη λεγόμενη «ολύμπια» οπτική γωνία. Ή έχει π.χ. πρόσβαση στον εσώκοσμο, στις σκέψεις, τα όνειρα, τα συναισθήματα και τα κίνητρα των χαρακτήρων, λες και πρόκειται για αντικειμενικά παρατηρήσιμα δεδομένα.
Τα γνωσιολογικά αυτά παράδοξα αποδίδονται συχνά, ακόμα και από θεωρητικούς, στο ότι ο ίδιος ο αφηγητής δημιουργεί τάχα ως «auctor»/δημιουργός τον κόσμο της ιστορίας του, αυτό όμως για πάμπολλους λόγους δεν είναι πειστικό, π.χ. γιατί ο αφηγητής παραβρίσκεται συχνά ο ίδιος ως μάρτυρας, ήτοι ως πρόσωπο μεταξύ άλλων στο ίδιο ομοδιηγητικό επίπεδο (όπως αποκαλούν ο Φραντς Στάντσελ και ο Ζεράρ Ζενέτ την ίδια οντολογική σφαίρα), έκπληκτος ή έκθετος ενόψει όσων συμβαίνουν. Πέραν τούτου, ο ισχυρισμός ότι ο αφηγητής δημιουργεί την ιστορία, αντιβαίνει την υστερόχρονη λογική κάθε αφήγησης ως οιονεί αναπόλησης, καθώς θα ήταν παράλογο ο αφηγητής να παρατηρεί και να αντλεί σχόλια, κατανόηση των μηχανισμών της ζωής και νουθεσίες από κάτι που ο ίδιος δημιουργεί. Πόσω μάλλον να αντιδρά ψυχικά σε αυτό και να παίρνει μια στάση (Erzählhaltung) απέναντί του, που συχνά δεν χαρακτηρίζεται από κατάφαση αλλά αποστασιοποίηση ή ειρωνεία. Τέλος, αντιβαίνει το προφανές δεδομένο ότι ο συγγραφέας δημιουργεί το κείμενο-εκφώνημα, άρα είναι αυτός που ρυθμίζει κάθε λεπτομέρεια: πρόσωπα, πεπρωμένα, πλοκή – και αφηγητή που τα παρατηρεί και τα σχολιάζει. «Ο συγγραφέας πρέπει να βρίσκεται στο έργο του όπως ο Θεός στο σύμπαν: παντού, και πουθενά ορατός», γράφει ο Φλωμπέρ.   
Ως προς την αντίστιξη συγγραφέα και αφηγητή, τα παραπάνω δεν είναι επουσιώδη – το νευραλγικό όμως είναι το εξής: Την προσεκτικά διαλεγμένη, πλασματική φωνή και οπτική του αφηγητή του χειρίζεται ο συγγραφέας, όπως ο σκηνοθέτης την κάμερα, τα τεχνάσματα και το μοντάζ του, για να επιτύχει ένα αισθητικό αποτέλεσμα, που συνιστά την ουσία της καλλιτεχνικής του πρόθεσης.