20/7/25

Απλά, ήσυχα, στοχαστικά

Της Μαρίας Μοίρα
 
Στο πολυσυλλεκτικό και πολυδιάστατο εγχείρημα των «Αναγνώσεων» ίσως αρμόζει να τελειώσει  απλά, ήσυχα, στοχαστικά. Σαν μια χαρμόσυνη έμπνευση, που εκπλήρωσε τον στόχο και τον προορισμό της και αποχωρεί από το προσκήνιο, με ήθος και σεμνότητα. Με μια βαθιά λυτρωτική ανάσα για όσα μικρά ή μεγάλα συντελέστηκαν τόσα χρόνια παρουσίας στο χώρο και ένα καθαρό έντιμο βλέμμα που τολμά να ατενίζει με αισιοδοξία το αύριο και όσα θα φέρει. Γιατί οι  «Αναγνώσεις» δεν ήταν ένα ακόμα βιβλιοφιλικό ένθετο, ένα άθροισμα στηλών που παρακολουθούσαν την εκδοτική επικαιρότητα, αλλά ένα βήμα διαλόγου ανάμεσα σε συνεργάτες και αναγνώστες για τα μείζονα αισθητικά, πολιτικά, ανθρωπολογικά, επιστημονικά, περιβαλλοντικά, πολιτιστικά και κοινωνικά ζητήματα των καιρών μας.
Πάντα η λογοτεχνία ήταν συστατικό στοιχείο της καθημερινότητάς μου, ένα υπαρξιακό ανάχωμα, ο τρόπος με τον οποίο από παιδί αποκωδικοποιούσα τη ζωή και τον κόσμο. Μια διδακτορική διατριβή στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ που διερευνούσε τη σχέση της πόλης του Ηρακλείου Κρήτης και της λογοτεχνίας μέσα από τις μυθοπλαστικές διαδρομές των ηρώων στον χώρο και στον χρόνο, παγίωσε την  διασύνδεση του επαγγελματικού μου πεδίου (αρχιτεκτονική και ακαδημαϊκή διδασκαλία) με τον κόσμο των αφηγήσεων και των λέξεων. Των μαγικών εκείνων λέξεων που δεν αντικατοπτρίζουν, αλλά φανερώνουν με μια απρόσμενη λάμψη και μια κρυστάλλινη διαύγεια, το βάθος και την ουσία των πραγμάτων. Όμως η συμμετοχή μου στις «Αναγνώσεις», που έγινε ομολογώ ανεπαισθήτως και χωρίς καλά-καλά να καταλάβω τι αποτολμώ, άλλαξε ριζικά την συνήθη ενασχόλησή μου με τα βιβλία. Τον τρόπο πρόσληψης, ανάλυσης και ερμηνευτικής διαχείρισης των διηγηματικών συλλογών και των μυθιστορημάτων, κυρίως της ελληνικής πεζογραφίας, αλλά και των θεωρητικών συγγραμμάτων που αφορούσαν στην λογοτεχνία, στην αρχιτεκτονική, στην πόλη και στον σχεδιασμό του χώρου.
Δεν είμαι φιλόλογος, επομένως τα κριτικά κείμενα που δημοσίευσε η Αυγή με την δική μου υπογραφή, δεν ήταν η αυτονόητη προέκταση μιας επιστημονικής εποπτείας και θεώρησης του λογοτεχνικού γίγνεσθαι, αλλά η βαθιά και ανυπόκριτη αγάπη για την αποκαλυπτική δύναμη της γλώσσας, την διάσχιση των ορίων, την περιπέτεια των νοημάτων και την μαγική λειτουργία των αναπαραστάσεων. Για όσα φανερά και μυστικά καταθέτει ο συγγραφέας, για την πολιτική, την κοινωνία, τους τόπους και τους τρόπους των ανθρώπων. Και η αποδοχή από σημαντικούς συγγραφείς, με κύρος και εμπειρία, μου έδωσε θάρρος και πίστη να συνεχίσω την προσπάθεια. Ως «κριτικός» πλέον εξακολουθούσα να διαβάζω με την ίδια αγάπη, προσοχή και αφοσίωση τα βιβλία, επαναλαμβάνοντας χωρίς καταναγκασμό την ανάγνωση, αν νόμιζα ότι κάτι μου διαφεύγει από την ψυχή τους. Τώρα, ασυναίσθητα, έψαχνα εξαρχής το κέντρο βάρους του βιβλίου, που αδιόρατα μετουσιωνόταν σε τίτλο του κειμένου μου. Αναζητούσα την ιδέα, τον μηχανισμό ανάπτυξης, την αρχιτεκτονική κατασκευή και την αφανή δομή, που με επιμονή έχτιζε ο συγγραφέας για να παγιδέψει τον αναγνώστη στους άδηλους ιστούς της πλοκής. Να τον εγγράψει σ’ αυτό το μικροσκοπικό σύμπαν, τον φανταστικό μικρόκοσμο που φιλοτεχνούσε σε αντιστοιχία του πραγματικού, ώστε να συνεργαστεί και να επικοινωνήσει με το κείμενο.
Κάθε περιπλάνηση στο δάσος της αφήγησης είναι μια πρωτοφανέρωτη εμπειρία, μια μετάβαση σε άγνωστους τόπους, όπου ακολουθείς πολλές φορές δύσβατα, υποφωτισμένα και δυσπρόσιτα μονοπάτια, αναζητώντας το κλειδί της πρόσβασης στην σκέψη του συγγραφέα, στην ερμηνεία του κειμένου, σύμφωνα με τον εύστοχο τίτλο του βιβλίου της αείμνηστης Τζίνας Πολίτη (Αναζητώντας το κλειδί). Λυπάμαι ειλικρινά για όσα βιβλία παράπεσαν χωρίς να διαβαστούν και να γραφεί γι’ αυτά ένα κριτικό σημείωμα, για λόγους τυχαίους και συγκυριακούς. Ελπίζω να έγινε κατανοητό σε συγγραφείς και αναγνώστες, ότι προσπάθησα με ζέση και επιμονή να ανοίξω έναν δίαυλο επικοινωνίας με το σώμα και το πνεύμα του κειμένου. Μέσα από τα δικά μου μεθοδολογικά εργαλεία. Μέσα από την προσωπική μου ματιά, οπτική γωνία, ανάγνωση και ερμηνεία, να αποστάξω τους χυμούς του κειμένου και να παρουσιάσω τις αδιόρατες συνάψεις των ιδεών, των νοημάτων και των καταστάσεων.
Οι αποχαιρετισμοί έχουν ένα βάρος, ένα μικρό μερίδιο πένθους. Είναι η παραδοχή μιας σημαντικής απώλειας, καθώς η γραφή κειμένων στις «Αναγνώσεις» δεν ήταν βιοπορισμός, αλλά μοίρασμα σκέψεων και εντυπώσεων. Ένας επαναλαμβανόμενος διάλογος, μια σχεδόν εβδομαδιαία καθησυχαστική πειθαρχία. Όμως, αν αναλογιστεί κανείς όσα τραγικά και δυσοίωνα συμβαίνουν στον περίγυρο μας (πόλεμοι, εκτοπίσεις, μετανάστευση, εκφασισμός, κλιματική κρίση, ερημοποίηση, φτωχοποίηση, γενοκτονίες) οφείλουμε να είμαστε εγκρατείς σ’ αυτήν την υπερχείλιση συναισθημάτων και έτοιμοι για αλλαγή πορείας.
Στρίβοντας το τιμόνι, για λόγους αισθητικής και πολιτικής συνέπειας, «όλο αριστερά». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: