Του Κώστα
Χριστόπουλου
Ανατρέχω στο
πρώτο κείμενό μου σε αυτές εδώ τις σελίδες, κάτι λιγότερο από είκοσι χρόνια
πριν. Αντικείμενό του ήταν ένα βιβλίο που περιλάμβανε δεκατέσσερεις συνομιλίες
ενός επιμελητή εκθέσεων και ιστορικού τέχνης, του Χριστόφορου Μαρίνου, με ισάριθμους
συνομήλικούς του καλλιτέχνες, λίγο μικρότερους ή λίγο μεγαλύτερους και από
εμένα. Επιλέγω να διαβάσω στο κείμενο εκείνο κάποια εισαγωγικά ερωτήματα που,
όπως σε μία επιστημονική ή πτυχιακή εργασία, οφείλουν να απαντηθούν στα
συμπεράσματα ή στον επίλογό της, η ώρα του οποίου έφτασε.
Σε κάποιες
«πιθανότητες» αναφερόταν το βιβλίο. Μια αβεβαιότητα για την ύπαρξη ενός «νέου κύματος
εικαστικών καλλιτεχνών» κατέγραφα από τη μεριά μου. Όχι απαραίτητα την
ασυμφωνία μου, μια αντίδραση ή μια αντίθεση. Για ανοιχτά ενδεχόμενα επρόκειτο
άλλωστε, για ξεχωριστές δυναμικές, για ανεξάρτητες τελικά καλλιτεχνικές
πορείες, που όπως φάνηκε εκ των υστέρων δύσκολα θα μπορούσαν να συγκροτήσουν
έναν κοινό κανόνα, τέτοιον που θα καθιστούσε το εν λόγω «κύμα» τόσο διακριτό
και μοναδικό, με τα δικά του ειδοποιά χαρακτηριστικά, μαζί και αυτά μιας
εποχής. Κι αναρωτιόμουν σε τι συνίσταται αυτό το «νέο», τι κομίζει με την
ιδιότητά του αυτή.
Οι περισσότερες
από τις παραπάνω «πιθανότητες» παρουσιάστηκαν στις «Αναγνώσεις» όλα αυτά τα
χρόνια, ιδίως από το 2013 και ύστερα, όταν βρέθηκα στη συντακτική τους ομάδα. Άλλοτε
έστω και μόνο από φωτογραφικές αναπαραγωγές των έργων τους, σε ορισμένες
περιπτώσεις και μέσα από την αρθρογραφία τους. Παρακάμπτοντας συχνά τις όποιες
ιδεολογικές ή πολιτικές δεσμεύσεις και λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις αισθητικές ή τις
ευρύτερες τοποθετήσεις τους στα πράγματα, εικαστικά ή μη. Με σεβασμό στην
ανθρωπογεωγραφία του καλλιτεχνικού «πεδίου», την πολυφωνία του, αλλά και
μέριμνα για την «οικολογία» του, την ευρυθμία της λειτουργίας του.
Με επιμονή περιηγηθήκαμε
στη βιβλιογραφία για την τέχνη, όπως επίσης σε αρκετές εικαστικές εκθέσεις,
θεσμικές ή μη. Προσπαθήσαμε, με αναστοχαστική διάθεση, κι εδώ επικαλούμαι και
άλλους κατά καιρούς συνεργάτες, να φέρουμε στις λέξεις, στις σκέψεις και στα
επιχειρήματα, πολλά από όσα λανθάνουν στις καλλιτεχνικές μορφές, υπερασπίζοντας
ταυτόχρονα την αυτονομία τους και το άρρητο ή το μη αλλιώς αναπαραστάσιμο των
περιεχομένων τους. Δοκιμάσαμε να αναμετρηθούμε με τις ιστορικές πρωτοπορίες,
κυρίως τη ρωσική, και την εξέλιξή των προταγμάτων τους στον χρόνο, άλλοτε να επαναπροσδιορίσουμε
δεδομένες γενεαλογίες της νεοελληνικής τέχνης, να ανατρέξουμε κριτικά στον λόγο
και στο έργο σημαντικών προσωπικοτήτων της. Άλλοτε, πάλι, επιχειρήσαμε να
εξετάσουμε κάποιες σημαίνουσες τάσεις της σύγχρονης εικαστικής σκηνής διεθνώς
και της θεωρίας που τη συνοδεύει, και κάποτε ακόμα να αποτυπώσουμε την
κατάστασή τους σε δεδομένες στιγμές. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι οι «Αναγνώσεις»
αφιέρωσαν το σύνολο των σελίδων τους δύο φορές και για τρείς συνεχείς εβδομάδες,
είτε για να αποτυπώσουν μια εικόνα της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα είτε για να
φιλοξενήσουν καίριες αποτιμήσεις της documenta 14.
Στέκομαι
ενδεικτικά στα δύο αυτά αφιερώματα, καθώς δημοσιεύτηκαν το μεν πρώτο το
καλοκαίρι του 2013, εν μέσω της βαθιάς οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής
αναταραχής, ενώ το δεύτερο τον Ιούλιο του 2017, κατά τη διάρκεια δηλαδή της εκτύλιξης
του κυβερνητικού σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ. Την αισιοδοξία των «πιθανοτήτων», στην
περίοδο της όποιας ευμάρειας, ακολούθησαν τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 2008,
έπειτα η πολυετής κρίση, η άνοδος της Αριστεράς, ύστερα η περίσκεψη για το
τίμημά της, η πανδημία, τώρα οι πόλεμοι και μια εν εξελίξει γενοκτονία. Οι «Αναγνώσεις»
σε όλα αυτά υπήρξαν παρούσες, όχι μόνο παρακολουθώντας τις συνεχείς διελκυστίνδες
ή τις μεταλλάξεις της τέχνης και της αριστεράς, αλλά παρεμβαίνοντας σε αυτές.
Η περίοδος της
συμμετοχής μου στις «Αναγνώσεις» τα ίδια χρόνια είναι ταυτόχρονα και εκείνη
μιας προσωπικής ενηλικίωσης, μιας ωρίμανσης που συνέβη ασφαλώς και εν πολλοίς
εντός τους. Όχι αποκλειστικά σε ό,τι γράφτηκε στις σελίδες τους αλλά και στις
αμέτρητες συζητήσεις −κάποιες φορές και τις έντονες και ανεπίλυτες αντιλογίες−
των μελών της συντακτικής ομάδας και των εκάστοτε συνδαιτημόνων. Χρωστάω λοιπόν
θερμές ευχαριστίες στη Λήδα Καζαντζάκη που με ενέταξε σε αυτό το περιβάλλον
και, πρώτιστα, στον Κώστα Βούλγαρη για την αμέριστη εμπιστοσύνη του, όταν η
ασάφεια ίσως και η αφέλεια των πρώτων κειμένων μου περιέγραφαν απλά μια ακόμα
«πιθανότητα». Όπως εξίσου και για τους αμέτρητους διαλόγους μας, την πυκνή συναναστροφή
και την έκτοτε φιλία μας, κατά τη εξέλιξη της οποίας ενεργοποιήθηκε και
διαμορφώθηκε η σκέψη και το βλέμμα μου. Εύχομαι η διαδικασία αυτή να υπήρξε
αμφίδρομη. Οι υπόλοιπες ευχαριστίες ανήκουν σχεδόν στο σύνολο των ονομάτων που
υπέγραψαν τα κείμενα των «Αναγνώσεων».
Γράφω αυτές τις
γραμμές ανεβάζοντας τα κείμενα της τελευταίας έκδοσής μας στο blog, μια εβδομαδιαία συνήθεια των
τελευταίων δεκαπέντε ετών, η ιδέα για το οποίο οφείλεται, πρέπει να μνημονεύσω,
στον φίλο Γιώργο Γιαννακόπουλο. Ρίχνω μια ματιά στα στατιστικά της αναγνωσιμότητάς
τους. Μου μοιάζει αξιοσημείωτος, ενθαρρυντικός, όσο και ομολογουμένως κάπως
παράδοξος ο συνεχώς μέχρι και σήμερα αυξανόμενος αριθμός των αναγνωστών. Ο
Μάιος έκλεισε με 26633 αναγνώσεις κειμένων, ο Ιούνιος με 24239. Περισσότερες
από ποτέ. Για τον Ιούλιο προφανώς δεν υπάρχουν ακόμα δεδομένα.
Έκλεινα το αρχικό
εκείνο κείμενό μου στις «Αναγνώσεις» με τους στίχους ενός νέου τότε ποιητή,
μιας ακόμα «πιθανότητας», του Νίκου Βιολάρη. Δεν γνωρίζω τη μετέπειτα πορεία
του. «Μια χαρά αιχμηρά είν’ τα πράγματα», έγραφε. «Οι λέξεις είναι που
αρρωσταίνουν». Αν και θα επιβεβαίωνα τον πρώτο στίχο, θέλω να συνεχίσω να
αμφιβάλλω για τον δεύτερο.
Γεια χαρά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου