19/4/25

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την ατομική έκθεση του Νίκου Παπαδημητρίου με τίτλο «Off Balance» που πραγματοποιείται στην γκαλερί Έκφραση – Γιάννα Γραμματοπούλου (Βαλαωρίτου 9α, Αθήνα). Κείμενο έκθεσης Νίκη Παπασπύρου. Μέχρι 26 Απριλίου.

Νίκος Παπαδημητρίου, Green 2, 2018, ακρυλικό και λάδι σε χαρτί, 17,5 x 18,5 εκ.

Για μια καθολική μόρφωση

Της Διώνης Δημητριάδου*
 
ΜΙΧΑΗΛ ΜΠΑΚΟΥΝΙΝ, Αρχές Παιδείας, πρόλογος-επιμέλεια Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, εισαγωγή-μετάφραση-σχόλια Γιάννης Μπαρτσώκας, εκδόσεις  Gutenberg, σελ. 91
 
Για τον Ρώσο θεωρητικό του Αναρχισμού, αλλά και μία από τις σημαντικότερες μορφές της επαναστατικής ιδεολογίας του 19ου αιώνα, Μιχαήλ Μπακούνιν, προέχει πάντα το όραμα της επανάστασης, και αυτό είναι που  καθορίζει κάθε του γραφή, στην ουσία παρέμβαση στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του. Για τον Μπακούνιν η μόρφωση είναι το «όχημα» για την κοινωνική αλλαγή που σταδιακά θα οδηγήσει και στην κατάργηση των κρατικών μοντέλων. Θέτοντας ως απώτερο στόχο στις Αρχές Παιδείας τη διανοητική και ηθική απελευθέρωση του ατόμου, ως μέρους του κοινωνικού συνόλου (που θα αποκτήσει το επιθυμητό διανοητικό και ηθικό επίπεδο), διατυπώνει τις θέσεις του στο θεωρητικό ζήτημα της παιδείας, τοποθετώντας φυσικά το όλο θέμα στη σειρά του: επιτακτική αρχικά η οικονομική απελευθέρωση, με τη συνακόλουθη πολιτική απελευθέρωση, που οδηγεί στο ανώτερο επίπεδο του πολιτιστικού εποικοδομήματος, το διανοητικό και ηθικό, σύμφωνα με το μαρξιστικό μοντέλο ανάλυσης, το οποίο εδώ ασπάζεται· η αντιπαράθεση με τον Μαρξ θα ακολουθήσει λίγα χρόνια μετά, στο συνέδριο της «Διεθνούς» το 1872, οπότε και θα επέλθει η διάσπαση σε δύο ομάδες, την υπό τον Μαρξ και την αναρχική.
Στον πυρήνα της ανάλυσής του τοποθετεί την ανάγκη για καθολική μόρφωση, στη βάση μιας ισότητας που θα υπερβαίνει τις κοινωνικές τάξεις, θέση που δημιουργεί, όπως είναι φυσικό, ενστάσεις, καθώς στηρίζεται σε μια ατεκμηρίωτη, εκ του αποτελέσματος, πεποίθηση πως η ισότιμη εκπαίδευση (ίδια σχολεία, ίδιοι δάσκαλοι, ίδια ύλη, ίδια χρόνια σπουδών) αρκεί για να έχουμε το κοινό μορφωτικό επίπεδο για όλους. Άλλωστε, η άποψή του για την καθοριστική έως απόλυτη επίδραση που ασκεί στη μόρφωση του ατόμου η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει, καταρρίπτεται από πλείστα παραδείγματα αυτοδημιούργητων ή φτωχών στην καταγωγή που διέπρεψαν, παραμερίζοντας πολλούς μορφωμένους λόγω της αστικής ή μεγαλοαστικής τους προέλευσης. Ο Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, επιμελητής της έκδοσης, προλογίζοντας το βιβλίο θα επιμείνει σ’ αυτό το αστήρικτο και κατά βάση ουτοπικό «κοινωνιστικό», όπως το ονομάζει, ιδανικό του Μπακούνιν.

Αντιπελάργηση

Νίκος Παπαδημητρίου, Fragmented landscape, 2024, 12 ακρυλικά με λάδι σε χαρτί, 25,5 x 25,5 εκ. (έκαστο)

Της Δέσποινας Καϊτατζή-Χουλιούμη*
 
ΜΑΝΙΑ ΜΕΖΙΤΗ, Αγαπημένε μου πατέρα, εκδόσεις Κουκκίδα, σελ. 14
 
Μια ποιητική σύνθεση που αφορά σε διεργασίες πένθους για την απώλεια του λατρεμένου πατέρα. Το εξώφυλλο κοσμείται από το πορτραίτο του ζωγράφου Burty Frank Haviland, έργο του Amedeo Modigliani (1914).
Η Μάνια Μεζίτη, μέσα από μια ολιγοσέλιδη σύνθεση, αποτελούμενη μόνο από οκτώ άτιτλα αποσπάσματα, με λόγο πεζόμορφο, λιτό, αφαιρετικό και πυκνό, μιλά για τη φροντίδα του αγαπημένου πατέρα με ψυχική διαταραχή και τον θρήνο της απώλειάς του. Δύσκολο εγχείρημα για μια κόρη να αποδώσει ποιητικά και μάλιστα μέσα σε τόσο λίγους στίχους την τραυματική και επώδυνη εμπειρία και τον συναισθηματικό δεσμό με τον λατρεμένο και ψυχικά ανήμπορο πατέρα και την απώλειά του. Και όμως η Μεζίτη το φέρνει εις πέρας, με ευαισθησία και κουράγιο, τρυφερότητα και γενναιότητα, οικονομία λόγου και ελεγχόμενο συναίσθημα, στοιχεία του ιδιαίτερου ποιητικού της τρόπου, πετυχαίνοντας ν’ αγγίξει βαθύτερες χορδές μας και να μοιραστεί μαζί μας όχι μόνο την οδυνηρή εμπειρία και το τραυματικό πένθος, αλλά και την σοφία που αποκόμισε.
Στην ποιητική σύνθεση αποτυπώνονται στιγμιότυπα της αλληλεπίδρασης και του συναισθηματικού κλίματος με τον ψυχικά «αλλού» πατέρα, ενώ σκιαγραφείται έκδηλα η συνθήκη Αντιπελάργησης, όπου οι ρόλοι αντιστρέφονται και το παιδί γίνεται ο γονέας του γονιού του, η οποία ωστόσο διαμορφώνεται και εκφράζεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο λόγω της ψυχικής διαταραχής του πατέρα. Πόσο καλά ανταποκρίνεται το ενήλικο παιδί στη στήριξη του ψυχικά πάσχοντος γονιού και πώς διαχειρίζεται το βαρύ πένθος μέσα σε μια τέτοια συνθήκη αλήθεια; Πόσο επιδρούν τα αισθήματα ενοχής, που ανακύπτουν λόγω επιπρόσθετης επιβάρυνσης της επικοινωνίας και αμοιβαίας κατανόησης, τα οποία μπορεί να μπλοκάρουν τις εκδηλώσεις εγγύτητας και στήριξης, όπως και τις διεργασίες θρήνου και πένθους ; «ήταν ανυπόφορος. και όμως τρυφερός. επιπλέον, υπήρξε ιδιαίτερα όμορφος» (σ. 7) γράφει η Μεζίτη σκιαγραφώντας την εσωτερικευμένη εικόνα του πατέρα, αφήνοντας παράλληλα να αναδυθεί η συναισθηματική αμφιθυμία του ποιητικού υποκειμένου σε σχέση με τον πατέρα, αλλά και να αναδειχθούν συνειρμικές καταδύσεις σε λιβιδινικές και οιδιπόδειες αναπαραστάσεις και φαντασιώσεις. Άλλοτε πάλι ο φόβος της απώλειας, το πένθος πριν το πένθος εκφράζεται με έναν σπαρακτικό τρόπο: «Μπαίνω στο φέρετρο/ και σε περιμένω/ μένω εκεί/ μην τύχει και συμβεί/ άμα λείπω» (σ. 12).

Κείμενο υλιστικά επικεντρωμένο: το αγαθό «ποίημα»

Νίκος Παπαδημητρίου, Χωρίς Τίτλο, 2024, δίπτυχο, πράσινο μάρμαρο Τήνου, ψηφιακή εκτύπωση green series C plexiglass, 44,5 x 44,5 εκ. (έκαστο), συνολική διάσταση 44,5 x 89 εκ.

Του Βασίλη Ντόκου*

Πότε διχάστηκε άραγε η έννοια του αγαθού στο ηθικά μοναδικό και στο εύκολα αντικαταστάσιμο; Πότε εξομοίωσε τη δηλωτική ιδιότητα του επιθέτου με την ενική αφέλεια του «αγαθός» ή την πονηρή πληθυντική των «αγαθών» σε συνθήκες κατευθυνόμενης στέρησής τους από τους πολλούς; Πότε δρασκέλισε το κατώφλι της εγκρατούς εσωτερικότητας για να περάσει στην ακράτεια της παραγμένης πολλαπλότητάς του, ακόμη και ως ποιητικό βιβλίο που εντάσσοντας το ποίημα στο σώμα του χάριν της πληθυντικής πρόσβασης σε αυτό αλλά και μιας δυνητικής φήμης του ποιητή, φίμωσε την άρνησή του για τον αμετάκλητα τιμολογημένο σύγχρονο κόσμο; Πότε ο ποιητής από εχθρός μιας εγχρήματης αγοράς εκφυλίστηκε συμβολικά σε έναν ακόμη παραγωγό αγαθών, ανεξαρτήτως της μικρής συμμετοχής των ποιητών στον εκδοτικό τζίρο, κυρίως ως «πληρωμένα» από τους ίδιους βιβλία;
Υπήρξε όμως ποτέ αγαθό το ποίημα; Και αν ναι, τότε πού έγκειτο η αγαθότητά του; Σε όλες του τις εκφάνσεις, έστω ασύνειδα, η αισθητική του υπόσταση δυνητικά υποκαθιστούσε τη δεδομένη πραγματικότητα του εκάστοτε κατασταλαγμένου κόσμου. Εν ολίγοις, η «αγαθότητά» του έγκειτο στην έμμεση άρνησή του ως τέχνης του λόγου ενός όχι τόσο αγαθού κοινωνικά κόσμου, προβάλλοντας ασύνειδα στο μέλλον την ουτοπία του ζητούμενού του.
Διαθέτει όμως ακόμη αυτή την έμπρακτη αγαθότητα το ποιητικό βιβλίο -αν εξαιρέσουμε την παραδειγματικά ανιδιοτελή στάση του ως έργου τέχνης απέναντι σε σκοπιμότητες της πρακτικής ζωής- και αν όχι πώς απώλεσε τον δικό της Μίνσκιν; Μήπως τον έχασε εισερχόμενο με τη μορφή βιβλίου στον κόσμο των αγαθών, ως καταναλωτικών πλέον; Γιατί ποια έμπρακτα αντιδραστική τάση στην κατεύθυνση των πραγμάτων, πέρα από την έμμεσα κριτική και τυχόν παιδαγωγική εμβέλειά του, μπορεί να διατηρήσει ως μικτή, οικονομικά ανταλλακτική και αισθητικά αυτοτελής, αξία μια ποιητική «συλλογή» -με την ήδη ειρωνική πραγμοποίηση του όρου, εξομοιωτική των ποιημάτων με γραμματόσημα ή νομίσματα- σε έναν κόσμο που τα πάντα αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμα και γι’ αυτό αφομοιώσιμα;
Και μήπως ο ίδιος ο αισθητικός αυτοπροσδιορισμός του ποιήματος ως τέχνης για να διατηρήσει την κριτική του απόσταση από την πραγματικότητα, ήταν η αισθαντικά επενδυμένη παγίδα αναίρεσης της πρακτικής που υποδείκνυε, ώστε να μένει δραστικά τελείως ακίνδυνο ένθεν της τέχνης, όταν εντεύθεν αυτής ως χρηστικό αντικείμενο παύει να είναι ποίημα άρα και έμμεση κριτική; Και πώς θα ξέφευγε από τον κύκλο της κατανάλωσης ως πράγμα-βιβλίο -έστω κι αν οι πολλαπλές ερμηνείες ενός καλού ποιήματος αντιστέκονται στην απολιθωμένη υπόσταση του πράγματος- αν όχι δραπετεύοντας από την υλικότητά του, άρα και από τη δυνατότητα αναπαραγωγής του;

Επί έξι

Του Κωνσταντίνου Μπούρα*
 
Η χαμηλόφωνη τόλμη. Έξι λυρικές ποιήτριες τού εικοστού αιώνα (συλλογικός τόμος), εκδόσεις Νίκας, σελ. 308
 
Κι οι ελάσσονες έσονται μείζονες, όταν η επίσημη φιλολογική επιστήμη και η καταξιωμένη κριτική σκέψη αποδείξει εμπράκτως ότι αξίζει να ενσκύψει κανείς στις σκονισμένες σελίδες βιβλίων χαμένων σε παλαιοβιβλιοπωλεία ή σε βιβλιοθήκες συλλεκτών που έχουν αποθάνει και τα κληροδότησαν ποιος ξέρει πού. Υπάρχουν βεβαίως κι οι ευεργετικές άυλες σελίδες τού Διαδικτύου, όπου όμως, όπως διαπίστωσα σε μια πρόσφατη εκδήλωση για την Παγκόσμια Ημέρα Ποιήσεως, μπορεί να αποδώσει κανείς στον Καρυωτάκη ποιήματα δικά του ή άλλων ομοιοπαθών, (αν-)αξιοπαθούντων.
Έξι καταξιωμένες συγγραφείς με οξύ κριτικό λόγο έρχονται να αποκαταστήσουν την τιμή και την ποιητική υπόληψη ισαρίθμων γυναικείων φωνών του περασμένου αιώνα. Αυτό κι αν είναι αθανασία.
Συγκινητικά ακριβές το κείμενο της Ανθούλας Δανιήλ για την πασίγνωστη στην εποχή της Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, που επειδή δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε να ακολουθήσει τα αισθητικά και τα ποιητικά ρεύματα της εποχής της δεν έσπασε το φράγμα του χωροχρόνου. Έντιμη και δεινή μελετήτρια των πολιτισμικών φαινομένων η Ανθούλα Δανιήλ, αποκαθιστά και τον αυτόχειρα Καρυωτάκη για την σατιρική επίθεσή του σε μία κατά τα άλλα αξιοπρεπή συγγραφέα, που δεν είχε δώσει δικαιώματα, αφού ήταν ιδιαίτερα συντηρητικός ο βίος και η πολιτεία της. Ίσως μάλλον γι’ αυτό, σκέφτομαι εγώ, να προσωποποιούσε τυχαία και συμπτωματικά ό,τι οι οργισμένοι νέοι ήθελαν να αμφισβητήσουν.
Αλλά και η Μυρτιώτισσα (Θεώνη Δρακοπούλου) «με κυρίαρχο τον τονικό ίαμβο στην ποίησή της, ακολουθεί την παράδοση και μένει μακριά από τον μεσοπολεμικό μοντερνισμό τόσο υφολογικά όσο και θεματολογικά. Αξιοποιεί ελάχιστα θέματα αντλημένα από την αρχαιότητα στην ποίησή της. Προσανατολισμένη στην ομορφιά της φύσης, ελάχιστα αναφέρεται στο αστικό τοπίο κι αυτό στις περιπτώσεις που αφορούν την Αθήνα, και ιδιαίτερα την Πλάκα» (σελ. 166).
Νίκος Παπαδημητρίου, Distorted line reflection 1 / green series B, 2021, εκτύπωση ψηφιακής εικόνας, plexiglass, 30 x 42 εκ.

