 |
Νίκος
Παπαδημητρίου, Distorted line reflection 1 / green series B, 2021, εκτύπωση ψηφιακής εικόνας, plexiglass, 30 x 42 εκ. |
Του Γιώργου Βαρθαλίτη*
Α. Ο Κωστής Παλαμάς, σ’ ένα από τα
γοητευτικότερα χρονογραφήματά του, το επιγραφόμενο Ο Ήλιος και η Σιωπή,
εξιστορεί έναν μεσημβρινό του περίπατο σε εξοχική τοποθεσία δεξιά της λεωφόρου
Κηφισσίας : “Ό,τι εξωράϊζε και εμεγάλυνε την ώραν εις το μέρος εκείνο ήτο ο
ήλιος του Νοεμβρίου, ο ήλιος της Αττικής υπό το άσπιλον βαθυκύανον άπειρον. Ο
ήλιος, όστις μου εγέννα τον πόθον υπερφυούς τινος νιρβάνας ηλιοπλημμυρισμένης,
μέσα εις την πηγήν του· επάνοδον εις τους κόλπους του αιωνίου πατρός, εκ του
οποίου πηγάζομεν, δια του οποίου ζώμεν, μέσα εις τον οποίον κινούμεθα, μέρος
του οποίου αποτελούμεν”. Όσο κι αν ερραψώδησε ο Παλαμάς “ωραία φεγγάρια
χαροποιά”, εκείνος είναι ο αδιαφιλονίκητος ποιητής της αττικής μεσημβρίας.
Παρόλο που δεν είναι διόλου περιγραφικός, νιώθεις μέσα στους στίχους του τον
παλμό του μεσημεριανού φωτός:
Όλα γυμνά τριγύρω μας,
όλα γυμνά εδώ πέρα,
κάμποι, βουνά, ακροούρανα,
ακράταγ' είναι η μέρα.
Διάφαν' η πλάση, ολάνοιχτα
τα ολόβαθα παλάτια·
το φως χορτάστε, μάτια,
κιθάρες, το ρυθμό.
Δείτε και τους πιο κάτω στίχους:
Ο πυρός λίβας αγεροδρομούσε
προχτές ορμητικά στο λόγο απάνου,
σε είχε ματιάσει, κατά σε χυμούσε,
λάγνος πόθος αφρικανού σουλτάνου.
Β. Αν ο Παλαμάς υπήρξεν ο ανυπέρβλητος ψάλτης
του αττικού μεσημεριού, το αττικό (πιο σωστά: το αθηναϊκό) μεσονύκτιο θά 'λεγες
πως περίμενε τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ο Παλαμάς φτιάχνει, για να δανειστώ τον
τίτλο ενός έργου του Γιάννη Ρίτσου, που ο ίδιος υπήρξεν ανάδοχός του, μια
μεγαλόπνοη “ραψωδία του γυμνού φωτός”. Ο Λαπαθιώτης συνθέτει, με το στίχο του,
μιαν υποβλητική νυκτωδία, ένα νοτούρνο, σαν αυτά που τον φανταζόμαστε να παίζει
στο πιάνο του. Τίποτε πιο διάφορον από την εύμολπη τραχύτητα του παλαμικού
άσματος (αν και ο νεώτερος πολλά χρωστάει σ' αυτό το άσμα). Μας ξαφνιάζει κάτι
λεπτεπίλεπτα μελωδικό, κάτι απαλό και θηλυκό. Ο Λαπαθιώτης είναι απ' τους
μουσικότερους ποιητές μας (η διαφορά του με τον Σολωμό είναι διαφορά ελάσσονος
προς μείζονα μουσουργό), ίσως ο μελωδικότερος. Απομακρύνεται απ' την αδρότητα
και τη στιβαρότητα του πρώτου δημοτικισμού, τραβώντας ως τα άκρα το δρόμο που
πρωτοχάραξαν ο Πορφύρας κι ο Χατζόπουλος και ξεπερνώντας σε μουσικήν υποβολή
όλους τους συγκαιρινούς του ποιητές. Αναθρεμμένος, στα παιδικά του χρόνια, με
ακούσματα από τα ιαμβογραφήματα του Βερναρδάκη (μεγάλη αγάπη της μητέρας του)
και συγγραφέας μιας καθαρολογικής τραγωδίας τιτλοφορούμενης Νέρων ο Τύραννος,
θα ομολογήσει, σε ένα από τα τελευταία του τραγούδια, την πίστη του στον
Δημήτριο Παπαρρηγόπουλο, προτάσσοντας ως motto
στίχους εκείνου: Αλλά δεν είναι αιωνία/ δεν είναι θάνατος η δύσις·/ τις
οίδεν, αν ως η πρωία/ δεν ανατείλομεν επίσης;