17/9/23

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την ομαδική έκθεση με τίτλο «Contemporary Womanhood 1.0: σύγχρονες θηλυκότητες» που πραγματοποιείται στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά (Πλ. Αγίων Ασωμάτων 5, Θησείο, Αθήνα). Επιμέλεια: Φαίδρα Βασιλειάδου. Μέχρι 8/10.

Άποψη της έκθεσης «Contemporary Womanhood 1.0: σύγχρονες θηλυκότητες» στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά. Φωτ. Νίκος Παλαιολόγος.

Το ανεύρετο αστικό μυθιστόρημα

(και η αστοχία της νεοελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό)
 
Του Κώστα Βούλγαρη
 
Μ. ΚΑΡΑΓΑΤΣΗΣ, «Ο αγαπών σε, Μίτιας» Γράμματα και ημερολόγια: 1928-1933, φιλολογική επιμέλεια-επίμετρο: Χριστίνα Ντουνιά, εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, σελ. 176
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΤΣΟΥΛΑΡΗΣ, ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ ΚΟΥΡΤΟΒΙΚ, Σκοντάφτοντας σε ανοιχτά σύνορα. Μια συζήτηση για τα ορατά και τα αόρατα σύνορα της λογοτεχνίας, για την ελληνική ιδιοπροσωπία και τις αντανακλάσεις της, για τα όρια της κριτικής και τις προκλήσεις της, εκδόσεις Πατάκη, σελ. 180
 
Από τις αρχές του 20ού αιώνα, με σημείο καμπής τον Μεγάλο Πόλεμο και τομή τη ρωσική Επανάσταση του 1917, η ακμαία  νεωτερικότητα και η συνακόλουθη αντίληψη της προόδου οδηγείται σε ένα επόμενο στάδιο. Εκεί, στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, τα αδιέξοδα της αστικής κοινωνίας και εποχής είναι πλέον προφανή, και θεωρούνται απολύτως θεμιτές, και ιστορικά ώριμες, οι προσπάθειες υπέρβασής τους, που τελικά κατέδειξαν το βάθος και το μέγεθος του αδιεξόδου της νεωτερικότητας, πρώτα απ’ όλα με την περίπτωση του ναζισμού. Στην τέχνη κυριαρχεί η κοινωνική θεματολογία/αναφορά και, παράλληλα, συνήθως σε διαφορετικές ατραπούς, ο μορφικός ριζοσπαστισμός (τα κινήματα του μοντερνισμού), που εισβάλλουν στο προσκήνιο με αξιώσεις επαναπροσδιορισμού του λογοτεχνικού πεδίου.
Η νεοελληνική πεζογραφία, μετά την υβριδική κορύφωσή της στη Γυναίκα της Ζάκυθος (1826-1833) του Διονυσίου Σολωμού, είχε την τιμή, και συνάμα την «ατυχία» να πραγματωθεί ως αρχόμενη, διακριτή εθνική λογοτεχνία, με την Συμαΐδα (1849) του Κωνσταντίνου Σιμωνίδη και την Πάπισσα Ιωάννα (1866) του Εμμανουήλ Ροΐδη, δύο έργα που όμως δεν ακολουθούσαν τη θετικιστική ακολουθία του εν γένει ιστορικού χρόνου, αλλά τον υπερέβαιναν, διά της τέχνης, τουλάχιστον κατά έναν αιώνα. Δηλαδή, ο Σιμωνίδης και ο Ροΐδης δεν ήσαν οι καθ’ ημάς  Μπαλζάκ, γιατί κατάφεραν, ήδη στα μέσα του 19ου αιώνα, να είναι οι καθ’ ημάς, και οι κατά τα μέρη της Ευρώπης, Χόρχε Λουίς Μπόρχες.
Το γεγονός πως οι δύο αυτές υπερβάσεις μέχρι και σήμερα δεν έχουν εισπραχθεί −λογοτεχνικά, κριτικά, φιλολογικά, βεβαίως και θεσμικά− ως αυτό που είναι, και η παράλληλη απουσία αστικού μυθιστορήματος, άφησαν σχεδόν ολόκληρο το έδαφος στην ποίηση, η οποία ανέλαβε τον ρόλο της διαμόρφωσης εθνικής και κοινωνικής συνείδησης, ιδεολογίας, αισθητικής, με παράπλευρη απώλεια να θρέφονται μέχρι σήμερα εθνικοφυλετικές φαντασιώσεις περιούσιου «ποιητικού λαού», και κυρίως να αναπαράγεται η έλλειψη ως χαρακτηριστικό/αναπηρία της όλης νεοελληνικής λογοτεχνίας, την οποία, ως εκ τούτου, ουδέποτε την πήραν και την παίρνουν στα σοβαρά οι ευρωπαίοι και οι υπόλοιποι του Δυτικού κόσμου, όσες προσπάθειες κι αν έγιναν, μέσα από θεμιτά αλλά και αφανή κανάλια και συναλλαγές, όσα χρήματα κι αν ξοδεύτηκαν (αφειδώς) στις αλήστου μνήμης ημέρες του ΕΚΕΒΙ, αφού για το ευρωπαϊκό ιστορικό λογοτεχνικό κεκτημένο δεν νοείται εθνική λογοτεχνία άξια λόγου, αν δεν διαθέτει ισχυρή παράδοση αστικού μυθιστορήματος, του λογοτεχνικού είδους που θεωρείται σήμα κατατεθέν της νεωτερικότητας.

Πεταλούδα κίτρινη...

Άποψη της έκθεσης «Contemporary Womanhood 1.0: σύγχρονες θηλυκότητες» στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά. Φωτ. Νίκος Παλαιολόγος.


Του Κωνσταντίνου Μπούρα*
 
ΛΙ ΜΠΑΙ, Ποιήματα, Απόδοση-επίμετρο: Γιώργος Βέης, εκδόσεις Σμίλη, σελ. 72
 
«Η απόδοση έγινε από ποικίλα αγγλικά μεταφράσματα. Την εγκυρότητά της την είχε προηγουμένως ελέγξει ένας καλός φίλος, πολύγλωσσος Κινέζος ποιητής, γέννημα θρέμμα τού Πεκίνου. Είναι γνωστές ασφαλώς οι δυσκολίες τού ιδιαίτερα απαιτητικού αυτού εγχειρήματος. Η πιστότητα τής μεταγλώττισης ισούται με το σχεδόν αδύνατο εις τον κύβο. Χωρίς υπερβολή» (σελ. 63, με τα λόγια τού ίδιου τού μεταφραστή).
Σύμφωνα με το κατατοπιστικό επίμετρο, ο περιπλανώμενος αυτός αυτοεξόριστος από τα επίσημα λογοτεχνικά πράγματα τού καιρού του, φιλοσοφημένος και πολυγραφότατος στωικός και μάλλον αισιόδοξος ποιητής, επιδίδεται σε ομφαλοσκοπική ενδοσκόπηση («παρατηρώ τον άνθρωπο μέσα μου», σελ. 62).
Παραδέχεται την ατέλεια του κόσμου, ενδεχομένως ως «έργο εν εξελίξει», είναι βακχικός, δραματικός, αυτοπαθής, θεατροποιούμενος, βλέπει και θεάται από τον ιδεατό καθρέφτη τού κόσμου με την αποστασιοποιημένη οίηση ενός απελεύθερου νάρκισσου. Ούτως ή άλλως η ελευθερία τού γίνεται έξις και τοξίνη. Είναι προς τούτο αληθής ποιητής, ασυμβίβαστος και μελλοντο-λογικός, που μπορεί να τον εμπιστευτεί κανείς, αφού δεν είναι μέρος κάποιου συστήματος των «τα φαιά φορούντων». Πέραν όμως από κάθε νεορομαντική (ή βολική για τη μετανεωτερική μας αβεβαιότητα) εξιδανίκευση, εκείνο που παραμένει είναι οι στίχοι του (έστω και σε διαμεσολαβημένη απόδοση).
Επιλέγω λοιπόν κι ανθολογώ από την ανθοδέσμη τού ζωγραφισμένου βάζου που εκτίθεται εδώ σε επίχρυση κορνίζα:
«Οι πεταλούδες οι κίτρινες/ πετούν δυο δυο στον κήπο μας/ εκεί στα δυτικά τού σπιτιού/ κι είναι φθινόπωρο πάλι/ τις βλέπω και τρέμω/ θα μου ραγίσουν στο τέλος την καρδιά» (μιλάει «Η γυναίκα τού εμπόρου», στις σελίδες 50 και 51, δραματικός μονόλογος για τον Χρόνο και τα γηρατειά).

