20/7/25

«Αναγνώσεις», τελευταίο

Του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη
 
Η αερσίλοφος χώρα βρίσκεται πια πίσω μας. Την αποχαιρετούσαμε για καιρό, ώσπου απομακρύνθηκε και χάθηκε, κι εμείς μαζί της. Δεκαεννιά χρόνια. Τόσο κράτησε για μένα, ένας χρόνος πέραν της ενηλικίωσης. Με απαρχή την Κολοκοτρώνη, γιατί πάντα ενσκήπτει μια λεπτή ειρωνεία, ή μια προοικονομία. Κι έναν, κάποιο, τελευταίο σταθμό, στην Θεμιστοκλέους. Καμιά σημασία δεν έχει, ούτε  το ταξίδι,  ούτε ο προορισμός. Σημασία έχουν αυτά τα λίγα που κατάφερα να συγκρατήσω, να ακούσω, να διαισθανθώ. Άγνωστους τρόπους και ονόματα, μακριά από τις συνάφειες των πολλών, κι από τα εύηχα διαφημιστικά αξιοθέατα της σκέψης. Τα οφείλω στον Κώστα και την Μάρθα, στους πιο γόνιμους και φιλεπιστήμονες καβγάδες από γενέσεως κόσμου, πλάι σε ψάρια, πατάτες (απαγορευμένες στον Μερτίκα), και πολλές κοκακόλες (απαγορευμένες σε μένα). 
Καταλαβαίνω ότι ανακαλώ το ιδιωτικό στο δημόσιο, πως όλα αυτά, ούτε νόημα βγάζουν για τον αναγνώστη, ούτε κι έχουν πολύ σημασία. Πράγματι, θα μπορούσα να ξαναρχίσω την ιστορία, παραθέτοντας δεδομένα, αριθμούς, ονόματα και καλολογικά στοιχεία. Θα μπορούσα να μιλήσω για μια ευτυχή σύμπτωση (η Ρένα Δούρου να με καλεί στο Bartessera, χωρίς να ξέρω το γιατί).  Προσθέτοντας ότι   εμπιστεύθηκαν έναν άγνωστο τριαντάχρονο, με το καλημέρα. Άλλοι θα το ονόμαζαν δοκιμασία − αλλά και πάλι το ίδιο είναι. Και κάπως έτσι, θα είχαμε μια βατή, στρωτή και ευκόλως εννοούμενη αρχή δεκαεννιά χρόνων παρουσίας (με τεράστια διαστήματα απουσιών), στις «Αναγνώσεις».
Μια τέτοια αφήγηση θα ταίριαζε, σίγουρα, σε όσους κι όσες θεωρούν ότι η επιστήμη είναι παρουσίαση δεδομένων, ή η λογοτεχνία σκιαγράφηση χαρακτήρων μετά πλοκής. Θα ήταν σύμφωνη με τον χαρακτήρα ενός άρθρου εφημερίδας, ή με έναν πανηγυρικό απευθυνόμενο σε βουβά πλήθη. Όχι όμως με την ουσία του εγχειρήματος αυτού εδώ του Ένθετου που σήμερα μας αποχαιρετά. Που δεν του έλαχε λογοκρισία, που δεν εξαναγκάστηκε σε παραχωρήσεις καμιάς μορφής, που προσπάθησε (ίσως και να πέτυχε, σίγουρα πέτυχε), να παραμείνει εντός μιας εκ των λίγων παραδόσεων που έχουν σημασία. Αυτή της αριστερής ελεύθερης σκέψης. Μιας σκέψης που αμφιβάλλει για τα πάντα, ακόμα και για την ίδια της την εγκυρότητα. Που ασκεί κριτική στα πάντα, χωρίς αγάλματα, είδωλα, ανέγγιχτα πρόσωπα. Μιας σκέψης που μπορεί και να είναι ασαφής, κακοτράχαλη, δύσβατη, γιατί περπατά συχνά χωρίς πυξίδες, στηρίγματα, βεβαιότητες. Ψηλαφιστά, καμιά φορά τρεκλίζοντας, ή και πέφτοντας, προς το άγνωστο. Ανακαλώντας νεκρούς που είναι πιο ζωντανοί από πολλούς ζωντανούς. Μιλώντας ακόμα και γλώσσες θεωρούμενες νεκρές, ξορκίζοντας την παγκόσμια ντοπιολαλιά της «επικοινωνίας».
Αυτά κρατώ από τις «Αναγνώσεις». Αλλά και πολλά άλλα. Την παρρησία, την έγνοια για το πραγματικά νέο, την αναζήτηση παράδρομων πέραν του επικαιρικού. Την αίσθηση μιας αριστερής συλλογικότητας, σε μια εποχή όπου η αριστερά  νομίζει ότι δεν έχει ανάγκη τους διανοούμενους, ούτε καν ως δικαιολογία ή σημαία.
Τίποτα από όλα αυτά, από τον εύκρατο μικρόκοσμο της Κυριακής και της Δευτέρας, δεν θα υπήρχε χωρίς  τον Κώστα Βούλγαρη. Χωρίς την οξύθυμη ευρυμάθειά του, χωρίς το αδίψαστο ενδιαφέρον του και το πάθος του, χωρίς τη μεταπολιτευτική ορμή του για μια Αριστερά που υπήρξε, ακόμα κι αν έμεινε απλώς μια υποσημείωση. Για μια Αριστερά που οφείλει να υπάρξει, πέρα από τις ευκολίες, την ευτέλεια, τις μικροϋποχωρήσεις  που καταλήγουν σε μεγαλοσυμβιβασμούς με το κυρίαρχο και το υπάρχον. Τον Κώστα, που με προσγείωσε κάποτε, μέσω της ρεντιγκότας του Εγγονόπουλου. Αλλά για αυτόν, τον αμετανόητο Αρκά, των γουέστερν, του Κάλας, του Σαλαπασίδη, του Γιάννη Πάνου, του Μπαχτίν, του Μιχαήλ Ψελλού, του Γράμμου που ηττήθηκε  και των αλόγων που καλπάζουν, δεν δύναμαι να προσθέσω κάτι άλλο.
Όσο για σένα, παντεπόπτη αναγνώστη, το ξέρω πια ότι δεν  σε αποχαιρετώ «τώρα που γλυκοχαράζει», όπως έγραφε μια εφημερίδα της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ικαρίας,  τον Σεπτέμβρη του ’44, που κάποτε βρήκα στο σπίτι του Αννέζου, στο Κουντουμά, μαζί με τεύχη του Μπουκέτου. Όμως, από άλλους δρόμους ή χωριστά, από τις ατραπούς του άδηλου παρελθόντος που ξεπροβάλλουν σε ένα κάποιο μέλλον, ό,τι είπαμε παλιά ισχύει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: