6/9/24

Ζήτω τα μαθηματικά!

Του Χρήστου Λάσκου*
 
SERGEY DORICHENGO, Ένας μοσχοβίτικος μαθηματικός κύκλος, μετάφραση: Γιάννης Παπαδόγγονας, εκδόσεις Εφαλτήριο, σελ. 282
 
Τα πράγματα πρέπει να λέγονται απλά, αλλά όχι απλούστερα
Αλβέρτος Αϊνστάιν

Μια από τις κακοδαιμονίες της εκπαίδευσης στην Ελλάδα, νομίζω, είναι το γεγονός ότι τα ζητήματα της παιδαγωγικής αντιμετωπίζονται ως απολύτως δευτερεύοντα. Πάει να πει, δηλαδή, κυριαρχεί η ιδέα πως η επιστημονική συγκρότηση των εκπαιδευτικών είναι  επαρκής όρος για τη σωστή επιτέλεση της δουλειάς τους. Μιας δουλειάς, όπως είναι αποδεκτό, έστω στα λόγια, εξαιρετικά σημαντικής, ένα κοινωνικό έργο πολύ μεγάλης σημασίας. Ο επιστημονικός γραμματισμός, η πολιτική και κοινωνική παιδεία, η φιλοσοφία, η γλώσσα είναι όροι για τη διαμόρφωση πολιτών, που μπορούν να βελτιώσουν την ανθρώπινη συνθήκη, αλλάζοντας την κοινωνία. 
Η εκπαίδευση, βέβαια, είναι από τους βασικότερους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Πράγμα που σημαίνει ότι οι αριστεροί, τουλάχιστον, εκπαιδευτικοί πρέπει πολύ συνειδητά και μαχητικά να επιχειρούν, μέσα στη σχολική καθημερινότητα, να αντισταθούν στη συστημική επικράτηση. Δεν σημαίνει, πάντως, ότι η εκπαίδευση που παρέχει το καπιταλιστικό -ποιο άλλο, άλλωστε, στις τωρινές συνθήκες;- κράτος δεν είναι δυνατό να «αξιοποιηθεί» σε μια ριζοσπαστική κατεύθυνση. Η ηγεμονία πάει πάντα μαζί -άλλοτε θα λέγαμε «διαλεκτικά δεμένη»- με την αντίσταση. Για κάποιους, μάλιστα, σημαντικούς θεωρητικούς, η αντίσταση έρχεται πρώτη. Το σύστημα, στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης, οργανώνεται, ιδεολογικά και θεσμικά, ακριβώς, για να κάμψει την αντίσταση. Δεν είναι προληπτική η δράση του, αλλά συγχρονική. Όπως, στην παραγωγή, η διαρκής επέκταση της χρήσης μηχανών είναι, μεταξύ άλλων, και ενέργεια αποδυνάμωσης της οργανωμένης και «απαιτητικής» εργασίας, έτσι και η κυρίαρχη πρακτική του καπιταλιστικού σχολείου δεν είναι ταξική επιβολή, αλλά ταξική πάλη για επιβολή.
Η παιδαγωγική είναι ένα ανεκτίμητο εργαλείο στον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική ιδεολογική κυριαρχία. Το να «μαθαίνουν γράμματα» τα παιδιά δεν υπήρξε καθόλου αυτονόητο ιστορικά. Μοιάζει λίγο με την καθολική ψηφοφορία, η οποία, όπως και το σύνολο, σχεδόν των δικαιωμάτων, που θεωρούμε δεδομένα, κατακτήθηκαν σε μετωπική σύγκρουση με τους συντηρητικούς και τους φιλελεύθερους. Η πρόσβαση στη γνώση για τις λαϊκές τάξεις, όπως και για τις γυναίκες, υπήρξε αποτέλεσμα πολύ σκληρών αγώνων.
Στο πλαίσιο αυτό, η παιδαγωγική ήταν πάντα στην πλευρά των κατώτερων κοινωνικών τάξεων και κατηγοριών. Είναι, από συστάσεώς της, μια «προοδευτική» επιστήμη. Αυτή η διάστασή της, μάλιστα, είναι τόσο ισχυρή, που κάθε «εκσυγχρονισμός», ακόμη και της Διαμαντοπούλου ή του Πιερρακάκη, βρίσκει καλό να κάνει, εργαλειακά, φυσικά, χρήση της ορολογίας της προοδευτικής παιδαγωγικής.

25/8/24

 Οι εικόνες του τεύχους προέρχονται από την πρώτη ατομική έκθεση του Anselm Kiefer στην Αθήνα που πραγματοποιείται στην γκαλερί Gagosian στην Αθήνα (Αναπήρων Πολέμου 22, Λυκαβηττός). Μέχρι 24/8.

Anselm Kiefer, Danaë, 2023, λάδι, ακρυλικό, γομαλάκα και φύλλα χρυσού σε καμβά, 280 x 380 εκ. Φωτ. Στάθης Μαμαλάκης.

Τα έργα του Anselm Kiefer

Του Κωνσταντίνου Θ. Σπυρόπουλου*
 
Η πρώτη ατομική έκθεση του Anselm Kiefer (1945–) στην gallery Gagosian της Αθήνας, συνιστά ένα σημαντικό ορόσημο για τον ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο. Πώς να μην είναι άλλωστε, όταν τα μνημειώδη έργα του, φορτισμένα με το βάρος του ιερού και του πνεύματος, του μύθου και της ιστορίας, στέκονται αγέρωχα, ακτινοβολώντας μεγαλοπρέπεια.
Οι συνθέσεις του, σαν πριμιτιβιστικά τοπία που έχουν χαραχτεί βαθιά στο συλλογικό ασυνείδητο των ανθρώπων, φιλοτεχνούνται από τον εικαστικό με μεγάλες, βίαιες χειρονομιακές πινελιές, εμποτισμένες με παχύρευστη πάστα, κάτι που οδηγεί σε μια γλυπτική απόδοση της φόρμας. Στην πραγματικότητα ο Kiefer μέσα από τις επάλληλες στρώσεις χρώματος, χτίζει μια απτική και συνάμα οπτική φοβική επιφάνεια που είναι ρευστή και δυνητική· εκδήλωση μιας ασυγκράτητης και θυμοειδούς –σχεδόν άναρχης– εκφραστικότητας. Καταφέρνει έτσι, τα έργα του να εκπέμπουν την εσωτερική του αγωνία, ερμηνεύοντας και αναπλάθοντας τον κόσμο μέσω του συναισθήματος, του θυμικού.
Οι χρωματικοί τόνοι που επιλέγει είναι επί το πλείστον βαθιά γήινοι, όμως επενδύονται αρμονικά μ’ ένα χρυσό χρώμα πλήρες συμβολισμού. Θα έλεγα ότι η συγκεκριμένη επιλογή ανάγει σε μια απόλυτη και αναλλοίωτη κατάσταση, αιώνια και άφθαρτη, η οποία ενδεχομένως να παραπέμπει και στη χρήση αυτού του χρώματος από τη βυζαντινή τέχνη. Το χρυσό φαίνεται να λειτουργεί σαν το φως της θείας παρουσίας, το οποίο καταλύει, ενοποιεί και φανερώνει την πραγματικότητα. Παράλληλα αποκτά κι έναν αλληγορικό χαρακτήρα, μια απόκρυφη νύξη για τον αλχημικό χρυσό.
Υλικά όπως είναι η γομαλάκα, το άχυρο, το ύφασμα, η τερακότα και το ίζημα ενός διαλύματος χαλκού που έχει υποστεί ηλεκτρόλυση, σε συνδυασμό με τα λάδια και τα ακρυλικά, βρίσκονται σε ώσμωση και παραπέμπουν στα τέσσερα στοιχεία της φύσης: τη φωτιά και το χώμα, το νερό και τον αέρα. Αυτά χρησιμοποιούνται όχι μόνον οπτικά αλλά και ηχητικά, αφού μπροστά από αυτά τα έργα θαρρεί κανείς πως τον διαπερνά μια υπόκωφη βοή που ανεβαίνει από τα έγκατα της γης. Με όρους της ερμητικής τέχνης, η οποία όπως έχει αποκαλύψει στο παρελθόν ο Kiefer αποτελεί έμπνευση για τη δουλειά του,[1] η τέχνη του περνάει από τα τέσσερα στοιχεία στα tria prima, στον Υδράργυρο και το Θείον, και στο αποτέλεσμα της ένωσής τους, το Άλας. Τα tria prima είναι παρόντα σε όλα τα έργα του μέσα από εικόνες των τεσσάρων στοιχείων. Είναι εικόνες που ανακαλούν πρωτογενείς εμπειρίες της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με την ύλη, με τα ριζώματα αυτού του κόσμου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο γερμανός ζωγράφος και γλύπτης καταλήγει σε αυτό που θα αποκαλούσα ‘ιερό υλισμό’, ο οποίος χαρακτήριζε πάντοτε τις μεσογειακές παραδόσεις.