Ο κινηματογράφος ως Ιστορία

Άποψη της έκθεσης «Contemporary Womanhood 1.0: σύγχρονες θηλυκότητες» στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά. Φωτ. Νίκος Παλαιολόγος.

Του Γιώργου Νούση*
 
ROBERT A. ROSENSTONE, Η Ιστορία στον κινηματογράφο - Ο κινηματογράφος στην Ιστορία, μτφρ. Μ. Αθανασιάδης-Ντόνας, επιμ. Χρ. Δερμεντζόπουλος, εκδόσεις Μωβ, σελ. 280
 
Tο βιβλίο Η Ιστορία στον κινηματογράφο - Ο κινηματογράφος στην Ιστορία αποτελεί την πρώτη ελληνική μετάφραση ενός σημαντικού έργου του ιστορικού Robert A. Rosenstone, στο οποίο ο συγγραφέας καταπιάνεται, όπως μαρτυρά ο τίτλος, με τη σχέση κινηματογράφου και Ιστορίας. Αν και η φιλμογραφία φτάνει έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000 (καθώς η πρώτη έκδοση βγήκε το μακρινό πλέον 2006), το βιβλίο θέτει βασικά ερωτήματα, πολλά από τα οποία στις μέρες μας αποτελούν αντικείμενα ακαδημαϊκής έρευνας της επιστήμης της Ιστορίας και σχετίζονται, εν πολλοίς, τόσο με τον κινηματογράφο ως μέσο αναπαράστασης, διαχείρισης, κατανόησης, ερμηνείας, ανακατασκευής και εντέλει νοηματοδότησης του παρελθόντος όσο και με την έννοια του σκηνοθέτη -τον οποίο ο Rosenstone βλέπει ως δυνάμει ιστορικό- και κατ’ επέκταση με τον κινηματογράφο ως Ιστορία ή, για να το θέσω διαφορετικά, της κινηματογράφησης ως μορφής του ιστορείν.
Ο συγγραφέας διακρίνει τα κινηματογραφικά έργα σε τρεις κατηγορίες. Καταρχήν αποσαφηνίζει ότι τον ενδιαφέρουν οι «ταινίες ιστορικού περιεχομένου»: αυτό σημαίνει ότι ασχολείται είτε με ταινίες στις οποίες το παρελθόν λειτουργεί ως ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται μια φανταστική ή μη ιστορία -σε αυτή την περίπτωση, πέραν του σεναρίου και της πλοκής, η ταινία χαρτογραφεί τα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα της εποχής που πραγματεύεται- είτε με ταινίες στις οποίες ένα ιστορικό γεγονός αποτελεί αντικείμενο εξερεύνησης. Σε κάθε περίπτωση, το ενδιαφέρον αυτής της μελέτης εστιάζεται στις ταινίες οι οποίες προσπαθούν να αναβιώσουν ή να ανασυστήσουν ένα παρελθόν στη μεγάλη οθόνη, μέσω διαφορετικών μορφών δραματουργικής έκφρασης.
Η πρώτη κατηγορία αποτελείται από τις «δραματικές κινηματογραφικές ταινίες ιστορικού περιεχομένου», όπως η ταινία Glory. Εν συνεχεία, ο συγγραφέας περνά στην κατηγορία του «πρωτοποριακού ιστορικού δράματος», εξετάζοντας κατά κύριο λόγο το σινεμά του Σοβιετικού σκηνοθέτη Σεργκέι Αϊζενστάιν, μέσα από τις ταινίες Θωρηκτό Ποτέμκιν και Οκτώβρης. Η τρίτη αναλυτική κατηγορία περιλαμβάνει το ντοκιμαντέρ, με τις θεματικές να περιστρέφονται γρο α﷽﷽﷽﷽﷽﷽ιστρρικ αινίας μελέτηςρευνητικ Kahlo meύρω από ιστορικά γεγονότα όπως ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, το Ολοκαύτωμα και ο Ισπανικός Εμφύλιος.

