Της Κωστούλας
Μάκη*
Ο Φρίξος Τζιόβας «εξεμέτρησε το ζην» πριν λίγες μέρες στα εκατόν έξι του χρόνια. Δάσκαλος, ποιητής,πεζογράφος και διανοούμενος της Ηπείρου, διαποτίστηκε από την ιστορία του τόπου μας και τη διαπότισε, υποστηρίζοντας σε όλη τη ζωή του, με σεμνότητα, ταπεινότητα και καλοσύνη, με τις πολλαπλές ιδιότητες του δασκάλου, συγγραφέα, ποιητή και κριτικογράφου, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ηπειρωτικής ενδοχώρας, καθώς και τις ιστορικές τομές και διεκδικήσεις στο πέρασμα των χρόνων. Πέρα από το ίδιο το έργο του, η παρουσία του μου ήταν οικεία, ακούγοντας συχνά στις οικογενειακές ιστορίες για τη φιλία του με τον επίσης δάσκαλο και συγγραφέα παππού μου, Βασίλη Μάκη, τους δεσμούς του με τον Γιάννη Δάλλα, ως συνεκδότης του περιοδικού «Ενδοχώρα», και τη σταθερή παρουσία του στις κινήσεις και τις δυναμικές των διανοούμενων των Ιωαννίνων, από τον 20ό αιώνα μέχρι σήμερα.
Γεννημένος στους Ασπραγγέλους (Δοβρά) Ζαγορίου, ο Τζιόβας αποφοίτησε από τη Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία το 1940. Πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο και μετά τη λήξη του δούλεψε ως δάσκαλος στη Βίτσα Ζαγορίου και λίγο αργότερα, μέχρι τη συνταξιοδότησή του, στο χωριό του. Στα δέκα έξι του παρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα, δημοσιεύοντας το πρώτο του κείμενο στην εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών». Αναφερόμενος στη δεύτερη ποιητική συλλογή του, «Αίμα και φως», ο Τάκης Σινόπουλος βλέπει την ποιητική του «περισσότερο πλάγια» και «λεπτότατα υπαινικτική» με «μια απόχρωση εφηβικής μελαγχολίας ή νοσταλγίας» που διαμορφώνει τη στιχουργική του[1].
Οι όλμοι μας φυτεύουν ντάλιες δροσερές, αντλούν νερό γαλάζιο να μας το προσφέρουν,
ορμούν σαν θρασαετοί στη φυλλωσιά.
Ποιος μαστιγώνει τ’ άλογα στο φλογισμένο ουρανό;
Ποιος πηλαλάει θριαμβικά
στη ζέστη αυτή των τροπικών;
Κάκτοι, ασπίδες, λεοπάρδαλοι και κόμπρες […]
λιποθυμία […][2]
Στο παραπάνω απόσπασμα, οι στίχοι καταγράφουν κριτικά με υπερρεαλιστικούς τρόπους τη διαδρομή του Τζιόβα. Η καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί εν τέλει να συνδέσει τα ηπειρώτικα ορεινά πέτρινα τοπία με την τροπική ζέστη, καταλήγοντας σε απροσδόκητα όρια και ταλαντώσεις, οι οποίες ενίοτε προκαλούν λιποθυμία.
Η συζήτηση λοιπόν για τον Τζιόβα δεν έχει στόχο να λειτουργήσει ως νοσταλγική κοινότοπη νεκρολογία για έναν ακόμη νεκρό ποιητή. Αντίθετα, προσανατολίζει μνημονικά στην πολιτική νοηματοδότηση, που προκύπτει από την επιλογή του Τζιόβα να συνταχθεί, χωρίς μεγαλοστομίες και επιδειξιομανία, στη ζωή και το έργο του, με την Ήπειρο και τον τόπο του, αναδεικνύοντας την ιστορικότητά τους. Δεν πρόκειται επομένως για την πρόταξη ενός εξυμνητικού ρηχού βιογραφισμού, ο οποίος καταλήγει τελικά να διογκώνει το παραγόμενο έργο ενός συγγραφέα, αλλά για την επιθυμία να επιτονιστεί η αλληλεπίδραση ανάμεσα στον Τζιόβα, το έργο του και τον χωροχρόνο της Ηπείρου. Η εντοπιότητα είναι ιδιότητα που συνοδεύει τον διανοούμενο Τζιόβα σε ολόκληρη την κοινωνική του τροχιά. Στην περίπτωσή του, ο τόπος συνυφαίνεται με την ίδια του τη ζωή. Η παραμονή του στην Ήπειρο και τους Ασπραγγέλους καθορίζει τη συνεπή θέση του Τζιόβα, να αναδείξει την κομβική θέση της Ηπείρου στην τέχνη και τη διανόηση, χωρίς όμως τα στοιχεία του γραφικού επαρχιωτισμού. Εξάλλου, γνωρίζει πως οι διαδρομές στην τέχνη, τη ζωή και την κριτική δεν είναι ποτέ ευθύγραμμες ή οριστικές, και πως στην πορεία συμβαίνουν πολυποίκιλες αλλαγές στους τόπους αλλά και τους φίλους, οι οποίοι μπορεί να κάνουν άλλες επιλογές ασφάλειας:
Γιατί ακόμα να φανούν τα κυπαρίσσια,
μα πόσα στη ζωή του πήγαν ίσια;
Άϊ στην ευχή κι αυτοί οι φίλοι
που βούλιαξαν στη θαλπωρή τους
κάτω από τη χλόη […].[3]
Σημαντική στιγμή της διαδρομής του Τζιόβα ήταν και η συνοδοιπορία του στο περιοδικό «Ενδοχώρα» (1959-1966), με τον Δάλλα, τον Τζάλλα, τον Αράγη, τον Μηλιώνη και τον Σταμάτη. Η ονομασία του περιοδικού είναι επίσης προθετική και απηχεί την κοινή επιθυμία της συντακτικής επιτροπής να επικαιροποιήσει τις κριτικές, λογοτεχνικές και ποιητικές φωνές της εποχής. Στο έργο του ο Τζιόβας διαρκώς φέρνει στο προσκήνιο διαφορετικά σημεία της ιστορίας. Στην «Ραψωδία των βράχων» περιγράφεται το κάψιμο του χωριού του από τους Γερμανούς στις 15 Ιουλίου 1943, ενώ καταθέτει λεπτομέρειες για εκείνο στο «Χρονικό της Δοβράς (1856-1859)». Στις αλλαγές που επήλθαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ο Τζιόβας στο διήγημά του «Το πένθος» κρατά ζωντανή τη μνήμη των εβραίων των Ιωαννίνων που εκτοπίστηκαν και αφανίστηκαν, στερώντας από τα Γιάννενα ένα ισχυρό κομμάτι της ταυτότητάς του.
Στο παρακάτω ποίημα, οι πελαργοί των Ιωαννίνων γίνονται αφορμή για να προχωρήσει η δημιουργική του φαντασία. Τα τοπικά στοιχεία, σε συνδυασμό με άλλα αναγνώσματα, οδηγούν στον εμπλουτισμό και τη σύνθεση διαφορετικών χρόνων, κόσμων και στοιχείων:
Τους πεθαμένους πελαργούς αυτός στις γαλαρίες
για πειρατές που κούρσεβαν παλάτια μεσαιωνικά
νύχτες χλωμές και κρύες […].
Στο ποίημα παρατηρείται επίσης η σταθερή και μελαγχολική διερώτηση του ποιητή για όσα χάνονται και αλλάζουν στην πόλη, το τοπίο, αλλά και τα ταξικά χαρακτηριστικά της κοινότητας που οδηγούν σε κάθε τύπου ευτέλειες, με αποτέλεσμα ένα συναίσθημα σαν αυτό ενός μανιασμένου οργισμένου πιθήκου:
[…] Ο πελαργός σου, στέγη, κάπου θα κρυώνει
Και η σελήνη πια δεν περπατά στις ακακίες
βαριέται των αστών τις φλύαρες κακίες
και τη μανία ενός πιθήκου σα θυμώνει.[4]
Σε μια εποχή που παραμένει αποτρόπαια και μεταιχμιακή, ο θάνατος του Τζιόβα μας κάνει να τον αποχαιρετούμε μέσα από τους παρακάτω δικούς του στίχους:
Πάγωσε η καρδιά μας
κρεμασμένο λαγουδάκι
στην πύλη του αποτρόπαιου.[5]
Εξάλλου οι καλλιτεχνικές διαδρομές τέμνονται, σταματούν και επανεκκινούνται διαρκώς και διαχρονικά στην εγγύτητα μιας ιστορικότητας που περιλαμβάνει παρόν, παρελθόν και μέλλον. Στα πατήματα του Τζιόβα επιστημονικά ενεργός και ακμαίος βρίσκεται εδώ και δεκαετίες ο γιος του Δημήτρης Τζιόβας, κομβικό ακαδημαϊκό πρόσωπο της νεοελληνικής λογοτεχνικής έρευνας και κουλτούρας.
[1] Σινόπουλος, Τ. (2005) Φρίξου Τζιόβα: «Αίμα και φως», Το Ζαγόρι μας, 321, σ. 12.
[2] Τζιόβας, Φ. (1954) V, Αίμα και φως.
[3] Τζιόβας, Φ. (1998) Μπαλάντα, Εξώπολις, τεύχος 8-9, σ. 11-12.
[4] Τζιόβας, Φ. (1940) Μπαλάντα του μεσονυκτίου, Εντελβάις.
[5] Τζιόβας, Φ. (1954), IV, Αίμα και φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου