21/7/24

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την ομαδική έκθεση με τίτλο "Wow Pow! Bam! Κόμικ και Ζωγραφική, Μια συνάντηση στα Τέλη του 20ού Αιώνα" που πραγματοποιήθηκε στην γκαλερί Ζουμπουλάκη (Πλ. Κολωνακίου 20, Κολωνάκι, Αθήνα). Επιμέλεια: Σπύρος Βερύκιος και Θανάσης Μουτσόπουλος.

Εμμανουήλ Μπιτσάκης, Cut Tree, 2023, λάδι σε καμβά, 31 x 18 εκ., παραχώρηση της γκαλερί CAN – Χριστίνα Ανδρουλιδάκη 

Διαρκής παροντικότητα;

Του Παναγιώτη Βούζη*
 
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΚΟΡΡΕ, Σιγκιρίγες για τον ταύρο του Τερουέλ [Περί πολέμου], εκδόσεις Στιγμός, σελ. 241
 
[…] να το θυμάστε: η σωτηρία της ψυχής· / ετούτη κι αν είναι θυσία· ν’ αφιερώνουμε εαυτόν εις την ελευθερία / με αντάλλαγμα την αιωνιότητα –αν είναι αιωνιότητα– / και μιαν ωραία νεκρολογία – αν περιμένουμε να την ακούσουμε νεκροί / κι όχι με δάνειο θάνατο γεμάτοι ζεστό αίμα / σκλάβοι των σκλάβων μια ολάκερη ζωή. Εγώ δεν είμαι βάρβαρος για να φωνάζω· / κάντε ό,τι καταλαβαίνετε, αλλ’ όμως κάνετέ το / με τον γερμανικό τρόπο – πάντοτε: για παράδειγμα, / να μιλάτε στον πληθυντικό στους καταδικασμένους σε θάνατο. / Αυτή ’ναι μια καλή αρχή – και οι καλές αρχές χαρίζουν καλό τέλος. / Ή, αλλιώς, με τον ρωμαϊκό τον τρόπο: / ένα φριχτό τέλος είν’ η καλύτερη αρχή (σελ. 175 και οπισθόφυλλο)
Το πολυσέλιδο ποίημα της Αγγελικής Κορρέ αναφέρεται στο αφήγημα της διαρκούς παροντικότητας, το οποίο εδραιώνεται, σταδιακά, στον λόγο και προϋποθέτει πως όλα έχουν πλέον συντελεστεί και πως αποκλείεται το οποιοδήποτε καινοφανές και γενεσιουργό συμβάν, όπως το εννοεί ο Alain Badiou. Τη δημιουργία μιας εικονικής διαρκούς παροντικότητας εξαιτίας της ανάπτυξης της τεχνολογίας των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας την είχε προβλέψει ο Vilém Flusser, από τη δεκαετία του ’80. Και το σημερινό σύστημα εξουσίας βασίζεται στη φυσικοποίηση αυτού του εικονικού φαινομένου.
Εμπεριέχονται τα προηγούμενα στις Σιγκιρίγες για τον ταύρο του Τερουέλ; Πιστεύω πως ναι. Είναι η δεύτερη φορά που έρχομαι σε κριτική επαφή με το συγκεκριμένο ποιητικό βιβλίο, καθώς ανήκει στα καλύτερα των τελευταίων ετών, με την πρόθεση να συμπληρώσω. Η Κορρέ γράφει, στην ουσία, μια τραγωδία –εν προκειμένω, φαίνεται η επιρροή του σχετικού μεταφραστικού έργου του Γιώργου Μπλάνα– ένα ποίημα με τη μορφή αποκαλυψιακού δράματος. Έτσι, το παιχνίδι εκτυλίσσεται στο επίπεδο των μοτίβων, των εννοιών και των αξιών. Το ποίημα σπάζει σε μεγάλες και μικρότερες ενότητες και ιντερμέτζα. Η γλώσσα διακρίνεται για μια αντιθετική μέχρι και διαλεκτική ανάπτυξη. Η πολυφωνία των βιογραφικών, θεωρητικών, σκωπτικών, εξομολογητικών, καταγγελτικών, απολογιστικών, λυρικών λόγων, οι οποίοι ενσωματώνονται, υποτάσσεται σε μια υφολογική μονοφωνία, η οποία αντικαθιστά τον μονόλογο, τις μονωδίες και τα χορικά της τραγωδίας και αντιπροσωπεύει, επιπλέον, επώνυμους και ανώνυμους ομιλούντες νεκρούς. Η θρησκευτικότητα, εκεί που εντείνεται, αποβαίνει βιβλική. Το σημαντικότερο, η σύνολη Ιστορία μεταβάλλεται σε τραγικό μύθο. Πράγμα που επιβεβαιώνει και το εικονικό τέλος της.

Wow! Pow! Bam!

Σπύρος Βερύκιος, Καπέλο από νερό, 2003, λάδι σε χαρτί, 38,5 x 52,5 εκ. 

(Κόμικ και ζωγραφική, μια συνάντηση στα τέλη του 20ού αιώνα)
 
Της Χριστίνας Πετρηνού*
 
Η γκαλερί Ζουμπουλάκη παρουσιάζει μια ομαδική έκθεση η οποία μελετά την σχέση των κόμικς με την ζωγραφική στα τέλη του 20ου αιώνα. Την επιμέλεια της έκθεσης έχουν ο Θανάσης Μουτσόπουλος και ο ζωγράφος και κομίστας Σπύρος Βερύκιος. Ο Μουτσόπουλος, γνωρίζει εκ βαθέως το θέμα του, συνοδεύει την έκθεση με έναν κατάλογο-βιβλίο, όπου καταγράφει όλη την διεθνή ιστορία των κόμικς χρησιμοποιώντας μια άμεση γλώσσα. Αυτή την εποχή τρέχει στο Μουσείο Ζωρζ Πομπιντού μια μεγάλη έκθεση πάνω στα κόμικς, η οποία εστιάζει την ιστορία αυτή από τον Μάη του 68 έως σήμερα. Το θέμα είναι τεράστιο και η έκθεση της γκαλερί πετυχαίνει να το αγγίξει για πρώτη φορά ανυψώνοντας τα κόμικς σε σχέση με την ζωγραφική.
Από τη γέννησή τους τα κόμικς αξιολογιόντουσαν ως μια τέχνη περιθωριακή, κατώτερη της ζωγραφικής και με «χαμηλό» αντικείμενο αναφοράς. Ακόμη και το τύπωμά τους ήταν «φτωχό» αφού αναζητούσε φτηνό χαρτί όπως της εφημερίδας. Η ζωγραφική κρατούσε πάντα τα σκήπτρα της υψηλής τέχνης έναντι τους. Στην ομαδική αυτή έκθεση φαίνεται πόσο τα κόμικς και η ζωγραφική έχουν αλληλοεπηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε μερικές φορές να φαίνεται άκαιρο το να μιλήσει κανείς για διαφορές ανάμεσά τους.
Από την έκθεση δεν θα μπορούσε να λείπει ο Μποστ με τις ανορθογραφίες του, καθώς «τα σκίτσα του Μποστ καταγράφουν με ανάλογο ρεαλισμό, με επιπλέον χιούμορ και σαρκασμό στη θέση της αισθητικής. Η εποχή βρήκε τον καταλληλότερο χρονικογράφο της…» σημειώνει ο Μουτσόπουλος. Οι παρουσίες των Roy Lichtenstein και Keith Haring προσδίδουν ένα διεθνές πάντρεμα ανάμεσα στη ζωγραφική και τα κόμικς όπου το ένα δεν μπορεί να υφίσταται χωρίς το άλλο. O Steve Giannakos μας αποπλανά μέσα από τον ερωτισμό που εισάγει σε μια παιδική ζωγραφική. Ανάμεσα στα πολύπλευρα έργα ξεχωρίζουν τα κόμικς του Διαμαντή Αϊδίνη από τα χρόνια των σπουδών του στην Ιταλία και την τότε συνεργασία του με το ιταλικό περιοδικό Frigidaire. Όταν θα επιστρέψει στην Ελλάδα θα αρχίσει την συνεργασία του με τη Βαβέλ. Όπως σημειώνει ο Μουτσόπουλος «ο Διαμαντής Αϊδίνης αποτελεί μια μεγάλη τομή τόσο για την ιστορία των ελληνικών κόμικς, αφού ουσιαστικά θα είναι ο πρώτος Έλληνας καλλιτέχνης ο οποίος θα βάλει το στοιχείο της ζωγραφικότητας σε ιστορία κόμικς». Ο Αϊδίνης δημιουργεί φουτουριστικές και χαοτικές πόλεις, στις οποίες ο άνθρωπος μοιάζει σαν μια μικροσκοπική φιγούρα. Εδώ τα κόμικς και η ζωγραφική συμπλέουν! 
Περιοδικά, όπως η Βαβέλ ή το Παρά Πέντε, εισάγουν στοιχεία από τη χαμηλή κουλτούρα καθώς και από ζωγραφικές θεματολογίες. Δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από την έκθεση το χιούμορ ως είδος χαμηλής κουλτούρας που εννοείται πως έχει πια ξεπεραστεί. Οι καλλιτέχνες που εκθέτουν είναι πολλοί και αντιμετωπίζουν σφαιρικά τα κόμικς-ζωγραφική. Ο Μουτσόπουλος κατέχει το θέμα του όπως αποδεικνύει και το βιβλίο του. Η έκθεση το θέτει με πολλαπλό τρόπο, μέσα στο πλαίσιο μιας γκαλερί, η οποία μας αποδίδει με «πινελιές» αυτήν την ανεξάντλητη θεματογραφία.
 
* Η Χριστίνα Πετρηνού είναι ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια εκθέσεων      

στάχυς ο ένδακρυς

Βλέποντας πάλι ερωτευμένους χωροφύλακες να μάς βαράνε
πολιτικούς και διανοούμενους να θριαμβεύουν
κι εσύ να εκρήγνυσαι εκ νέου
άγριος, πρωτόγονος κι ωραίος *
 
πλησάμενος δ᾽ οἴνοιο δέπας
σ’ εχάρηκα Γιώργιε
την πρώτη εκείνη Παρασκευή φέτος του Θεριστή
εσπέρας
και την ερχόμενη Δευτέρα μιλήσαμε λίγο
ότι είν’ η συντροφία κριτήριο φιλίας μακράς
 
μειράκιο εν μέσω υμών τότε εγώ
και ρωτούσα για του πρώτου εκείνου Ερουρέμ το κάλλος
και μ' εγνώρισες πυρ-Άγγελον τον εκ Πατησίων ποιητή
καθώς το ζητούσα επίμονα
έρχεται, μού είπες, τον κάλεσα έρχεται
θα τον γνωρίσεις...
πόσες δεκαετίες από τότε...
πλάι στον Λάγιο
έφυγε, μού ’λεγες, για τα Παρίσια αυτός
το παιδί με τα κόκκινα μάγουλα, θα πώ εγώ
 το ζεστό βλέμμα και το χαμόγελο πάντα
 
κι ήσουν κεφάτος προχτές και ρωτούσες λεπτομέρειες
πώς με άφησες σε άφησα την Παρασκευή γευσάμενος
συντροφίαν εσπέρας
κι έδειχνες ενδιαφέρον για τα λίγα και φρόνιμα
της τετριμμένης βιωτής μου
χαρίεις ήσουνα
κάτι σα νά ξερες συ! -όχι όμως κι εγώ
μέχρι και για τον Μήτσο είπαμε
έφυγε άδικα κι αυτός, είπες, τί κρίμα!
και μείναμε ξανά στο ανοικτό ραντεβού για τ' ανάπαλιν το ύστερα
ένα ανοικτό ραντεβού εκεί στον πάγκο σου για τ' αείποτε
 
και να τώρα καθώς τ’ αστάχυα γύρω είν’ έτοιμα
του Θεριστή ηγουμένου μηνός βαδίζω προς θερισμόν
όπως ακριβώς ο θείος Όμηρος μάς εμύει απ' άλλοτε
με τον τρόπον απλούν με βιά
να πώς θερίζαν οι βροτοί
θεριζόμενοι
ὀξείας δρεπάνας ἐν χερσὶν ἔχοντες
ἐπί τ᾽ ἠμύει ἀσταχύεσσιν
 
γυρνώ απ' τα χωράφια και λαμβάνω σήματα λυγρά
ο από τεσσαρακονταετίας φίλος μου ο ηγαπημένος
 

Πώς λειτουργεί η λογοτεχνία

Χρήστος Μιχαηλίδης, Where Special Announcements are Made, 2024, ακρυλικό και ρητίνη σε αλουμίνιο, 62 x 50 εκ. 

(Ο συγγραφέας και ο αφηγητής του)
 
Του Αλέξιου Μάινα*

 
Είναι ανησυχητικό να βλέπει κανείς ακόμα, έναν αιώνα μετά τον εκτοπισμό του συγγραφέα ως ομιλούσας φωνής από τη λογο-τεχνική «διήγησιν», την ταύτιση της φωνής, της αφηγηματικής κατάστασης (Erzählsituation), της αφηγηματικής οπτικής (Standort des Erzählers) και της αφηγηματικής στάσης (Erzählhaltung) με αυτήν του συγγραφέα απέναντι σε όσα επινοεί και κατασκευάζει, το σημαντικότερο από τα οποία είναι ακριβώς ο χειρισμός του αφηγητή του, για να επιτύχει, όπως ο σκηνοθέτης που χειρίζεται την κάμερά του, πρωτίστως ένα αισθητικό αποτέλεσμα, και να θέσει μια σειρά ερωτημάτων, στα οποία –όπως και κάθε άλλος καλλιτέχνης– συχνά δεν έχει ούτε ο ίδιος απάντηση ή κατασταλαγμένη και αξιολογήσιμη γνώμη – σίγουρα όχι εντός της μυθοπλαστικής αυτής συνθήκης (της λογοτεχνίας), ιδιάζον ταυτοτικό γνώρισμα της οποίας είναι ακριβώς η διάκριση μεταξύ του πραγματικού συγγραφέα και του επινοημένου αφηγητή, που κομίζει την ιστορία «ως εάν» τα τεκταινόμενα που εκθέτει να προϋπάρχουν του λόγου του.        
Έχω δημοσιεύσει πολλά θεωρητικά κείμενα «λογοτεχνικής οντολογίας», όπως τη λέω-αναλύω, τόσο ως προς το γένος της ποίησης, όπου εισάγεται η διάκριση αυτή μεταξύ ποιητή και «ποιητικού εγώ» το 1910 από τη Μαργκαρέτε Ζούσμαν (http://avgi-anagnoseis.blogspot.com/2022/11/blog-post_20.html), όσο και ως προς την πεζογραφία, όπου υπάρχουν μια σειρά από κομβικά κείμενα, και δη όχι μόνο θεωρητικά, π.χ. «Ο εκλεκτός» (Der Erwählte) του Τόμας Μανν, όπου εισάγεται αυτό το ομιλούν «πνεύμα της αφήγησης» (“der Geist der Erzählung”).
Αν θέλει να προσεγγίσει κανείς τις –πιθανώς ασταθείς και εξελισσόμενες– σκέψεις-απόψεις ενός συγγραφέα, οφείλει να καταφεύγει μόνο σε εξωλογοτεχνικά του κείμενα. Αυτά είναι πράγματα προφανή, και μάλιστα πολύ πιο έντονα στη λογοτεχνία απ’ ό,τι στις άλλες τέχνες, γιατί εκεί τουλάχιστον δεν υπάρχει μεσάζων μεταξύ δημιουργού και αποδιδόμενου καλλιτεχνικά «οιονεί αντικειμένου», πέραν των σύνθετων και ανεξέλεγκτων –συχνά και για τον ίδιο τον καλλιτέχνη– διαθλάσεων της μορφής.

Εξ όνυχος

(Άγγελος Σικελιανός, Στέργιος Μήτας, Ηλίας Λάγιος)
 
Του Κώστα Βούλγαρη
 
Κοιτάζω, με κάποια καθυστέρηση, το αφιέρωμα στον Άγγελο Σικελιανό του ηλεκτρονικού περιοδικού Χάρτης, που επιμελήθηκε η Αθηνά Βογιατζόγλου.
Επί δεκαετίες κυρίαρχη η αμηχανία απέναντι στον Σικελιανό, κι εγώ προκατειλημμένος −δεν διστάζω να το ομολογήσω− απέναντι στον ποιητή και το έργο του, αποδεχόμενος, ανεπιφύλακτα, μόνο την μείζονα ποιητική του δυνατότητα, σπαταλημένη όμως και ακυρωμένη από τις ποιητικές, γλωσσικές, ρυθμολογικές, ιδεολογικές, εθνοφυλετικές, μεσσιανικές, ακόμη και κοσμικές ιδεοληψίες του, αναζητώ αν υπάρχουν στο αφιέρωμα ευθείες απαντήσεις στο χρονίζον «πρόβλημα Σικελιανός». Μια τέτοια βρίσκω στο κείμενο του Στέργιου Μήτα:
«Μοιάζει σαν ο ποιητής Σικελιανός να μας αφορά, το πολύ, ως μια ποιητική πηγή των δικών μας πηγών· ή ως μια σελίδα από την ιστορία της γραμματείας που ίσως γνωρίζουμε (αν και συχνά αποκλειστικώς για τα φιλολογικά της παραλειπόμενα), αλλ’ όμως δεν διαβάζουμε.
Ο δίχως άλλο στιβαρός ‘Σικελιανός των φιλολόγων’ (γιατί όντως οι σικελιανικές σπουδές επιμένουν, παράγουν έργο, θα λέγαμε ίσως μάλιστα και ότι με το χρόνο οξύνονται, βαθαίνουν) δεν έχει καταφέρει να εμπνεύσει, να διαμορφώσει και να συμπορευτεί με έναν υπολογίσιμο ‘Σικελιανό των αναγνωστών’. Θα προσέθετα: μήτε έναν Σικελιανό των ποιητικών δημιουργών.»
Ψαύοντας όμως ο Μήτας το «πρόβλημα», περνά από ένα κρίσιμο σημείο:
«Αν προσέξουμε καλά, θα δούμε ότι δεν είναι μήτε οι εξηρμένοι ποιητικοί τόνοι, μήτε το υπερτροφικό πρώτο ενικό πρόσωπο του ποιητή, μήτε η ποιητική αυτοσχεσία που μας είναι ακριβώς ξένες. Αλλά η τελεστική αναγωγή όλων αυτών σε μια αντίληψη και αποστολή για την ποίηση που κρίνονται (ευρέως πια) υπερήμερες, παλιοκαιρίσιες∙ ή και κάπως ιλαρές στην ονομαστική τους αξία. Ποιες είναι αυτές; Η αντίληψη για τον ποιητικό δημιουργό ως ‘παιδευτή του σύμπαντος βίου’ και την ποίηση ως ‘ανώτερη ρυθμίστρια’ της ζωής (φρασεολογία verbatim, του ίδιου του Σικελιανού).»
Ναι, δίκιο έχει ο Μήτας, αυτό ήταν ο Σικελιανός, και είναι εκπρόθεσμος, παράταιρος. Όμως αυτή η άποψη του Μήττα λειτουργεί ως αντανάκλαση, εκφράζει τον σημερινό, απαξιωμένο κοινωνικό ρόλο της ποίησης και της κοινωνικής αντίληψης περί αυτής∙ και κυρίως τις μίζερες κοινωνικές αξιώσεις του ποιητή. Και, πάντως, δεν αφορά τη συνθήκη όπου γραφόταν, και γράφεται, και θα γράφεται η μείζων, ή μάλλον η όντως ποίηση, ή έστω αυτή που έχει μια τέτοια αξίωση. Σε αυτό το εγχείρημα, ο ποιητής έτσι ακριβώς εμπλέκεται μαζί της: είναι παιδεύτρια του σύμπαντος βίου (του) −βλέπετε πόσο αμήχανη και περιττή χάσκει η παρένθεση;− είναι ανώτερη ρυθμίστρια της ζωής (του) − ομοίως κι εδώ.

Η επιστήμη ως πνευματική, ηθική και πολιτική αγωγή

Roy Lichtenstein, Brushstroke, 1965, 58,4 x 73,6 εκ, συλλογή Φωκίωνα Ποταμιάνου 

Του Χρήστου Λάσκου*
 
JIM AL-KHALILI, Σκέψου σαν επιστήμονας, μετάφραση: Σταύρος Πανέλης, εκδόσεις Τραυλός 2023, σελ. 246
 
Η αμφιβολία δεν είναι μια ευχάριστη κατάσταση, αλλά η βεβαιότητα είναι παράλογη
Βολτέρος

Σύμφωνα με τον Τζιμ αλ-Χαλίλι, κορυφαίο φυσικό της εποχής μας, η επιστήμη, πάνω από όλα είναι άσκηση στην αμφιβολία - De omnibus dubitandum (για τα πάντα να αμφιβάλλεις) , που έλεγε κι ο Μαρξ, ακολουθώντας τον Κίρκεγκωρ. Σε αυτό, άλλωστε, συγκεφαλαιώνεται η επιστημονική μέθοδος. Η αβεβαιότητα είναι που συντηρεί την απορία, άρα διαμορφώνει το βασικό κίνητρο για τη συνέχιση της έρευνας. Η αβεβαιότητα δεν συνιστά άγνοια. Αλλά εμπεριστατωμένη γνώση, που αναγνωρίζει τα πιθανά της όρια.
Η αβεβαιότητα, επιπλέον, δεν ευνοεί επιστημολογίες ακραίου πολιτισμικού σχετικισμού. Δεν συντάσσεται με το anything goes, το «όλα παίζουν». Γιατί δεν παίζουν όλα. Το αν η Γη είναι σφαιρική ή επίπεδη δεν είναι θέμα διαπραγμάτευσης. Η υποστήριξη του δεύτερου είναι, απλώς, ανοησία. Το ίδιο ισχύει και για την άποψη του Φεγεράμπεντ, ότι η βιολογική θεωρία της εξέλιξης και η αφήγηση της Γένεσης για τη δημιουργία της ζωής αποτελούν ισοδύναμες και εναλλάξιμες εκδοχές. Έχουμε ένα απεριόριστο πλήθος τεκμηρίων για την πρώτη και την απλή διαβεβαίωση πως την αποκάλυψη την έκανε ο ίδιος ο Θεός για τη δεύτερη. Την οποία δεν ευνοούν καθόλου τα στοιχεία. Είναι ενδεικτικό, για παράδειγμα, ότι, σύμφωνα με τη Βίβλο, πρώτα φτιάχτηκαν τα χόρτα και τα δέντρα κι έπειτα τα αστέρια - οι «φωστήρες», με το λεξιλόγιο της Γραφής.
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι ένας ορισμένος σχετικισμός ή ο φιλοσοφικός σκεπτικισμός είναι πλήρως απορριπτέοι. Κάθε άλλο. Η εγρήγορση, στην οποία μας εισάγουν, είναι εξαιρετικά ωφέλιμη για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης. Και αντιστέκεται στην, πολύ συχνή, εμφάνιση σε ανθρώπους με εξουσία, ακόμη και ακαδημαϊκή, των χαρακτήρων της γνωστικής προκατάληψης και της ψευδαισθητικής ανωτερότητας. Είναι χαρακτηριστικό το φαινόμενο Ντάνινγκ -Κρούγκερ, από τους εξελικτικούς ψυχολόγους, που το μελέτησαν, «σύμφωνα με το οποίο άνθρωποι πραγματικά ανεπαρκείς σε έναν τομέα υπερεκτιμούν τις δικές τους ικανότητες, ενώ εκείνοι που έχουν πραγματικά μεγάλες ικανότητες υπερεκτιμούν τις ικανότητες των άλλων». Οι τελευταίοι, μάλιστα, συχνά κατατρύχονται από το «σύνδρομο του απατεώνα», αυτού που δεν αξίζει την εκτίμηση που απολαμβάνει - η ταπεινότητα ως πάθηση.
Ο Ντάνινγκ έχει εξηγήσει το σύνδρομο, που φέρει το όνομά του, ως εξής: «Αν είσαι ανίκανος, δεν μπορείς να γνωρίζεις πως είσαι ανίκανος… Οι δεξιότητες που απαιτούνται για να δώσεις μια σωστή απάντηση είναι ακριβώς αυτές που δεν διαθέτεις για να αντιληφθείς τι σημαίνει σωστή απάντηση» (σελ. 135). Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι άνθρωποι όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος έχει ηγηθεί οικονομικών υπουργείων χωρίς να μπορεί πει καν πώς μετριέται ο πληθωρισμός. Εδώ, ο πραγματικός «απατεώνας» κοροϊδεύει τους άλλους κοροϊδεύοντας τον εαυτό του -η πλήρης άγνοια κινδύνου, που τον χαρακτηρίζει, δεν του επιτρέπει να καταλάβει τι κάνει.