Βαθύ μαύρο

Της Μάγιας Στάγκαλη*

HERVE LE CORRE, Διασχίζοντας τη νύχτα, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, μετάφραση Γιάννης Καυκιάς, σελ. 309

Τον Herve Le Corre (1955 ), έναν από τους σημαντικότερους συγγραφείς του σύγχρονου γαλλικού νουάρ, μας τον σύστησαν, πρώτη φορά το 2015, οι Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου με το βιβλίο του Μετά τον πόλεμο για το οποίο έχει διακριθεί με το Βραβείο Ευρωπαϊκού Αστυνομικού Μυθιστορήματος "Le Point". Για τη γνωριμία μας με τον Le Corre εκτός από τα έξι βιβλία του που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, όλα από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, υπάρχει και η συνέντευξη που έδωσε στον Μανώλη Πιμπλή, στην εφημερίδα Η Εποχή (6-2-22). Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στην οποία παρακολουθούμε έναν αριστερό, στοχαστικό συγγραφέα  να εκθέτει αφενός τον πολιτικό του προβληματισμό και αφετέρου τις σκέψεις του για τη μεταφορά της κοινωνικής πολυπλοκότητας στη λογοτεχνία.
Στο ανά χείρας βιβλίο ο αναγνώστης ακολουθεί  τους τρεις κεντρικούς  αντί-ήρωες, του Le Corre, καθώς διασχίζουν την εσωτερική τους νύχτα προς ένα σκοτάδι δίχως τέλος. Τον θλιμμένο και κουρασμένο μπάτσο Ζουρντάν, την κακοποιημένη, από τον πρώην σύντροφο της, Λουίζ  (στη θέση της φαμ φατάλ  του κλασικού νουάρ), που έχει το θάρρος να αρχίζει συντετριμμένη κάθε πρωί την ίδια επαναλαμβανόμενη μέρα για χάρη του μικρού της γιού, και τον Κρις, τον κατά συρροή δολοφόνο γυναικών, κλεισμένο στον ερμητικό, τρομαχτικό του κόσμο. Οι ζωές των τριών αυτών μοναχικών ανθρώπων θα διασταυρωθούν, με οδυνηρό τρόπο, μέσα στο βίαιο και  μουντό περιβάλλον που συνθέτει ο συγγραφέας στο Μπορντό, την πόλη καταγωγής του.
Ο Le Corre εστιάζει περισσότερο στους χαρακτήρες και στις μεταξύ τους σχέσεις και λιγότερο στην πλοκή που συγκροτείται από παράλληλες, διαφορετικές υποθέσεις. Με υλικό του το βαθύ μαύρο, αποδίδει με πειστικό τρόπο τον εσωτερικό γκρεμό των  ηρώων του, ειδικά την απόγνωση του σιωπηλού μπάτσου και τη νοσηρή σχέση του δολοφόνου με τη μητέρα του στην “καρδιά του σκότους”.  Τοποθετεί τα κεντρικά πρόσωπα του κειμένου μέσα στο κοινωνικό τους πλαίσιο και σχολιάζει, από την οπτική της προοδευτικής συνείδησης, την κοινωνική πραγματικότητα χωρίς να διολισθαίνει στον διδακτισμό και τον στεγνό στρατευμένο λόγο εις βάρος της λογοτεχνικής αξίας του έργου του.
Ο συγγραφέας οργανώνει την ιστορία του με τέτοιο τρόπο ώστε άξονα του σασπένς, εκτός από τον εντοπισμό του δολοφόνου, να αποτελεί και η ελπίδα απεμπλοκής των δυο άλλων χαρακτήρων από τα δικά τους σκοτάδια. Ο αναγνώστης του είδους, όμως, ξέρει ότι στο σκληρό, συνεπές με τον εαυτό του νουάρ η ελπίδα  βρίσκεται εκεί για να διαψευστεί. Πριν τελειώσει το βιβλίο καταλαβαίνουμε ότι ο μόνος λόγος που εμφανίστηκε στη ζωή των λυπημένων ηρώων είναι για να πληγώσει. Ο ρόλος της είναι η επίταση της οδύνης.

*Η Μάγια Στάγκαλη είναι βιβλιοκριτικός

Κατάσταση εξαίρεσης

Άποψη της έκθεσης «Contemporary Womanhood 1.0: σύγχρονες θηλυκότητες» στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά. Φωτ. Νίκος Παλαιολόγος.

Του Παναγιώτη Βούζη*
 
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Ριμαχό, εκδόσεις Σμίλη, σελ. 93
 
Είμαστε μέσα / ή έξω απ’ το Άουσβιτς; / Κανείς δεν ξέρει. / Ξέρουμε πως η μάσκα / επιτρέπεται (ακόμη) / πως η δουλειά / σημαίνει (ακόμη) ελευθερία / και πως η νύχτα / είναι δεμένη με σφιχτό κόμπο / στο κέντρο / της δικής μας ύπαρξης. / …
(«Απορία»)
Στο παρατιθέμενο απόσπασμα, ο Παναγιώτης Νικολαΐδης καθιστά πρόδηλο τον διάλογό του με τον Giorgio Agamben, φέρνοντας στον νου τη διαπίστωση του τελευταίου ότι «το στρατόπεδο συγκέντρωσης αποτελεί το κρυμμένο παράδειγμα του πολιτικού χώρου της νεωτερικότητας». Όμως, για τη συνέχεια, θέλω να θίξω μια βαθύτερη διάσταση της επαφής του κύπριου ποιητή με τον ιταλό φιλόσοφο. Ο Agamben εντοπίζει την Κατάσταση Εξαίρεσης στον πυρήνα της νεωτερικής εκδοχής για την ειρήνη. Συνάγεται, άρα, ότι ο πόλεμος δεν συνιστά μια τέτοια κατάσταση. Είναι δυνατόν, ωστόσο, να ταυτιστεί με αυτήν, βάσει της ακόλουθης υπόθεσης: ότι το μοντέλο της Κατάστασης Εξαίρεσης μπορεί, σε περιπτώσεις όπως του Νικολαΐδη, να χρησιμοποιηθεί και ως μοντέλο της ποιητικής λειτουργίας. Ο ίδιος, άλλωστε, ο Agamben ενισχύει τη συγκεκριμένη υπόθεση, κάνοντας μια αναλογία ανάμεσα στο δικαιικό σύστημα και στη γλώσσα: «Όλα αυτά συμβαίνουν λες και τόσο το δίκαιο όσο και ο λόγος έχουν ανάγκη από μια άνομη (ή άλογη) ζώνη αναστολής για να καταφέρουν να εδραιώσουν τη σχέση τους με τη ζωή» (Κατάσταση εξαίρεσης, μετάφραση Μαρία Οικονομίδου, σελ. 103). Θεωρώ λοιπόν πως η ποίηση του Νικολαΐδη ξεκινά από μια Κατάσταση Εξαίρεσης, η οποία συμβολίζεται με την Πράσινη Γραμμή, τη Νεκρή Ζώνη, που διαχωρίζει την κατεχόμενη από την ελεύθερη Κύπρο. Στα περισσότερα από τα ποιήματα του δεύτερου μέρους της συλλογής, υπό τον τίτλο «Γράμματα στη Ριμαχόνα», σημειώνεται ως τόπος σύνθεσης η διχοτομημένη από την Πράσινη Γραμμή Λευκωσία.
Η ποίηση στον Ριμαχό εκπορεύεται από μια χρονική καθήλωση. Έλκει, δηλαδή, την καταγωγή της από έναν βρόχο της Ιστορίας, όπου η έναρξη της τουρκικής εισβολής, τον Ιούλιο του 1974, επαναλαμβάνεται, ξανά και ξανά. Εδώ, η Κατάσταση Εξαίρεσης και ο πόλεμος ταυτίζονται. Γιατί ο δεύτερος παίρνει τη μορφή του τραύματος. Από τα προηγούμενα εξηγείται και η χρήση, σε αρκετά ποιήματα, της διαλεκτικής γλώσσας. Η Κυπριακή αντιπροσωπεύει τη ζωή που παγιδεύτηκε σε μια ορισμένη φάση του χρόνου. Ώστε αναδεικνύεται στην κατεξοχήν κοινόλεκτο της Νεκρής Ζώνης. Αντιστοιχεί σε ομιλία μέσα στο κενό.