Του Γιώργου Βαρθαλίτη*
 
Α. Ο Κωστής Παλαμάς, σ’ ένα από τα γοητευτικότερα χρονογραφήματά του, το επιγραφόμενο Ο Ήλιος και η Σιωπή, εξιστορεί έναν μεσημβρινό του περίπατο σε εξοχική τοποθεσία δεξιά της λεωφόρου Κηφισσίας : “Ό,τι εξωράϊζε και εμεγάλυνε την ώραν εις το μέρος εκείνο ήτο ο ήλιος του Νοεμβρίου, ο ήλιος της Αττικής υπό το άσπιλον βαθυκύανον άπειρον. Ο ήλιος, όστις μου εγέννα τον πόθον υπερφυούς τινος νιρβάνας ηλιοπλημμυρισμένης, μέσα εις την πηγήν του· επάνοδον εις τους κόλπους του αιωνίου πατρός, εκ του οποίου πηγάζομεν, δια του οποίου ζώμεν, μέσα εις τον οποίον κινούμεθα, μέρος του οποίου αποτελούμεν”. Όσο κι αν ερραψώδησε ο Παλαμάς “ωραία φεγγάρια χαροποιά”, εκείνος είναι ο αδιαφιλονίκητος ποιητής της αττικής μεσημβρίας. Παρόλο που δεν είναι διόλου περιγραφικός, νιώθεις μέσα στους στίχους του τον παλμό του μεσημεριανού φωτός:

Όλα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ' είναι η μέρα.
Διάφαν' η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβαθα παλάτια·
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.
Δείτε και τους πιο κάτω στίχους:
Ο πυρός λίβας αγεροδρομούσε
προχτές ορμητικά στο λόγο απάνου,
σε είχε ματιάσει, κατά σε χυμούσε,
λάγνος πόθος αφρικανού σουλτάνου.

Β. Αν ο Παλαμάς υπήρξεν ο ανυπέρβλητος ψάλτης του αττικού μεσημεριού, το αττικό (πιο σωστά: το αθηναϊκό) μεσονύκτιο θά 'λεγες πως περίμενε τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ο Παλαμάς φτιάχνει, για να δανειστώ τον τίτλο ενός έργου του Γιάννη Ρίτσου, που ο ίδιος υπήρξεν ανάδοχός του, μια μεγαλόπνοη “ραψωδία του γυμνού φωτός”. Ο Λαπαθιώτης συνθέτει, με το στίχο του, μιαν υποβλητική νυκτωδία, ένα νοτούρνο, σαν αυτά που τον φανταζόμαστε να παίζει στο πιάνο του. Τίποτε πιο διάφορον από την εύμολπη τραχύτητα του παλαμικού άσματος (αν και ο νεώτερος πολλά χρωστάει σ' αυτό το άσμα). Μας ξαφνιάζει κάτι λεπτεπίλεπτα μελωδικό, κάτι απαλό και θηλυκό. Ο Λαπαθιώτης είναι απ' τους μουσικότερους ποιητές μας (η διαφορά του με τον Σολωμό είναι διαφορά ελάσσονος προς μείζονα μουσουργό), ίσως ο μελωδικότερος. Απομακρύνεται απ' την αδρότητα και τη στιβαρότητα του πρώτου δημοτικισμού, τραβώντας ως τα άκρα το δρόμο που πρωτοχάραξαν ο Πορφύρας κι ο Χατζόπουλος και ξεπερνώντας σε μουσικήν υποβολή όλους τους συγκαιρινούς του ποιητές. Αναθρεμμένος, στα παιδικά του χρόνια, με ακούσματα από τα ιαμβογραφήματα του Βερναρδάκη (μεγάλη αγάπη της μητέρας του) και συγγραφέας μιας καθαρολογικής τραγωδίας τιτλοφορούμενης Νέρων ο Τύραννος, θα ομολογήσει, σε ένα από τα τελευταία του τραγούδια, την πίστη του στον Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, προτάσσοντας ως motto στίχους εκείνου: Αλλά δεν είναι αιωνία/ δεν είναι θάνατος η δύσις·/ τις οίδεν, αν ως η πρωία/ δεν ανατείλομεν επίσης;