Του Κώστα Γαβρόγλου
Όπως και να τα μετρήσει κανείς, 23 χρόνια είναι πολλά, ειδικά δε για ένα
έντυπο που συνέχισε να εκδίδεται ανελλιπώς στη διάρκεια μιας περιόδου οβιδιακών
μεταμορφώσεων της ανανεωτικής αριστεράς. Οι επιτυχίες των εντύπων έχουν σχεδόν
πάντοτε ονοματεπώνυμο. Σε εμάς είναι ο Κώστας Βούλγαρης, ο οποίος κατάφερε να
προστατέψει τις «Αναγνώσεις», από τις μεταμορφώσεις της αριστεράς, και να
δημιουργήσει έναν χώρο όπου υπήρχε θέση για όλες και όλους, με κριτήριο πάντα
την εμμονή του, με σχεδόν μεταφυσικούς όρους, στην “ποιότητα”. Εμπιστεύτηκε
ανθρώπους με τους οποίους διαφωνούσε πολιτικά και ιδεολογικά, κατάφερε να μην
εκνευρίζει τους “δικούς του” με τις κριτικές του παρατηρήσεις, επέμενε να μας
θυμίζει την σημασία των κλασσικών, και μας προέτρεψε να ξαναδιαβάζουμε εκείνους
τους λίγους που η διακριτική και μη θορυβώδης παρουσία τους σχεδόν σίγουρα θα
οδηγούσε στη λήθη των έργων τους.
Τα 23 αυτά χρόνια ζήσαμε
και κάτι άλλο: Η πορεία των «Αναγνώσεων», συμπίπτει ουσιαστικά με την πορεία
του πιο ριζικού μετασχηματισμού του έντυπου λόγου. Νομίζω δεν είμαστε ακόμη σε
θέση να συνειδητοποιήσουμε τις συνέπειες του μετασχηματισμού της υλικότητας του
βιβλίου και την “αντικατάσταση” του από μια άλλη υλικότητα, αυτήν της οθόνης.
Αυτός ο μετασχηματισμός άλλαξε τους χρόνους ανάγνωσης και προσοχής που απαιτεί
κάθε κείμενο, μεγάλωσε το χάσμα ανάμεσα στις συνήθειες ανάγνωσης λογοτεχνικών
κειμένων και άλλων ειδών, διαμόρφωσε νέες δυνατότητες προσέγγισης του
“βιβλίου”.
Πολλοί αναπολούν τους
παλιούς καλούς καιρούς, όταν κρατούσαν ένα βιβλίο στο χέρι, το χάιδευαν, το
περιεργαζόταν και μετά άρχιζαν την ανάγνωση. Προσπαθούν, φοβάμαι, να
παρατείνουν έναν τρόπο ζωής που έχει πια κλείσει ανεπιστρεπτί. Δεν τα γράφω
αυτά ούτε ως θιασώτης της νέας τεχνολογίας, ούτε ως υμνητής της νέας
επιστημονικής επανάστασης. Όμως, το τζίνι έχει βγει από το μπουκάλι. Για αυτό
και το ζητούμενο είναι η κατανόηση της νέας κατάστασης − της ψηφιακής συνθήκης
και των πολλαπλών συνεπειών της. Και για την κατανόησή της δεν έχουμε ακόμη
διαμορφώσει ούτε τις νέες έννοιες, ούτε τους νέους τρόπους πραγμάτευσης.
Ως αριστεροί, δε,
κουβαλάμε και ένα φορτίο που μας δυσκολεύει ακόμη περισσότερο στην κατανόηση
τέτοιων φαινομένων. Η κυρίαρχη κουλτούρα της αριστεράς θεωρεί την τεχνολογία ως
κάτι ουδέτερο, και πως όλα εξαρτώνται από την πολιτική βούληση των κρατούντων, αν,
δηλαδή, θα την χρησιμοποιήσουν για το “καλό ή το κακό του λαού”. Αυτή η
αντίληψη της αριστεράς μεγαλούργησε στα θέματα παραγωγής ενέργειας από
πυρηνικούς αντιδραστήρες στις δεκαετίες του ’60 και ’70, όπου οι μεν Σοβιετικοί
αντιδραστήρες ήταν οι “καλοί” οι δε αμερικάνικοι οι “κακοί”. Ελάχιστες ήταν
τότε οι φωνές που ήταν αντίθετες στην πυρηνική ενέργεια, ως μια επικίνδυνη για
τους πολίτες, απειλητική για το περιβάλλον και ακριβή για τους καταναλωτές
ενέργεια.