Ευαγγελισμός χρώματος

Anselm Kiefer, Nehebkau, 1993-2023, λάδι, ακρυλικό, φύλλα χρυσού, τερακότα, άχυρο και ίζημα ηλεκτρόλυσης σε καμβά, 200 x 460 εκ. Φωτ. Στάθης Μαμαλάκης. 

Του Βασίλη Ντόκου*

Πώς να μιλήσεις για τα πιο σύνθετα
αν πριν δε λύσεις μέσα σου
δυο αντίθετα τρένα
από τον ένα σηματωρό
 
Πώς κατορθώνεται ο πληθυντικός του τέμπου διακυβέρνησης με ορίζοντα τετραετίας, αν όχι στα Τέμπη που ο ορίζοντας καταρρέει μες στη φενάκη ενός δήθεν προορισμού; Κι ακόμη πώς διαιρείται ο περιττός αριθμός 57 σε τετραγωνισμένες ευθύνες, περιττό να το πούμε όταν η λησμονημένη στις επιτυχίες έκφραση «στο βαθμό που μας αναλογεί», δείχνει την επιπλέον ανικανότητα στην αποτυχία.
Η ακυβέρνητη αγάπη των συγγενών ευτυχώς πήρε το σωστό τρένο που έφτασε πέρα απ’ την όποια τετραετία, πάνω στις ράγες που κλειδώνει η στιγμή ίσα στην ουτοπία. Εκεί που η συγγένεια μοιράζει το άχθος θανάτου να βασταχτεί, κι όχι την εξουσία νεποτισμού. Τέτοια τρένα για παράδειγμα, έχουν οι γιαπωνέζοι που η ταχύτητα της τεχνολογίας τους συναγωνίζεται την τραχύτητα της αυτοχειρίας τους, όταν δεν φτάνουν εκεί που πρέπει.
Όχι σαν εμένα που γράφω με την ενοχή του αταξίδευτου επιβιώσαντος -από το σχέδιο της τελικής τους λύσης για κάθε σύμβαση που αργούν- και ασκούμενου στην ανοχή του όποιου «Survivor». Πως αποφεύγοντας τα τρένα της Ιστορίας και σωτηρίας κάθε «ισμού», απόμεινα δίχως κατάληξη σε σκοπό και σε λέξη, στην πλέξη χεριών όταν δε γράφω από τον τάφο της πρόνοιάς μου. Από το «σήμα» δηλαδή μιας κοινωνικά αδόνητης διανόησης που το πνεύμα του στοχαζόμενου εξόρισε κάθε νεύμα, συγχέοντας τον σηματωρό της τροπής μιας ζωής σε ταξίδι με τον ορό που ενσταλάζει η καθημερινότητα της καριέρας.
Βέβαια, τα παιδιά πήραν ένα τρένο απλό στην αφετηρία του που αποδείχτηκε μοιραίο απ’ την αβελτηρία των υπευθύνων. Εκείνων που ακόμη σφαλίζουν τις αφύλακτες -στα πρωινά των παιδιών όνειρα- διαβάσεις με μπάρες δημητριακών, αρνούμενοι να δούνε ένα δούναι και λαβείν σε τροχιές τρένων που τρόχισε η σπουδή να φτάνουν πάντα πρώτα στις εκλογές και μετά στον προορισμό τους, προσπερνώντας το τυφλό σημείο κάθε σπιτιού αναγνώρισης στον καθρέφτη υπηρέτη γραφτού μας στα γραπτά τους μνημόνια.

Το έπος των αποσυνάγωγων

Anselm Kiefer, Spes Vana (Empty hope), 2021, ασημένια ζελατίνη και φύλλο χρυσού σε ξύλινη επιφάνεια, 140 x 285 εκ. Φωτ.: Στάθης Μαμαλάκης. 

Της Κωστούλας Μάκη*
 
OUZ ATAY, Αποσυνάγωγοι, μετάφραση: Νίκη Σταυρίδη, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 997
 
Η παραδειγματική μετάφραση της Νίκης Σταυρίδη στο μυθιστόρημα σταθμό του τούρκου Ογούζ Ατάι (1934-1977) έφτασε με καθυστέρηση χρόνων –το μυθιστόρημα πρωτοεκδόθηκε το 1971/1972- όμως η κυκλοφορία του στα ελληνικά συνέβη μια κομβική στιγμή, αν λάβουμε υπόψιν τις σαρωτικές και εντεινόμενες κρίσεις του παρόντος. Στην παρούσα λοιπόν ιστορικότητα «το έπος των αποσυνάγωγων» διεισδύει στους κλυδωνισμούς που μας διακατέχουν, εφορμώντας επιθετικά σε κάθε νομοτελειακό ισχυρισμό ότι όλα είναι προβλέψιμα και δύσκολα αλλάζουν. Εξαρχής δηλώνεται ρητά για το βιβλίο πως «δεν υπάρχει καμία βεβαιότητα ως προς το αν είναι πραγματικό ή όχι» (σ. 15). Οι χαρακτήρες του βιβλίου, νεκροί και ζωντανοί, κινούνται σε μια διαχρονία παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, αναιρώντας επίσης κάθε τετριμμένη έννοια κανονικότητας και μικροαστικής προβλεψιμότητας. Στα πρόσωπα του βιβλίου και τις ιστορίες που συχνά απαρτίζουν βιβλία μέσα στο βιβλίο ταιριάζει η παρακάτω ευχή που δίνεται στην αρχή από τον δημοσιογράφο, ο οποίος λαμβάνει τις χειρόγραφες σελίδες των αποσυνάγωγων μαζί με μια επιστολή ενός εκ των βασικών προσώπων του Τουργκούτ Οζμπέν: «(αν ζει) στέλνω την αγάπη μου και του εύχομαι  να ζει ευτυχισμένος στο άγνωστο μέρος όπου βρίσκεται) (σ. 14).
Ο συγγραφέας κατασκευάζει παράλληλες περιπλανήσεις: στην ιστορία, στην τέχνη και τη λογοτεχνία, στις διαρκώς μεταλλασσόμενες σχέσεις, στις κατακλυσμιαίες αλλαγές της Τουρκίας. Παρατάσσονται έτσι αποσυνάγωγες ιστορίες και άνθρωποι με συγκολλητικό στοιχείο αμαλγάματα μιας αποσυνάγωγης ιστορικότητας που σαρώνει τις πολύ κοινότοπες κατηγοριοποιήσεις και ιεραρχήσεις: Δύση-Ανατολή, λογοτεχνία-παραλογοτεχνία, επινόηση-πραγματικό, φιλολογία-παραφιλολογία, επιστήμη-τέχνη. Στο βιβλίο επιτελούνται παράλληλα συνεχόμενες διερευνήσεις σχετικά με τις εκφάνσεις εαυτού, τη φιλία και τις απότομες μεταστροφές της, τη μνήμη ως στοιχείο συγκρότησης της διαρκώς εξελισσόμενης ταυτότητας και αλλαγής, τη δυνατότητα μεταμυθοπλασίας στα τετελεσμένα συμβάντα τα οποία συχνά ξεχνιούνται και αποσιωπώνται.
Το στοιχείο της ρευστότητας παραμένει ενεργό και συνοδεύεται από διαρκή καυστικότητα που, αν και παραμένει ημιτελής, στοιχειώνει τελικά κάθε εκδοχή του πραγματικού για να μην καταλήξει σε πικρία για τα μυθεύματα της γραμμικής προόδου που κατέληξε εφιάλτης. Στο κείμενο είναι επίσης απολαυστικές οι παιγνιώδεις περιδινήσεις στην παγκόσμια λογοτεχνία και τις προσλήψεις της, όπου συντελείται υπέρβαση κάθε ορίου. Ο Θερβάντες, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τζόις, ο Μπόρχες και ο Ναμπόκοφ μαζί με όλη τη μοντερνιστική ανανέωση επιδρούν στον συγγραφέα ο οποίος καταφέρνει να  προβεί στις δικές του συνθέσεις, αξιοποιώντας την παράδοση και τους θρύλους της ανατολής με το στοιχείο της πολιτικής επικαιροποίησης της Τουρκίας στην πορεία της προς τον «εκσυγχρονισμό».

Η οντολογία του κόσμου

Του Χρήστου Νεδελκόπουλου*
 
ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΚΑΤΣΑΔΟΥΡΗ, Η σάρκα στάζει στο μπαλκόνι, εκδόσεις Έναστρον, σελ. 116
 
Προσεγγίζοντας τη νέα ποιητική συλλογή της Αφροδίτης Κατσαδούρη, αν και χωρίς σαφή περιεχόμενα, ωστόσο θα έκανα τον εξής τριμερή θεματικό χωρισμό: εσωτερικότητα του υποκειμένου, κριτική της επικαιρότητας, αναστοχασμός (το τρίτο ενυπάρχει στα προηγούμενα δύο αλλά αυτονομείται ταυτόχρονα στο καταληκτικό motto). Ας τα πάρω λοιπόν ένα-ένα.
Στις εσωτερικές της στιγμές φανερώνει το αδιέξοδο που είναι πολλαπλό αλλά κατά βάθος διαπροσωπικό, όταν μες την ολόγιομη άνοιξη [σου στέλνουν] εικονικά λουλούδια, αλλά (ως εκ τούτου) και ψυχικό-υπαρξιακό, όταν επικαλείται τον Άμλετ της σελήνης, για να την νιώσουμε ψυχικά, διατηρώντας στο ποιητικό κλίμα πρωταρχικά και υπόρρητα τον ίδιο τον Άμλετ ( to be, or not to be?) αλλά και ρητά εκείνον της σελήνης (που λέει: έτσι κι αλλιώς ο κόσμος παντού είναι τεκές)· και με τα δικά της λόγια ο δικός της εσωτερικός Άμλετ της σελήνης (και ολόκληρος μία τελεία):
Χαρούμενη/ σαν δρομική/ ξελιγωμένη/ κόρνα/ ξέφρενης/ Παρασκευής/ στις μεγάλες λεωφόρους/ και/ πένθιμη/ σαν λυπημένο/ νιαούρισμα/ εγκλωβισμένου γάτου/ στο ρετιρέ του πέμπτου/ - το ίδιο βράδυ.    
Αφορμώμενη από την επικαιρότητα, ασκεί κριτική σε διάφορα θέματα της κοινωνικής ζωής. Εμφανής είναι η κριτική στις δημοσιογραφικές πρακτικές, χαρακτηριστικό το Δύο σταθμά, όπου οι δημοσιογράφοι «μπερδεύουν τη γλώσσα» τους και άθελά της (;) μας κάνει να σκεφτόμαστε τα Τέμπη, σε ένα ποίημα που αναμειγνύονται δημοσιογραφικές «ατασθαλίες», βαγόνια και λαμπαδιασμένοι, ενώ στο Αδωνικό, όπου μας περιμένουν 13 ώρες δουλειάς, ο παράταιρος τίτλος προκαλεί επίσης πολιτικούς συνειρμούς. Το πιο ενδιαφέρον θεματολογικά, όμως, και δη ποιητικά, είναι η πρόθεση αναστοχαστικότητας (διά του ποιείν). Εδώ ενέχεται ιστορικότητα και αινιγματικότητα, με τα γλωσσικά παίγνια να είναι τουλάχιστον ενάρετα.
Η διάσταση αυτή είναι πρώτα απ’ όλα περικειμενική. Η συλλογή αφιερώνεται στους μεροκάματους που λαχταράνε ακόμη, όπου είναι προφανής λεκτικά η υποκειμενικοποίηση του υλικού αντικειμένου, ενώ στους Μπολσεβίκους, οι φράσεις ένοπλος αγώνας, και με το στόμα σου μαρτυρούν μια υποστρωματική ψυχαναλυτική διείσδυση στην ανεδαφική «επανάσταση» του υποκειμένου εντός μεταφορικών και ταυτόχρονα σεξουαλικών συμφραζομένων (Η δεύτερη Οκτωβριανή Επανάσταση θα συντελεστεί όταν τα -μη- αρχίσουν τον ένοπλο αγώνα με το στόμα σου). Εδώ, εντέχνως κωδικοποιημένα, αμφισβητείται, πίσω από τις ειρωνικές συνδηλώσεις, η συνοχή της μεταμοντέρνας εξίσωσης των νέο-υποκειμένων.

Corrientes (Argentina)

Άποψη της έκθεσης του Anselm Kiefer στην γκαλερί Gagosian. Φωτ.: Στάθης Μαμαλάκης.

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

Του Νίκου Μαυρέλου
 
Με την άφιξή σου στην Clorinda, κάνεις τη σύγκριση με τις τιμές την προηγούμενη φορά που είχες έρθει και παθαίνεις κάποιο σοκ. Το ένα ευρώ είχε 230 πέσος και τώρα 1.000, τα προϊόντα έχουν ακριβύνει ακόμα και για έναν ευρωπαίο και σκέφτεσαι πόση αξιοπρέπεια έχουν τούτοι οι φίλοι που ήρθαν να σε προϋπαντήσουν τόσο μακριά. Φυσικά πληρώνεις τη βενζίνη και κερνάς τον καφέ με όλη σου την καρδιά. Και σκέφτεσαι, μήπως ο λεγόμενος από τους βορειοευρωπαίους «τρίτος» κόσμος είναι εν τέλει πρώτος και με διαφορά στην ανθρωπιά, αλλά η συγκεκριμένη παρέα και στη μόρφωση;
Ξεκινά το αυτοκίνητο ενώ η ζέστη αρχίζει να γίνεται ανυπόφορη. Ο κλιματισμός σώζει, αν και χάνει λίγο υγρά το κλιματιστικό του αυτοκινήτου. Ο δρόμος ίσιος και ατέλειωτος, όπως στα περισσότερα μέρη της Αργεντινής. Μετά από τέσσερις ώρες μπαίνει το αμάξι στο Chaco και φαίνεται στα δεξιά η Resistencia, η πόλη όπου είναι το τμήμα Ανθρωπιστικών Σπουδών, όπου είχες πάει την προηγούμενη φορά εν είδει τουρίστα-επισκέπτη καθηγητή και δεν είχες δει αυτά που επρόκειτο να δεις και να ζήσεις τούτη τη φορά. Η τεράστια γέφυρα που χωρίζει τη Resistencia από την πόλη Corrientes είναι ζωτικής σημασίας και βλέπεις από ψηλά την πόλη, την costanera και τα πλουσιόσπιτά της των αποικιοκρατών, την παραλία στο ποτάμι όπου ο κόσμος κολυμπά μια και είμαστε ακόμα στο καλοκαίρι, σαν τον δικό μας Αύγουστο. Περνάς το κεντρικό μέρος με τις μεγάλες λεωφόρους και μπαίνεις στην Avenida 3 de Abril που σε λίγο γίνεται Pedro Ferré και μετά Independencia. Τελικός προορισμός το Pirayui Viejo. Βγαίνοντας από την λεωφόρο αρχίζουν οι τσιμεντόδρομοι και κατόπιν οι χωματόδρομοι, με κάρα να τρέχουν παράλληλα με μηχανές και αυτοκίνητα, παλιά ημιφορτηγά με «πειραγμένους» σκελετούς, ρόδες και καρότσες αυτοσχέδιες, και συνειδητοποιείς ότι δεν είσαι πια τουρίστας. Είσαι ένας από τους ανθρώπους που μένουν εκεί και μιλάς την ίδια γλώσσα ή κουβαλάς τις ίδιες συνήθειες της Ελλάδας της δεκαετίας του 1970, όπως θα καταλάβεις αργότερα όταν θα κινηθείς στη γειτονιά.
Σε λίγο φτάνουμε στην αρχή της περιπέτειας, όπως δηλώνει και το όνομα του δρόμου, calle Julio Verne, που σου φέρνει στο νου τα παιδικά αναγνώσματα, ο Γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες, οι 20.000 λεύγες υπό την θάλασσαν (λόγω πλημμυρών) κλπ. Το σπιτάκι είναι μικρό αλλά με ψηλό φράχτη και καγκελόπορτα. Μπαίνοντας στο σπίτι βλέπεις πόσο απλό είναι και χαίρεσαι που θα μείνεις σε έναν τέτοιο χώρο. Η ζεστασιά είναι στην απουσία όλων των «ανέσεων» που δίνει ο τρόπος που μάθαμε. Η προετοιμασία του φαγητού είναι ένα τελετουργικό ομαδικό και όμορφο, όπως θα καταλάβεις όλο αυτό το διάστημα, και μάλιστα θυμίζει εποχές φοιτητικών χρόνων στη δεκαετία του ’80 και αρχές του ’90 στην Ελλάδα. Συγκεντρώσεις σε σπίτια και μαγειρέματα, με ποτό και ωραίες στιγμές. Η αίσθηση ότι είσαι στον πρώτο και καλό κόσμο γίνεται ολοένα και πιο έντονη. Η παρέα κουρασμένη αλλά με πολλή όρεξη καταβροχθίζει τα μακαρόνια, μία από τις βασικές τροφές, μαζί με το ρύζι και τις πίτες. Δεν χωράνε πολυτέλειες για εξεζητημένα πιάτα και υλικά. Αυτά που έφερες φαίνονται εντελώς εξωτικά και οι ευχαριστίες είναι μεγάλες, ειδικά για τα δωράκια.