Σήμερα, βεβαίως, ολοένα
και περισσότεροι απομακρύνονται από τέτοιες εργαλειακές αντιλήψεις και
αμφισβητούν την ουδετερότητα της τεχνολογίας. Έχουν, δε, διατυπωθεί
σημαντικότατοι προβληματισμοί, για το πώς οι κυρίαρχες αξίες μιας κοινωνίας
εγγράφονται και εντυπώνονται στον τρόπο που παράγονται οι (όποιες) τεχνολογίες.
Όμως, ένα μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης επικεντρώνεται σχεδόν
αποκλειστικά στην αναζήτηση τρόπων προστασίας των πολιτών από τη συλλογή και
αποθήκευση των προσωπικών τους δεδομένων. Εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα. Αν,
όμως, δεν συνειδητοποιήσουμε το σύνολο των συνεπειών της ψηφιακής συνθήκης, τις
αλλαγές στον χαρακτήρα της εργασίας, τους τρόπους πλουτισμού, τη δομή της ζωής
στις πόλεις, τον τρόπο επικοινωνίας ανάμεσα στους πολίτες, τους τρόπους που
διαμορφώνονται οι απόψεις για τα κοινά, ακόμη και την ανάδειξη μια νέας
κοινωνικής τάξης, αυτής του πρεκαριάτου, φοβάμαι πως θα οδηγηθούμε σε αδιέξοδο
στην αντιμετώπιση μιας νέας κατάστασης στην εξέλιξη του καπιταλισμού.
Ας επανέλθουμε, όμως, στα
δικά μας. Όχι στην αριστερά, αλλά στα του βιβλίου. Μήπως, και το γράφω με κάθε
επιφύλαξη, να αναρωτηθούμε, αν κλείνει τον κύκλο του ένας βιβλιοκεντρικός
πολιτισμός έτσι, τουλάχιστον, όπως τον γνωρίζαμε; Ας μην ξεχνάμε πως από τα
μέσα του 15ου αιώνα, με την εφεύρεση του τυπογραφείου, και μέχρι τα μέσα του
16ου, υπήρχαν έντονες αντιδράσεις εναντίον των βιβλίων, πολλοί θεώρησαν πως
καταστρέφεται η κουλτούρα του χειρογράφου, πως η δυνατότητα πρόσβασης στα
βιβλία τόσων πολλών θα αλλάξει τις κοινωνικές ισορροπίες της εποχής, και πως το
καινούργιο αυτό τεχνούργημα υπονόμευε την μακραίωνη παράδοση και ιερότητα του
χειρόγραφου λόγου. Η συνέχεια είναι γνωστή. Μήπως, κάτι ανάλογο ζούμε και
σήμερα;
Να αναφέρω ένα παράδειγμα,
από τον χώρο τον οποίο γνωρίζω καλύτερα. Όλες οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις
είναι βασισμένες στην κεντρικότητα του βιβλίου, της ανάγνωσης, της κατανόησης,
της κριτικής και δημιουργικής αναπαραγωγής όσων διαβάζουμε. Τα τελευταία χρόνια,
όλες και όλοι έχουμε έναν απρόσκλητο αλλά ιδιαίτερα φιλικό “βοηθό”, που
προσφέρει δωρεάν τις “υπηρεσίες” του: το chatgpt ή τα αντίστοιχα προγράμματα. Για πρώτη φορά στην
ιστορία της εκπαίδευσης ένας “βοηθός” γνωρίζει πολλά περισσότερα από έναν
εκπαιδευτικό και ο ίδιος “βοηθός” είναι διαθέσιμος και στους μαθητές και
φοιτητές. Αυτό αποτελεί μια κατάσταση που δεν έχει προηγούμενο στην ιστορία της
εκπαίδευσης. Πώς αντιδρούμε απέναντι σε αυτό το φαινόμενο; Τι σημαίνει για την
εκπαιδευτική διαδικασία; Ποιος ο ρόλος των λειτουργών της εκπαίδευσης τα
επόμενα χρόνια;
Τέλος του έντυπου λόγου
όπως τον γνωρίζαμε, τέλος, ενδεχομένως, του βιβλιοκεντρικού πολιτισμού, τέλος
και των «Αναγνώσεων». Μπορεί, βέβαια, να είναι και σύμπτωση.
Και μία προσωπική
κατάθεση: ευχαριστώ από καρδιάς τον Κώστα και τα άλλα μέλη της Συντακτικής
Επιτροπής που ανέχθηκαν τόσες πολλές απουσίες μου, όταν άλλες υποχρεώσεις
εμπόδιζαν τη συμμετοχή μου στη Συντακτική Επιτροπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου